Δευτέρα 20 Δεκεμβρίου 2010

Leonid Ouspensky - Ἡ εἰκόνα στὸ φῶς τῆς ὀρθόδοξης ἑρμηνείας (Περὶ τῶν Χριστουγέννων)







Λεονὶντ Οὐσπένσκυ, Ἡ Θεολογία τῆς Εἰκόνας στὴν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 1993. Μετάφραση Β. Μουστάκη (ἀνατύπωση)

Χριστὸς ἐπὶ γῆς, Ὑψώθητε!

Τὴν εἰκόνα τῆς Γεννήσεως τὴν βλέπουν ἐκεῖνοι ποὺ δὲν εἶναι μπασμένοι στὸ πνεῦμα τῆς ὀρθοδόξου λατρείας φορτωμένη μὲ περιττὲς λεπτομέρειες. Ἡ σύνθεσή της τοὺς φαίνεται κάπως παιδαριώδης, ἄταχτη, περισσότερο ἁπλοϊκὴ παρὰ σοβαρή. Ἐν τούτοις, αὐτὴ ἡ ἀφέλεια κι αὐτὴ ἡ ἁπλοϊκότητα εἶναι κάτι πολὺ βαθύ, κάτι ποὺ μᾶς κάνει νὰ θυμηθοῦμε τὰ λόγια τοῦ Κυρίου: «Ἀμήν, λέγω ὑμῖν, ὃς ἐὰν μὴ δέξηται τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ὡς παιδίον, οὐ μὴ εἰσέλθῃ εἰς αὐτήν». Ἡ εἰκόνα τῆς Γεννήσεως, βασιζόμενη πάνω στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὴν Ἱερὰ Παράδοση, μᾶς ἀποκαλύπτει τὸ δογματικὸ περιεχόμενο καὶ τὴν ὅλη ἔννοια τῆς Ἑορτῆς. Μὲ τὰ χρώματα καὶ τὸν πλοῦτο τῶν λεπτομερειῶν κι ἀκριβῶς μὲ τὴν ἁπλοϊκότητά της, εἶναι ἡ πιὸ χαρωπὴ ἀπὸ τὶς εἰκόνες τῶν μεγάλων δεσποτικῶν ἑορτῶν(1).
Ἡ εἰκονογραφικὴ παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας φυλάει μ᾿ ἀκρίβεια τὸν καθιερωμένο τύπο τῆς Γεννήσεως, ποὺ εἶναι ὁ πιὸ πλούσιος κι ὁ πιὸ πλήρης σε περιεχόμενο. Εἶναι δὲ ὁ ἀκόλουθος: Στὴν μέση, μπροστὰ ἀπὸ κάτι βουνὰ τὸ σπήλαιο ὅπου εἶναι ἀναπεσμένος ὁ Κύριός μας στὴν φάτνη, ἀνάμεσα σὲ δυὸ ζῶα· πλάϊ, ἡ Παρθένος ἀναπεσμενη κι αὐτὴ σ᾿ ἕνα στρωσίδι· στὸ πάνω μέρος, οἱ Ἄγγελοι κι ὁ Ἀστήρ· ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ τοῦ σπηλαίου, οἱ Ποιμένες, ἀπὸ τὴν ἄλλην οἱ Μάγοι, ποὺ ἔρχονται νὰ προσκυνήσουν τὸν Χριστό. Κάτω, στὶς δυὸ ἄκρες, ἀπὸ ἐδῶ δυὸ γυναῖκες πλένουν τὸ Παιδίον καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ὁ Ἰωσὴφ καθισμένος ἀπέναντι σ᾿ ἕναν γέροντα ὄρθιο ποὺ κρατάει ἕνα ραβδί.
Ὡς πρὸς τὸ περιγραφικό της στοιχεῖο, ἡ εἰκόνα ἀντιστοιχεῖ στὸ κοντάκιον: «Ἡ Παρθένος σήμερον τὸν ὑπερούσιον τίκτει καὶ ἡ γῆ τὸ σπήλαιον τῷ ἀπροσίτῳ προσάγει. Ἄγγελοι μετὰ ποιμένων δοξολογοῦσι, Μάγοι δὲ μετὰ ἀστέρος ὁδοιποροῦσιν. Δι᾿ ἡμᾶς γὰρ ἐγεννήθη παιδίον νέον ὁ πρὸ αἰώνων Θεός». Ἡ εἰκόνα προσθέτει καὶ τὶς δυὸ σκηνὲς ποὺ παριστάνονται στὶς κάτω ἄκρες της καὶ ποὺ δὲν τὶς ἑρμηνεύει τὸ κοντάκιον, ἀλλὰ εἶναι παρμένες ἀπὸ τὴν Παράδοση.
Ὡς πρὸς τὸ περιεχόμενό της ἡ εἰκόνα τῆς Γεννήσεως ἔχει δυὸ ὄψεις. Πρὶν ἀπ᾿ ὅλα ξεσκεπάζει τὴν ἔννοια τῆς Ἑορτῆς, τὸ γεγονὸς τῆς σαρκώσεως τοῦ Λόγου· μᾶς θέτει μπροστὰ σὲ μιὰ ὁρατὴ μαρτυρία τοῦ θεμελιώδους δόγματος τῆς πίστεώς μας, ὑπογραμμίζοντας τόσο τὴν θεότητα ὅσο καὶ τὴν ἀνθρωπότητα τοῦ Ἰησοῦ. Κατὰ δεύτερο λόγο μᾶς δείχνει τὴν ἐνέργεια αὐτοῦ τοῦ γεγονότος πάνω στὸν φυσικὸ κόσμο καὶ ὑπαινίσσεται τὴν προοπτικὴ ὅλων τῶν σωτηρίων συνεπειῶν τοῦ γεγονότος αὐτοῦ. Γιατί, κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Ναζιανζηνό, ἡ Γέννηση τοῦ Κυρίου μας «δὲν εἶναι ἡ ἑορτὴ τῆς δημιουργίας, ἀλλὰ ἡ ἑορτὴ τῆς ἀναπλάσεως τοῦ κόσμου», μιὰ ἀνανέωση ποὺ ἁγιάζει τὴν κτίση. Ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ δίνει στὴν κτίση μία καινούργια σημασία, ποὺ εἶναι ὁ σκοπὸς κι ὁ λόγος τῆς ὑπάρξεώς της: ἡ μέλλουσα μεταμόρφωσή της. Γι᾿ αὐτὸ ὅλη ἡ δημιουργία λαβαίνει μέρος στὸ μυστήριο τῆς γεννήσεως τοῦ Λυτρωτῆ καὶ βλέπουμε γύρω ἀπὸ τὸν Θεάνθρωπο τοὺς ἐκπροσώπους ὅλων τῶν κτισμάτων, ποὺ τοῦ προσφέρουν τὴν εὐγνωμοσύνη τους, κατὰ τὸ στιχηρόν: «Τί σοι προσενέγκωμεν, Χριστέ, ὅτι ὤφθης ἐπὶ γῆς ὡς ἄνθρωπος δι᾿ ἡμᾶς; Ἕκαστον γὰρ τῶν ὑπὸ σοῦ γενομένων κτισμάτων τὴν εὐχαριστίαν σοι προσάγει. Οἱ ἄγγελοι τὸν ὕμνον, οἱ οὐρανoὶ τὸν ἀστέρα,οἱ μάγοι τὰ δῶρα, οἱ ποιμένες τὸ θαῦμα, ἡ γῆ τὸ σπήλαιον, ἡ ἔρημος τὴν φάτνην, ἡμεῖς δὲ μητέρα Παρθένον». Ἡ εἰκόνα προσθέτει τὰ ζῶα καὶ τὰ φυτά. Τὸ κέντρο τῆς συνθέσεως ἀντιστοιχεῖ στὸ κεντρικὸ χρονικὸ σημεῖο τῆς Ἑορτῆς. Ὅλες οἱ λεπτομέρειες συγκλίνουν πρὸς αὐτὸ τὸ σημεῖο· εἶναι τὸ Παιδίον ἐσπαργανωμένον, ἀναπεσμένο στὴν φάτνη, στὸ σκοτεινὸ βάθος τοῦ σπηλαίου ὅπου γεννήθηκε. Τὰ Εὐαγγέλια δὲν λέγουν τίποτε γιὰ τὸ σπήλαιο· μᾶς πληροφορεῖ γι᾿ αὐτὸ ἡ Παράδοση. Ἡ πιὸ ἀρχαία γραπτὴ μαρτυρία σχετικὰ μ᾿ αὐτὸ εἶναι ἐκείνη τοῦ φιλοσόφου καὶ μάρτυρος Ἰουστίνου, ὁ ὁποῖος λέγει: «Μὴν ἔχοντας ὁ Ἰωσὴφ ποὺ νὰ κατοικήσει σ᾿ ἐκείνη τὴν πολίχνη, ἐγκαταστάθηκε σὲ μία σπηλιὰ ὄχι πολὺ μακριὰ ἀπὸ τὴν Βηθλεέμ».
Τὸ Παιδίον ποὺ εἶναι ἀναπεσμένο στὴν φάτνη εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ποὺ φανερώθηκε σ᾿ ἐκείνους ποὺ κάθονταν «ἐν σκότει καὶ σκιᾷ θανάτου», γιὰ νὰ τοὺς σώσει ἀπὸ τὴν κατάρα τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, γιὰ νὰ μεταμορφώσει τὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ νὰ τῆς ξαναδώσει τὸ ἀρχαῖο κάλλος. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης συγκρίνει τὴν γέννηση μέσα στὸ σπήλαιο μὲ τὸ πνευματικὸ φῶς ποὺ ἔλαμψε μέσα στὰ σκότη τοῦ θανάτου ποὺ τυλίγανε τὸ ἀνθρώπινο γένος. Ἡ μαύρη τρύπα τοῦ σπηλαίου πάνω στὴν εἰκόνα παριστάνει συμβολικὰ τὸν ὑλικὸ κόσμο, ποὺ σκιάζεται ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ ὅπου ἀνατέλλει ὁ «Ἥλιος τῆς Δικαιοσύνης».
Τὸ κατὰ Λουκᾶν ἅγιον Εὐαγγέλιον μιλάει γιὰ τὴν φάτνη καὶ τὰ σπάργανα: «Καὶ ἐσπαργάνωσεν (ἡ Παναγία) αὐτὸν καὶ ἀνέκλινεν αὐτὸν ἐν τῇ φάτνῃ». Καὶ λίγο παρακάτω ἡ φάτνη καὶ τὰ σπάργανα εἶναι τὰ σημάδια ποὺ ἔδωσε ὁ ἄγγελος στοὺς τσομπάνηδες γιὰ ν᾿ ἀναγνωρίσουν τὸν Σωτῆρα: «Καὶ τοῦτο ὑμῖν τὸ σημεῖον εὐρήσετε βρέφος ἐσπαργανωμένον, κείμενον ἐν φάτνῃ».
Τὸ στιχηρὸ ποὺ ἀνέφερα προηγουμένως μᾶς λέγει ὅτι ἡ φάτνη εἶναι τὸ δῶρο ποὺ προσφέρει ἡ ἔρημος στὸν τεχθέντα. Ἡ ἔννοια αὐτῶν τῶν λόγων μᾶς ἀποκαλύπτεται ἀπὸ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Ναζιανζηνὸ ποὺ λέγει: «Ἄλογε ἄνθρωπε, γονάτισε μπροστὰ στὴν φάτνη ἀπὸ τὴν ὁποία θὰ ταγισθεῖς τὸν Λόγο». Αὐτὸς ὁ ἔρημος τόπος, ποὺ πρόσφερε τὴν φάτνη σὰν ἄσυλο στὸν Κύριo, προτυπώθηκε στὴν Παλαιὰ Διαθήκη· γιατὶ καὶ τότε στὴν ἔρημο δόθηκε στοὺς ἑβραίους τὸ μάννα, «ὁ ἄρτος ἐξ οὐρανοῦ».
Ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ ἀρχίζει καὶ καταλήγει μὲ τὴν ταπείνωση. Ἡ εἰκόνα μᾶς δείχνει τὴν κένωση τῆς θεότητας, τὴν ταπείνωση, τὸ ὁλοκληρωτικὸ κατέβασμα Ἐκείνου ποὺ στὴν φάτνη προδιατυπώνει καὶ τὸν θάνατό του, τὸν τάφο του, ὅπως μὲ τὰ σπάργανα προσημαίνει τὸ σάβανό του.
Μέσα στὸ σπήλαιο, δίπλα στὸν Σωτῆρα, βλέπουμε τὸν βοῦν καὶ τὸν ὄνον. Τὰ Εὐαγγέλια δὲν ἀναφέρουν αὐτὰ τὰ ζῶα· ἐν τούτοις, σ᾿ ὅλες τὶς εἰκόνες τῆς Γεννήσεως τὰ συναντᾶμε πλάϊ στὸ Παιδίον. Ἡ θέση ποὺ κατέχουν στὸ ἴδιο τὸ κέντρο τῆς εἰκόνας φανερώνει τὴν σπουδαιότητα ποὺ ἡ Ἐκκλησία ἀποδίδει σὲ αὐτὴ τὴν λεπτομέρεια. Ἡ παρουσία τῶν ζώων αὐτῶν ἐξηγεῖται, ἀναμφίβολα, ἀπὸ τὴν πρακτικὴ ἀνάγκη, ὅπως τὴν δείχνει ἡ Ἀκολουθία τῶν Χριστουγέννων: ἡ Παρθένος ταξίδεψε καθισμένη ἀπάνω σ᾿ ἕνα γαϊδουράκι· ὅσο γιὰ τὸ βόδι, τὄ ῾χε ὁδηγήσει ἐκεῖ ὁ μνήστωρ Ἰωσὴφ ποὺ ἤθελε νὰ τὸ πουλήσει γιὰ ν᾿ ἀνταποκριθεῖ στὰ ἔξοδα τοῦ ταξιδιοῦ. Ἀλλ᾿ αὐτὴ ἡ πρακτικὴ ἀνάγκη δὲν εἶναι ἀρκετὴ γιὰ νὰ δικαιολογήσει τὴν παρουσία τῶν ζώων τόσο κοντὰ στὸν Λυτρωτή. Τὴν ἐξηγεῖ ἡ προφητεία τοῦ Ἡσαΐα: «Ἔγνω βοὺς τὸν κτησάμενον, καὶ ὄνος τὴν φάτνην τοῦ κυρίου αὐτοῦ· Ἰσραὴλ δὲ μὲ οὐκ ἔγνω καὶ ὁ λαὸς μὲ οὐ συνῆκεν». Ὁ Θεός, κατεβαίνοντας στὴν γῆ καὶ ἔχοντας γίνει ἄνθρωπος, δὲν βρῆκε θέση ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους, γιατί αὐτοὶ δὲν τὸν δέχθηκαν. Τὸ σπήλαιο καὶ ἡ φάτνη ἀνήκουν στὰ ζῶα. Παριστάνοντας τὸν βοῦν καὶ τὸν ὄνον, ἡ εἰκόνα μᾶς θυμίζει τὴν προφητεία τοῦ Ἡσαΐα καὶ μᾶς καλεῖ στὴν γνώση καὶ στὴν κατανόηση τοῦ Μυστηρίου τῆς θείας οἰκονομίας ποὺ ἐκπληρώθηκε μὲ τὴν Γέννηση.
Ὅ,τι κάνει ἐντύπωση πρὶν ἀπ᾿ ὅλα ὅταν κοιτᾶμε τὴν εἰκόνα τῆς Γεννήσεως, εἶναι ἡ Παρθένος καὶ ἡ θέση ποὺ αὐτὴ κατέχει. Ἡ εἰκόνα ὑπογραμμίζει τὴν σπουδαιότητα τοῦ μέρους ποὺ καταλαμβάνει ἡ Θεομήτωρ στὴν Γέννηση, δηλαδὴ στὴν ἑορτὴ τῆς ἀναπλάσεως τοῦ κόσμου. Εἶναι ἡ καινούργια Εὔα. Ὅπως ἡ πρώτη Εὔα ἔγινε μητέρα τῶν προχριστιανικῶν ἀνθρώπων, ἔτσι ἡ νέα Εὔα, ἡ Παρθένος Μαρία, ἔγινε μητέρα τῆς θεωθείσης ἀνθρωπότητος. Ἀλλὰ ἡ παλιὰ Εὔα εἶχε δώσει προσοχὴ στὰ λόγια τοῦ ὄφεως μέσα στὸν παράδεισο. Ἡ δεύτερη Εὔα ἄκουσε τὸν ἀρχαγγελικὸ ἀσπασμό. Μετέχει κι αὐτὴ στὴν σωτηρία μας, ὅπως ἡ προμήτωρ ὑπῆρξε αἰτία τῆς πτώσεώς μας. Ἡ εἰκόνα τῆς Γεννήσεως ἐξαίρει τὴν συμμετοχὴ τῆς Μαρίας στὴν σωτηρία μας, προβάλλοντας τὴν Παναγία μὲ ἰδιαίτερη ἔμφαση, στὸ κεντρικὸ μέρος, κι ἀκόμα δίνοντάς της διαστάσεις ὑπέρμετρες. Σὲ πολλὲς εἰκόνες εἶναι ἡ πιὸ μεγάλη ἀπ᾿ ὅλα τὰ πρόσωπα. Εἶναι ξαπλωμένη πολὺ κοντὰ στὸ θεῖο της τέκνο πάνω σ᾿ ἕνα χράμι, ἀλλὰ γενικὰ ἔξω ἀπὸ τὸ σπήλαιο.
Ἡ στάση τῆς Παρθένου εἶναι πάντα πολὺ σημαντικὴ καὶ δεμένη μὲ τὰ δογματικὰ προβλήματα τῆς ἐποχῆς καὶ τοῦ τόπου, ὅπου ἔγινε ἡ εἰκόνα. Οἱ διαφορὲς ποὺ παρουσιάζει κάθε φορὰ ὑποδηλώνουν τὴν πρόθεση νὰ ἐξαρθεῖ πότε ἡ θεότης καὶ πότε ἡ ἀνθρωπότης τοῦ Κυρίου. Ἔτσι, σὲ ὁρισμένες παραστάσεις τῆς Γεννήσεως, ἡ Παρθένος εἶναι μισοξαπλωμένη-μισοκαθισμένη, ἡ στάση της δηλαδὴ εἶναι ἀνάλαφρη, γιὰ νὰ δειχθεῖ ἡ ἀπουσία τῶν ὠδίνων καὶ συνεπῶς ἡ παρθενικὴ γέννηση κι ἡ θεία καταγωγὴ τοῦ Παιδίου (ἐναντίον τῆς πλάνης τῶν νεστοριανῶν). Ἀλλὰ στὴν πλειονότητα τῶν παραστάσεων ἡ Παρθένος εἶναι ξαπλωμένη καὶ ἐκφράζει μὲ τὴν στάση της μίαν ἄκρα κόπωση καὶ ἀτονία. Ὁ Νικόλαος Μεζαρίτης, περιγράφοντας μία τέτοια παράσταση (ἑνὸς ψηφιδωτοῦ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων στὴν Κωνσταντινούπολη), λέγει πὼς ὁ ὑπερβολικὸς κάματος ποὺ ἐκφράζεται στὴν ἀπεικόνιση τῆς Παρθένου θυμίζει στοὺς πιστοὺς πὼς ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Λυτρωτῆ δὲν ἦταν φαινομενική, ἀλλὰ πραγματική.
Γύρω ἀπὸ τὰ κεντρικὰ πρόσωπα τοῦ Παιδίου καὶ τῆς Θεοτόκου, βλέπουμε τὶς λεπτομέρειες πού, καθὼς εἶπα ἤδη, μαρτυροῦν συγχρόνως καὶ τὸ γεγονὸς τῆς θείας σαρκώσεως καὶ τὴν ἐπίδραση ποὺ εἶχε πάνω στὴν κτίση.
Οἱ ἄγγελοι ἐκπληρώνουν τὸ διπλό τους λειτούργημα: δοξολογοῦν, τὸν Θεὸ καὶ φέρνουν τὰ «εὐαγγέλια» (= τὶς καλὲς ἀγγελίες) στοὺς ἀνθρώπους. Ἡ εἰκόνα ἐκφράζει αὐτὸ τὸ διπλὸ λειτούργημα, παριστάνοντας ἕνα τμῆμα τῶν ἀγγέλων πρὸς τὰ πάνω, πρὸς τὸν Θεό, κι ἕνα ἄλλο πρὸς τὰ κάτω, πρὸς τοὺς ἀνθρώπους. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ εἶναι οἱ ἁπλοϊκοὶ ποιμένες, ποὺ γιὰ τὴν καθαρότητα τῆς καρδιᾶς τους ἔχουν τὸ προνόμιο νὰ ἐπικοινωνοῦν μὲ τὸν ὑπερφυσικὸ κόσμο καὶ ἀξιώνονται νὰ γίνoυν μάρτυρες ἑνὸς θαύματος. Παριστάνονται στὴν εἰκόνα ἀκούοντας τὸν ὕμνο τῶν ἀγγέλων καὶ συχνὰ ἕνας ἀπὸ τοὺς τσομπάνηδες παίζει τὴν φλόγερα του, ἀνακατώνοντας τὴν μουσική, τέχνη ἀνθρώπινη, μὲ τὸ ἀγγελικὸ ἄσμα(2).
Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ τοῦ σπηλαίου, βλέπουμε τοὺς Μάγους. Τοὺς ὁδηγεῖ ὁ Ἀστὴρ ποὺ μιὰ ἀχτίνα του κατευθύνεται πάνω στὸ σπήλαιο. Αὐτὴ ἡ ἀχτίνα ἑνώνει ἐπίσης τὸν Ἀστέρα μὲ ἕνα σημεῖο ποὺ ξεπερνᾶ τὰ ὅρια τῆς εἰκόνας καὶ ὑποδηλώνει συμβολικὰ τὸν οὐράνιο κόσμο. Ἡ εἰκόνα ὑπαινίσσεται ἔτσι ὅτι αὐτὸ τὸ ἄστρο δὲν εἶναι μονάχα ἕνα κοσμικὸ φαινόμενο, ἀλλὰ καὶ ἕνας μαντάτορας ἀπὸ τὸ ὑπερπέραν, ποὺ μηνύει ὅτι στὴν γῆ γεννήθηκε Ἐκεῖνος ποὺ ἀνήκει στὸν οὐρανό. Ἂν στοὺς ἀγράμματους τσομπάνηδες τὸ μυστήριο ἀποκαλύφθηκε ἀπευθείας ἀπὸ ἕναν ἄγγελο οἱ Μάγοι, ἄνθρωποι τῆς γνώσεως, πρέπει νὰ κάνουν ἕνα μακρὺ δρόμο ποὺ θὰ τοὺς φέρει ἀπὸ τὴν γνώση τοῦ σχετικοῦ στὴν γνώση τοῦ Ἀπόλυτου, μέσον ἑνὸς ἀντικειμένου τῶν μελετῶν τους. Ὁ Μέγας Βασίλειος λέγει πὼς οἱ Χαλδαῖοι ἀστρολόγοι δέχονταν ἀπὸ γενεὰ σὲ γενεὰ τὴν σχετικὴ μὲ τὸ ἄστρο προφητεία τοῦ Βαλαάμ. Στὸν Ὄρθρο τῶν Χριστουγέννων ἀκοῦμε: «Τοῦ μάντεως πάλαι Βαλαὰμ τῶν λόγων μυητάς, σοφοὺς ἀστεροσκόπους, χαρᾶς ἔπλησας». Ἔτσι, ὁ Ἀστὴρ εἶναι συνάμα ἡ ἐκπλήρωση τῆς προφητείας καὶ τὸ κοσμικὸ φαινόμενο, ποὺ ἡ παρατήρησή του ὁδήγησε τοὺς σοφοὺς «νὰ προσκυνήσουν τὸν Ἥλιο τῆς Δικαιοσύνης». Εἶναι τὸ φῶς πού, κατὰ τὸν Ἅγιo Λέοντα τὸν Μέγα, ἔλαμψε στοὺς ἐθνικοὺς καὶ ἔμεινε κρυμμένο γιὰ τοὺς Ἰουδαίους. Ἡ Ἐκκλησία βλέπει στοὺς ποιμένες -στὰ πρῶτα αὐτὰ τέκνα τοῦ Ἰσραὴλ ποὺ προσκύνησαν τὸ Παιδίον- τὶς ἀπαρχὲς τῆς ἐξ Ἰουδαίων Ἐκκλησίας, καὶ στοὺς μάγους τὴν «ἀπαρχὴν τῶν ἐθνῶν», τὴν «ἐξ ἐθνῶν Ἐκκλησίαν». Προσφέροντας στὸν Χριστὸ τὰ δῶρα τους, «τὸ καθαρὸ χρυσάφι πρὸς τὸν Βασιλέα πάντων τῶν αἰώνων, τὸν λίβανο πρὸς τὸν Θεὸ τῶν ὅλων, καὶ τὴν σμύρνα στὸν Ἀθάνατο ποὺ ἐπρόκειτο νὰ ταφεῖ τριήμερος», προσημαίνουν τὸν θάνατό του καὶ τὴν ἀνάστασή του. Ἂς προσθέσω ὅτι οἱ μάγοι παριστάνονται γενικά σε διάφορες ἡλικίες, γιὰ νὰ ὑπογραμμισθεῖ ὅτι ἡ ἀποκάλυψη δόθηκε στοὺς ἀνθρώπους ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν ἡλικία καὶ τὴν κοσμικὴ πείρα τους.
Κάτω, στὴ μιὰ γωνία τῆς εἰκόνας, δυὸ γυναῖκες λούζουν τὸ Παιδίον. Αὐτὴ ἡ σκηνὴ εἶναι προμηθευμένη ἀπὸ τὴν Παράδοση.
Εἶναι μία σκηνὴ ἀπὸ τὴν καθημερινὴ ζωή, ποὺ δείχνει καθαρὰ πὼς ὁ Τεχθεὶς ἦταν σὰν ὁποιοδήποτε ἄλλο νεογέννητο κάτω ἀπὸ τὶς ἀπαιτήσεις τῆς ἀνθρώπινης φύσεως. Ἀλλά, ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος, κατὰ τὴν ἑρμηνεία τοῦ Νικολάου Μεζαρίτη, οἱ δυὸ γυναῖκες εἶναι συνάμα μάρτυρες τῆς θείας προελεύσεως τοῦ Παιδίου. Πράγματι, ἔχοντας ἔλθει ἀργὰ καὶ μὴν ἔχοντας παραστεῖ κατὰ τὴν γέννηση, ἡ μιὰ ἀπ᾿ αὐτές, ἡ Σαλώμη, δὲν πίστεψε πῶς μία Παρθένος μποροῦσε νὰ παιδοποιήσει καὶ τιμωρήθηκε γιὰ τὴν ἀπιστία της αὐτή· τὸ χέρι της, ποὺ εἶχε τολμήσει νὰ ἱκανοποιήσει τὴν ἁμαρτωλὴ περιέργεια, ἔμεινε παράλυτο. Ἀφοῦ μετενόησε κι ἄγγιξε τὸ Παιδίον, θεραπεύθηκε.
Μιὰ ἀκόμη λεπτομέρεια δείχνει πὼς μὲ τὴν Γέννηση «ἤττηνται τῆς φύσεως οἱ ὅροι». Πρόκειται γιὰ τὸν μνήστορα Ἰωσήφ. Δὲν ἔχει θέση στὸ κεντρικὸ μέρος τῆς εἰκόνας, ἀλλ᾿ ἀπεναντίας βρίσκεται σαφῶς χωρισμένος ἀπὸ τὸ Παιδίον καὶ τὴν Παναγία. Δὲν εἶναι ὁ πατέρας. Μπροστά του, ὑπὸ τὸ φαινόμενο ἑνὸς τσομπάνη σκυμμένου ἀπὸ τὰ χρόνια, στέκεται ὁ διάβολος ποὺ τὸν πειράζει. Μερικὲς εἰκόνες τὸν παρουσιάζουν ἄλλοτε μὲ μικρὰ κέρατα κι ἄλλοτε μὲ μιὰ σχεδὸν ἀδιόρατη οὐρά. Ἡ παρουσία τοῦ Ἀρχεκάκου καὶ τὸ μέρος ποὺ παίζει ὡς πειραστὴς ἔχουν μία ὅλως ἰδιαίτερη ἔμφαση στὴν ἑορτὴ τῆς ἀναπλάσεως τοῦ κόσμου, στὰ Χριστούγεννα. Ἡ εἰκόνα, βασιζόμενη στὴν Παράδοση, μεταδίδει τὸ νόημα ὁρισμένων λειτουργικῶν κειμένων (ἰδὲ Πρώτη καὶ Ἐνάτη Ὥρα), ποὺ μιλοῦν γιὰ τὶς ἀμφιβολίες τοῦ Ἰωσὴφ καὶ τὴν φοβερή του ψυχικὴ ἀναστάτωση. Ἡ εἰκόνα τὰ ἐκφράζει ὅλα αὐτὰ μὲ τὴν περίλυπη στάση τοῦ Ἰωσήφ, ποὺ ἔχει πίσω του τὴν μαύρη ἄβυσσο τοῦ σπηλαίου. Ἡ παράδοση τῶν ἀπόκρυφων μᾶς μεταφέρει τὰ ἑξῆς λόγια τοῦ διαβόλου, μὲ τὰ ὁποῖα πειράζει τὸν μνήστορα τῆς Παρθένου: «Ὅπως αὐτὸ τὸ ξερὸ ραβδὶ δὲν μπορεῖ νὰ πετάξει φύλλα, ἔτσι καὶ ἡ παρθένος δὲν μπορεῖ νὰ κάνει παιδί».
Αὐτὸ εἶναι, σὲ σύντομη ἔκθεση, τὸ περιεχόμενο τῆς εἰκονογραφίας τῆς Γεννήσεως στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Κάθε φορὰ ποὺ ἀπομακρύνεται μία εἰκόνα ἀπ᾿ αὐτό, ἡ σημασία ποὺ ἔχει μικραίνει καὶ φτωχαίνει· ἔτσι ἡ κατάληξη εἶναι ἡ ἀπώλεια τοῦ οὐσιώδους δηλαδὴ τῆς ἱστορικῆς πραγματικότητας καὶ τοῦ δογματικοῦ περιεχομένου ποὺ μᾶς παρέχονται ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή. Ἕνα χτυπητὸ παράδειγμα συναντᾶμε στὴν δυτικὴ θρησκευτικὴ ζωγραφική. Οἱ πίνακες τῶν ζωγράφων τῆς Δύσεως ποὺ παίρνουν ὡς θέμα τὴν Γέννηση δὲν παριστάνουν τὴν ἴδια τὴν ἀλήθεια, ὅπως κάνει ἡ ὀρθόδοξη εἰκόνα ἀλλὰ ἀτομικὲς ἑρμηνεῖες αὐτῆς τῆς ἀλήθειας. Τὸ ἱστορικὸ καὶ δογματικὸ περιεχόμενο τῆς εἰκόνας ἀντικαταστάθηκε μ᾿ ἕνα περιεχόμενο συναισθηματικὸ καὶ οἰκεῖο, καὶ ἡ Γέννηση τοῦ Κυρίου μας ἀνάγεται ἔτσι σὲ μιὰ συγκινητικὴ οἰκογενειακὴ σκηνή.
Εἶναι αὐτὸ ποὺ λέγει ὁ ἅγιoς Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός: «Ἐκθέτεις στὴν ὅραση ὅ,τι ὁδηγεῖ χαμηλὰ καὶ περνᾶς ἀδιάφορος μπροστὰ σ᾿ ὅ,τι ἐξυψώνει». Μιὰ τέτοια παράσταση τῆς Γεννήσεως ποὺ μᾶς προβάλλει ὅ,τι εἶναι χαμηλὸ καὶ φτηνὸ δηλαδὴ ὅ,τι εἶναι ἀνθρώπινο ἁπλῶς δὲν ὑψώνει τὸ πνεῦμα μας καὶ τὶς αἰσθήσεις μας στὴν γνώση τοῦ μυστηρίου τῆς θείας Σαρκώσεως· ἐξανεμίζει αὐτὸ τὸ μυστήριο μέσα σὲ μίαν ἀτμόσφαιρα γυμνὰ ἀνθρώπινη, ἀφήνοντάς μας, ἔτσι στὴν φυσικὴ κατάσταση, μέσα στὸ σαρκικὸ περιβάλλον.
Ἡ ὀρθόδοξη εἰκόνα δὲν ἀποκλείει τὸ ἀνθρώπινο στοιχεῖο· βλέπουμε τὶς ἀνθρώπινες γνώσεις στοὺς μάγους τὴν ἐργασία καὶ τὴν τέχνη στοὺς ποιμένες, τὸ φυσικὸ ἀνθρώπινο αἴσθημα στὸν δίκαιο Ἰωσήφ. Ἀλλ᾿ αὐτὴ ἡ φυσικὴ ζωὴ τοῦ κόσμου παριστάνεται σ᾿ ἐπαφὴ μὲ τὸν ὑπερφυσικὸ κόσμο καὶ χάρη σ᾿ αὐτὴ τὴν ἐπαφὴ κάθε φαινόμενο τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς βρίσκει τὴν θέση του καὶ τὴν σημασία του, φωτίζεται ἀπὸ ἕνα καινούργιο περιεχόμενο. Ἔτσι ἡ εἰκόνα ὑψώνει τὸ πνεῦμα μας καὶ τὶς αἰσθήσεις μας στὴν θεωρία καὶ τὴν γνώση τοῦ μυστηρίου τῆς θείας Σαρκώσεως καὶ μᾶς κάνει νὰ μετέχουμε στὸν πνευματικὸ θρίαμβο τῆς Ἑορτῆς.
«Βάδιζε μὲ τὸν Ἀστέρα -λέγει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός- φέρε δῶρα μὲ τοὺς μάγους... δόξασε μὲ τοὺς ποιμένες, ἀγάλλου μὲ τοὺς ἀγγέλους, γιὰ νὰ γίνει μία ἡ χαρὰ τῶν οὐρανίων καὶ τῶν ἐπιγείων».

Σημειώσεις

1. Τὸν παιδικὸ χαραχτήρα τῆς εἰκονογραφίας ὁ Οὐσπένσκυ, ὅπως βλέπουμε, τὸν εἶχε διαγνώσει ἤδη ἀπὸ τὸ 1951. Εἶναι σημαντικό, ὅμως, ὅτι τὴν αἰσθητικὴ ἑρμηνεία αὐτοῦ τοῦ χαρακτήρα τὴν ἀποδίδει σ᾿ ἐκείνους ποὺ «δὲν εἶναι μπασμένοι στὸ πνεῦμα τῆς ὀρθοδόξου λατρείας». Ἐξηγώντας τὴν παιδικὴ αὐτὴ ἀφέλεια τῆς εἰκόνας λειτουργικά, βάσει τῶν λόγων τοῦ Κυρίου, κάνει μία ὑπέρβαση γιὰ νὰ δώσει τὸ βάρος ὄχι στὴν αἰσθητικὴ αὐτὴ «χαρά», ἀλλὰ στὸ «πολὺ βαθὺ δογματικὸ περιεχόμενο τῆς εἰκόνας», ὅπως λέει. Ἀντίθετα νεώτερες μελέτες δίνουν ὑπερβολικὴ σημασία στὴν αἰσθητικὴ αὐτὴ λεπτομέρεια, ἡ ὁποία ἐκτρέπεται ἀπὸ τὸν δρόμο τῆς θεολογίας τῆς εἰκόνας. Πρβλ. π. Στ. Σκλήρη, Ἐν Ἐσόπτρῳ, εἰκονολογικὰ μελετήματα, ἐκδ. Μ.Γρηγόρη, Ἀθήνα 1992, σελ. 33 κ.ἔ. Ἡ εἰκονογραφικὴ ἀφέλεια τοῦ σχεδίου ὁδηγεῖ τὸν συγγραφέα στὴν συστηματοποίηση μιᾶς νεοελληνικῆς αἰσθητικῆς μεθόδου, ποὺ «ἀπηχεῖ (...) τὰ διαχρονικὰ διδάγματα καὶ τὶς λύσεις ποὺ ἔδωσε μία πολιτιστικὴ παράδοση ὑψηλή, ὅπως αὐτὴ τοῦ ἑλληνισμοῦ, στὸ πρόβλημα τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἑπομένως καὶ τῆς παιδείας του» (στὸ ἴδιο, σελ. 34).
2. Εἶναι σημαντικὴ ἡ λειτουργικὴ ἑρμηνεία τοῦ Οὐσπένσκυ στὴν πλάγια (προφίλ) παράσταση τῶν προσώπων μέσα στὶς εἰκόνες: «Ὁ Ἅγιος βρίσκεται παρών, θὰ πεῖ, μπροστά μας κι ὄχι κάπου μέσα στὸ σύμπαν. Ὅταν προσευχόμαστε σ᾿ ἐκεῖνον βρισκόμαστε πρόσωπο μὲ πρόσωπο μαζί του (...) Ἡ κατατομὴ διακόπτει κατὰ κάποιο τρόπο τὴν ἄμεση ἐπαφή· εἶναι σὰν μία ἀρχὴ ἀπουσίας. Ἑπομένως, παριστῶνται πλαγίως μόνον τὰ πρόσωπα ποὺ δὲν ἔφθασαν στὴν ἁγιότητα, ὅπως γιὰ παράδειγμα οἱ μάγοι καὶ οἱ βοσκοὶ στὴν εἰκόνα τῆς Γέννησης τοῦ Χριστοῦ».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...