Του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑ
Το μεγαλύτερο πρόβλημα του Νεότερου Ελληνισμού κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων αιώνων (18ος – 20ος αι.), υπήρξε η αδυναμία να αποτιμήσει ιστορικά την πολιτισμική συνέχειά του. Η περίοδος μετά την Επανάσταση του 1821 βρήκε το Νέο Ελληνισμό αδύνατο και απροετοίμαστο στην υπό διαμόρφωση νέα πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα. Η εμπόλεμη κατάσταση με τις σημαντικές πληθυσμιακές ανακατατάξεις, καθώς επίσης οι κοινωνικές, πολιτικές και εκκλησιαστικές αλλαγές (νόμοι, εθνοσυνελεύσεις, σχισματική αποκοπή της Ελλαδικής Εκκλησίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και ανακήρυξη του Αυτοκεφάλου), δημιούργησαν νέες «νοοτροπικές διαφοροποιήσεις», οι οποίες κυρίως αφορούσαν το ζήτημα της εθνικής συνείδησης του Ελληνισμού1.
Η αδυναμία στην οποία βρέθηκε ο Νέος Ελληνισμός να μη μπορέσει να αισθανθεί και να δει ενιαία το ιστορικό του παρελθόν, έγινε ένα από τα βασικότερα προβλήματά του. Προκειμένου να κατανοήσουμε καλύτερα τις διαστάσεις του ζητήματος αυτού, οφείλουμε να τις εντάξουμε σ’ ένα ευρύτερο πλαίσιο, που μας πάει στην καρδιά του προβλήματος. Πρόκειται για τη χειραφέτηση μεγάλης μερίδας κοινωνικών στρωμάτων του Ελληνισμού κατά την 18ο αιώνα από το κίνημα του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, όπως λόγου χάρη ήσαν οι λόγιοι και οι έμποροι της διασποράς. Η συνάντηση αυτή του Ελληνισμού με τον δυτικό κόσμο συντελέστηκε μέσα σε ένα κλίμα εντόνων ανακατατάξεων στον ευρύτερο ευρωπαϊκό και βαλκανικό κόσμο2. Μια απ’ αυτές αφορά στην έννοια της επαναστατικής νοοτροπίας που κυοφορήθηκε κατά την περίοδο του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού3, με αρχιτέκτονες τον Λοκ, τον Βολταίρο, τον Ρουσσώ, τον Μοντεσκιέ και τον Ντιντερό και διευρύνθηκε με την έκρηξη της Γαλλικής Επανάστασης το 1789. Τα ιδεολογικά σχήματα που συγκρότησαν τους δύο αυτούς πόλους, επηρέασαν καίρια τη σκέψη των Ελλήνων λογίων της διασποράς. Γι’ αυτό και η πολιτική σκέψη του κινήματος του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, παρά τις διάφορες ιδεολογικές αποχρώσεις της, δέχθηκε σχεδόν αβασάνιστα τη μετακένωση των νέων ιδεών. Κι όχι μόνο η πολιτική, αλλά και η επαναστατική σκέψη, με κέντρο την πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας την Κωνσταντινούπολη και ως περιφέρεια σημαντικές πόλεις της βαλκανικής χερσονήσου, με κύριο οδηγό τη ναπολεόντεια παρουσία σ’ αυτή, ώθησε σε αυτόνομες επαναστατικές ζυμώσεις, όπως λόγου χάριν αυτές της Πελοποννήσου και των νησιών του Αιγαίου.
Είναι άκρως σημαντικό να υποστηριχθεί εδώ, ότι το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εκδόθηκαν κείμενα του μαχητικού κολλυβά και αγίου Αθανασίου Παρίου, όπως λ.χ., η Πατρική Διδασκαλία και η Χριστιανική Διδασκαλία, συμπίπτει χρονικά με τα παραπάνω γεγονότα. Βρισκόμαστε ήδη δέκα χρόνια μετά την έκρηξη της Γαλλικής Επανάστασης με την ιδεολογία της να έχει κυριολεκτικά επισκιάσει ολόκληρο το βαλκανικό χώρο4. Ειδικότερα στον ελληνικό, το διαμορφωμένο ιδεολογικό πλαίσιο της αντιπαράθεσης νεωτεριστών και παραδοσιακών λογίων, λόγω της εισροής των ιδεών του Διαφωτισμού φέρνει την επίσημη πνευματική ηγεσία του Γένους, το Οικουμενικό Πατριαρχείο να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο στη διελκυστίνδα αυτή. Δύο είναι οι πυλώνες στις οποίες αντιστέκεται. Η αντιμετώπιση των διαφωτιστικών ιδεών από τη μια και οι πιέσεις που συνεχώς δεχόταν από την Υψηλή Πύλη από την άλλη. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα η Μητέρα Εκκλησία από τα μέσα του 18ου αιώνα άρχισε να διοχετεύει προς κάθε κατεύθυνση την αντιευρωπαϊκή και κυρίως την αντιγαλλική προπαγάνδα της. Ευθύς εξ αρχής αναγκάστηκε να αναπτύξει μια διπλωματική πολιτική που την έφερε πολύ κοντά στην Υψηλή Πύλη και στις δυνάμεις που τότε στεκόταν στο πλευρό της, την Αγγλία και τη Ρωσία. Εδώ, οφείλουμε να σημειώσουμε ότι η αναγκαιότητα αυτή εντασσόταν μέσα στο πλαίσιο των προνομιών που είχαν παραχωρηθεί από την εποχή της Άλωσης της Κωνσταντινουπόλεως, όπου ο Οικουμενικός Πατριάρχης εκτός από θρησκευτικός ηγέτης, οριζόταν και ως εθνάρχης. Γι’ αυτό και στα 1797 ο Σουλτάνος Σελίμ Γ΄, λίγες εβδομάδες μετά την εγκατάσταση των Γάλλων στα Επτάνησα, υπενθύμιζε στον Γρηγόριο Ε΄ την αποστολή του αυτή5. Συνεπώς, στα πλαίσια της επίσημης «νομιμοφροσύνης» έναντι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, το Οικουμενικό Πατριαρχείο πιεζόμενο από την Υψηλή Πύλη και διαισθανόμενο τις συνέπειες που θα προέκυπταν αν το υπόδουλο Γένος συντασσόταν στο πλευρό των Γάλλων, στάθηκε εχθρικό σε κάθε προσπάθεια επιρροής του ποιμνίου του από τις νεωτερικές ιδέες. Θωρακισμένο και προετοιμασμένο καλά αντέδρασε με μια σειρά από πατριαρχικές και συνοδικές επιστολές προς κάθε κατεύθυνση, εφιστώντας την προσοχή των υποδούλων Ρωμηών στα δελεαστικά κηρύγματα της γαλλικής πολεμικής παρουσίας στην Νοτιοανατολική Ευρώπη.
Ο εμπλουτισμός της ελληνικής πολιτικής ιδεολογίας με τα πολιτικά επιτεύγματα της Γαλλικής Επανάστασης, που σε συνδυασμό με τις νέες φιλοσοφικές αντιλήψεις, ισχυροποιούσαν όλο και περισσότερο τις αντιτουρκικές ενέργειες των υποδούλων Ελλήνων στην πράξη προβλήθηκε με έμφαση από τους ενθουσιώδης υποστηρικτές του Ναπολέοντα Βοναπάρτη, το Ρήγα Φεραίο, τον Αδαμάντιο Κοραή και τον Κωνσταντίνο Σταμάτη. Και οι τρεις τους επιζητούσαν τη συστράτευση των Ελλήνων με τους «Φραντζέζους» και τη δημιουργία μιας νέας δημοκρατικής ανατολικής αυτοκρατορίας, η οποία θα έπαιρνε τη θέση της οθωμανικής και θα λειτουργούσε ως ανάχωμα στο ρωσικό επεκτατισμό προς τη βαλκανική.
Η αντίδραση βέβαια του ελληνικού στοιχείου σ’ αυτή την προτεινόμενη εκ των Γάλλων επίλυση του ελληνικού προβλήματος, εκδηλώθηκε μέσω των πνευματικών εκπροσώπων του και είχε δύο κατευθύνσεις. Η μια αφορούσε στην ίδια τη γαλλική παρέμβαση και η άλλη τους λογίους που υποδαύλιζαν το φιλογαλλισμό των Ελλήνων. Είναι χαρακτηριστική η εγκύκλιος με την οποία το Σεπτέμβριο του 1798 ο Γρηγόριος Ε΄ εφοδίασε τη ρωσοτουρκική δύναμη που πορευόταν κατά των Γάλλων στα Επτάνησα6. Πρόκειται για ένα από τα σημαντικότερα ιστορικά τεκμήρια της περιόδου αυτής, βάσει του οποίου το Οικουμενικό Πατριαρχείο, πέραν του ότι με άριστο διπλωματικό τρόπο καταδείκνυε την συνύπαρξή του με την αλλόπιστη οθωμανική πολιτική εξουσία, με έναν ιδιαίτερα πρωτότυπο τρόπο οι ιδεολογικοί του προσανατολισμοί, στην τότε διεθνή συγκυρία, του έδιναν τη δυνατότητα να κρατήσει αλώβητο το Γένος από κάθε αλλοτριωτική δύναμη. Όπως επίσης είναι γνωστή και η εγκύκλιος του ιδίου Πατριάρχη προς τον Μητροπολίτη Σμύρνης Άνθιμο την 1η Δεκεμβρίου 1798, όπου καταδίκαζε τη Νέα Πολιτική Διοίκηση του Ρήγα7.
Όσο κι αν αυτά τα γεγονότα φαίνονται παράδοξα, η Μητέρα Εκκλησία με τη στάση της αυτή, σε μια συνέχεια που μας πάει πίσω στην εποχή της Άλωσης και στον Γεννάδιο Β΄ Σχολάριο, κράτησε ζωντανό το «πατροπαράδοτον», επεκτείνοντας με τον τρόπο αυτό τη δράση της και σ’ άλλα πεδία, πέραν του θρησκευτικού, όπως η διαμόρφωση πολιτικής ιδεολογίας. Η στάση αυτή, στη βάση της άκρως διπλωματική, μπορεί να δικαιολογηθεί αν λάβουμε υπ’ όψη ένα γεγονός που συνήθως διαφεύγει της προσοχής όσων θεωρούν ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο υπογείως ευνοούσε την εθελοδουλία. Όπως συχνά συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, οι σχέσεις του με την οθωμανική αυτοκρατορία προδιαγράφτηκαν επάνω στο πεδίο της αποδοχής της νέας πολιτικής εξουσίας, θεωρώντας με τον τρόπο αυτό, τούτη ως συνέχεια της βυζαντινής, αποφεύγοντας έτσι τον εναγκαλισμό με της Δυτική Εκκλησία, την οποία βέβαια θεωρούσε θανάσιμο εχθρό8. Εν προκειμένω, αν και η στάση αυτή μπορεί εκ πρώτη όψεως να φαίνεται ότι επιζητούσε την πολιτική αδράνεια, δεν ήσαν λίγες οι περιπτώσεις όπου το ίδιο το Οικουμενικό Πατριαρχείο εξωθούσε το ελληνορθόδοξο στοιχείο και σε αντιτουρκικές επαναστατικές ενέργειες. Αξίζει εδώ να υπενθυμίσουμε το εικονικό αφορισμό της Επανάστασης του 1821 από τον Γρηγόριο Ε΄ και την ταυτόχρονη άρση του, γεγονότος ερμηνευμένο όπως πολύ ορθά έχει υποστηριχθεί, ως διπλωματικός φαναριώτικος ελιγμός. Τούτο άριστα τεκμηριώνεται αν ληφθεί σοβαρά υπόψη η επακολουθήσασα σφαγή των Ελλήνων της Πόλης και ο απαγχονισμός του εθνομάρτυρα Πατριάρχη9. Στις ενέργειες αυτές διακρίνεται το σταθερό πολιτικοϊδεολογικό πλαίσιο, όπου η καταφυγή στη συνύπαρξη και το συμβιβασμό με το κυρίαρχο στοιχείο, αλλά και η εχθρότητα προς την ευρωπαϊκή πρόκληση, ταυτόχρονα μπορούσαν να αναιρεθούν από παράτολμες εκδηλώσεις απείθειας προς τις οθωμανικές αρχές. Σύνηθες στην περίπτωση αυτή ήταν το γεγονός, όπου τα ίδια πρόσωπα που τη μια φορά καταδείκνυαν τη νομιμοφροσύνη τους προς την πολιτική εξουσία, από την άλλη ενεργά αναμιγνύονταν σε σοβαρές αντιτουρκικές κινήσεις.
Ηχεί ίσως παράξενα το γεγονός, ότι ο Διαφωτισμός και η Γαλλική Επανάσταση μολονότι προσέφεραν νέες αξίες και ιδέες, ευνόησαν εις το έπακρο εθνικιστικές ιδεολογίες10, επάνω στις οποίες εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα στο βαλκανικό χώρο του 19ου αιώνα στήριξαν την ανεξαρτησία τους. Τούτη η εθνικιστική και εθνοφυλετική ιδεολογία, κυρίαρχη σε ευρεία στρώματα του ορθοδόξων και ομόδοξων λαών της βαλκανικής χερσονήσου11, ερχόταν αντιμέτωπη με την υπερεθνική ιδεολογία του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Μοιάζει ιστορικά παράδοξο το γεγονός ότι η εθνικιστική ιδεολογία, που τίποτε άλλο δεν ήταν παρά ένα παράγωγο της διαφωτισμένης Ευρώπης, έκαμε δυναμικά την εμφάνισή της σ’ ένα γεωπολιτικό χώρο που παραδοσιακά ήταν ενταγμένο να υπηρετεί πολυεθνικές και πολυφυλετικές κοινωνίες, με κύριο χαρακτηριστικό ενοποίησής τους την αβίαστη αποδοχή του ελληνορθόδοξου πολιτισμού και της ελληνικής γλώσσας.
Πάνω στη βάση αυτή είναι που το Οικουμενικό Πατριαρχείο και όσοι βέβαια τάχθηκαν στο πλευρό του, επικέντρωσε την αντίστασή του σ’ ότι ερχόταν από την Ευρώπη. Ο Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός πέραν του ότι ανοικτά εξέφρασε την αφύπνιση της εθνικής συνειδήσεως των λαών και παρότι καλλιέργησε μια πράγματι ρωμαλέα φιλοσοφική παραγωγή, η οποία βέβαια, από ουκ ολίγους Έλληνες λόγιους μετακενώθηκε στην καθ΄ ημάς Ανατολή, πυροδοτώντας έτσι το έδαφος για γόνιμες αντιπαραθέσεις μεταξύ των12, στο επίπεδο που αφορούσε στη θρησκευτική ταυτότητα και τη θρησκευτική συνείδηση του υπόδουλου Ελληνισμού, επέφερε την ιδεολογικοποίηση και τη θρησκειοποίηση της Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας, γεγονός που φάνηκε στη μετέπειτα ιστορική της πορεία στη διάρκεια του 19ου αιώνα, με αποτέλεσμα εκ μέρους της Ελλαδικής Εκκλησίας, την έμπρακτη αμφισβήτηση της κεντρικής εκκλησιαστικής αρχής, του Οικουμενικού Πατριαρχείου και τη σχισματική της αποκοπή απ’ αυτό13. Και εδώ οι αντίστροφες οπτικές θεώρησης του εθνικισμού είναι φανερές. Έκδηλα κάμουν την εμφάνισή τους στη μετεπαναστατική περίοδο. Η πρώτη, εκφραζόμενη από τη βαυαροκρατούμενη Ελλαδική Εκκλησία, με κύριο εκπρόσωπό της τον Θεόκλητο Φαρμακίδη, βρέθηκε πλησιέστερα στη δυτικοευρωπαϊκή αντίληψη για το έθνος. Η δεύτερη, εκφραζόμενη από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, με κύριο εκπρόσωπό της τον Κωνσταντίνο Οικονόμο των εξ Οικονόμων, παρέπεμπε στην υπό οθωμανική ακόμη κυριαρχία οικουμενική διάσταση του Ελληνισμού14.
Υπ’ αυτό το πρίσμα η οθωμανική κυριαρχία μέσω κειμένων όπως αυτά της Πατρικής Διδασκαλίας και της Χριστιανικής Απολογίας προβλήθηκε ως αναγακία. Η αντιρρητική και πολεμική φρασεολογίας τους εξέφραζε τους ενδεχόμενους κινδύνους ολοκληρωτικής διάβρωσης του Γένους από τη «δολιότητα των δυσσεβών Φράγκων», αλλά και την αλλοτρίωση της ορθόδοξης πίστης των υποδούλων Ελλήνων από την «παντελή αθεΐα και ασέβειαν» των οπαδών της Γαλλικής Επανάστασης. Συνεπώς, όσοι ενστερνιζόταν τη συμμόρφωση του ορθόδοξου πληθυσμού και τη συνύπαρξη αυτού με την οθωμανική εξουσία, δεν ήσαν εθελόδουλοι, αλλά σταθεροί εκφραστές των παραδοσιακών αξιών του Γένους.
1 Θα ήταν παράδοξο να θεωρήσουμε αυτές τις διαφοροποιήσεις ως αυτοτελή γεγονότα τα οποία συνέβησαν κατά την περίοδο του 18ου και 19ου αιώνα. Θεωρώ σημαντικό εδώ να τονίσω το άκρως σημαντικό γεγονός, ότι το ιδεολόγημα περί εθνικής συνείδησης δεν εμφανίστηκε με την έναρξη της Επανάστασης και την παράλληλη αφύπνιση των λαών της Ευρώπης και των Βαλκανίων. Η γένεση και η εξάπλωση της εθνικής συνείδησης των Ελλήνων τίθεται για πρώτη φορά κατά την παλαιολόγεια περίοδο (1261-1453). Παράλληλα με την άνθιση των κλασικών γραμμάτων, γεννιέται ο «νεοελληνικός εθνικισμός». Τότε το όνομα Έλλην από παγανιστικό χαρακτήρα που είχε απέκτησε εθνική δυναμική. Βλ. Απ. Βακαλόπουλου, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού. Αρχές και διαμόρφωσή του, τ. Α΄, Θεσσαλονίκη 1974, σσ. 75-88. Πρβλ. Π. Χρήστου, Οι περιπέτειες των εθνικών ονομάτων των Ελλήνων, Θεσσαλονίκη 1989, σσ. 130-138. F. Sherrard, Δοκίμια για το Νέο Ελληνισμό, Αθήνα 1971, σσ. 13-27. Για την παγίωση της εθνικής συνείδησης στα μετεπαναστατικά χρόνια βλ. Α. Πολίτη, Ρομαντικά χρόνια. Ιδεολογίες και νοοτροπίες στην Ελλάδα του 1830-1880, εκδ. Μνήμων, Αθήνα 1993, σσ. 31-35. Στέφανου Π. Παπαγεωργίου, Από το γένος στο έθνος. Η θεμελίωση του ελληνικού κράτους 1821-1862, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2004. Επίσης για το ζήτημα του νεοελληνικού εθνικισμού, ενδιαφέρον παρουσιάζει η μελέτη του Ν. Σβορώνου, Το ελληνικό έθνος. Γένεση και διαμόρφωση του Νέου Ελληνισμού, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2004. Εδώ, ο Σβορώνος διαφοροποιείται από την «εθνικιστική βεβαιότητα της αδιάσπαστης ιστορικής συνέχειας του Ελληνισμού», ωστόσο ανιχνεύει την ύπαρξη λανθάνουσας «πολιτιστικής και ως ένα σημείο εθνολογικής συνέχειας», η οποία από τον 6ο ως τον 11ο αιώνα συντηρεί «υποσυνειδησιακά την ελληνικότητα, για να ανακτήσει ο Ελληνισμός σταδιακά τη συνειδητότητά του από το τέλος του 11ου και τις αρχές του 12ου αιώνα, σε μια νέα ιστορική πορεία που θα διαρκέσει ως τις αρχές του 19ου αιώνα και θα διαμορφώσει “σε συντελεσμένο έθνος” το Νέο Ελληνισμό». Για το Σβορώνο ο «ορατότερος και αποφασιστικότερος συντηρητής της πολιτισμικής συνέχειας ήταν η εξελισσόμενη ανά τους αιώνες χωρίς διακοπή ελληνική γλώσσα, η οποία με τη “συνδετική και αφομοιωτική λειτουργία της” επέτρεψε την ανάκτηση αυτής της συνειδητότητας», βλ. N. Βαγενά, «Ο Νίκος Σβορώνος για τη διαμόρφωση του Νέου Ελληνισμού. Οι περιπέτειες της ελληνικής συνείδησης», εφ. Το Βήμα 23-01-2005.
2 Π. Κιτρομηλίδη, Γαλλική Επανάσταση και η Νοτιοανατολική Ευρώπη, εκδ. Διάττων, Αθήνα 1989, [δεύτερη έκδοση, εκδ. Πορεία, Αθήνα 2000].
3 Δεδομένου ότι η βιβλιογραφία για τον Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό είναι μεγάλη, ενδεικτικά σημειώνω τις μελέτες του Α. Μπαγιόνα, Η ιστορικότητα της συνείδησης στη φιλοσοφία του Γαλλικού Διαφωτισμού, Θεσσαλονίκη 1974, του Π. Κονδύλη, Ο Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός, τ. Ι - ΙΙ, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1987, του Π. Κιτρομηλίδη, Πολιτικοί Στοχαστές των Νεότερων Χρόνων, εκδ. Πορεία, Αθήνα 1999. Γ. Μολυβά, Φιλοσοφία στην Ευρώπη. Η εποχή του Διαφωτισμού 17ος – 18ος αι., Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Πάτρα 2000.
4 Μια σειρά από πολεμικά γεγονότα, όπως η βραχύβια εγκατάσταση των Γάλλων στις ακτές της Αδριατικής και η εκστρατεία του Ναπολέοντα στην Αίγυπτο, αναπτέρωσαν τις προσδοκίες των Ελλήνων για ελευθερία. Ο ενθουσιασμός όμως αυτός δεν διήρκεσε πολύ. Το Οκτώβριο του 1798 οι συνασπισμένες δυνάμεις της Τουρκίας, της Ρωσίας και της Αγγλίας έθεσαν τέλος στη γαλλική κατοχή των εδαφών αυτών. Βλ. Απ. Βακαλόπουλου, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. Δ΄, Θεσσαλονίκη 1980, σσ. 604-613.
5 Λ. Βρανούση, «Άγνωστα πατριωτικά φυλλάδια και ανέκδοτα κείμενα της εποχής του Ρήγα και του Κοραή», Επετηρίς Μεσαιωνικού Αρχείου 15/16(1965-1966)186-187.
6 Αυτόθι, σσ. 242-247. Για μια σειρά από αντίστοιχες εγκυκλίους με αντιρρητικό περιεχόμενο κατά των ανατρεπτικών ιδεών του Γαλλικού Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης γίνεται μνεία στις σσ. 134-138, 185-205.
7 Γ. Παπαδόπουλου – Γ. Αγγελόπουλου, Τα κατά τον αοίδιμον πρωταθλητήν του ιερού των Ελλήνων αγώνος τον Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριον Ε΄, τ. Β΄, Εν Αθήναις 1866, σ. 498.
8 Για το θέμα βλ. Δ. Αποστολόπουλου, Οι ιδεολογικοί προσανατολισμοί του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως μετά την Άλωση, εκδ. Ίδρυμα Γουλανδρή – Χορν, Αθήνα 1995.
9 πρωτ. Θ. Ζήση, Ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ στη συνείδηση του Γένους, εκδ. Κυριακίδης, Θεσσαλονίκη 1996.
10 Η ιδέα του έθνους είναι ευρωπαϊκή. Βρήκε την έκφρασή της στους Γάλους φιλόσοφους, αναπτύχθηκε ιδιαίτερα με τη Γαλλική Επανάσταση και διαδόθηκε σ’ ολόκληρο τον ευρωπαϊκό κόσμο κατά τον 18ο και 19ο αιώνα. Γενική επισκόπηση του θέματος βλ. Fr. Chabot, L’ idea di nazionale, Bari 1961.
11 Για την αφύπνιση της εθνικής συνειδήσεως στους βαλκανικούς λαούς βλ. Μ. Νυσταζοπούλου – Πελεκίδου, Οι βαλκανικοί λαοί. Από την τουρκική κατάκτηση στην εθνική αποκατάσταση (14ος – 19ος αι.), εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1991, σσ. 60-272.
12 Ν. Ψημμένου, «Το στοιχείο της αντιπαράθεσης ως κύριο γνώρισμα του Νεοελληνικού Διαφωτισμού», Πρακτικά Πανελληνίου Συνεδρίου: Νεοελληνικός Διαφωτισμός. Απόπειρα μιας νέας ερευνητικής συγκομιδής, (Κοζάνη 8-10 Νοεμβρίου 1996), Κοζάνη 1999, σσ. 425-437.
13 πρωτ. Γ. Μ. Μεταλληνού, «Το ελλαδικό αυτοκέφαλο. Προϋποθέσεις και συνέπειες», στον τόμο Παράδοση και αλλοτρίωση. Τομές στην πνευματική πορεία του Νεώτερου Ελληνισμού κατά της μεταβυζαντινή περίοδο, εκδ. Δόμος, Αθήνα 1986, σσ. 227-257.
14 Τα ζητήματα αυτά καίρια αναλύονται από τον Χρήστο Γιανναρά, Ορθοδοξία και Δύση στη Νεότερη Ελλάδα, εκδ. Δόμος, Αθήνα 1996. Πρβλ. πρωτ. Γ. Μ. Μεταλληνού, «Ιδεολογικοί προσανατολισμοί κα δομικές διαφοροποιήσεις στη νεοελληνική κοινωνία», στον τόμο Παράδοση και αλλοτρίωση, σσ. 191-226. Έλλη Σκοπετέα, Το «Πρότυπο Βασίλειο» και η Μεγάλη Ιδέα. Όψεις του εθνικού προβλήματος στην Ελλάδα (1830-1880), εκδ. Πολύτυπο, Αθήνα 1988, σσ. 119-134.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου