ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ
Στόχος του παρόντος κειμένου είναι ένας πολύ σύντομος και κατά το δυνατόν κριτικός προβληματισμός πάνω στο φαινόμενο της εκκοσμίκευσης, που θα μας χρησιμεύσει στη μελέτη της σχέσης του με τη θρησκευτική αγωγή και της συνάφειάς του με την κρίση που διέρχεται το μάθημα των θρησκευτικών στην πατρίδα μας. Σκοπός μας είναι να συνεισφέρουμε στο θρησκειοπαιδαγωγικό διάλογο για το παρόν και το μέλλον του μαθήματος των θρησκευτικών και στην αναβάθμιση της θρησκευτικής αγωγής στο σχολείο.
Η μη θρησκευτική οπτική της ζωής και της κοινωνίας ή η οπτική εκείνη που αποκλείει, αγνοεί, περιορίζει, μειώνει, ελαχιστοποιεί ή περιθωριοποιεί τη θρησκευτική αντίληψη της ζωής είναι γνωστή ως κοσμική αντίληψη. Στους νεώτερους χρόνους αυτή αναπτύχθηκε πρωτίστως στη Δυτική Ευρώπη: θεμελιώθηκε με το Διαφωτισμό, υποστηρίχθηκε από τον Ορθολογισμό και συσχετίστηκε με την προσπάθεια του ανθρώπου για χειραφέτηση του ιδίου, του κράτους, των θεσμών του και της κοινωνίας από τη θρησκεία, το πάσης φύσεως θεωρούμενο ή πιστευόμενο ως ιερό και τη θρησκευτική αυθεντία. Αφετηρία της κοσμικότητας στην αντίληψη περί της φύσεως, καταστάσεως και πορείας των πραγμάτων, για το είναι και το γίγνεσθαι σε προσωπικό, διαπροσωπικό, κοινωνικό, πολιτικό, οικονομικό, ιδεολογικό, επιστημονικό κ.λ.π. επίπεδο είναι η επιδίωξη της αυτονομίας και η πίστη στην αυτοδυναμία του ανθρωπίνου πνεύματος, εκφρασμένη στην ανθρώπινη ικανότητα και δυνατότητα για λογική τεκμηρίωση και ερμηνεία των όσων υπάρχουν και γίνονται στη φύση και στην κοινωνία. Στο ιστορικά διαμορφωμένο ρεύμα του δυτικοευρωπαϊκού πολιτισμού για αποϊεροποίηση της ζωής και αποδέσμευση από το θρησκευτικό δόγμα, εκτός από τις μεγάλες επιστημονικές προόδους, συνέβαλε επίσης και η αντίδραση του δυτικού θρησκευόμενου ή μη ανθρώπου στις αυθαιρεσίες της Εκκλησίας και στην καταπίεση που υφίστατο από αυτήν.
Οι παραπάνω σκέψεις μάς βοηθάνε να προσδιορίσουμε δύο κύριες όψεις ενός φαινομένου, που αποτελούν και όψεις ενός και του αυτού νομίσματος, φαινομένου γνωστού με τον όρο εκκοσμίκευση. (βλ. Μάριος Μπέγζος, Θρησκειολογικό Λεξικό, Ελληνικά Γράμματα, 2000 όπου και βιβλιογραφία για το θέμα)
1. Η εκκοσμίκευση ως γενική κοινωνική διεργασία.
Στην όψη της αυτή, ως εκκοσμίκευση εκλαμβάνεται η κοινωνική εκείνη διεργασία κατά την οποία ο άνθρωπος, η κοινωνία και οι θεσμοί της απελευθερώνονται βαθμηδόν από το θρησκευτικό έλεγχο ή επιρροή. Στη διεργασία αυτή που δεν είναι ευθύγραμμη αλλά, με αντιφάσεις, αντιθέσεις, αντιστάσεις και παλινδρομήσεις, το κέντρο της πνευματικότητας μετατοπίζεται από το ιερό και θείο ή ομολογιακό σύστημα αξιών στο κοσμικό, το θρησκευτικό φαινόμενο περιθωριοποιείται και τα θρησκευτικά σύμβολα καθίστανται πολιτισμικά σύμβολα. Η θρησκεία στην κοινή αντίληψη όχι μόνο του μη θρησκευόμενου ανθρώπου, αλλά και αυτού που έχει χαλαρή σχέση με αυτήν, εκλαμβάνεται περίπου ως πολιτισμικό μέγεθος.
2. Η εκκοσμίκευση ως ενδοθρησκειακή-ενδοεκκλησιαστική διεργασία.
2.Α. Μας απασχόλησε ιδιαίτερα στη συνέχεια το κατά πόσο είναι αντικειμενικότερο - διαπραγματευόμενοι έστω και εισαγωγικά, θέματα κρίσιμα, πολυσύνθετα και πολύ μεγάλα όπως αυτό της εκκοσμίκευσης – το αν θα πρέπει να χρησιμοποιούμε τον όρο «Εκκλησία» αντί του «Θρησκεία». Και εξηγούμαι περαιτέρω: Στο ανατολικοορθόδοξο χριστιανικό πλαίσιο αναφοράς, ιστορικά πάντοτε, βάσει των πηγών και της επίσημης ερμηνείας τους, οι δύο όροι είναι διακριτοί. Δεν υπάρχει αμφιβολία περί αυτού. Πέρα από την πλούσια βιβλιογραφία που αναφέρεται στο θέμα και τεκμηριώνει τη διάκριση, κρίσιμη θεωρώ και τη συμβολή των σύντομων και περιεκτικών άρθρων των καθηγητών κ.κ. Γεωργίου Πατρώνου με τίτλο «θρησκεία ή Εκκλησία» στο περιοδικό «Εφημέριος», Απρίλιος 2009 και Μάριου Μπέγζου, με τίτλο: «Εκκλησία ή θρησκεία;», επίσης στο περιοδικό «Εφημέριος», Φεβρουάριος 2010. Στοχαστές επίσης αναφερόμενοι έμμεσα στο θέμα προσπαθούν να ανα-θεμελιώσουν τη διάκριση, στη βάση της απόστασης ανάμεσα στην «εκκοσμικευμένη» (δικό μας) «θρησκευτικότητά» μας και στο «εκκλησιαστικό γεγονός». (Χρήστος Γιανναράς, Ενάντια στη θρησκεία, Ίκαρος 2006). Επειδή ωστόσο οι δύο όροι και με ό,τι αντιπροσωπεύουν ο καθένας τους, εκτός από διακριτοί είναι αντικειμενικά και πολύ όμοροι και μάλιστα με πολύ υψηλό βαθμό συνάφειας και με σύνορα όχι μονωμένα αλλά διαπερατά, κάτι που το αντιλαμβανόμαστε σχεδόν με τον ίδιο τρόπο ειδικοί και μη με την εκκοσμικευμένη έτσι κι αλλιώς αντίληψή μας, που φαίνεται και στην ταυτότητα : «θρησκευόμενος άνθρωπος είναι αυτός που έχει σχέση με την Εκκλησία», γι αυτό λοιπόν και προκρίναμε τον όρο «Εκκλησία» αντί του «Θρησκεία». Για να έχουμε εν ολίγοις ευκολότερα αναγνωρίσιμο πλαίσιο αναφοράς. Με κάθε επιφύλαξη τέλος πάντων και έστω κατά παραχώρηση, στο βαθμό μάλιστα που έχουν δημοσιευτεί και πλείστα όσα τεκμηριωμένα άρθρα με τη θεματική: «Εκκοσμίκευση και Εκκλησία» και στην πολύ πλούσια σχετική βιβλιογραφία έχουν επικρατήσει όροι και φράσεις όπως: « η εκκοσμίκευση ως νόσος της εκκλησιαστικής ζωής», «η εκκοσμίκευση ως παθολογία της εκκλησιαστικότητας», «παραποίηση και νόθευση των εκκλησιαστικών κριτηρίων», «συμβιβασμός της Εκκλησίας με την αλλοτρίωση του κόσμου», «εκκοσμικευμένη θρησκευτικότητα του σύγχρονου ανθρώπου» κ.ά.
Η Εκκλησία λοιπόν δεν δρα σε κοινωνικό κενό γι αυτό και η εκκοσμίκευση ως κοινωνική διεργασία την επηρεάζει άμεσα. Εκκοσμικεύεται κι αυτή με τον τρόπο της. Μερικές φορές μάλιστα έχει τόσο δυνατούς βηματισμούς αυτή η διεργασία ώστε να προκαλεί κραδασμούς και στα ίδια τα θεμέλιά της. Η Εκκλησία ωστόσο για να μπορεί να κρατηθεί ψηλά στο πνευματικό στερέωμα όπως της αρμόζει, τους όποιους κραδασμούς πρέπει να τους οξειδώνει θετικά, για να μη χάνει την επαφή και τη σχέση με τον κόσμο. Πρέπει όμως να προσλαμβάνει κριτικά και να αξιοποιεί όλα τα μη-θρησκευτικά, αλλά γόνιμα στοιχεία του κόσμου όπως π.χ. αυτά που συνεισφέρουν στην προσωπική και κοινωνική ανάπτυξη, τον πολιτισμό, τα επιστημονικά επιτεύγματα, τις κοινωνικοφιλοσοφικές αναζητήσεις και ζυμώσεις, τα κινήματα ειρήνης και γενικού αφοπλισμού, υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων όπου γης, καταπολέμησης του ρατσισμού, της φτώχειας, της πείνας, του αναλφαβητισμού κ.ά. συμμετέχοντας ενεργά στο γίγνεσθαι με τις δικές της πνευματικές συντεταγμένες. Αυτό όχι μόνο δεν είναι πρόβλημα, αλλά απεναντίας είναι και πρόκληση για δράση, γιατί η Εκκλησία πρέπει να είναι «μέσα στον κόσμο» και χωρίς «να γίνεται ένα με αυτόν» και πολύ περισσότερο χωρίς να υιοθετεί «τα κακά και τα στραβά» του κόσμου, να δίνει ουσιαστικό παρόν στην αντιμετώπιση των μεγάλων και πλανητικής φύσεως πλέον ζητημάτων των ανθρώπων των κοινωνιών και της κτίσης. Το πώς πρέπει να γίνεται αυτό είναι άλλης τάξεως ζήτημα και δεν είναι του παρόντος. Πρόβλημα όμως και μάλιστα μεγάλο έχουμε όταν η Εκκλησία υιοθετεί στους κόλπους της μέσω έστω και μιας μειοψηφίας των εκπροσώπων της - κι αυτό θα πρέπει να το επισημάνουμε, αλλά τον πολύ κόσμο δεν τον ενδιαφέρει αυτό - υιοθετεί λοιπόν αντιλήψεις, στάσεις, συμπεριφορές και πρακτικές μη συμβατές σε κάθε περίπτωση με τη διδασκαλία της, το πνεύμα της και την αποστολή της. Τέτοια μπορεί να είναι π.χ. τα ιδεολογήματα στις ερμηνευτικές προσεγγίσεις, ο ψυχολογισμός, ο ηθικισμός, και ο ευσεβισμός στην προσέγγιση των θεολογικών και ποιμαντικών ζητημάτων, ο εθνοφυλετισμός, ο ζηλωτισμός με την μεταφορά του «γράμματος» των κειμένων στο παρόν και προσπάθεια για βίαιη πολλές φορές επιβολή των «εντελλομένων» τους, η θεώρηση της Εκκλησίας ως ψυχιατρικού ιδρύματος όπου ο χριστιανός κατ΄ ανάγκην εισέρχεται εντός της ως ψυχικά ασθενής για να αποθεραπευτεί, εφαρμόζοντας την για την περίστασή του θεραπευτική μέθοδο - συνταγή που του υποδεικνύεται, ο θρησκευτικός συναισθηματισμός-ενθουσιασμός σε λειτουργικές πρακτικές, ή η Θεία Λειτουργία θέαμα, πομπώδης και σόλο εκκωφαντική παράσταση αντίθετη με τη λιτή, ασκητική και πλήρη σιωπής ησυχία της ορθόδοξης πνευματικότητας, οι πρακτικές ρουτίνας και διεκπεραίωσης, ο επικοινωνιακός και όχι κοινωνιακός-σχεσιοκεντρικός και προσωποκεντρικός τρόπος του «σχετίζεσθαι αλλήλοις», η διλημματική έως εκβιαστική και φοβική επιχειρηματολογία στα κηρύγματα με συνέπεια ψυχαναγκαστικές συμπεριφορές από πιστούς, η οπαδοποίηση των πιστών και ψυχολογική εξάρτησή τους από «κύκλους» και αυτόκλητους «γέροντες» με εμφανή την έλλειψη του γεροντικού χαρίσματος, η απο-ενοριοποίησή τους και αυτονόμησή τους από τον τοπικό επίσκοπο κ.ά.
2.Β. Τι γίνεται όμως όταν ο ενδοκοσμικός οικονομισμός ως «κακό, στραβό και ανάποδο» κρατούν και κυρίαρχο κοσμικό πνεύμα, δηλαδή εγωτικό, ωφελιμιστικό , χρησιμοθηρικό και καταναλωτικό, εισβάλλει και στα εκκλησιαστκά πράγματα με συνέπεια να νοθεύει τα κριτήρια της πορείας τους; Αν η συνήθης εικόνα που εκπέμπει προς τα έξω η Εκκλησία στην εκκοσμικευμένη μορφή της είναι αυτή της θρησκευτικής γραφειοκρατίας, τότε αυτή φαντάζει πολύ αθώα και ανώδυνη σε σχέση με την εικόνα που εκπέμπεται από τα παραπάνω. Κι αυτό δεν το λέμε με καμία καταγγελτική-κατηγορική διάθεση, αλλά σε συνάφεια με την προβληματική του θέματός μας, για να μπορέσουμε να «μπούμε» για λίγο και «στα παπούτσια» των συναδέλφων μας στην αίθουσα διδασκαλίας και να καταλάβουμε την αγωνία τους που σε περιόδους όξυνσης των παραπάνω δοκιμάζονται σκληρά στο σχολείο τους. Χαρακτηριστική είναι εν προκειμένω η γνώριμη φράση: «δεν μπορούμε να σταθούμε στην τάξη μας». Οι παραπάνω περιπτώσεις αν και οριακές, ωστόσο επαρκούν δυστυχώς για να βρίσκει πεδίο και να αναπτύσσεται όχι μόνο η ισοπεδωτική και «πολεμική» κριτική, αλλά και η γενίκευση τής μορφής: «Μη μιλάτε γιατί και εσείς της Εκκλησίας είστε μέρος του κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού που διαχειρίζεται την κοινωνία».
Ποιοι μπορεί να συμπλέκονται στην παραπάνω διεργασία;
2.Β.1. Κομματικο-κοινωνικο-οικονομικές ομάδες και πρόσωπα πανελλήνιας, περιφερειακής ή τοπικής εμβέλειας προσπαθούν να χειραγωγήσουν την Εκκλησία και να την χρησιμοποιήσουν προκειμένου να εξυπηρετήσουν βραχυπρόθεσμες, μεσοπρόθεσμες ή μακροπρόθεσμες επιδιώξεις τους. Οι παραπάνω σε όλες τις κρίσιμες κυρίως ιστορικές περιόδους της πατρίδας μας προσεταιρίζονται λόγω της λαϊκής επιρροής της την Εκκλησία - όπως κι αν αυτή γίνεται αντιληπτή στον κόσμο - και εκμεταλλευόμενοι την πίστη του κόσμου, προσπαθούν να την χρησιμοποιούν κατά περίπτωση, για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους.
2.Β.2. Μέρος των εκπροσώπων της Εκκλησίας έστω και πολύ μικρό - επισημαίνουμε μεν το μέγεθός του, αλλά εν προκειμένω βαρύνει το εκκλησιολογικώς ανορθόδοξον της στάσης του - συμβιβάζεται με τα παραπάνω ή προβάλλει μικρή αντίσταση στις πιέσεις που δέχεται, που όντως είναι πολύ μεγάλες. Στη χειρότερη δε εκδοχή, «αξιοποιεί» και ανταλλάσσει την όποια κοινωνική δύναμη και επιρροή που διαθέτει λόγω θέσεως και στην απευκταία εκδοχή, λόγω της θέσεως που προσδοκά να αποκτήσει. Συναλλάσσεται λοιπόν στον κοινωνικό χώρο με όρους ισχύος και δεν του απομένει πλέον τίποτε άλλο παρά να προσπαθεί να εξασφαλίζει δύναμη πάνω στην κοινωνία και τους «εχθρούς» της κατά τον αείμνηστο καθηγητή Νίκο Νησιώτη (Από την ύπαρξη στη συνύπαρξη, Μαϊστρος 2004, σελ.40). Δημιουργεί δηλαδή «ημέτερους» και «άλλους» και διχάζει αντί να ενώνει. Με τη στάση αυτή, πλήττεται η εικόνα της Εκκλησίας, ως απροϋπόθετης και έμπρακτης συνάντησης αγάπης προς όλους, ως Σώματος δηλαδή του Χριστού. Να επισημάνουμε πως με τα παραπάνω δεν υποστηρίζουμε την ουτοπία ότι στην Εκκλησία μπορεί να υπάρχουν αλάθητοι, ούτε και θέλουμε να τονίσουμε το λεγόμενο στοιχείο της «καθαρότητας» υπονοώντας πως οι εκτός Εκκλησίας, οι του «κόσμου» δηλαδή είναι «ακάθαρτοι» και οι εντός αυτής «καθαροί». Αυτά είναι ξένα πράγματα προς την ορθόδοξη διδασκαλία, πίστη, ζωή και λατρεία. Θέλουμε πρωτίστως να «καταγγείλουμε εαυτούς» και να αναστοχαστούμε για τη στάση μας ως ηγεσία σε όλα τα επίπεδα, και ιδίως ως ποιμένουσα Εκκλησία, ως παιδαγωγός δηλαδή της κατά Χριστόν μόρφωσης του ανθρώπου και της κοινωνίας. Να τονίσουμε το αυτονόητο για κάθε παιδαγωγό, ότι διδάσκει με αυτό που κάνει και με αυτό που είναι και όχι με αυτό που λέει.
3. Αναγκαίες επισημάνσεις
Στη συνέχεια κρίνομε απαραίτητο να κάνουμε δυο αυτονόητες μεν, αλλά αναγκαίες επισημάνσεις για το όλο ζήτημα. Η πρώτη επισήμανση: Δεν είναι εκκοσμικευμένη η Εκκλησία που είναι ικανή να συνδιαλέγεται με τον κόσμο κάθε εποχής και ταυτόχρονα να μη χάνει τον προσανατολισμό της. Μια Εκκλησία δηλαδή που αγιάζει τον κόσμο και βοηθάει με αυτήν τη στάση της τη διαρκή σάρκωση του Χριστού μέσα στην Ιστορία. Που δικαιώνει δηλαδή την αποστολή της.
Η δεύτερη: Η προηγηθείσα επισήμανση όπως είναι αυτονόητο συνδέεται άρρηκτα με το νόημα της Παράδοσης και της συνέχειάς της. Η Παράδοση από άποψη συνέχειας των δογμάτων της πίστης μας, δεν είναι κάτι που απλώς παραδίδεται και ξανα-παραλαμβάνεται από τη μια γενιά στην άλλη, όπως η σκυτάλη στη σκυταλοδρομία, αλλά κάτι που διαρκώς επαναθεσπίζεται και ξαναγεννιέται σε αγιοπνευματικό περιβάλλον. Το νόημα τελικά του Χριστιανισμού κατοχυρώνεται μόνο όταν αυτό διαρκώς αναπροσδιορίζεται και επαναθεσπίζεται στο παρόν. ( βλ. Ι. Ζηζιούλας : Being as Communion, (Το Είναι ως Κοινωνία), Studies in Personhood and the Church, Darton, Longman and Told, Ltd., 2004). Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι στην Εκκλησία δεν πρέπει να μένουμε στο λόγο, αλλά να μετατρέπουμε σε παρόν την ελπίδα του μέλλοντος, όπως μας δίδασκε στα αμφιθέατρα ο αείμνηστος καθηγητής Σάββας Αγουρίδης. Που σημαίνει ότι ο λόγος μας πρέπει να γίνεται πράξη. Αλλιώς μεταπίπτει σε θρησκευτικό ιδεολόγημα με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Στο σημείο αυτό ολοκληρώνεται το πρώτο μέρος του θέματός μας και στη συνέχεια θα μελετήσουμε τη σχέση που μπορεί να έχουν τα παραπάνω με τη θρησκευτική εκπαίδευση στη πατρίδα μας και την κρίση που διέρχεται το μάθημα των Θρησκευτικών. Σε αυτό όμως θα επανέλθουμε μια άλλη φορά με ένα δεύτερο μέρος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου