Η ομιλία αυτή έλαβε χώρα σε εκδήλωση της Ι. Αρχιεπισκοπής Κρήτης στο Ηράκλειο παρουσία του Σεβ. Αρχιεπισκόπου Κρήτης κ. Ειρηναίου. Τη δημοσιεύουμε για να προβληματισθούμε πάνω στο σοβαρό πρόβλημα των εξαρτήσεων, δεδομένου ότι διαφαίνεται μια πολιτική βούληση να εξαπλωθούν περισσότερο τα τυχερά παιγνίδια απλά για εισπρακτικούς λόγους. Είμαστε βέβαιοι ότι μακροπρόθεσμα η αύξηση των τυχερών παιγνιδιών σε μια κοινωνία καταντά και αντιοικονομική, εκτός των άλλων ψυχοφθόρων συνεπειών της, λόγω των βλαβερών συνεπειών στην ψυχική και σωματική υγεία.
Τό θέμα μας σήμερα ἀποτελεῖ μιά ἐντυπωσιακή ἀντίφαση τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου. Συγκεκριμένα, μᾶς ἀπασχολεῖ ἡ προθυμία του γιά ἐξαρτήσεις στήν καρδιά μιᾶς ἐποχῆς ἡ ὁποία ἔχει μέ κόπο κατακτήσει καί τώρα ἀπολαμβάνει τήν πανηγυρική διακήρυξη τῆς ἀνεξαρτησίας του! Τό παράδοξο ἔγκειται δηλαδή στό γεγονός ὅτι ὅσο προοδεύει ἡ ἐξωτερική ἀνεξαρτησία τοῦ ἀνθρώπου ἀπό δεσμευτικούς παράγοντες (τυραννίες κάθε εἴδους), τόσο περισσότερο ἐφευρίσκονται τρόποι δέσμευσης τῆς ἐσωτερικῆς ἐλευθερίας του.
Ἔχω τή γνώμη ὅτι βοηθᾶ στήν μελέτη του φαινομένου τῶν ἐξαρτήσεων ἡ γενικώτερη «μακροσκοπική» τους θεώρηση ὡς ἑνιαίου προβλήματος, ἔτσι ὥστε νά ἀναζητηθοῦν πολιτισμικές καί ψυχολογικές αἰτίες. Διαφορετικά ὑπάρχει ὁ κίνδυνος νά προσεγγίζονται ἀποσπασματικά καί μέ ἀνεπαρκῆ μέτρα. Κατά καιρούς μάλιστα ἀκούγονται ἀπόψεις πού προσπαθοῦν νά ἐξηγήσουν τήν αὔξησή τους, οἱ ὁποῖες ὅμως ἐπικαλοῦνται συνήθως ἕνα καί μοναδικό αἴτιο, π.χ. ἄλλοι τήν ἀποδίδουν στήν ἀποθρησκειοποίηση τῆς κοινωνίας μας, ἄλλοι στήν ἀμέλεια τῆς πολιτείας καί τῆς ἀστυνομίας, ἄλλοι στήν προϊοῦσα ἠθική φθορά τῆς ἐποχῆς κ.ο.κ.
Ἐνῶ ὅλες οἱ παραπάνω ἑρμηνεῖες ἐμπεριέχουν ἀλήθεια, αἰσθάνομαι ὅτι δέν ἔχουμε ἀναπτύξει στόν εὐρύτερο κοινωνικό (ἀλλά καί ἐκκλησιαστικό) χῶρο μιά βαθύτερη κατανόηση τοῦ φαινομένου. Ἔτσι στερούμαστε τῆς δυνατότητας γιά πολύπλευρη καί ἐπιτυχημένη δράση, τόσο προληπτική ὅσο καί θεραπευτική.
Ποιά εἶναι ἡ κλινική σημασία τῶν ἐξαρτήσεων ἀπό ψυχιατρικῆς πλευρᾶς κατ’ ἀρχήν; Ἡ ἐμπειρία δείχνει πώς αὐτές ἔχουν τή δυνατότητα νά ἀποβοῦν γιά τόν ψυχισμό κάτι ἀπό τά ἀκόλουθα:
1) Τρόπος ἔκφρασης τῆς κατάθλιψης καί ταυτόχρονα μέσο «παρηγοριᾶς» ἀπό αὐτήν,
2) Αὐτοσχέδια ἀγχόλυση, ἀνάλογης κλινικῆς σημασίας μέ τή χρήση οὐσιῶν,
3) Ἔκφραση καταναγκαστικῆς παθολογίας μέ τή μορφή τῆς συλλογῆς πληροφορίας ἤ ἀγορῶν ἤ ἡδονῆς,
5) Σέ ὁριακές προσωπικότητες αὐταπάτη ὅτι ἀπέκτησαν ταυτότητα καί ὅτι τήν τροποποιοῦν κατά βούληση,
6) Κανάλια διοχέτευσης τῆς διαστροφικῆς παθολογίας.
Συνεπῶς, ἕνας τόσο διαφορετικός πληθυσμός, γιά νά συγκλίνει στήν ἴδια συμπεριφορά τῆς ἐξάρτησης, ἀναγκαστικά χρειάζεται καί ἄλλης τάξεως συνθῆκες, δηλαδή μή κλινικές, πού θά λειτουργήσουν ὡς «ὀργανωτές». Καί αὐτές οἱ συνθῆκες εἶναι σύγχρονοι κοινωνικοπολιτισμικοί παράγοντες, πού ἔχουν ἀναμφίβολα πολλαπλασιαστῆ σέ ἀσύλληπτο βαθμό σέ σύγκριση μέ τό πρόσφατο παρελθόν.
Ἐνῶ τό φαινόμενο τῆς ἐξάρτησης ὑπῆρχε σέ ὅλες τίς ἐποχές καί σέ ὅλους τούς τόπους, οἱ ρίζες τῆς πρόσφατης διόγκωσής του πρέπει νά ἀναζητηθοῦν στό πέρασμα ἀπό τή νεωτερικότητα στή μετανεωτερικότητα. Συγκεκριμένα, αὐτό ἀντιστοιχεῖ στό πέρασμα ἀπό τόν λόγο στήν ἐμπειρία, ἀπό τήν πειθώ στή σαγήνη.
Στούς νεωτερικούς χρόνους τό κέντρο βάρους βρίσκεται στή διάνοια ἡ ὁποία πρέπει νά πεισθῆ, ἐνῶ κατά τήν μεταμοντέρνα ἐποχή βρίσκεται στό ὀπτικό νεῦρο καί στίς ὑπόλοιπες αἰσθήσεις οἱ ὁποῖες πρέπει νά διεγερθοῦν. Ἔτσι εἶναι προφανές ὅτι ἀνοίγει ὁ δρόμος γιά τήν ψυχοδυναμική τῆς ἐξάρτησης ἀφοῦ αὐτή ἀποτελεῖ μή ὀρθολογικό γεγονός.
Σέ τί συνίσταται ἡ μετανεωτερικότητα τήν ὁποία διανύουμε; Ἔχει γίνει παράλληλη, σχεδόν συνώνυμη, μέ τήν κοινωνία τοῦ θεάματος καί τοῦ κυβερνοχώρου. Ἡ κοινωνία τοῦ θεάματος ἔχει ἀποικίσει τή σύνολη καθημερινότητά μας, μέ ἀπώτερη φιλοδοξία νά ἀναγκάσει τό ψυχικό ὄργανο νά τῆς παραδοθῆ. Ἡ τεχνολογία ἔχει ἐπιτρέψει ἐν τῷ μεταξύ μιά ἀσύλληπτη γιά τό παρελθόν πρόσβασή μας στίς ποικίλες παραλλαγές τοῦ θεάματος.
Παράλληλα μία ἄλλη πραγματικότητα πού εἶχε προηγουμένως ἀναπτυχθῆ κατά τόν εἰκοστό αἰῶνα ἐπέτρεψε καί αὐτή μέ τή σειρά της νά διαμορφωθῆ αὐτή ἡ γενικώτερη εὐπάθεια πρός τίς ἐξαρτήσεις. Πρόκειται γιά τήν κοινωνία τῆς ἀφθονίας, στήν ὁποία τά ἐξαρτησιογόνα ἀντικείμενα (οὐσίες, ψώνια, δραστηριότητες) παρέχονται σέ ποσότητες καί μέ εὔκολη πρόσβαση.
Ὁ συνδυασμός αὐτῶν τῶν δύο κοινωνικῶν καί πολιτισμικῶν ἐξελίξεων ἐπέφερε ἀλλοιώσεις καί στόν ἀνθρώπινο ψυχισμό, τουλάχιστον σέ ἐκείνους τούς ψυχισμούς οἱ ὁποῖοι χαρακτηρίζονταν ἀπό κάποια εὐαλωτότητα βιολογικῆς προδιάθεσης.
Πράγματι, στό φαινόμενο τῶν ἐξαρτήσεων ἀναδεικνύεται ὁλόκληρη ἡ ψυχοσωματική διάσταση τοῦ ἀνθρώπου. Γιά παράδειγμα, εἶναι παρατηρημένο ὅτι εὐνοεῖται ἡ ἐξαρτητική συμπεριφορά σέ προσωπικότητες πού ἔχουν ἐντονώτερο τό στοιχεῖο εἴτε τῆς παρορμητικότητας εἴτε τῆς καταναγκαστικῆς ἐμμονῆς, προδιαθέσεις καί οἱ δύο μέ βιολογική προέλευση.
Ἀλλά θά φτωχαίναμε τό φαινόμενο ἄν περιοριζόμαστε στήν θετικιστική μείωσή του ἁπλᾶ σέ μιά ὀργανικότητα. Παρά τούς ἔντονους πειρασμούς πού προέρχονται ἀπό τήν ἴδια τήν σύγχρονη ψυχιατρική καί τήν ψυχολογία νά σκεφτόμαστε μόνο βιολογικά, οἱ ἐξαρτήσεις ξεδιπλώνουν τή πραγματική τους φύση ὅταν ἀντιμετωπιστοῦν ὡς πολυπαραγοντικά προβλήματα, δηλαδή ὡς στάσεις πού πηγάζουν ἀπό τή συνθετότητα τῆς ἀνθρώπινης φύσης. Καί ὡς τέτοια ἀπαιτοῦν καί τήν ψυχολογική καί τήν κοινωνικοπολιτισμική θεώρηση.
Στήν ψυχολογική προσέγγιση κεντρική σημασία κατέχει ἡ ἔννοια τοῦ ἐλέγχου. Στίς ἐξαρτήσεις τό ὑποκείμενο παλεύει σκληρά μέ τόν ἔλεγχο ὁ ὁποῖος καθίσταται ἔμμονη ἰδέα. Αὐτή ἡ πάλη λαμβάνει δύο μορφές συνήθως. Ἡ μία ἔγκειται στή διαμόρφωση συνθηκῶν τέτοιων πού νά ἐπιτρέπουν πράγματι τόν ἔλεγχο. Γιά παράδειγμα, τό ἐξαρτημένο ἀπό τίς ἀγορές ἄτομο ἐλέγχει τήν πραγματικότητα πού τό περιβάλλει ἱκανοποιώντας ὅλες τίς ἐπιθυμίες του, ὅπως ἐπίσης καί ὁ ἐξαρτημένος ἀπό τό φαγητό. Ἐπί πλέον ἀρκετοί ἀπό τούς ἐξαρτημένους ἀπό πρόσωπα ἐπιτυγχάνουν νά τά ἐλέγξουν ἐπιβάλλοντας τή βούλησή τους καί ἐκμαιεύοντας τίς συμπεριφορές πού θέλουν.
Μιά ἄλλη παραλλαγή ἐντοπίζεται στούς ἐξαρτημένους οἱ ὁποῖοι ἀγωνίζονται γιά τήν φαντασίωση τοῦ ἐλέγχου. Ἐδῶ ἀνήκουν οἱ ἐξαρτημένοι ἀπό οὐσίες οἱ ὁποῖοι συνήθως ἀναπτύσσουν τή γνωστή ὑπερβολική αὐτοπεποίθηση πού τούς κάνει νά ἰσχυρίζονται πώς δέν εἶναι ἐξαρτημένοι καί ὅποτε θέλουν εἶναι ἱκανοί νά σταματήσουν τή χρήση, ἄρα ἔχουν τόν ἔλεγχο. Ἀκόμη, σέ αὐτούς πού βαυκαλίζονται μέ τή φαντασίωση τοῦ ἐλέγχου ἀνήκουν καί οἱ ἐξαρτημένοι ἀπό τόν κυβερνοχῶρο (εἴτε ἀπό τήν πορνογραφία εἴτε ἀπό τά διαδικτυακά παιγνίδια), ἀφοῦ σχηματίζουν τήν αὐταπάτη ὅτι θέτουν ὑπό τόν ἀπόλυτο ἔλεγχό τους τό ἀντικείμενο τῆς ἐπιθυμίας τους (ποθητή γυναίκα, ἐχθρό κτλ).
Ἡ περίπτωση αὐτή τῆς ψευδαίσθησης τοῦ ἐλέγχου νομίζω ὅτι ἀξίζει νά συγκεντρώσει περισσότερο τήν προσοχή μας διότι συνδέεται μέ τό ζήτημα τῆς σχέσης. Ἀνοίγει μπροστά μας τήν ἀνικανότητα ἤ τήν ἀπροθυμία τοῦ ἐξαρτημένου ἀτόμου γιά ἀληθινή καί οὐσιαστική σχέση. Μιά τέτοια σχέση εἶναι προφανές πώς δέν εἶναι δυνατό νά περιλαμβάνει ἔλεγχο τοῦ ἄλλου· ἀντίθετα, εἴσοδος σέ σχέση σημαίνει κάποιου βαθμοῦ αὐτοπαράδοση στή διαδικασία ἀλλαγῆς μέσῳ τοῦ ἄλλου, σημαίνει ἑκούσια ἄρνηση νά ἐλέγξεις τόν ἄλλο ἀφοῦ αὐτό θά σήμαινε ἔλλειψη σεβασμοῦ καί ἄρα ἔλλειψη ἀγάπης.
Ἔτσι ἡ αὔξηση τῶν ἐξαρτήσεων στήν ἐποχή μας ὑπαινίσσεται κάποιου βαθμοῦ ἀναπηρία στή διαμόρφωση καί διατήρηση ὑγιῶν σχέσεων. Συνεπῶς ἕνα ἔλλειμα ἀγάπης προκύπτει ἐδῶ, τουλάχιστον ὡς πρός τό ἀποτέλεσμα ἀφοῦ εἶναι πιθανό ἡ πρόθεση γιά σχέσεις ἀγάπης νά εἶναι ἐντονώτερη στήν ἐποχή μας. Ἔτσι ἀναδεικνύεται ἕνα τραγικά μεγάλο χάσμα, ἀφοῦ τό αἴτημα νά ἀγαπηθῆ κάποιος αὐξάνεται δραματικά, ἀλλά καί ὁ φόβος μπροστά στήν ἀγάπη ἐπίσης.
Ἡ ψευδαίσθηση τοῦ ἐλέγχου παρέχει μιά φαντασίωση παντοδυναμίας, ἡ ὁποία ὑπῆρξε ἀνέκαθεν πολύ δημοφιλής γιά τόν ἄνθρωπο. Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος θά χρησιμοποιήσει τήν ἐξάρτηση γιά νά αἰσθανθῆ παντοδύναμος, ὡς ἀντιστάθμισμα σέ κάποιο ναρκισσιστικό τραῦμα, τό κάνει ἐπειδή ἡ φαντασίωση παρέχει μεγαλύτερη ἀπόλαυση ἀπό τήν πραγματικότητα. Ἐδῶ εἶναι ἀναγκαία ἡ διάκριση ἀνάμεσα στήν ἀπόλαυση καί στή χαρά, ἄγνωστη γιά πολλούς, μιά ἄγνοια στήν ὁποία βασίζεται ὁ μηχανισμός τῆς ἐξάρτησης.
Δέν θά ἦταν σωστό νά ἰσχυριστοῦμε ὅτι τό ἐξαρτημένο ἄτομο ἔχει προσδεθῆ στό ἀντικείμενο πού τό ἑλκύει. Ἄν θέλουμε νά ἀκριβολογήσουμε θά πρέπει νά ποῦμε ὅτι τό ἐξαρτημένο ἄτομο ἔχει προσδεθῆ συναισθηματικά στή διαδικασία ἀναζήτησης καί ἀνεύρεσης τοῦ ἀντικειμένου αὐτοῦ. Δηλαδή στήν ἔντονη ψυχοσωματική ἐμπειρία, σέ αὐτό πού ὁ κόσμος ὀνομάζει «ἀδρεναλίνη». Αὐτό ἀκριβῶς εἶναι καί τό χαρακτηριστικό πού καθιστᾶ τήν ἐξάρτηση μιά αὐτοερωτική διαδικασία. Κέντρο ἀναφορᾶς εἶναι ἡ αἴσθηση καί ἐμπειρία τοῦ ἴδιου τοῦ ὑποκειμένου.
Ἄν αὐτά συμβαίνουν σέ κάθε εἴδους ἐξάρτηση, δραματικό εἶναι ὅταν λαμβάνουν χώρα σέ ἐξαρτήσεις ἀπό πρόσωπα. Ἐνῶ τότε ἀπέναντι βρίσκεται ἕνας πραγματικός ἄλλος, μέ σάρκα καί ὀστᾶ, στήν ἐνδοψυχική πραγματικότητα αὐτός ὁ ἄλλος δέν ὑπάρχει καθ’ ἑαυτόν, ὑπάρχει μόνο ὡς καμβάς καί ὡς πρόσχημα γιά νά ξαναπαιχτῆ γιά μιά ἀκόμη φορά τό παιγνίδι τοῦ «κυνηγιοῦ» καί τῆς ἀνεύρεσης ἐκείνης πού σημαίνει εἴτε καθυπόταξη εἴτε ἐξασφάλιση, ἀνάλογα σέ ποιά πλευρά τῆς «σχέσης» ἔχει τοποθετηθῆ κανείς.
Ἀληθινή σχέση εἶναι συνώνυμη μέ τήν ἐλευθερία. Ὅταν ἔχει ἐγκατασταθῆ φόβος μπροστά στήν ἐλευθερία, πού συνιστᾶ διαχρονικό πειρασμό τῆς ἀνθρώπινης φύσης, κυρίαρχο μέλημα τοῦ ψυχισμοῦ γίνεται ἡ ἀποφυγή τοῦ τραύματος, ἤ τῆς ἐπανάληψής του ἄν ὑπάρχει σχετική δυσάρεστη ἐμπειρία. Αὐτό μέ τή σειρά του γεννᾶ τήν ἀνάγκη καταφυγῆς καί ὑποταγῆς σέ ἕνα ἄλλο «ἐγώ» τό ὁποῖο δομεῖται φαντασιακά ὥστε νά παρέχει τήν ψευδαίσθηση ἐλέγχου: εἴτε στό ἄτομο ἀπό τό ὁποῖο κανείς ἐξαρτᾶται, εἴτε στό τεχνητό «ἐγώ» τοῦ ὑπολογιστῆ, εἴτε στήν προσωποποιημένη οὐσία κ.ο.κ. Ἐδῶ χρειάζεται νά θυμηθῆ κανείς καί τίς ἐξαρτήσεις ἀπό πρόσωπα, οἱ ὁποῖες ἀναπτύσσονται τόσο στό πλαίσιο τοῦ ζευγαριοῦ ὅσο καί σέ νοσηρές ὁμάδες ὅπως οἱ σέκτες.
Ἐξ ἄλλου ἡ κατάρρευση τῶν ἰδεολογιῶν, μεταξύ τῶν ὁποίων καί τῶν θρησκευτικῶν, ἄφησε ἕνα κενό ὄχι μόνο στόν χῶρο τῶν ἰδεῶν. Πρωτίστως δημιούργησε κενό στόν ψυχισμό τό ὁποῖο ἔλαβε τή μορφή τοῦ ὑπαρξιακοῦ κενοῦ, ἀκόμη καί τῆς ψυχοπαθολογίας. Ἕνα συγκροτημένο σύστημα ἰδεῶν ἔχει τή δύναμη νά μετουσιώνει (στήν καλύτερη περίπτωση) ἤ νά νομιμοποιεῖ (στή χειρότερη) στοιχεῖα πού ὁ ψυχισμός θεωρεῖ ἀπαράδεκτα, διοχετεύοντάς τα σέ συλλογικές σκοπιμότητες. Χωρίς τήν ἰδεολογία ὁ ψυχισμός μένει ἔκθετος μπροστά στίς διαλυτικές καί ἐπιθετικές ἐνορμήσεις του, γιά τίς ὁποῖες ἡ ἰδεολογία ἀποτελοῦσε ἕνα λειτουργικό ἄλλοθι (ὄχι πάντα χωρίς κακές συνέπειες βέβαια). Ἡ ἀνάγκη λοιπόν ὑπέρβασης τοῦ ὑπαρξιακοῦ κενοῦ ἤ καί χάους καταλήγει ἀναπόφευκτα σέ τεχνικές ψευδοπλήρωσής του μέσῳ ἀντικειμένων ἤ ἐμπειριῶν.
Ἐννοεῖται ὅτι πραγματική πλήρωση δέν συμβαίνει ποτέ μέ τόν τρόπο τῆς ἐξάρτησης, γι’ αὐτό καί πολύ σύντομα μετά τήν πρώτη ἀπόλαυση ὁ ψυχισμός πιέζει γιά ἐπανάληψη τῆς ἐμπειρίας σάν τό ἀέναο βασανιστήριο τοῦ Σίσυφου. Ἄλλωστε σέ αὐτή τήν ἐπαναληπτικότητα βασίζεται ὅλη ἡ δύναμη τῆς ἐξάρτησης.
Αὐτά τά δύο στοιχεῖα χρειάζεται νά μᾶς προβληματίσουν ἰδιαίτερα ὅταν συναντοῦμε τήν ἐξάρτηση ἀπό ἐκκλησιαστικά πρόσωπα. Ἐδῶ βλέπει κανείς πράγματι τήν ὑψηλή συχνότητα μέ τήν ὁποία συναντῶνται τόσο τό ἱστορικό ἑνός ἀτομικοῦ ψυχικοῦ τραύματος (ἐξ αἰτίας τοῦ ὁποίου τό πρόσωπο διστάζει νά συνδεθῆ μέ οὐσιαστική σχέση προτιμώντας τήν ἐξάρτηση) ὅσο καί ἡ ἀπουσία θεολογίας τό κενό τῆς ὁποίας πασχίζει νά καλύψει ἡ ἀπόλαυση πού ἀντλεῖ ὁ ἐξαρτημένος ἀπό ἕνα ἄλλο πρόσωπο.
Συμπερασματικά, ἡ ἐξάρτηση ἀποτελεῖ ὁπωσδήποτε νόσο τοῦ συγκεκριμένου προσώπου, ἀλλά ταυτόχρονα καί νόσο τοῦ πολιτισμοῦ μας, ἀκόμη καί τοῦ συγκεκριμένου συλλογικοῦ κλίματος στό ὁποῖο ἀνήκει κάποιος (οἰκογένεια, σέκτα, Ἐκκλησία κ.ἄ.). Μᾶς ὑπενθυμίζει μέ ἀρνητικό τρόπο πῶς πρέπει νά λειτουργεῖ φυσιολογικά ἡ ἀνθρώπινη φύση καί μᾶς χρεώνει μέ μιά γενικώτερη διαβούλευση γιά τίς μορφές δημόσιας καί ἰδιωτικῆς ζωῆς τίς ὁποῖες ὀργανώνουμε. Εἰδικά γιά τήν Ἐκκλησία μᾶς παρακινεῖ νά ἀναστοχαστοῦμε πάνω στήν ἀληθινή πνευματική ζωή καί νά ἀναμετρηθοῦμε μέ τήν μνημειώδη ἀλήθεια ὅτι «ὅπου τό Πνεῦμα Κυρίου ἐκεῖ ἐλευθερία» (Β΄ Κορ. 3: 17).
Προτάσεις γιά μελέτη
-π. Ἀθανασίου Γκίκα Τό πρόβλημα τῶν ναρκωτικῶν καί ἡ ἀντιμετώπισή του ἀπό μέρους τῆς Ἐκκλησίας, ἐκδ. Τέρτιος
-Α. Κοκκέβη, Γ. Κίτσος, Α. Φωτίου Ἐφηβεία: συμπεριφορές καί ψυχοκοινωνική ὑγεία, ἐκδ. Βῆτα
-Ζάν Μπωντριγιάρ Ἡ καταναλωτική κοινωνία, ἐκδ. Νησῖδες
-Ζύγκμουντ Μπάουμαν Ζωή γιά κατανάλωση, ἐκδ. Πολύτροπον
-Κατερίνας Μάτσα Ψάξαμε ἀνθρώπους καί βρήκαμε σκιές: τό αἴνιγμα τῆς τοξικομανίας, ἐκδ. Ἄγρα,
-Τόμας Ἔρικσεν Ἡ τυραννία τῆς στιγμῆς: γρήγορος καί ἀργός χρόνος στήν ἐποχή τῆς πληροφορίας, ἐκδ. Σαββάλας
-π. Βασιλείου Θερμοῦ Οἱ δικοί μου οἱ ξένοι, ἐκδ. Ἐν πλῷ
-τοῦ ἰδίου Περάσματα στήν ἀπέναντι ὄχθη, ἐκδ. Ἐν πλῷ
-τοῦ ἰδίου Ὀδύνη Σώματος Χριστοῦ, ἐκδ. Ἀκρίτας
-τοῦ ἰδίου Τό ἀναδυόμενο νεανικό πρόσωπο μέσα στό τοπίο τῶν νέων τεχνολογιῶν τῆς εἰκόνας καί τῆς ἐπικοινωνίας, Σύναξη, τ. 109
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου