Τετάρτη 25 Μαΐου 2011

Μαρία Χατζηαποστόλου :Ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς στο λογοτεχνικό έργο του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη


Ανρέα μου γεια σου και από εδώ...!!!

Μόλις σου έστειλα κείμενο στο email σου...

Ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς 
στο λογοτεχνικό έργο του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη

-Ή όταν ο παι-ζωγράφος της «μητέρας Θεσσαλονίκης» 
συνάντησε τον άγιο της νοεράς προσευχής- 

Ελπίζω να σου αρέσει...

Εδώ είναι και η εικόνα 
που προτείνω ν' ανεβάσεις μαζί με το κείμενο...

Φιλιά...!!!


-Ή όταν ο παι-ζωγράφος της «μητέρας Θεσσαλονίκης» συνάντησε τον άγιο της νοεράς προσευχής-



«Χωρίς φανερή λογική, ο αντίπαλος του Γρηγορά, Άγιος Αρχιεπίσκοπος Μέγας Γρηγόριος ο Παλαμάς, με την καρδιά γεμάτη αγάπη προς τον πλησίον, γιατί μέσα του η καθαρή ψυχή δεν μπορεί να καταλάβει υπόσταση ξεχωριστή, που να μη συνδέεται, που να κόβει από το σύνολο, αποτραβιέται μόνος και συνιστά την ησυχία, την ησυχία που είναι τόσο κοντά με το θάνατο, ως μοναδική ηθική στάση του ατόμου που σκέπτεται μέσα σ’ ένα σύνολο λαού, που οι άρχοντες του αποξενώνονται. Ο λαός που αργότερα με καθαρή συνείδηση διάλεξε από την εύκολη συνθηκολόγηση της ψυχής του τη βαριά πληρωμή της σκλαβιάς, εκήρυξε άγιο τον Γρηγόριο και τον Γρηγορά τον άφησε να τελειώσει στη φυλακή μαθαίνοντας ότι γνώση, μάθηση, ικανότητα, λόγος, σοφία, είναι άδικα και μάταια όταν δεν τα καθιστά πλατιά, ευρύχωρα η αγάπη, η αδελφότητα του ενός προς τον άλλο».
Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη, Ο πεθαμένος και η Ανάσταση




Το κάλλος των κτισμάτων έχει αναγωγική δύναμη προς τον Θεό Δημιουργό καθώς προετοιμάζει σταδιακά τις αισθήσεις μας, ώστε να τον προσεγγίσουμε και να τον δεχτούμε εντός μας. Η Τέχνη αντικατοπτρίζει αυτό το υπερκόσμιο κάλλος, καθώς ακόμη και μέσα σε κάθε πέτρα κρύβεται ένα έργο Τέχνης που μπορεί να μεταμορφωθεί σε άγγελο. Με τον ίδιο απαράμιλλο τρόπο στο λογοτεχνικό έργο του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη ζει και αναπνέει η σεβάσμια μορφή του αγίου Γρηγορίου Παλαμά, καθώς μέσα στη πεντζίκεια σκέψη συναντούμε τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά της άκτιστης εκείνης αγάπης που μεταμορφώνει οντολογικά τον κτιστό κόσμο. Το ταξίδι στα εμπνευσμένα έργα του παι-ζωγράφου από την «μητέρα Θεσσαλονίκη» είναι άκρως γοητευτικό και υπερτονίζει το άρρηκτο δεσμό μεταξύ της θεολογικής μας παράδοσης και της λογοτεχνικής μας δημιουργίας.
Κατά τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά η θέωση ξεκινά ήδη από εδώ, από τη παρούσα ζωή κι’ ακολουθώντας πιστά την ίδια γραμμή ο μεγάλος λογοτέχνης μας, διακηρύσσει πως η μοναδική αμαρτία είναι: «Η απουσία από το παρόν». Ακολούθως ο μεγάλος πατέρας της Εκκλησίας, ο εν Θεσσαλονίκη επίσκοπος άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς διακηρύσσει πως: «Είμαστε ανώτεροι απ’ τους αγγέλους» αφού έχουμε το σώμα ή μ’ άλλα λόγια το αισθητικόν μέρος με το οποίο οδηγούμαστε στη δημιουργικότητα του ανθρώπου. Άλλωστε αυτός είναι και ο μεγάλος αγώνας και ταυτοχρόνως η αγωνία του αγίου: το σώμα μας μετέχει όντως στην εν Χριστώ ζωή μονάχα δια των αισθήσεών του. Η κοινωνία με τον Θεού έχει οντολογικό χαρακτήρα, αφού είναι μια υπαρκτική κοινωνία θεώσεως. Το μυστήριο της κοινωνίας Θεού-ανθρώπου συντελείται μέσα στη ζωή της Εκκλησίας και δεν είναι μία αφηρημένη έννοια. Αλλά η έννοια της Εκκλησίας δεν είναι αφηρημένη, ούτε στατική, μα ένα συνεχώς εξελισσόμενο μέγεθος, εντός του οποίου ζει και κινείται ο άνθρωπος. Εκκλησία είναι ο κόσμος ολάκερος, ως η αέναη εκείνη κοινωνία του ανθρώπου με τον Θεό που δεν γνωρίζει όρια.
Στον Ηλίθιο του ο συγκλονιστικός Ντοστογιέφσκι κραυγάζει πως: «Η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο», δηλαδή η άκτιστη εκείνη ενέργεια, ο ίδιος ο Σαρκωμένος Λόγος του Θεού, που ενώνει τον κατακερματισμένο κόσμο και τον οδηγεί σε οντολογική μεταμόρφωση. Ο κατ’ εικόνα Θεού άνθρωπος δεν υπάρχει απρόσωπα, αλλά μόνο εν σχέση, προσωπικώς, μέσα σε μια αέναη σχέση ερωτικής εκσταστικότητας και αγάπης. Η ανακαίνιση του ανθρώπου είναι καθολική, καθώς το σώμα του μετέχει στη μεταμόρφωση του χωροχρόνου, στην ανακαινιστική χάρη του Θεού με την κατανίκηση των παθών και όχι με την εξασθένιση της ανθρώπινης φύσεως. Ο άνθρωπος της Ορθοδοξίας σώζεται μονάχα μέσα στην ενιαία ψυχοσωματική οντότητα του, δίχως να καταργεί τις αισθήσεις του. Ο κτιστός άνθρωπος γίνεται κατά χάριν Θεός! Η μεταμόρφωση των αισθήσεων που αποτελεί μέρος της μυστικής και ερωτικής εκστατικότητας της πατερικής σκέψης, είναι μια δυναμική του πνεύματος, μια κατάφαση στη ζωή, μια προοδευτική φορά προς το καθ’ ομοίωσιν, με βασική προϋπόθεση πάντα τη ψυχοσωματική ενότητα που οδηγεί στην ενεργειακή σχέση κτιστού-άκτιστου, με τη μετοχή του πρώτου στο δεύτερο. Άλλωστε μυστήριο αποτελεί κάθε ενεργειακή σχέση κτιστού-ακτίστου.
Η θεολογία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά είναι κυρίως παρουσία στη ζωή, άσκηση του ανθρώπου και ευχαριστία προς τον Θεό Δημιουργό. Ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης υπήρξε αναμφισβήτητα ένας κατεξοχήν παλαμικός θιασώτης της εποχής του, καθώς κατανόησε πλήρως το πολυσήμαντο μέγεθος της θεολογίας του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Όντας επηρεασμένος από τον Τζέιμς Τζόις και τον ψυχολογικό του εσωτερικό μονόλογο, συν τοις άλλοις, βιώνει ουσιαστικά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά της αγάπης, ενώ οι περισσότεροι θιασώτες της θεολογίας, κατανοούν τον Παλαμά των ακτίστων ενεργειών, αγνοώντας ότι ο άνθρωπος της Ορθοδοξίας αντικρίζει τις άκτιστες ενέργειες στο πρόσωπο του άλλου, επειδή η άκτιστη ενέργεια βιώνεται μόνο με την αγάπη. Η όλη πορεία της υπαρξιακής αναζήτησης του κυρ Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη, ξεκινά και καταλήγει στον Χριστό, στο πρόσωπο του σαρκωμένου Λόγου της αγάπης, κατανοώντας πως η καρδιά της παλαμικής θεολογίας είναι η ένωση με το φως! Ένα φως όμως που δεν είναι απόκοσμο, καθώς: «Μόνο δια του σώματος μπορώ να δοξάζω Τον Κύριο», μαρτυρά ο παι-ζωγράφος της «μητέρας Θεσσαλονίκης» στο αριστουργηματικό του έργο Το Μυθιστόρημα της Κυρίας Έρσης. Υπεραμυνόμενος δε των παλαμικών θέσεων περί ησυχαστικής εμπειρίας του ακτίστου φωτός, αναφέρει ότι η στάση των ασκητών συνδέεται με την κοινωνική πραγματικότητα και δεν είναι καθόλου αποξενωμένη από αυτήν. Και τούτο συμβαίνει διότι η ορθόδοξη θεολογία έχει άκρως εμπειρικό χαρακτήρα, αφού η αλήθεια δεν αποτελεί αφηρημένο θεώρημα, αλλά συνδέεται με την βιωμένη εμπειρία των αγίων της Εκκλησίας και παραδίδεται μέσω της Θείας Ευχαριστίας, που αποτελεί το κατεξοχήν μυστήριο κοινωνίας και ένωσης του ανθρώπου και του Θεού. Ο άνθρωπος γνωρίζει τον Θεό εμπειρικά και όχι θεωρητικά, καθώς η ορθόδοξη θεολογία είναι μια κατεξοχήν θεολογία της εμπειρίας, αφού δεν οδηγεί σε αντικειμενοποίηση και απολυτοποίηση του Θεού και σε αποσύνδεσή του από την καθημερινή ζωή, αλλά οδηγεί τον άνθρωπο να τον βιώσει ως Ενεργούντα μέσα στην ανθρώπινη Ιστορία, διατηρώντας ταυτοχρόνως το απρόσιτο της ουσίας του. Μ’ άλλα λόγια, όπως προειπώθηκε, δεν μπορεί κάποιος να ισχυρίζεται πως είναι αληθινός χριστιανός, αν δεν είναι πρώτα ένας υλιστής του πνεύματος, καθώς ο άνθρωπος της Ορθοδοξίας αντικρίζει τις άκτιστες ενέργειες στο πρόσωπο του άλλου.
Στο έργο του Το μυθιστόρημα της κυρίας Έρσης ο κυρ Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης αναφέρει πως, «Όσο παράξενες και βάρβαρες είναι οι συνήθειες των ιθαγενών, ακόμα και η φρικτή για τις πολιτισμένες αντιλήψεις ανθρωποφαγίας, βρίσκονται πιο κοντά στο Αποκαλυπτικό χριστιανικό κήρυγμα του Αποστόλου των Εθνών, που καταξιώνει το σώμα του ανθρώπου σε Ναό, κατοικία του αληθινού Λόγου Του Θεού, απ’ ότι οι σημερινές κοινές αντιλήψεις που μηδενίζουν την σημασία του σώματος, της μορφής του κάθε ανθρώπου, αγνοώντας και καταστρέφοντας την ενυπάρχουσα μέσα στο σώμα αθάνατη ψυχή». Ο παιζω-γραφικός και άκρως ποιητικός λόγος του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη, πρεσβεύει το ήθος που προέρχεται μέσα από την εμπειρία της καταξίωσης του ανθρώπινου σώματος με την άσκηση, κόντρα στις σύγχρονες αντιλήψεις που αφορούν τον μηδενισμό του ανθρωπίνου σώματος, διαλύοντας την ενιαία ψυχοσωματική ενότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Σαφώς επηρεασμένος από την παύλεια και παλαμική θεολογία φανερώνει τον καινό τρόπο ζωής των ανθρώπων και τον εκκλησιασμό των πάντων. Όλοι οι δρόμοι της ζωής αγιάζονται, η Κτίση ανακαινίζεται, ο άνθρωπος θεώνεται, αφού γίνεται κατά χάριν Θεός.
Στα Ομιλήματα του, ο θεσσαλονικιός λογοτέχνης αναφέρει πως: «Δεν φαντάζομαι, αλλά αισθάνομαι και ζω την αλήθεια» και πως: «Το αμαρτωλό, θνητό σώμα μαθαίνοντας να γράφει, δοξάζεται. Δοξάζοντας τον Ουρανό, κάνει μία προσπάθεια που δοξάζει το ίδιο. Προσπάθεια που μας εξομοιώνει με ό,τι δεν είμαστε. Αυτό που δεν είμαστε μας κάνει η γιορτή της Λαμπρής». Στα Ομιλήματα του με άκρως ποιητικό τρόπο μιλά για: «Το φως του Αναστάντος Χριστού που κατεβαίνοντας στον Άδη πλημμύρισε τα πάντα». Το ανθρώπινο πρόσωπο υπάρχει μονάχα με την μετοχή στην τριαδική ωραιότητα και η άρνηση της ομορφιάς οδηγεί σε μια άνυδρη και ανέραστη πραγματικότητα. Ο αληθινός χριστιανός πρέπει να είναι ερωτευμένος μέχρι θανάτου με τον συνάνθρωπο, την κτίση και τον Θεό, όπως ο Θεός είναι ο μανικός εραστής του ανθρώπου, ο κατ’ εξοχήν Εσταυρωμένος Έρωτας. Ο έρωτας με τη κτίση αποτελεί εσωτερική ανάγκη του ανθρώπου, καθώς στο Μυθιστόρημα της κυρίας Έρσης τονίζει πως, «Δεν μπορεί να ζήσει ο άνθρωπος με τα πράγματα, τα ζώα ή τα σίδερα αν αυτά δεν είναι γεμάτα από έρωτα». Ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης μέσα από τα έργα του υπερασπίζεται και εκφράζει με τον ομορφότερο τρόπο την ησυχαστική μέθοδο της νοεράς προσευχής, η οποία οδηγεί τον άνθρωπο στη θεοπτία, πάντα μέσα από τις κινήσεις του σώματος κάτι που φανερώνεται στο έργο του Προς Εκκλησιασμόν, όπου ιστορεί παραστατικά την αναστάτωση και τη διαμάχη που προκάλεσε η αντίδραση των σχολαστικών της εποχής στο κίνημα του ησυχασμού.
Στο έργο του Ο Πεθαμένος και η Ανάσταση υπάρχει η ανάγκη του επανευαγγελισμού, της εύρεσης της χαμένης αυτοσυνειδησίας και ωραιότητας. Ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης ως άλλος δια Χριστόν σαλός αναφωνεί, «Να γκρεμίσουμε το σπίτι και να σκάψουμε, να βρούμε από κάτω την εκκλησία». Η πίστη δεν αποτελεί απλώς μία θεωρητική έννοια, αλλά όλο το σώμα μας μετέχει και εκφράζεται μέσα στην ακεραιότητα του. Ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης ξεκινά από τα πράματα για να μιλήσει γι’ αυτά, αλλά και για να καταλήξει σε αυτά, τονίζοντας επανειλημμένως πως: «Το ίδιο το σώμα μας σκέφτεται, γνωρίζει και αγαπά τον Χριστό, όχι μόνο η γλώσσα». Μ’ άλλα λόγια η επαφή μας με τον Θεό δεν αποτελεί θεωρητικό μόρφωμα, αλλά ζώσα εμπειρία μέσω των κεκαρθαμένων αισθήσεων. Το σώμα, η ύλη, καταξιώνεται μέσα στην Εκκλησία κατά τον «αιώνιο έφηβο» της μητέρας Θεσσαλονίκης, ο οποίος ακολουθεί κατά πόδας, τον μεγάλο άγιό της, Γρηγόριο Παλαμά. Μάλιστα τον αποκαλεί «Θαυματουργό αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης» επαναλαμβάνοντας ολοένα την «τυραννισμένη επίκληση» όπως ο ίδιος λέει: «Κύριε δίξον μοι, φώτισον μου το σκότος».
Εξάλλου, «Το χάρισμα των δακρύων, κατέστησε ικανό τον εν Αγίοις Αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης Γρηγόριο Παλαμά τον θαυματουργό, να ερμηνεύσει την αντίληψη του θαβωρείου φωτός από τους θνητούς». Στην ίδια γραμμή στα Ομιλήματα του, αυτή την εκ βαθέων εξομολόγηση, η νεκρανάσταση των πάντων αποτελεί καινό τρόπο ζωής και μαρτυρίας και ο θεσσαλονικεύς λογοτέχνης είναι ακόμη ένας «Ζων εκ των νεκρών». Σ’ όλα τα έργα του ενσαρκώνει τον ήρωα των ιστοριών του, παγιδευμένο στο μοτίβο του θανάτου, μα και απελευθερωμένο στην προοπτική της Αναστάσεως, που μετατρέπεται όμως σε βεβαιότητα ζωής μέσα από την αγία αβεβαιότητα. Όραμά του αποτελεί, «Η καταστροφή του φυσικού προσώπου σε μια προσπάθεια προς απόκτηση προσώπου “εν ετέρα μορφή”». Πόθος του η καταξίωση του προσώπου, η επικοινωνία με τον συνάνθρωπο, η οντολογική βίωση της άκτιστης χάρης. Καημός του να γίνουν όλοι μέτοχοι της. Ο λόγος του ιδιόμορφος, συνειρμικός, εσωτερικός, δραματικός, ψυχολογικός μονόλογος, αποτελεί κατάργηση της λοκοκρατούμενης σχολαστικότητας και της λογοτεχνικής κλειστής νόρμας.
Η ορθόδοξη πίστη είναι η ύπαρξη ενός «εν Χριστώ» ζώντος ανθρώπου που βρίσκεται πάντα σε αέναη αναζήτηση του Νυμφίου του. Παντού στο πεντζικικό έργο αντηχεί ο θρίαμβος της ανέσπερης ζωής, το «Χριστός Ανέστη», η αναστάσιμη χαρά που κυριαρχεί στην πόλη του, τη «μητέρα Θεσσαλονίκη», καθώς: «Είναι η πόλη εικόνα του αγώνα κατά της φθοράς. Τα πράγματα αγωνίζονται να παραμείνουν. Τα πράγματα συνεχώς μεταβάλλονται. Πόλη και πρόσωπα. Κινήσεις». Έτσι, «Όλα τριγύρω αλλάζουνε κι’ όλα τα ίδια μένουν», καθώς ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, μιλά αδιάκοπα για τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά, τον διδάσκαλο και μύστη του ακτίστου φωτός, του οποίου η αγάπη αποτέλεσε υπέρβαση του θανάτου: «Ο δεύτερος Πολιούχος Μέγας Γρηγόριος, για το φως μιλώντας της Αγίας Μεταμόρφωσης, που έκαστος, όσο ηδύνατο το είδε, διδάσκει πως ο άνθρωπος μπορεί να το δει, χάρις σε άσκηση επίπονη εν τω στοχασμώ του θανάτου». Ακόμη και κατά την σκοτεινή στιγμή του θανάτου, ιδιαίτερα τότε, υπάρχει ελπίδα, καθώς: «Tο σώμα μου που, όπως του νεκρού, είναι ξαπλωμένο στο κρεβάτι, καταλαβαίνω ότι κυοφορεί, πίσω από της ύλης το πρόσωπο, το πνεύμα της αυριανής μου έγερσης». Άλλωστε όπως αναφωνεί: «Μετά το θάνατο. Τι μπορούμε να πούμε μετά τον θάνατο;», φανερώνοντας μ’ αυτόν τον τρόπο πως το μυστήριο του θανάτου, ούτως ή άλλως είναι υπερφυές και πως ο παι-ζωγράφος της πόλης μας, αγαπά να μιλά περισσότερο για το μυστήριο της ζωής, καθώς θέλει να ζήσει αληθινά πριν από τον θάνατο του!
Και η κατανόηση της όντως ζωής περνά μοναχά μέσα από το σώμα: «Επειδή αυτό που είναι καθαρά πνευματικό, το βλέπει, δε μπορεί να το δει παρά μέσα στην ύλη». Το ανθρώπινο σώμα όντως καταξιώνεται στην ορθόδοξη θεολογία, καθώς: «Το Πρόσωπο μας που αναγνωρίζουμε στα μάτια του άλλου δε μας διδάσκει τα συνήθη θνητά όρια μας, αλλά την ταυτότητα των ουρανίων σωμάτων προς το σχήμα του ανθρώπου». Έτσι, η προσευχή κάνει τα αδύνατα δυνατά για τον άνθρωπο, «Ο της Θεσσαλονίκης Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ερμήνευσε την συγκατάβαση του θεϊκού φωτός σ’ όσους προσεύχονται, αμέτρητες φορές, όσα είναι τα κύματα της θάλασσας».
Άκρως θεολογική είναι η ματιά του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη στο αριστουργηματικό έργο του Αρχείον, όπου κατά τον ίδιο αποτελεί Βιβλίον Έρωτος ήτοι της Αγάπης που χαρίζει ως φως οικουμενικό ο Κύριος. Με φανερή την επίδραση από τον λογοτέχνη Τζέιμς Τζόις, ο ήρωας του βιβλίου κάνει έναν «Παρά θιν’ αλός» περίπατο, δηλαδή μια βόλτα στην ακροθαλασσιά κατά την ημέρα της Πεντηκοστής, αντί να επιλέξει τον δρόμο προς την εκκλησία. Ωστόσο οι λογοτεχνικές επιλογές της εορτής της Πεντηκοστής και της τοποθεσίας της ακροθαλασσιάς δεν είναι καθόλου τυχαίες: όπως οι απλοϊκοί ψαράδες της Γαλιλαίας με την πνοή του Αγίου Πνεύματος μεταμορφώθηκαν σε αποστόλους της οικουμένης, έτσι και ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης μιλά για τα ανεξάντλητα όρια της Εκκλησίας και τον εκκλησιασμό των πάντων! Η μεταμόρφωση των αισθήσεων περνά μέσα από την Κτίση, καθώς ο εκκλησιασμός του σύμπαντος κόσμου αφορά ακόμη και το μικρότερο δημιούργημα, αφού κι’ αυτό ακόμη αποτελεί εικόνα του Δημιουργού του. Ο περίπατος στην ακροθαλασσιά αποτελεί μια ακόμη βεβαιότητα της αγίας αβεβαιότητας που σε κάνει να ελπίζεις και να κάνεις τον θάνατο ανύπαρκτο. Η Θεολογία ανοίγει τα μάτια της ψυχής, καθώς αποτελεί την κατεξοχήν Ποίηση, τη κατάφαση στη ζωή και την συνακόλουθη άρνηση του θανάτου, ως κάτι αλλότριο προς την φύση του ανθρώπου. Οι ποιητές της Εκκλησίας μας είναι οι άγιοι της και οι θεολόγοι της, είναι ο ίδιος ο ουρανός της, οδηγώντας τον άνθρωπο σ’ έναν Πολιτισμό της Σάρκωσης και της Αγάπης ακολουθώντας τα ματωμένα βήματα του Εσταυρωμένου Έρωτα…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...