Του Δημήτρη Μπεκριδάκη
Θεολόγου, MPhil. Θρησκειολογίας
(κείμενο που περιλαμβάνεται στο συλλογικό τόμο:
Αγιότητα: Ένα Λησμονημένο Όραμα, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 2001, σσ.191-206)
«Ο Άλλος είναι αυτό που μου επιτρέπει να μην επαναλαμβάνομαι επ’ άπειρον»
Jean Baudrillard
Είναι αλήθεια ότι η παρουσίαση του τρόπου με τον οποίο κατανοείται η αγιότητα στα πλαίσια κάποιας θρησκευτικής παράδοσης είναι ένα αρκετά περίπλοκο ζήτημα, μιας και οι παράμετροι που πρέπει να συνυπολογιστούν είναι πολλοί. Τα πράγματα γίνονται δυσκολότερα, όταν η παρουσίαση αυτή οφείλει να περιοριστεί στα πλαίσια ενός σύντομου κειμένου, όπως αυτό που ακολουθεί. Επιπλέον, το είδος της θρησκευτικότητας που θα εξετάσουμε είναι λίγο-πολύ sui generis, καθώς εντός της αναβιώνουν μεν παραδοσιακές εννοήσεις των Ανατολικών θρησκειών, αλλά με έναν «μεταμοντέρνο», θα λέγαμε, τρόπο. Αξίζει, ωστόσο, να προσπαθήσουμε μια πρώτη προσέγγιση του θέματος.
Πριν απ’ ο,τιδήποτε άλλο, οφείλουμε να εξηγήσουμε τι εννοούμε με τον όρο «Νέα Εποχή» ή New Age Movement. Κάτι τέτοιο δεν είναι εύκολο, καθώς το εν λόγω φαινόμενο παρουσιάζει εξαιρετική πολυμορφία. Εντός των ορίων του συναγελάζονται πολυάριθμές πνευματικές τάσεις, που έχουν πολλές ομοιότητες και άλλες τόσες διαφορές μεταξύ τους. Ωστόσο, η συντριπτική πλειοψηφία των διαφόρων ρευμάτων που συνθέτουν τον ορμητικό χείμαρρο της Νέας Εποχής συγκλίνουν στην υιοθέτηση ορισμένων κοινών αντιλήψεων και αρχών. Ο William Bloom, επιφανής εκπρόσωπος του κινήματος, συνοψίζει τις αρχές αυτές ως εξής1:
- «Κάθε μορφή ζωής –κάθε ύπαρξη– αποτελεί φανέρωση του Πνεύματος, του Αγνώστου, της υπέρτατης συνειδητότητας, στην οποία οι διάφοροι πολιτισμοί της έδωσαν και διαφορετικό όνομα»
- «Ο σκοπός και η δυναμική κάθε ύπαρξης είναι να πραγματώσει πλήρως την Αγάπη, τη Σοφία και την πνευματική Φώτιση»
- «Όλες οι θρησκείες είναι εκφράσεις της αυτής εσωτερικής πραγματικότητας»
- «Η ζωή, όπως την αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις ή μέσω της επιστήμης δεν είναι παρά το εξωτερικό πέπλο που καλύπτει μια αόρατη, εσωτερική και αιτιώδη πραγματικότητα»
- «Κατ’ αναλογία, τα ανθρώπινα πλάσματα έχουν διπλή φύση. Αποτελούνται: πρώτον, από μιας εξωτερική και παροδική προσωπικότητα και δεύτερον, από μια πολυδιάστατη εσωτερική πραγματικότητα, η οποία αποκαλείται ψυχή ή ανώτερος εαυτός»
- «Η ζωή είναι μια ενιαία μορφή ενέργειας, η οποία εκδηλώνεται μέσω των ποικίλων μορφών και καταστάσεων των όντων»
- «Αφού τα πάντα συνέχονται από την δύναμη αυτής της κοσμικής αγάπης, κάθε ον είναι από κοινού με τα άλλα υπεύθυνο για την κατάσταση του εαυτού του, του περιβάλλοντός του και της ίδιας της ζωής»
- «Οι πνευματικοί μας καθοδηγητές είναι εκείνες οι ψυχές που έχουν λυτρωθεί από τον κύκλο των μετενσαρκώσεων και αποτελούν εκφράσεις απροϋπόθετης αγάπης, σοφίας και φωτισμού. Μερικοί απ’ αυτούς είναι πασίγνωστοι ως ιδρυτές των θρησκειών του κόσμου. Άλλοι είναι άγνωστοι και εργάζονται αοράτως»
- «Στην εποχή μας η εξέλιξη του πλανήτη και της ανθρωπότητας έχει φτάσει σε ένα σημείο στο οποίο συμβαίνει μια βαθιά πνευματική αλλαγή της ατομικής και συλλογικής μας συνειδητότητας. Γι’ αυτό μιλάμε για Νέα Εποχή. Τούτη η νέα συνειδητότητα ήλθε ως αποτέλεσμα της επιτυχημένης πραγμάτωσης αυτού που ορισμένοι αποκαλούν ενέργεια της κοσμικής αγάπης. Πρόκειται για μια νέα ενστικτώδη κατανόηση της ιερότητας και πιο συγκεκριμένα του γεγονότος ότι τα πάντα συνδέονται μεταξύ του»
- «Η νέα αυτή συνείδηση και κατανόηση της δυναμικής αλληλεξάρτησης όλων των μορφών ζωής αποδεικνύει ότι είμαστε μέρη μιας εξελικτικής διαδικασίας, η οποία θα καταλήξει στη εγκαθίδρυση ενός εντελώς νέου πλανητικού πολιτισμού»
Σύμφωνα με τα παραπάνω, θα μπορούσαμε να ορίσουμε συμβατικά τη Νέα Εποχή ως το πολυσυλλεκτικό εκείνο πνευματικό ρεύμα που θεωρεί ότι η πραγματικότητα είναι ένα τεράστιο σύνολο, τα επιμέρους στοιχεία του οποίου δεν είναι παρά μορφικές φανερώσεις ενός κοινού οντολογικού πυρήνα, ο οποίος, με τη σειρά του, ταυτίζεται με το Απόλυτο, το Θείο. Σύμφωνα με την κοσμοθεώρηση αυτή, όλα τα όντα φέρουν μέσα τους τον αθάνατο πνευματικό σπινθήρα του Απολύτου, γύρω από τον οποίον αθροίζονται διαδοχικές στιβάδες ενεργειακών και υλικών πραγματώσεων. Για να συνειδητοποιηθεί το γεγονός αυτό και να λάμψει το άσβεστο φως της Θεότητας που ελλοχεύει εντός του υποκειμένου, θεωρείται ως αναγκαία η κατάδυση στα αβυσσαλέα βάθη του Εαυτού μέσω διαλογιστικών και άλλων τεχνικών (Pshycotehnologies)2, οι οποίες προβάλονται ως «επιστημονικές». Η μονιστικής και ολιστικής κατεύθυνσης οντολογία, η ανθρωπολογική επικέντρωση των ιεροφανειών, η απόλυτη πρόταξη της μυστικής εμπειρίας έναντι των θεσμοποιημένων δογματικών εκφράσεων και η γνωσιολογική ποιότητα της σωτηριολογίας είναι τα θεμελιακά χαρακτηριστικά της πνευματικότητας αυτού του είδους3.
Ο Μονόλογος του Ενός:
Οντολογικές και Ανθρωπολογικές Προϋποθέσεις της Αγιότητας
Έχοντας τα παραπάνω κατά νου, προχωράμε στην εξέταση του ζητήματος της αγιότητας. Η οντολογία της Νέας Εποχής θεμελιώνεται στην ινδική κοσμολογία, όπως αυτή διατυπώθηκε αρχικά στις Ουπανισάδες και κατόπιν στην φιλοσοφική παραγωγή της σχολής της μη-δυϊστικής Βεδάντα (Advaita Vedanta). Σύμφωνα μ’ αυτήν, το σύμπαν είναι η ορατή φανέρωση του Αοράτου και τα όντα δεν είναι παρά διαφορετικές εκδοχές του Ενός που κρύβεται πίσω απ’ όλα. Κατά τη διατύπωση ενός γκουρού της Νέας Εποχής: «Τα πάντα είναι εμποτισμένα από το Θείο, γεμάτα από το Θείο. Τα πάντα είναι Θεϊκή Ουσία [...] Ο Κόσμος δεν είναι παρά ο ίδιος ο Θεός με διαφορετική μορφή»4. Οι δύο αυτές οντολογικές προϋποθέσεις (δηλαδή, η ουσιαστική ενότητα και η μορφολογική διαστρωμάτωση της πραγματικότητας) υποβαστάζουν και την ανθρωπολογία του κινήματος5. Αναδυόμενη από τον ωκεανό του Είναι μέσω της μορφοποιητικής επενέργειας του Karma, η ανθρώπινη ύπαρξη έχει δύο όψεις. Κατά τον ουσιαστικό της πυρήνα (που ονοματίζεται «Ψυχή», «Άτμαν», «Πνεύμα» ή «Ανώτερος Εαυτός») μετέχει του Απολύτου, ενώ κατά τα υπόλοιπα στοιχεία της ατομικής της υπόστασης ανήκει στο πεδίο του σχετικού. Ο Ανώτερος Εαυτός συνιστά το πεδίο του καθαρού Είναι, το υπερβατικό κέντρο γύρω από το οποίο αναπτύσσεται σε διαδοχικές στοιβάδες ο κατώτερος εαυτός, τόσο στην εσωτερική (νους, διάνοια και αισθητηριακή αντίληψη) όσο και στην εξωτερική του όψη (σώμα και τα όργανά του)6. Επιπλέον, αφού ο Ανώτερος Εαυτός είναι ομοούσιος με την Θεότητα, αποτελεί το κοινό σημείο επαφής όλων ανεξαιρέτως των ανθρώπων: «Είμαστε όλοι όψεις του Θεϊκού Όντος. Κομμάτια του Θεού [...] Στην επιφάνεια είμαστε διαφορετικοί και ξεχωριστοί, αλλά στην πηγή, στη βασική πραγματικότητά μας [...] είμαστε όλοι ένα»7. Όπως είναι φυσικό, το Θεϊκό δυναμικό που ενυπάρχει στα έγκατα του Ανώτερου Εαυτού είναι απεριόριστο. Ύψιστος σκοπός της ζωής του ανθρώπου είναι ακριβώς να συνειδητοποιήσει αυτό το πολύτιμο απόθεμα και να κινηθεί προς την κατεύθυνση της αξιοποίησής του στο πεδίο της καθημερινής πράξης. Όταν το κατορθώσει αυτό ολοκληρώνεται και απελευθερώνεται πλήρως από τους περιορισμούς της σχετικής ύπαρξης. Αφήνει πίσω του το πεδίο του βέβηλου κόσμου και εισέρχεται στο βασίλειο του Ιερού –μ’ άλλα λόγια, γίνεται άγιος. Κατά συνέπεια, ολόκληρη η πορεία προς την αγιότητα γίνεται αντιληπτή ως μετάβαση από τον κατώτερο προς τον Ανώτερο εαυτό, ως κίνηση απόσπασης από την εξωτερική, φαινομενική και αποσπασματική διάσταση της ανθρώπινης ύπαρξης, ώστε να επιτευχθεί η ένωση με το απρόσωπο και οικουμενικό Απόλυτο. Ας περάσουμε, λοιπόν, στην εξέταση του τρόπου με τον οποίο διενεργείται αυτή η μετάβαση.
Διαλογισμός και Αυτογνωσία: Η Μεθοδολογία της Αγιότητας
Είδαμε ότι για τη Νέα Εποχή ο συνηθισμένος, καθημερινός εαυτός του ανθρώπου –αυτό που κοινώς αποκαλείται «προσωπικότητα» ή «Εγώ»– δεν είναι παρά ένα απλό σύμπτωμα του όντος. Υπόκειται στη μεταβολή και την αλλοίωση που επιφέρουν οι χωροχρονικοί καθορισμοί και κατά συνέπεια στερείται πραγματικότητας. Ωστόσο, στην καθημερινή του ζωή ο άνθρωπος έχει την τάση να ταυτίζεται απόλυτα μ’ αυτό, παραθεωρώντας τον Ανώτερο Εαυτό που λανθάνει εντός του. Το γεγονός αυτό στερεί από τον άνθρωπο την ευκαιρία βιωματικής επίγνωσης και ανάδειξης του Θεϊκού στοιχείου της ύπαρξης του και τον κρατά ανολοκλήρωτο, διχασμένο και αποσπασματικό8. Στην περίπτωση αυτή το άτομο παραμένει αποκομμένο από τη Θεότητα, ζει και κινείται στο χώρο του βέβηλου, στους αντίποδες της αγιότητας.
Η διχαστική αυτή κατάσταση οφείλεται, σύμφωνα με τους εκπροσώπους της Νέας Εποχής, στην άγνοια. Σε ανθρωπολογικό επίπεδο, η άγνοια ορίζεται ως αδυναμία συνειδητοποίησης και πραγμάτωσης του Ανώτερου Εαυτού. Υποδηλώνει έλλειψη αυτογνωσίας και παρεμποδίζει το άτομο να διαμορφώσει την αυθεντική ταυτότητά του. Σύμφωνα με κάποιον εκπρόσωπο της αντίληψης αυτής, ο εγκλωβισμένος στην άγνοια άνθρωπος «δεν αντιλαμβάνεται ότι όλα τα όντα, και ο ίδιος φυσικά, είναι προσωρινές εκδηλώσεις του ενός Θείου Όντος», αλλά αντίθετα, «βλέπει την επιφάνεια της ζωής μόνο, τις αντανακλάσεις και όχι την πηγή, τα σώματα και όχι το πνεύμα, το όνειρο και όχι την πραγματικότητα»9. Μια τέτοια ύπαρξη, προσκολλημένη στα επιφαινόμενα και όχι στην ουσία, δεν μπορεί να διαφύγει από την ατελεύτητη οδύνη της σαμσαρικής ανακύκλησης και για το λόγο αυτό στερείται αυθεντικότητας, αλήθειας και νοήματος. Όπως το θέτει ένας σύγχρονος γκουρού: «Αν κάποιος άνθρωπος παραμένει πάντοτε στο πεδίο των αισθήσεων κι αποτυγχάνει να φτάσει στην πηγή του Είναι του, αν ο νους του δεν ταξιδεύσει από τα χονδροειδή προς τα λεπτοφυέστερα [στρώματα της ύπαρξης] με σκοπό να πραγματώσει εκείνο το Άφθαρτο, την έσχατη πηγή ολόκληρης της δημιουργίας, τότε ‘αυτός ζει μάταια’»10.
Εφόσον, λοιπόν, η άγνοια είναι η μοναδική αιτία της καθήλωσης του ανθρώπου στο πεδίο της ψευδαισθητικής πολλαπλότητας των μορφών, κάθε προσπάθεια εξόδου από την κατάσταση αυτή θέτει ως απαραίτητη προϋπόθεσή της την άρση της άγνοιας: «Για να ξεριζωθούν όλα τα προβλήματα στη ζωή αρκεί μονάχα να βγούμε από την άγνοια, να έλθουμε στη γνώση»11, υποστηρίζει η Νέα Εποχή. Η γνώση είναι ο καταλυτικός παράγοντας που τελεσιουργεί τη μετάβαση του ανθρώπου από το σχετικό στο Απόλυτο επίπεδο της πραγματικότητας, σηματοδοτώντας παράλληλα την απολύτρωση του από κάθε αρνητικότητα12. Δεν εξαντλείται απλά στην κατανόηση κάποιων αληθειών αναφορικά με τη φύση του κόσμου και του ανθρώπου, αλλά πολύ περισσότερο εκφράζεται ως εμπειρική προσπέλαση του Απολύτου13. Στην πρώτη περίπτωση, η γνώση κατακτάται με τη μαθητεία και την προσοικείωση κάποιας διδασκαλίας, στη δεύτερη επιτυγχάνεται κυρίως μέσω του διαλογισμού.
Η τεχνική του διαλογισμού προσλαμβάνει διάφορες μορφές στο εσωτερικό του κινήματος της Νέας Εποχής. Καθώς δεν μπορούμε να επεισέλθουμε εδώ σε λεπτομέρειες, αρκούμαστε να πούμε ότι σε κάθε περίπτωση ο διαλογισμός, υπό ευρεία έννοια, αποτελεί την κεντρική γνωσιολογική μέθοδο του εν λόγω πνευματικού ρεύματος και ορίζεται ως τεχνική ενδοσκόπησης και αληθινής αυτογνωσίας. Στρεφόμενος στο βάθος της ύπαρξής του, ο διαλογιζόμενος ανακαλύπτει τον φωτεινό πυρήνα του Είναι, το ίδιο το Απόλυτο που συνέχει και ενοποιεί τα σύμπαντα. Η γνώση αυτή του επιτρέπει να αποταυτιστεί από το Εγώ του –το οποίο μέχρι τότε θεωρούσε ως κατ’ εξοχήν πραγματικό– προκειμένου να συνδεθεί με τον ωκεανό της Θεότητας. Πρόκειται για μια διαδικασία συνειδητοποίησης της εγγενούς αγιότητας του υποκειμένου και ανάδειξης της ιερής του φύση: «Ο απρόσωπος Θεός είναι εκείνο το Είναι που κατοικεί στην καρδιά του καθενός. Κάθε άτομο στην αληθινή του φύση είναι ο Απρόσωπος Θεός»14. Ο διαλογισμός είναι ακριβώς ο τρόπος με τον οποίο συλλαμβάνεται εμπειρικά και βιώνεται άμεσα η αλήθεια αυτή. Ο διαλογισμός, επομένως, είναι η ιδιαίτερη μεθοδολογία, δια της οποίας πραγματώνεται η αγιότητα στα πλαίσια της Νέας Εποχής. Ας περάσουμε, τώρα, στην εξέταση των κεντρικών γνωρισμάτων, που χαρακτηρίζουν την κατάσταση αυτή.
Η Αναπαραγωγή του Ταυτού: Τα Γνωρίσματα της Αγιότητας
Στην παραπάνω διαπραγμάτευση υπαινιχθήκαμε ήδη κάποια κεντρικά γνωρίσματα της αγιότητας. Αυτά θα προσπαθήσουμε να περιγράψουμε εν συντομία στη συνέχεια, με έναν τρόπο που να παραπέμπει στην ίδια την ορολογία του κινήματος (emic). Η εμπειρία της αγιότητας, λοιπόν, περιγράφεται κατά κύριο λόγο ως αυτογνωσία (self-knowledge), αυτοσυνειδητοποίηση (self-consciousness) και φωτισμός (enlightenment). O άγιος στη συνάφεια αυτή είναι ο πνευματικά αφυπνισμένος, εκείνος που είναι σε θέση να διακρίνει τον Θεϊκό πυρήνα του Εαυτού, πίσω από τα ψευδαισθητικά παραπετάσματα του Εγώ. Συνειδητοποιεί τότε ότι Εαυτός και Θεότητα είναι ένα και το αυτό. Η ενδοσκόπηση, επομένως, οδηγεί στην εμπειρική προσπέλαση του Απολύτου: η αυτογνωσία ισοδυναμεί με θεογνωσία. Επιπλέον, η εμπειρία αυτή χαρίζει, με τη σειρά της, την αίσθηση της πλήρους ενότητας με το Όλον, με τον σύμπαντα κόσμο: στο επίπεδο αυτό τα όρια της μυστικής και της επιστημονικής γνώσης συμπίπτουν
Άμεσα συνδεδεμένη με την αυτογνωσία είναι η αυτοπραγμάτωση (self-realization) του ανθρώπου. Η τελευταία νοείται ως ενεργοποίηση των άπειρων δυνατοτήτων που έχει ο Θεϊκός Εαυτός και που παρέμεναν σε λανθάνουσα κατάσταση όσο χρόνο το άτομο τις αγνοούσε. Έτσι, ολόκληρη η ζωή του ανθρώπου συντονίζεται με τον «τρόπο ύπαρξης» του Απολύτου, καταυγάζεται από το εσωτερικό φως του Εαυτού. Κι ο φωτισμένος άνθρωπος είναι πανίσχυρος, διαβεβαιώνουν οι εκπρόσωποι της Νέας Εποχής: «Δεν υπάρχει τίποτα που δεν μπορεί να κάνει η αγιότητά σας»15.
Πιο συγκεκριμένα, σε κάποια επιμέρους κινήματα, αυτό σημαίνει απόκτηση μιας σειράς από εξαιρετικές ικανότητες, δια των οποίων το άτομο είναι σε θέση να ξεπεράσει το άγχος και τα προβλήματα της καθημερινής ζωής και ν’ ανταποκριθεί πληρέστερα στις πιεστικές απαιτήσεις της σύγχρονης κοινωνίας. Σε άλλα, η αυτοπραγμάτωση συνδέεται με τη δυνατότητα της θαυματουργικής θεραπείας. Μια τρίτη τάση τη συσχετίζει πρωτίστως με την αγάπη, προσδίδοντάς της, έτσι, μια περισσότερο συλλογική διάσταση. Μεγάλη μερίδα κινημάτων, τέλος, συνδέει την αυτοπραγμάτωση με την επαγγελματική αποτελεσματικότητα και την αυξημένη ικανότητα προς πλουτισμό, υιοθετώντας μια εργαλειακή αντίληψη για την πνευματικότητα16. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η αυτοπραγμάτωση εκλαμβάνεται ως η ορατή απόδειξη της αποκατασταθείσας σχέσης με το Θείο, αναδεικνύοντας τον άγιο σε πρόσωπο κατεξοχήν ιεροφανειακό.
Οι παραπάνω όροι (αυτογνωσία και αυτοπραγμάτωση) διαπλέκονται στενά με μια δεύτερη ομάδα εννοιών, οι οποίες διευκρινίζουν ακόμη περισσότερο κάποιες όψεις της αγιότητας. Πρόκειται για τις έννοιες διευρυνση (expansion), υπέρβαση (transcendence) και μεταμόρφωση (transformation). Είδαμε ότι για τη Νέα Εποχή αυτογνωσία σημαίνει γνωριμία με το Θείο που ενοικεί εντός του υποκειμένου και αυτοπραγμάτωση σημαίνει ενεργοποίηση αυτής της γνώσης, ώστε να έχει ορατά αποτελέσματα στη ζωή του ανθρώπου. Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, οι διεργασίες αυτές υποδηλώνουν κίνηση, μετάβαση, αλλαγή. Χρησιμοποιώντας την ορολογία του κινήματος θα λέγαμε ότι η αγιότητα είναι μια διαδικασία διεύρυνσης του πεδίου της εμπειρίας και, ως εκ τούτου, υπέρβασης των υφιστάμενων ορίων του υποκειμένου. Το περιορισμένο και μερικό Εγώ ακυρώνεται, ώστε το άτομο να κοινωνήσει με το Θεϊκό βάθος της ύπαρξής του και δι’ αυτού με όλα τα όντα. Μιλάμε, επομένως, για μια διεύρυνση που συντελείται στο εσωτερικό του υποκειμένου, καθιστώντας τον άνθρωπο ένα ον εν δυνάμει αοριακό. Η κίνηση αυτή, με τη σειρά της, μεταμορφώνει τον άνθρωπο, μετασχηματίζοντας τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται τον κόσμο και τον εαυτό του. Εκεί που προηγουμένως έβλεπε πολλαπλότητα και πολυμορφία, τώρα διακρίνει ενότητα και ομοιομορφία. Εκεί που αντίκριζε διχασμό και αποσπασματικότητα, τώρα διαπιστώνει αλληλεξάρτηση και ολότητα. Ο άγιος της Νέας Εποχής είναι ο ενοποιημένος και ολοποιημένος άνθρωπος. Αυτός που όχι απλώς γνωρίζει διανοητικά, αλλά πρωτίστως ζει ως εμπειρική πραγματικότητα την αλήθεια ότι «βαθιά μέσα στο κέντρο μας [όλοι] είμαστε ‘ένα’»17.
Από την Ταυτότητα στην Ετερότητα: Η Αγιότητα στην Εκκλησία
Κλείνοντας τη σύντομη διαπραγμάτευση του θέματός μας θεωρούμε σκόπιμη μια πρώτη προσπάθεια αποτίμησης της New Age αντίληψης για την αγιότητα, σε αντιδιαστολή με την αντίστοιχη εκκλησιαστική. Επειδή, όπως είναι φυσικό, δεν μπορούμε να επεισέλθουμε εδώ σε γενικότερα ζητήματα που συνδέονται με τις ανθρωπολογικές προϋποθέσεις της αγιότητας κατά την Ορθόδοξη παράδοση, αρκούμαστε να προτείνουμε σχηματικά δυο θεολογικούς άξονες επί τη βάσει των οποίων μπορεί να αρθρωθεί μια τέτοια αποτίμηση –χωρίς βέβαια να ισχυριζόμαστε ότι είναι και οι μοναδικοί. Οι άξονες αυτοί είναι ο κοινωνικός και ο εσχατολογικός. Φρονούμε δε πως είναι αρκετά περιεκτικοί και ως εκ τούτου κάθε επιμέρους στοιχείο της εκκλησιαστική θεώρησης περί αγιότητας μπορεί να ενταχθεί στο πεδίο που αυτοί ορίζουν.
Είπαμε προηγουμένως ότι για να φτάσει στην αγιότητα και να επιτύχει τη λύτρωση ο άνθρωπος της Νέας Εποχής οφείλει να καταδυθεί στον εσώτερο πυρήνα της ύπαρξής του. Είδαμε, επίσης, ότι τούτο συνεπάγεται διαλογισμό και διεύρυνση του γνωστικού πεδίου του υποκειμένου, ώστε να κατακτηθεί η ένωση με το Θείο. Ο εν λόγω άνθρωπος, επομένως, δεν αναζητά τον Θεό σε μια σχέση προσώπων, αλλά στην ανατομία του ίδιου του εαυτού του. Τι συναντά, όμως, ο άνθρωπος στο πυρηνικό του βάθος; Συναντά το απρόσωπο και αναλλοίωτο Ένα, την αρχέγονη ρίζα και πηγή του παντός, την αθάνατη ουσία από την οποία απορρέουν όλα τα όντα και φυσικά ο ίδιος. Τούτο σημαίνει ότι για την πνευματικότητα αυτού του είδους κάθε άνθρωπος είναι εκ φύσεως ενωμένος με το Απόλυτο και άρα είναι ήδη άγιος. Απλώς δεν έχει συνειδητοποιήσει και ενεργοποιήσει την αγιότητά του. Η τελευταία συνιστά, επομένως, εγγενές στοιχείο της ουσίας του ανθρώπου και όχι κατόρθωμα της προσωπικής βούλησης και ελευθερίας. Δεν επιτυγχάνεται ως συνάντηση με το Άλλο, αλλά ως επιστροφή στο Ταυτό, ως επανεύρεση του ήδη υπάρχοντος. Από τη σκοπιά αυτή, η αυτοπραγμάτωση αποβαίνει φανέρωση ήδη δεδομένων δυνατοτήτων. Η πολυδιαφημισμένη «διεύρυνση της συνείδησης» καταλήγει, συνεπώς, συρρίκνωση αυτής, εγκλωβισμός της εντός των ορίων του εαυτού. Η μεταμόρφωση δεν προϋποθέτει την ανακαίνιση, αλλά την επανάληψη: «[...] όλα τα σώματα, οι υπάρξεις και τα πράγματα είναι απλώς εκδηλώσεις της μιας παγκόσμιας δύναμης που ονομάζουμε Θεό. Αν ακολουθήσω τη δικιά μου αχτίδα πίσω στην πηγή της ύπαρξής μου τότε θα ενωθώ με τον Θεό. Είμαι Θεός. Το ίδιο ισχύει και για κάθε άλλη ύπαρξη ή αντικείμενο. Όλα είναι απλώς αχτίδες που αν τις ακολουθήσει κανείς πίσω στην πηγή τους θα φτάσει την ίδια μοναδική πηγή»18. Ο άνθρωπος, στο πλαίσιο αυτό, γίνεται άγιος στο βαθμό που αντιστρέφει την πορεία από το γενικό στο ειδικό, από την ουσία προς την ύπαρξη, από το απρόσωπο Θείο στο ανθρώπινο πρόσωπο. Έτσι, η πνευματική αναζήτηση καταντά αυτοκατάλυση: σηματοδοτεί μια διαδικασία ανακύκλωσης εντός των ορίων του εαυτού. Μια διαδικασία αέναης αναπαραγωγής του Ταυτού.
Παρά τα φαινόμενα, βρισκόμαστε μπροστά σε μια ακραία μορφή εξατομίκευσης, η οποία καλύπτεται υπό τον μανδύα της μυστικής συνταύτισης Θείου και ανθρωπίνου. Μεταφυτευμένο μέσα στο «δυτικό» πολιτισμικό συμφραζόμενο και στο βαθμό που επανανοηματοδοτεί επί το δυτικότερον τις σχετικές Απωανατολικές αντιλήψεις, το περί ενοποίησης και ολοποίησης ιδεολόγημα της Νέας Εποχής μπορεί κάλλιστα να θεωρηθεί ως μια εναλλακτική και μεταμοντέρνα απόληξη του καρτεσιανού ατομικισμού. Παρόλο που εκ πρώτης όψεως μοιάζει να τον ανατρέπει. Διότι, ανεξαρτήτως προθέσεων, πώς άραγε λειτουργεί για την πλειοψηφία των γαλουχημένων με την ιδεολογία του ατομικισμού δυτικών η διαβεβαίωση: «Είμαι Θεός», αν όχι ως έσχατη επικύρωση της ιερότητας και της παντοδυναμίας του υποκειμένου; Απλώς ο ιδιότυπος ατομοκεντρικός ολισμός της Νέας Εποχής εδράζει την απολυτοποίηση του υποκειμένου στο Θεϊκό δυναμικό που ενυπάρχει εντός του και όχι πια στη νόηση ή στη βούληση. Πρόκειται δηλαδή για διαφορά τόνου, απόχρωσης. Άποψή μας, λοιπόν, είναι ότι έχουμε να κάνουμε με μια σύγχρονη ανορθολογική εκδοχή του νεώτερου ατομικισμού. Βέβαια, το ζήτημα που προκύπτει είναι τεράστιο και, φυσικά, δεν σκοπεύουμε ούτε καν να το θίξουμε εδώ.
Όπως και να ‘χουν τα πράγματα, γεγονός παραμένει ότι από τον ορίζοντα της μέριμνας του αγίου της Νέας Εποχής απουσιάζει ο Άλλος ως πρόσωπο –είτε πρόκειται για τον Θεό, είτε για τον συνάνθρωπο. Πρώτον, γιατί ο Θεός δεν είναι παρά το απρόσωπο κομμάτι του εαυτού. Και δεύτερον, γιατί ο συνάνθρωπος ως επώνυμο πρόσωπο δεν είναι παρά ένα εφήμερο και άρα ψευδαισθητικό επικάλυμμα της κοινής σε όλους Θεϊκής ουσίας. Η αγάπη, όταν και όπου προβάλλεται ως κεντρικό γνώρισμα της αγιότητας, δεν κατανοείται ως θυσιαστική στροφή προς τις ανάγκες του πλησίον, αλλά ως επιταγή ενότητας, υπό το πρίσμα ενός ουσιοκρατικού μονισμού –ο οποίος ενίοτε ερωτοτροπεί με τον ολοκληρωτισμό. «Θέλω να το μάθει αυτό όλος ο κόσμος, ότι αν δεν είσαστε έτοιμοι να γίνετε ένα, ετοιμαστείτε να εξαφανιστείτε από το πρόσωπο του πλανήτη», δηλώνει εύγλωττα ο ΟSHO19.
Στη συνείδηση της Εκκλησίας, αντίθετα, η ενδοσκόπηση συνδέεται πάνω απ’ όλα με την ταπείνωση. Η ενασχόληση με τον εαυτό, βοηθά τον άνθρωπο να συνειδητοποιήσει όχι τη αγιότητα και την παντοδυναμία, αλλά την αδυναμία και την αμαρτωλότητά του. Μάλιστα, όσο περισσότερο τελειοποιείται ο πιστός τόσο περισσότερο συναισθάνεται την ατέλειά του. Γι’ αυτό και η αυτογνωσία δεν εκβάλλει στην έπαρση της αυτοθέωσης, αλλά στη μετάνοια. Θεμελιακή, επομένως, προϋπόθεση για την επίτευξη της αγιότητας εντός της Εκκλησίας είναι η θραύση της κλειστότητας του εαυτού, ώστε η καρδιά να ανοιχθεί στο Άλλο της: να αναμετρηθεί προσωπικά με τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Γι’ αυτό και η αληθινή ενότητα και κοινωνία κατανοείται μέσα στην Εκκλησία ως σύμπτωση θελήσεων, συμπόρευση ελευθέρων και αυτεξουσίων υπάρξεων κι όχι ως ανάμειξη ή ταυτότητα απρόσωπων ουσιών. Επιπλέον, αγκαλιάζει ολόκληρη την κοινωνία και τη κτίση μέσα σε μια προοπτική καθολικής ανακαίνισης και αφθαρτισμού του σύμπαντος κόσμου.
Στα πλαίσια της ευχαριστιακής συνάξεως, που είναι το σώμα του ζώντος Χριστού, οι πιστοί καλούνται να βαδίσουν προς την αγιότητα υπερβαίνοντας τη φενάκη της πνευματικής και ηθικής αυτάρκειας. Ως κορυφαία εκδήλωση της αγιότητας, η έμπρακτη αγάπη προς τον πλησίον είναι εθελούσια έξοδος από το κέλυφος του εαυτού, ειλικρινής εκζήτηση του προσώπου του πλησίον. Είναι θαρραλέα εξάρνηση των ιδίων για χάρη των ετέρων και δη των χειμαζομένων, κατά την αποστολική προσταγή «μηδείς το εαυτού ζητείτω αλλά το του ετέρου» (Α΄Κορ. 10:24). Στη ναρκισσιστική πνευματικότητα της Νέας Εποχής, η Εκκλησία αντιτείνει το ακραία θυσιαστικό φρόνημα των αγίων της, των αληθινών μαθητών και μιμητών Χριστού: «Και είδον έτερον ούτω την σωτηρίαν των αδελφών αυτού παραζητούντα και θέλοντα, ως πολλάκις μετά δακρύων θερμών εξ όλης ψυχής δέεσθαι του φιλανθρώπου Θεού ή κακείνους σωθήναι ή και αυτόν συν εκείνοις κατακριθήναι, από διαθέσεως θεομιμήτου και Μωσαϊκής όλως σωθήναι μόνον εαυτόν μη θέλοντα. Τη αγία γαρ αγάπη εν Αγίω Πνεύματι πνευματικώς αυτοίς συνδεθείς, ουδέ εις αυτήν την βασιλείαν των ουρανών εισελθείν προηρείτο και χωρισθήναι αυτών», βεβαιώνει η σπαρακτική μαρτυρία του Συμεώνος του Νέου Θεολόγου. Τέτοια είναι η κοινωνικότητα στην Εκκλησία: όχι άνευρη «σχεσιακότητα», ναρκισσιστικός αντικατοπτρισμός του Ταυτού στα πολλαπλά είδωλα του Άλλου, αλλά οδυνηρή συμμετοχή στο μέγα δράμα της Ιστορίας –«καύσις καρδιάς υπέρ πάσης της κτίσεως», έλεγε ο Ισαάκ ο Σύρος. Όχι προσομοίωση σχέσης, αλλά άμεση συνάντηση με την θανατηφόρα ριζική ετερότητα, με το ανεξιχνίαστο –μες την ελευθερία του– πρόσωπο του Άλλου.
Ο δεύτερος άξονας που προδιαγράφει την κάθετη ρήξη ανάμεσα στη νεοεποχίτικη και την Εκκλησιαστική πνευματικότητα είναι η εσχατολογία. Για την Εκκλησία η θέωση δεν κατανοείται με όρους νοσταλγίας κάποιου άπω παρελθόντος, αλλά με όρους προσδοκίας ενός απωτάτου μέλλοντος. Στην πρώτη περίπτωση, ο χρόνος είναι κυκλικός και η ιστορία κατανοείται ως «αιώνια επιστροφή» των αρχετύπων, ενώ στη δεύτερη περίπτωση, ο χρόνος είναι γραμμικός και η Ιστορία κατατείνει στην εσχατολογική της εκπλήρωση: την ευλογημένη Βασιλεία του Τριαδικού Θεού. Στα πλαίσια αυτά, η αγιότητα στη ζωή της Εκκλησίας είναι η ιστορική φανέρωση του μεταϊστορικού «τρόπου» της Βασιλείας. Ως τέτοια κινείται πάντοτε στο επίπεδο του προεικονισμού. Ο άγιος ζει και συνάμα φανερώνει τα Έσχατα «δι’ εσόπτρου εν αινίγματι», διατηρώντας, ωστόσο πάντοτε φλογερή την αποκαραδοκία της «πρόσωπον προς πρόσωπον» (Α΄Κορ. 13,12) θέασης του Κυρίου Ιησού Χριστού στον εσχατολογικό Οίκο του Πατρός. Άλλωστε, η αγιότητα ποτέ δεν προκύπτει ως αποτέλεσμα της μονομερούς εφέσεως του ανθρώπου προς τον Θεό, αλλά πρωτίστως ως Θεία Χάρη, ως δωρεά του Αγίου Πνεύματος προς τον μετανοούντα και αγωνιζόμενο άνθρωπο. Δεν είναι, άραγε, ο Παράκλητος ο κατ’ εξοχήν φορέας των εσχάτων μέσα στην Ιστορία; Δεν είναι Εκείνος που φωτίζει και αγιάζει τον λαό του Θεού; Έτσι, η αγιότητα δεν αποβαίνει ανάκτηση του παλαιού και λησμονημένου, αλλά μέθεξη των Εσχάτων. Εκπλήρωση της Θείας υπόσχεσης, συνάντηση με το εντελώς νέο: μακάρια θέαση του ένθρονου Λόγου, εν Χριστώ δοξασμός του ανθρώπου και της πλάσης. Οι άγιοι είναι οι ζωντανοί μάρτυρες της ελπίδας της Αναστάσεως. Είναι οι τηλαυγείς πυρσοί της οικουμένης. Προγεύονται τα αγαθά του μέλλοντος αιώνος και συνάμα προάγουν τον λαό του Θεού στη Βασιλεία των Ουρανών. Τα πρόσωπά τους καταυγάζει το άκτιστο φως των Εσχάτων, η άρρητη δόξα του ανέσπερου Ήλιου της Δικαιοσύνης –Άλφα Ωμέγα.
2 Ο όρος χρησιμοποιείται από την MARYLIN FERGUSON, στο βιβλίο-«ευαγγέλιο» της Νέας Εποχής, The Aquarian Conspirasy, London χ.χ, 89-93.
3 Όσον αφορά την θρησκειολογική ταυτότητα του κινήματος της Νέας Εποχής προκρίνουμε τις αναλύσεις των PAUL HEELAS, ό.π. 15-40 και ΣΤΕΛΙΟΥ ΠΑΠΑΛΕΞΑΝΔΡΟΠΟΥΛΟΥ, Νέα Εποχή: Η Θρησκειολογική Ταυτότητα ενός Κκινήματος, περ. ΕΞΟΔΟΣ, τ.6, 17-29 και τ.7, 41-61, επειδή τις θεωρούμε σφαιρικότερες και διεισδυτικότερες έναντι άλλων.
5 Για την ανθρωπολογία της Νέας Εποχής βλ. ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΕΚΡΙΔΑΚΗΣ, Ο Άνθρωπος της Νέας Εποχής, περιοδ. ΘΕΟΣ & ΘΡΗΣΚΕΙΑ / GOD & RELIGION, τ.1, 1999, 104-109
6 Ενδεικτικά βλ.. MAHARISHI MAHESH YOGI, Science of Being and Art of Living, New York 1995, 63, 67, 95 και ΡΟΜΠΕΡΤ ΝΑΤΖΕΜΥ, Θαύματα Αγάπης και Γνώσης, μτφ. Σ.Παναγοπούλου, Αθήνα 1988, 14-27
7 Βλ. ΡΟΜΠΕΡΤ ΝΑΤΖΕΜΥ, ό.π. 122, 124
8 Πρβλ. MAHARISHI MAHESH YOGI, On the Bhagavad-Gita, New Translation and Commentary, Baltimore 19756, 397-398 και ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Science, ό.π. 79
9 Bλ. ΡΟΜΠΕΡΤ ΝΑΤΖΕΜΥ, ό.π. 166, 167
11 Βλ. στο ίδιο, σ.78 και πρβλ. σ.228-229, 250
12 Για την εννοιολόγηση της σωτηρίας ως κίνησης «από» μια κατάσταση σχετικού διαχωρισμού απ’ ότι θεωρείται ως Απόλυτο «προς» μια κατάσταση απόλυτης σύνδεσης μ’ αυτό, βλ. ΣΤΕΛΙΟΥ ΠΑΠΑΛΕΞΑΝΔΡΟΠΟΥΛΟΥ, Δοκίμια Ιστορίας των Θρησκειών, Αθήνα 1994, 57-73
13 Πρβλ. MAHARISHI MAHESH YOGI, On the Bhagavad-Gita, ό.π. 180, 223, 271, 363 και ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Science, ό.π. 235-236, 266
15 Βλ. ΡΟΜΠΕΡΤ ΝΑΤΖΕΜΥ, ό.π. 266
16 Για τη διαπλοκή των τάσεων αυτών βλ. PAUL HEELAS, Prosperity and the New Age Movement: The Efficacy Of Spiritual Economics, στο BRYAN WILSON and JAMIE CRESSWELL (eds), New Religious Movements: Challenge And Response, Routledge 1999, 51-77
17 Βλ. OSHO, Η Μεγαλύτερη Πρόκληση: Το Χρυσό Μέλλον, μτφ. Σ.Δημήτρης, Αθήνα χ.χ. 28
18 Βλ. ΡΟΜΠΕΡΤ ΝΑΤΖΕΜΥ, ό.π. 124
Συγχαρητήρια, διαφωτιστικότατος. Ευχαριστούμε.
ΑπάντησηΔιαγραφή