Η ομιλία του Μητροπολίτη Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Βαρνάβα στο συνέδριο Εκκλησία και Αριστερά.
«Δὲν ἀγνοοῦμε καὶ δὲν παραβλέπουμε σὲ καμιὰ περίπτωση τὴ σκληρὴ πραγματικότητα γιὰ τοὺς χαμηλόμισθους, τοὺς χαμηλοσυνταξιούχους, τοὺς ἀνέργους καὶ τοὺς ἀπολυθέντες ἀπὸ τὶς δουλειές τους, τοὺς ἀγανακτισμένους καὶ τοὺς δοκιμαζόμενους ἀδελφούς μας, γι’ αὐτὸ καὶ τοὺς συμπαραστεκόμεθα χωρὶς καμία ἰδιοτέλεια ἡ ἀλλότριες ἐπιδιώξεις.
Φθάνουν πιὰ οἱ ἐπιβαρύνσεις στοὺς ἀδελφούς μας ποὺ ἔχουν χαμηλὸ εἰσόδημα καὶ χαμηλὴ σύνταξη.
Φθάνουν πιὰ οἱ φόροι καὶ οἱ περικοπὲς τῶν χαμηλῶν εἰσοδημάτων.
Φθάνουν πιὰ οἱ στρατιὲς τῶν ἀνέργων. Ἀναζητῆστε τοὺς φοροδιαφυγάδες καὶ ἐλέγξτε τὸ κεφάλαιο».
Ἐὰν ἄκουγε κανεὶς αὐτὰ τὰ λόγια πρὶν ἀπό λίγα χρόνια θὰ ὑπέθετε ὅτι εἶναι ἀπόσπασμα ἀπὸ προγραμματικὲς δηλώσεις κάποιου ἀριστεροῦ κόμματος. Καὶ ὅμως, πρόκειται γιὰ ἀνακοινωθὲν τῆς Ἱερᾶς Συνόδου. Ἡ οἰκονομικὴ κρίση γίνεται ἀφορμὴ γιὰ τὴν ἄσκηση σθεναρῆς κριτικῆς στὰ ὑλιστικὰ ἰδεώδη καὶ συστήματα ποὺ ἀπεργάζονται τὴν ἀδικία καὶ καταδικάζουν ἑκατομμύρια ἀνθρώπους στὴν ἀνεργία καὶ τὴν κοινωνικὴ ἐξαθλίωση. Ἡ Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ νὰ σιωπήσει καὶ νὰ ἀφήσει νὰ δεσπόζουν ὑπεροπτικὲς φωνὲς, οἱ ὁποῖες συχνὰ προσβάλλουν τὸ λαό μας πού βρίσκεται σὲ δοκιμασία. Ἔτσι ἑνώνει τὴ φωνή της μὲ ὅλους τούς φορεῖς τῶν ὁποίων τὸ πνεῦμα καὶ τὸ ἦθος θὰ μποροῦσε νὰ συμβαδίσει μὲ τὶς εὐαγγελικὲς διδαχὲς καὶ ἀξιώσεις. Ἡ ἀνάγκη γιὰ τὴν ἄμεση ἀντιμετώπιση τῶν συνεπειῶν τῆς κρίσης δὲν μᾶς ἐπιτρέπει νὰ θέτουμε διαχωριστικὲς γραμμὲς μεταξὺ πνευματικῶν καὶ κοινωνικῶν ζητημάτων.
Τώρα περισσότερη σημασία δὲν ἔχει τό νὰ μείνουμε στὴν εἰκόνα ποὺ ἔχουμε ἤδη σχηματίσει γιὰ ὅσους βρίσκονται ἀπέναντί μας ἢ νὰ τονίσουμε τὶς διαφορές, ἀλλὰ νὰ συναντήσουμε τὸν ἴδιο τὸν ἀπέναντι χωρὶς φοβίες. Ἐξάλλου, ἡ ἀποστολὴ τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὴ φύση της εἶναι νὰ ἐπικοινωνεῖ καὶ νὰ συνδιαλέγεται. Ἐπιδιώκει τὴ συνάντησή της ἀκόμη καὶ μὲ ἐκεῖνες τὶς κοινωνικὲς ὁμάδες ποὺ τὴν ἔχουν ἀπορρίψει ἐπειδὴ δὲν τὴ γνωρίζουν. Δὲν φοβούμαστε τὶς κοινωνικὲς ἀλλαγές, διότι ἀντιλαμβανόμαστε πὼς αὐτὲς δὲν εἶναι πάντοτε ἀρνητικές, ἀλλὰ ἐμπεριέχουν νέες εὐκαιρίες ἐμπειρίας καὶ ἔκφρασης τοῦ Εὐαγγελίου. Δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι οἱ κληρικοὶ στάθηκαν καὶ στέκονται πάντοτε κοντὰ στὸ λαό, ἄκουσαν καὶ ἀκοῦνε τὸν πόνο καὶ τὴν ἀγωνία του. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ λαὸς τοὺς τιμᾶ, ἔστω καὶ ἂν ὑπάρχει, συχνὰ ἄδικη, πολεμικὴ ἐναντίον τους.
Αὐτὴ ἡ συνάντηση ἐνέχει μιὰ πρόκληση: νὰ ἀκούσει ἐπιτέλους ἡ Ἀριστερὰ τὴν προφητικὴ φωνὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ νὰ ἐγκαταλείψει τὶς προκαταλήψεις καὶ τὴν ἄγνοιά της γιὰ τὸ ρόλο τῆς Ἐκκλησίας στὸν δημόσιο χῶρο. Ἡ Ἀριστερὰ θεωρεῖ τὴν Ἐκκλησία ὡς ἐκφραστή τῆς συντήρησης, ὡς ἕναν θρησκευτικὸ θεσμό, ἄσχετο μὲ τὴ ζωὴ καὶ τὰ οὐσιώδη προβλήματα τοῦ τόπου. Γι’ αὐτὸ καὶ ἐπιθυμεῖ τὸν περιορισμὸ τῆς θρησκείας στὴν ἰδιωτικὴ ζωὴ τοῦ πολίτη. Ἐδῶ βέβαια ἀναλογοῦν εὐθύνες καὶ σὲ μᾶς, ποὺ ἐνῶ συνειδητοποιήσαμε πὼς ἡ βιωματικὴ σχέση τοῦ λαοῦ μας μὲ τὴν ὀρθόδοξη παράδοση δὲν εἶναι τόσο ἰσχυρὴ ὅσο ἦταν στὴν πιὸ κλειστή κοινωνία τοῦ παρελθόντος, ἀντὶ νὰ φροντίσουμε νὰ συναντήσουμε τὴν κοινωνία καὶ νὰ συμβάλουμε στὴ διάνοιξη νέων δρόμων καὶ προοπτικῶν, μέναμε περιχαρακωμένοι στὴν ἀσφάλεια τῆς παράδοσης, ἀναλαμβάνοντας πολλὲς φορὲς τὸν ρόλο τῆς συντήρησης ἀπαρχαιωμένων ἀξιῶν τοῦ ἔθνους. Οἱ σωστὲς ἐνέργειες, ἀλλὰ καὶ οἱ παραλείψεις καὶ τὰ λάθη μας εἶναι ἡ κληρονομιά μας. Δὲν πρέπει ὅμως νὰ εἶναι τὸ ὅριό μας.
Ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι ἰδεολογία Δὲν εἶναι μιὰ ἀφηρημένη ἰδέα οὔτε ἕνας πνευματικὸς προσανατολισμός. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕνας ζωντανὸς ὀργανισμὸς μέ ἄποψη, πρόταση καὶ κοσμοθεωρία. Πέρα ὅμως ἀπὸ ὅλα αὐτὰ εἶναι ζωή. Γι’ αὐτὸ κανένας δὲν μπορεῖ νὰ τὴν περιορίσει στοὺς ναοὺς, μόνο γιὰ τὴν τέλεση τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν. Ἢ στὴν καλύτερη περίπτωση τώρα, ἐν μέσω κρίσης, νὰ τὴ θεωρήσει ἀπαραίτητη μόνο γιὰ τὴν ἄσκηση τοῦ φιλανθρωπικοῦ ἔργου. ὡς μία ὀργάνωση, ποὺ εἶναι ἀπαραίτητη γιὰ νὰ ἐπιτελεῖ διάφορα κοινωφελῆ ἔργα. Ἡ Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ νὰ γίνει ὄργανο στὰ χέρια καμιᾶς πολιτικῆς ἰδεολογίας. Αὐτὸ ὅμως δὲν σημαίνει ὅτι πρέπει νὰ παρακολουθεῖ ἀδιάφορα ἢ νὰ ἀποδέχεται παθητικὰ ὅσα συμβαίνουν στὸν δημόσιο βίο. Κάτι τέτοιο θὰ ἦταν οὐσιαστικὰ ταύτιση μὲ τοὺς κρατοῦντες καὶ προδοσία τῆς ἀγάπης, ὅταν ἡ πολιτική τους δὲν συμβαδίζει μὲ τὴ χριστιανικὴ ἄποψη γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὴν ἀξία του. Σὲ τέτοιες περιπτώσεις χρειάζεται διαμαρτυρία καὶ μάλιστα ἔντονη. Ὅταν καταρρακώνεται ὁ ἄνθρωπος, ὅταν λησμονοῦνται βασικὲς ἀλήθειες ποὺ ἀναφέρονται στὴν ἀξιοπρέπειά του, ὅταν καταλύονται θεμελιώδεις ἀρχὲς τοῦ δικαίου, ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὑποχρεωμένη ἀπὸ τὴν ἴδια τὴ φύση της νὰ διαμαρτυρηθεῖ, νὰ διακηρύξει τὸ κοινωνικὸ καὶ ἐπαναστατικὸ μήνυμα τῶν προφητῶν καὶ τῶν πατέρων.
Στὴν Παλαιά Διαθήκη τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν κοινωνικὴ δικαιοσύνη δὲν περιορίζεται σὲ τυχαῖες καὶ σποραδικὲς ἀναφορές, ἀλλὰ βρίσκεται στὸ ἐπίκεντρο τοῦ ἐνδιαφέροντος τῶν προφητῶν καὶ τῶν ἄλλων ἱερῶν συγγραφέων. Ἡ φτώχεια, ὁ πλοῦτος καὶ ἡ χρήση τους ἀποτελοῦν τὰ ἀγαπημένα θέματά τους. Ὁ πόνος τῶν ἀδικημένων ἐξαιτίας τοῦ ἀποστερημένου μισθοῦ, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ ἂν ὁ ἐργάτης εἶναι Ἑβραῖος ἢ ξένος φτάνει ὡς τὸν οὐρανό: «Μὴν ἐκμεταλλεύεσαι ποτὲ τὸ μισθωτό, τὸ δυστυχισμένο καὶ τὸ φτωχὸ συμπατριώτη σου ἢ τὸν ξένο ποὺ ζεῖ σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς πόλεις τῆς χώρας σου. Νὰ τοῦ δίνεις κάθε μέρα τὸ ἡμερομίσθιό του, πρὶν ἀπ’ τὴ δύση τοῦ ἥλιου, γιατί εἶναι φτωχὸς καὶ τὸ ἔχει ἀνάγκη. Ἀλλιῶς αὐτὸς θὰ φωνάξει μὲ ἀγανάκτηση ἐναντίον σου στὸν Κύριο, κι αὐτὸ θὰ σοῦ καταλογιστεῖ γιὰ ἁμαρτία». (Δευτ. 24: 14-15). Ταυτόχρονα, αὐτὸς ποὺ δὲν δίνει στὸν ἐργάτη τὸν δεδουλευμένο μισθὸ θωρεῖται φονιὰς: «Ὅποιος ἀπὸ τὸ διπλανό του τὴ διατροφὴ του ἀφαιρεῖ, εἶναι τὸ ἴδιο σὰν νὰ τὸν σκοτώνει. κι ὅποιος δὲ δίνει στὸν ἐργάτη τὸ μισθό του, εἶναι φονιὰς» (Σοφ. Σειρ. 34: 22).
Ὁ προφήτης Ἠσαΐας, ποὺ ἔζησε σὲ ἐποχὴ μὲ ἔντονες κοινωνικὲς ἀντιθέσεις, ἐποχὴ κατάπτωσης καὶ ἠθικοῦ ξεπεσμοῦ, ξεσηκώνεται ἐναντίον τοῦ κοινωνικοῦ κακοῦ. Βάζει στὸ στόμα τοῦ Θεοῦ δριμύτατο «κατηγορῶ»: «Ἀπεχθάνομαι τὶς νουμηνίες σας καὶ τὶς γιορτές σας. Γιὰ μένα εἶναι φορτίο, μοῦ εἶναι βαρετὸ νὰ τὶς ἀνέχομαι. Ὅταν ὑψώνετε τὰ χέρια σας, κλείνω τὰ μάτια μου νὰ μὴν σᾶς βλέπω. Κι ὅταν ἀπανωτὲς λέτε τὶς προσευχές σας, ἐγὼ δὲν τὶς ἀκούω, γιατί τὰ χέρια σας εἶναι στὸ αἷμα βουτηγμένα. Λουστεῖτε καὶ ἐξαγνιστεῖτε, νὰ μὴ βλέπουν τὰ μάτια μου τὶς πονηρές σας πράξεις, πάψτε νὰ κάνετε τὸ κακό. Μάθετε τὸ καλὸ νὰ κάνετε, τὴ δικαιοσύνη ἐπιδιῶξτε, τὸν καταπιεσμένο βοηθῆστε, τὸ δίκιο ἀποδῶστε στὸ ὀρφανό, ὑποστηρίξτε τὴν ὑπόθεση τῆς χήρας.» (Ἡσ. 1: 14-17). Ὁ προφήτης ἐλέγχει μὲ παρρησία τὴν τυπικὴ καὶ ὑποκριτικὴ θρησκευτικότητα τῶν συμπατριωτῶν του, καὶ παράλληλα ὑπερασπίζεται τὶς χῆρες καὶ τὰ ὀρφανά, πού, ὡς ἀδύναμα μέλη τῆς κοινωνίας, γίνονται τὰ εὔκολα θύματα τῆς κοινωνικῆς ἀδικίας καὶ ἐκμετάλλευσης.
Ἀκούγοντας τά λόγια μὲ τὰ ὁποῖα, σύμφωνα μὲ τὸ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιο, ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ἀνήγγειλε δημοσίως τὴν ἀποστολὴ του, εἶναι σὰν νὰ ἀκοῦμε ἕνα σύγχρονο κοινωνικὸ καὶ ἐπαναστατικὸ κήρυγμα ἀπὸ τὰ πιὸ δυνατὰ καὶ τὰ πιὸ ἐλεύθερα: «Νὰ ἀναγγείλω τὸ χαρμόσυνο μήνυμα στοὺς φτωχούς, νὰ θεραπεύσω τοὺς συντριμμένους ψυχικά. Στοὺς αἰχμαλώτους νὰ κηρύξω ἀπελευθέρωση καὶ στοὺς τυφλοὺς ὅτι θὰ βροῦν τὸ φῶς τους. Νὰ φέρω λευτεριὰ στοὺς τσακισμένους, νὰ ἀναγγείλω τοῦ καιροῦ τὸν ἐρχομο ποὺ ὁ Κύριος θὰ φέρει τὴ σωτηρία στὸ λαὸ του» (Λουκ. 4: 18-19). Ὁ Ἀπόστολος Ἰάκωβος τονίζει ἐπίσης ὅτι ἡ οὐσία τῆς πίστης δὲν εἶναι ἡ τήρηση τῶν ἐξωτερικῶν τύπων ἀλλὰ ἡ ἐκδήλωση ἔμπρακτης ἀγάπης πρὸς τοὺς ἀδύναμους ἀδελφούς: «Θρησκεία καθαρὴ γιὰ τὸν Θεὸ καὶ Πατέρα εἶναι αὐτή: Νὰ συμπαραστέκεστε στὰ ὀρφανὰ καὶ στὶς χῆρες ὅταν ὑποφέρουν, καὶ νὰ διατηρεῖτε ἁγνὸ τὸν ἑαυτό σας ἀπὸ τὴν ἐπιρροὴ τοῦ ἁμαρτωλοῦ κόσμου» (Ἰακ. 1:27).
Οἱ φτωχοὶ καὶ οἱ ἀδύναμοι ἀποτελοῦν τοὺς φίλους του Θεοῦ. Εἶναι ἐνδιαφέρον νὰ ἀναφέρουμε πώς αὐτὴ ἡ παράδοση συνέβαλε σὲ χειροπιαστὲς ἐκκλησιαστικὲς ρυθμίσεις, δηλαδὴ σὲ ἱεροὺς κανόνες οἱ ὁποῖοι ἀπαιτοῦν ἀπὸ τοὺς ἐπισκόπους νὰ ὑπερασπίζονται τοὺς φτωχοὺς καὶ τοὺς ἀδυνάτους ἀπὸ τὴν τυραννία τῶν ἰσχυρῶν. Γιὰ παράδειγμα, ὁ 7ος κανόνας τῆς συνόδου τῆς Σαρδικῆς (τὸ 343) ζητᾶ ἀπὸ τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς ἡγέτες νὰ ἐπισκέπτονται τοὺς πολιτικοὺς ἄρχοντες μόνο γιὰ νὰ τοὺς ὑποβάλουν αἰτήματα γιὰ τὴν ὑπεράσπιση τῶν ἀδυνάτων. Προκειμένου, μάλιστα, νὰ ἀποτραποῦν ἰδιοτελεῖς συναλλαγὲς μεταξὺ ἐκκλησιαστικῶν ἀνδρῶν καὶ κρατικῶν ἀξιωματούχων, ὁ κανόνας ἀπαγορεύει αὐστηρὰ κάθε ἄλλη ἐπίσκεψη. Μάλιστα στὰ τέλη τοῦ 4ου αἰώνα ἡ ἐκλογὴ ἐπισκόπου σὲ μιὰ πόλη σήμαινε ὅτι οἱ φτωχοί της ἀποκτοῦσαν ἐπιτέλους φωνή, ἡ ὁποία εἰσακουόταν ἀπὸ τὶς αὐτοκρατορικὲς ἀρχές.
Χαρακτηριστικὲς εἶναι καὶ οἱ περιπτώσεις ἐκεῖνες, κατὰ τὶς ὁποῖες ἐπίσκοποι πούλησαν πολύτιμα ἐκκλησιαστικὰ σκεύη καὶ ἐξοικονόμησαν πόρους γιὰ νὰ θρέψουν πεινασμένους, νὰ ἐνισχύσουν φτωχούς, νὰ ἐξαγοράσουν αἰχμαλώτους. Σκοπὸς τῆς Ἐκκλησίας, παρατηρεῖ ὁ Ἅγιος Ἀμβρόσιος Μεδιολάνων, εἶναι νὰ διαφυλάσσει γιὰ τὸν Κύριο ἀνθρώπινες ψυχὲς καὶ ὄχι χρήματα. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἴδιος προτίμησε ἀντὶ νὰ διαφυλάξει θησαυροὺς γιὰ τὴν Ἐκκλησία, νὰ παραδώσει καταλόγους μὲ ἀπελευθερωμένους ἀνθρώπους. Πολλοὶ, ἐξάλλου, ἐπιφανεῖς ἐκκλησιαστικοὶ ποιμένες καὶ διδάσκαλοι διακρίθηκαν καὶ ὡς μεγάλοι κοινωνικοὶ ἐργάτες, ἐνῶ τὰ κοινωνικά τους ἔργα προκάλεσαν καὶ προκαλοῦν θαυμασμό. Μάλιστα ὁ Ἰουλιανὸς ὁ Παραβάτης, ἐνῶ μισοῦσε θανάσιμα τούς Χριστιανούς, ἀναγνώριζε ὡς ἀναμφισβήτητο γνώρισμά τους τὴ φιλανθρωπία καὶ προέτρεπε τοὺς ἐθνικοὺς νὰ τοὺς μιμηθοῦν.
Πόσοι ἀλήθεια ἀπὸ αὐτοὺς πού κρατοῦν ἐχθρικὴ στάση ἔναντι τῆς Ἐκκλησίας γνωρίζουν τὴν ὕπαρξη τέτοιας σκέψης στοὺς κόλπους τοῦ χριστιανισμοῦ; Πόσο προοδευτικὸς θὰ ἀκουγόταν ὁ λόγος ἑνὸς σύγχρονου πολιτικοῦ ἔναντι τοῦ οἰκονομικοῦ μας συστήματος, ἐὰν ἐμεῖς τολμούσαμε νὰ ἐπαναλάβουμε τὰ λόγια τοῦ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ὁ ὁποῖος χαρακτήρισε τὸ ἐπίσημο φορολογικὸ σύστημα τῆς ἐποχῆς του «ὡς ἁρπαγὴν ἔννομον», νόμιμη ἀδικία, χειρότερη καὶ ἀπὸ παράνομη ληστεία; Ὁ Νικόλαος Μπερντιάεφ, Ρῶσος διανοητὴς τοῦ 20ου αἰώνα, ἀναφέρει ὅτι «στὸν Μεγάλο Βασίλειο ὅπως καὶ στὸν Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο ἡ κοινωνικὴ ἀδικία, δημιούργημα τῆς κακῆς διανομῆς τοῦ πλούτου, κριτικάρεται μὲ μιὰ δριμύτητα ποὺ θὰ ἔκανε τὸν Προυντὸν καὶ τὸν Κὰρλ Μὰρξ νὰ χλωμιάσουν».
Τὸ ἐρώτημα ποὺ τίθεται στὶς μέρες μας εἶναι: ἀκούγεται αὐτὸ τὸ ριζοσπαστικὸ καὶ ἐπαναστατικὸ κοινωνικὸ μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου ἀπὸ τοὺς σημερινοὺς ποιμένες τὶς Ἐκκλησίας μας; Ἢ μήπως αὐτοὶ ἔχουν περιορίσει τὴν ἐκκλησιαστική τους δραστηριότητα μόνο στὸν τελετουργικὸ χῶρο; Ἡ ἀλήθεια εἶναι πὼς δὲν μποροῦμε νὰ δώσουμε μιὰ ξεκάθαρη ἀπάντηση, διότι παρουσιάζουμε μιὰ εἰκόνα διάζευξης μεταξὺ πνευματικοῦ καὶ κοινωνικοῦ ἔργου. Ἡ μιὰ τάση ὑποστηρίζει ὅτι τὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας εἶναι καθαρὰ πνευματικό, ἀφορᾶ δηλαδή στὴν ἀπελευθέρωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, καὶ κάθε ἐνασχόλησή της, ἑπομένως, μὲ τὰ βιοτικὰ προβλήματα καὶ τὶς ὑλικὲς ἀνάγκες του, ὅπως ἡ κατανομὴ τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, βρίσκεται ἔξω ἀπὸ τὰ ὅρια δράσης της. Ἡ δεύτερη τάση κατηγορεῖ τὴν πρώτη ὅτι διχοτομεῖ αὐθαίρετα τὸν ἄνθρωπο σὲ ὑλικὴ καὶ πνευματικὴ ὀντότητα, καταργεῖ τὴν ἑνότητα τῆς ἀνθρώπινης φύσης καὶ ἀρνεῖται τὴν ἀλληλεξάρτηση ὑλικῶν καὶ πνευματικῶν ἀγαθῶν τοῦ ἀνθρώπου. Κανένα, ἑπομένως, πρόβλημα, εἴτε ὑλικὸ εἴτε πνευματικό, κανένας τομέας τῆς ἀνθρώπινης δραστηριότητας δὲν μπορεῖ νὰ μείνει ἔξω ἀπὸ τὸ ἐνδιαφέρον καὶ τὴν ἀνακαινιστικὴ δράση τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ διαχωρισμὸς αὐτὸς μεταξὺ πνευματικοῦ καὶ κοινωνικοῦ ἔργου προκαλεῖ πρόβλημα στὴν Ἐκκλησία, διότι ἀποπροσανατολίζει τὸν πιστὸ λαὸ ἀπὸ τὴ στάση καὶ τὴ μαρτυρία ποὺ ἀγκαλιάζει τὰ πάντα, ὁλόκληρη τὴ ζωή, σὲ ὅλες τὶς διαστάσεις καὶ τίς ἐκφάνσεις της. Μὲ αὐτὰ τὰ διλλήματα δὲν μποροῦμε νὰ δημιουργήσουμε οὔτε ἔργο σωστὰ κοινωνικὸ οὔτε ἔργο ὀρθὰ πνευματικό.
Αὐτὸ ποὺ πιστεύουμε εἶναι πὼς τώρα, ἐν μέσω κρίσης, ἡ Ἐκκλησία πρέπει νὰ ἐγκαταλείψει τοὺς φόβους της γιὰ τυχὸν ἐκκοσμίκευσή της καὶ νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ τὰ μεγάλα κοινωνικὰ προβλήματα τοῦ λαοῦ μας. Εἶναι πολλοὶ αὐτοὶ ποὺ σήμερα προσβλέπουν στὴν Ἐκκλησία ἀναμένοντες καὶ τὸ λόγο της καὶ τὶς πράξεις της. Πολλοὶ πιστοί μᾶς καταλογίζουν εὐθύνη, μᾶς θεωροῦν συνενόχους γιὰ τὴν κατάσταση στὴν ὁποία εὑρίσκεται ἡ χώρα. Ἡ εὐθύνη μας δὲν εἶναι ὅτι δὲν ἀναχαιτίσαμε ἐμεῖς τὴν κρίση, ἀλλὰ ὅτι δὲν ἀντιδράσαμε, δὲν ἀντισταθήκαμε. Ἡ ἑλληνικὴ κοινωνία χρειάζεται τὴν Ἐκκλησία, ἔχει ἀνάγκη πνευματικῆς στήριξης καὶ ἑνὸς ἄλλου νοήματος ζωῆς, πέρα ἀπὸ τὸν ἀτομισμό, τὸν καταναλωτισμὸ καὶ τὴ λογική τῶν ἀγορῶν. Ἔχει ἀνάγκη τὴν Ὀρθοδοξία καὶ τὸ μήνυμα ἀλληλεγγύης καὶ ἀδελφοσύνης ποὺ διαχρονικὰ αὐτὴ εὐαγγελίστηκε, καὶ ποὺ ἐξακολουθεῖ καὶ σήμερα νὰ ἐνσαρκώνει μὲ τὸ πλῆθος τῶν ἱδρυμάτων ποὺ διαθέτει στὸ πλαίσιο τῆς κοινωνικῆς της διακονίας. Ἰδιαίτερα σήμερα, λόγω τῶν ἀναγκῶν ποὺ δημιούργησε ἡ οἰκονομικὴ κρίση, ἡ ἐπέκταση τοῦ κοινωνικοῦ δικτύου τῆς Ἐκκλησίας κρίθηκε ἀπαραίτητη καὶ ἐπιτακτικὴ σὲ ὅλες τὶς Ἐνορίες τῆς χώρας μας, ὅπως χαρακτηριστικὰ ἀναφέρεται στὸ μήνυμα ποὺ ἔστειλε ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος «πρὸς τὸ λαό»: «Ἀπόφασή μας εἶναι νὰ δημιουργήσουμε ἕνα παρατηρητήριο κοινωνικῶν προβλημάτων, προκειμένου νὰ παρακολουθήσουμε ἀπὸ κοντὰ καὶ νὰ ἀντιμετωπίσουμε μὲ τρόπο μεθοδικό τά προβλήματα πού προκαλεῖ ἡ παροῦσα κρίση. Στόχος μας εἶναι νὰ ἀναπτύξουμε τὸ προνοιακὸ ἔργο τῆς κάθε ἐνορίας, ὥστε νὰ μὴν ὑπάρχει οὔτε ἕνας ἄνθρωπος πού νὰ μὴν ἔχει ἕνα πιάτο φαγητό. Γνωρίζετε καὶ σεῖς ὅτι στὸ σημεῖο αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία ἐπιτελεῖ τεράστιο ἔργο. Τὸ γνωρίζετε, γιατί πολλοὶ ἀπὸ σᾶς αὐτὴ τὴν προσπάθεια τῆς ἐνορίας σας τὴν στηρίζετε ἐθελοντικὰ καὶ τὴν ἐνισχύετε οἰκονομικά. Σᾶς καλοῦμε νὰ πλαισιώσετε ὁ καθένας καὶ ἡ καθεμιὰ τὴν ἐνορία σας γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσουμε ἀπὸ κοινοῦ τὶς δύσκολες αὐτὲς ὧρες».
Ἡ Ἐκκλησία μας μὲ ὅλες της τὶς δυνάμεις βρίσκεται στὸ πλευρὸ τῶν συνανθρώπων μας ποὺ πλήττονται καίρια ἀπὸ τὴν λαίλαπα τῆς οἰκονομικῆς κρίσης. Συγκεκριμένα, μέ
- 2.325 Γενικὰ καὶ Ἐνοριακὰ Φιλόπτωχα Ταμεῖα
- 10 Βρεφονηπιακοὶ Σταθμοὶ
- 10 Παιδικοὶ Σταθμοὶ
- 85 Στέγες Γερόντων
- 13 Θεραπευτήρια Χρονίως Πασχόντων
- 8 Ἱδρύματα γιὰ ΑμεΑ
- 10 Νοσοκομεῖα – Ἰατρεῖα
- 7 Ἱδρύματα Ψυχικῆς Ὑγείας
- 6 Ξενῶνες Ἀστέγων
- 2 Ξενῶνες Συγγενῶν – Συνοδῶν Ἀσθενῶν
- 36 Οἰκοτροφεῖα – Ὀρφανοτροφεῖα, Ἱδρύματα Παιδικῆς Προστασίας
- 207 Κέντρα Ἀγάπης (Συσσίτια) 37.000 μερίδες φαγητοῦ ἡμερησίως
- 15 Φοιτητικὲς Ἑστίες
- Κέντρα Κοινωνικῆς Συμπαράστασης
- Κέντρα Εὑρέσεως Ἐργασίας
- Πρόγραμμα «Βοήθεια στὸ σπίτι»
- Φροντιστήρια Ἐνισχυτικῆς Διδασκαλίας
- Τράπεζες Ρουχισμοῦ
- Κοινωνικὰ Παντοπωλεῖα
- Πρόγραμμα Ὑποδοχῆς Μεταναστῶν καὶ Προσφύγων
(Ἀθήνα, Θεσσαλονίκη)
- 55 Κατασκηνώσεις
- 182 Τράπεζες Αἵματος
ἡ Ἐκκλησία ἀγωνίζεται νά ἀνταποκριθεῖ καί νά ἀνακουφίσει τούς ἀναγκεμένους χωρὶς φυλετικὲς ἢ θρησκευτικὲς διακρίσεις. Σεβόμενη ὅμως τὴν ἀξιοπρέπεια καὶ τὴν προσωπικότητα τῶν ἐμπερίστατων ἀδελφῶν μας οὐδέποτε ἐπεδίωξε νά διαφημίσει τό προνοιακό, κοινωνικό καὶ φιλανθρωπικό ἔργο της, παρὰ τὶς κατὰ καιροὺς προκλήσεις καὶ ἀμφισβητήσεις ἀπὸ μέρους ἰδιοτελῶν κέντρων παραπληροφόρησης.
Ἐπιτρέψτε μου ὅμως σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο νὰ ἀναφερθῶ πιὸ συγκεκριμένα στὸ μέγεθος τοῦ κοινωνικοῦ ἔργου ποὺ ἐπιτελεῖται στὴ Μητρόπολη ὅπου διακονῶ, στὴ Μητρόπολη Νεαπόλεως καὶ Σταυρουπόλεως, ἡ ὁποία μάλιστα καλύπτει τὸ πιὸ εὐαίσθητο κομμάτι τῆς πόλης μας, τὴ Δυτικὴ Θεσσαλονίκη τῆς προσφυγιᾶς, τῆς ἐγκατάλειψης καί τοῦ μεροκάματου. Μετανάστες, οἰκονομικοὶ πρόσφυγες, παλιννοστοῦντες, Ρομά, φυλακές, σὲ ἕνα βεβαρημένο οἰκολογικὰ περιβάλλον ἀποτελοῦν τὴν καθημερινὴ μέριμνα καὶ φροντίδα τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἰδιαίτερα σήμερα λειτουργεῖ ὡς ἀνάχωμα μέσα ἀπὸ τὴ διακονία ἀγάπης καὶ προσφορᾶς πρὸς αὐτὲς τὶς εὐαίσθητες κοινωνικὲς ὁμάδες. Ἡ ὕπαρξη τῶν συσσιτίων εἶναι παλαιὰ στὴν περιοχή μας καὶ πολλὲς ἐνορίες ἐδῶ καὶ χρόνια συνδράμουν στὴν ἐπιβίωση ἀνθρώπων ποὺ βρίσκονται σὲ ἀνάγκη. Σὲ εἴκοσι ἐννέα (29) διαφορετικὰ σημεῖα τῆς Μητρόπολής μας δίνεται ἡ ἀπαραίτητη τροφὴ -εἴτε φαγητὸ μαγειρεμένο στὰ ὀργανωμένα συσσίτια, εἴτε τρόφιμα ἀπὸ τὶς τράπεζες τροφίμων. Θὰ ἤθελα νὰ σημειώσω πὼς τὸ Δεκέμβριο τοῦ 2010 οἱ μερίδες ἦταν χίλιες τριακόσιες ὀγδόντα ἑπτά (1.387), τὸ Δεκέμβριο τοῦ 2011 δύο χιλιάδες τετρακόσιες σαράντα πέντε (2.445) τό Φεβρουάριο δύο χιλιάδες ἐννιακόσιες ἐνενήντα τρεῖς (2.993), τό Μάρτιο τρεῖς χιλιάδες τετρακόσιες δώδεκα (3.412), τόν Ἰούνιο τέσσερις χιλιάδες τετρακόσιες τριάντα ἐννέα (4.439) καὶ σήμερα (Ἰανουάριος 2013) φθάνουν τὶς πέντε χιλιάδες διακόσιες ὀγδόντα τέσσερις (5.284) καθημερινά. Οἱ ἀριθμοὶ καταδεικνύουν μέν τὸ μέγεθος τοῦ προβλήματος καὶ ὅτι βαίνει αὐξανόμενο, ἀλλὰ φανερώνουν καὶ τὸ τιτάνιο ἔργο τῶν ἐθελοντῶν καὶ ὅσων προσφέρουν σὲ εἶδος. Ὀφείλω νὰ ἀναφέρω καὶ τὴν προσφορὰ τοῦ Κοινωνικοῦ Παντοπωλείου τῆς Μητροπόλεως «Ἡ Ἀγάπη», τὸ ὁποῖο ἐγκαινιάστηκε τὸ Πάσχα τοῦ 2012 καὶ ἤδη προσφέρει τρόφιμα σὲ τριακόσιες (300) οἰκογένειες. Ὅμως, τὸ φιλανθρωπικὸ ἔργο δὲν περιορίζεται μόνο στὴν παροχὴ τροφῆς. Πολλοὶ ἄνθρωποι βοηθοῦνται οἰκονομικὰ γιὰ τὴν τακτοποίηση ληξιπρόθεσμων ὀφειλῶν στὸ ἠλεκτρικὸ ρεῦμα ἢ στὸ ἐνοίκιο. Λειτουργεῖ ἡ Τράπεζα Ρουχισμοῦ «Ὁ Χιτὼν», ποὺ ἐξυπηρετεῖ τὶς ἀνάγκες σὲ ἔνδυση καὶ ὑπόδηση. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι μέσα σὲ ἕναν χρόνο λειτουργίας προσέφερε περισσότερα ἀπὸ ὀκτώ χιλιάδες τεμάχια (8.000) ρουχισμοῦ σέ πεντακόσιους ἑβδημῆντα (570) συνανθρώπους μας. Στὴν περιοχὴ τοῦ Δενδροποτάμου, στὴν ἐνορία τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου, λειτουργεῖ τὸ Κέντρο Προστασίας Ἀνηλίκων γιὰ τοὺς μικροὺς ἀδελφούς μας Ρομά, ἐνῶ στὸν Εὔοσμο τὸ «Σπίτι τῶν Ἀγγέλων», ἕνας ξενώνας ἀσθενῶν καὶ συνοδῶν τους, ὅπου προσφέρεται διαμονὴ καὶ σίτιση σὲ ἀσθενεῖς καί συνοδούς ἀπὸ τὴν ἐπαρχία. Τὸ φιλανθρωπικό μας ἔργο εἶναι πολύπλευρο καὶ ὀγκῶδες, γιατί πολλὲς καὶ διαφορετικὲς εἶναι οἱ ἀνάγκες τῶν ἀδελφῶν μας.
Στό σημεῖο αὐτό θά μνημονεύσω στήν προσκομιδή τῆς καρδιᾶς μου καταθέτοντας τό ψίχουλο τῆς προσφορᾶς καί τό ἁγιοκέρι τῆς διακονίας τῶν ἀδελφῶν μου συμπρεσβυτέρων, πού ἀπό τό χάραμα ἕως τή δύση τοῦ ἡλίου προσκομίζουν τή θυσιαστική τους διακονία. Δίπλα τους ἕνας ὁλόκληρος εἰρηνικός στρατός, οἱ διακόνισσες τῆς ἀγάπης πού, φορώντας τό πετραχείλι τῆς διακονίας, λειτουργοῦν στήν ἁγία Τράπεζα τῆς προσφορᾶς, ὑπηρετώντας τούς ἀδελφούς μας τούς ἐλαχίστους. Ἀμέτρητα χέρια, μάτια γεμάτα ἀγάπη, πόδια πού ἀναπαύονται στήν ὀρθοστασία, ἄνθρωποι πού προσφέρουν, ἄνθρωποι πού κουβαλοῦν, ἄνθρωποι τῆς ἀγάπης, ἄνθρωποι πού γράφουν τό ἔπος τῆς καθημερινότητας, κάνοντας τόν ἱδρώτα τους ἁγιασμό. «Τῆς ἀγάπης καί τοῦ κόπου των μνεισθείη Κύριος ὁ Θεός».
Ὅλα αὐτὰ δὲν τὰ ἀναφέραμε γιὰ νὰ προβάλλουμε τὸ κοινωνικό μας ἔργο. Ἡ Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ νὰ διατυμπανίζει τὸ ἔργο της εὐτελίζοντάς το πρὸς χάριν ἀναζήτησης δημόσιας ἀποδοχῆς καὶ προβολῆς. Ἡ καταξίωση εἶναι ἔργο τοῦ οὐράνιου πατρός. Ὅλα αὐτὰ κατανοοῦνται ὡς ἀνάγκη ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὴν ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη. Διακονοῦμε τὸν πάσχοντα συνάνθρωπο, γιατί τὸ πραγματικὸ συμφέρον τοῦ Χριστιανοῦ βρίσκεται στὸ πρόσωπο τοῦ ἄλλου καὶ ποτὲ στὸ ἴδι-ο συμφέρον. Τὸ γνωρίζουμε πὼς δὲν μποροῦμε νὰ λύσουμε ὅλα τα κοινωνικὰ προβλήματα. Δὲν θὰ ἐξαλείψουμε ὅλες τὶς ἀνάγκες τῶν συνανθρώπων μας. Δὲν ἐπαρκοῦμε γιὰ ὅλα αὐτά. Οὔτε ἐπιθυμοῦμε νὰ γίνουμε κοινωνικοὶ παροχεῖς, γεμίζοντας τὰ στομάχια τῶν ἀνθρώπων μὲ ἀντάλλαγμα τὴν ἐλευθερία τους. Τότε θὰ κινδύνευε νὰ ἀποβεῖ τὸ φιλανθρωπικό μας ἔργο ἕνα εἶδος ἐμπαιγμοῦ τῶν κοινωνικὰ εὐαίσθητων ὁμάδων, γεγονὸς ποὺ θὰ ἀνάγκαζε τὸ λαὸ νὰ μὴν ἀντιμετωπίζει μέ σοβαρότητα τὴν Ἐκκλησία οὔτε πνευματικὰ ἀλλὰ οὔτε καὶ κοινωνικά. Πρέπει ὅμως νὰ εἴμαστε παρόντες, ἐνεργὰ παρόντες, μὲ ἔργα καὶ ὄχι μὲ λόγια. Ὁ ἀπόστολος Ἰάκωβος τὸ τονίζει ξεκάθαρα: «Ποιὸ εἶναι τὸ ὄφελος, ἀδερφοί μου, ἂν κάποιος λέει ὅτι ἔχει πίστη, δὲν τὴν ἀποδεικνύει ὅμως μὲ ἔργα; Μήπως μπορεῖ μόνη της ἡ πίστη νὰ τὸν σώσει; Ἄς πάρουμε τὴν περίπτωση ποὺ κάποιος ἀδερφὸς ἢ κάποια ἀδερφὴ δὲν ἔχουν ροῦχα νὰ ντυθοῦν καὶ στεροῦνται τὸ καθημερινό τους φαγητό. ἂν κάποιος ἀπὸ σᾶς τοῦ πεῖ: “ Ὁ Θεὸς μαζί σας! Εὔχομαι νὰ βρεῖτε ροῦχα καὶ νὰ χορτάσετε φαγητό”, ποιὸ τὸ ὄφελος, ἂν δὲν τοὺς δώσει κιόλας τὰ ἀπαραίτητα πού χρειάζεται τὸ σῶμα; Ἔτσι καὶ ἡ πίστη. ἂν δὲν ἐκδηλώνεται μὲ ἔργα, μόνη της εἶναι νεκρή (Ἰακ. 2: 14-17). Ἡ ἀγάπη δὲν εἶναι γλυκανάλατο συναίσθημα, δὲν εἶναι ἀποφυγὴ εὐθύνης, δὲν εἶναι ἀνοχὴ καὶ οὐδετερότητα. Εἶναι ὁ μόνος αὐθεντικὸς τρόπος ζωῆς καὶ γι’ αὐτὸ ρήξη μὲ κάθε θεσμὸ κοινωνικῆς ἀδικίας. Οἱ Χριστιανοὶ ὀφείλουν νὰ εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἀναστατώνουν τὴν οἰκουμένη.
Ἡ ἀνιδιοτελὴς ἀγάπη δὲν συμβιβάζεται μὲ τὴν ἀδιαφορία γιὰ τὸ κακὸ ἢ μὲ τὴν ὑποχώρηση μπροστά του. Ἡ ἀδιαφορία γιὰ τὸ κακὸ φανερώνει ἀνευθυνότητα, ἐνῶ ἡ ὑποχώρηση μπροστά σε αὐτὸ μαρτυρεῖ δειλία. Στὸ Χριστιανισμὸ δὲν γίνεται ἀποδεκτὴ ἡ καταπολέμηση τοῦ κακοῦ μὲ τὸ κακό, πράγμα ποὺ τελικὰ διπλασιάζει τὸ κακό, ἀλλὰ ζητεῖται ἡ ἀντιμετώπισή του μὲ τὸ ἀγαθό. Στὸ ἐπίπεδο τῆς προσωπικῆς του ζωῆς ὁ Χριστιανὸς καλεῖται νὰ ὑπομένει τὴν ἀδικία ποὺ γίνεται σὲ βάρος του. Στὸ ἐπίπεδο ὅμως τῆς κοινωνικῆς ζωῆς δὲν ἐπιτρέπεται νὰ δέχεται οὔτε νὰ ἀνέχεται τὴν ἀδικία ποὺ γίνεται σὲ βάρος τοῦ πλησίον. Ἂν τὸ πρόβλημα τοῦ δικοῦ μας ψωμιοῦ εἶναι πρόβλημα ὑλικό, τὸ πρόβλημα τοῦ ψωμιοῦ τοῦ πλησίον μας εἶναι τὸ πιὸ ἐπεῖγον ἀπὸ τὰ πνευματικὰ προβλήματα.
Θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε πὼς ὁ Χριστιανὸς εἶναι ὁ αἰώνιος ἐπαναστάτης, ἕνας ἀνικανοποίητος ἀπὸ κάθε καθεστὼς ζωῆς. Κι αὐτὸ γιατί ζητεῖ τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ δικαιοσύνη Του, γιατί ἐπιθυμεῖ ὄχι τὴν συμπτωματικὴ θεραπεία τῶν κοινωνικῶν προβλημάτων, ἀλλὰ τὴ ριζικὴ ἐξάρθρωση τοῦ κακοῦ, τὴ μεταμόρφωση τοῦ ἀνθρώπου, τῆς κοινωνίας καὶ τοῦ κόσμου. Ἂν ξεχωρίζει ἀπὸ τοὺς κοινωνικοὺς ἐπαναστάτες δὲν εἶναι γιὰ τὸν μικρότερο ριζοσπαστισμὸ τῶν ἰδεῶν του, μὰ γιὰ τὴν ἀπαίτηση μιᾶς ἁρμονικῆς σχέσης ἀνάμεσα στοὺς σκοποὺς καὶ τὰ μέσα, δηλαδὴ τὴν ἄρνηση τοῦ μίσους καὶ τῆς βίας ὡς μέσων ποὺ μποροῦν νὰ ὁδηγήσουν στὴν πραγματοποίηση μιᾶς τέλειας ζωῆς. Ἡ Ἐκκλησία ἦταν πάντα ἐπιφυλακτικὴ ἀπέναντι στὴν ἄσκηση βίας. Στὰ Πατερικὰ κείμενα, ὡστόσο, βρίσκουμε μερικὲς φορὲς τὸν προβληματισμό, ὅτι δὲν εἶναι ἴδιο πράγμα ὅλες οἱ περιπτώσεις βίας. Ὅταν τὸ κίνητρο τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι ἡ ἱκανοποίηση τοῦ ἐγωισμοῦ, ἀλλὰ ἡ ἔγνοια γιὰ τὸν ἄλλο, τότε ἡ ἀποφυγὴ τῆς βίας δὲν εἶναι ἀπαρασάλευτο δόγμα. Ὁ Χρυσόστομος, γιὰ παράδειγμα, μιλώντας πρὸς τοὺς εὔπορους Χριστιανοὺς ὑπερασπίζεται τοὺς πεινασμένους πού καταφεύγουν στὴ βία: «Δὲν φρίττετε, δὲν κοκκινίζετε ἀπὸ ντροπή, ὅταν χαρακτηρίζετε κακοῦργο αὐτὸν ποῦ παλεύει γιὰ τὸ ψωμί του; Ἀκόμα κι ἂν εἶναι κακοῦργος, ἀξίζει νὰ βοηθηθεῖ, ἀφοῦ πιέζεται ἀπὸ τὴν πείνα τόσο πολύ, ὥστε ἀναγκάζεται νὰ κάνει τέτοια πράγματα». Πρότυπο τοῦ χριστιανοῦ εἶναι ἡ θυσιαστικὴ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ἡ ἀγάπη αὐτὴ εἶναι ἰσχυρότερη ἀπὸ τὴ δικαιοσύνη. Ἡ τελευταία στηρίζεται στὴν ἐφαρμογὴ τοῦ νόμου. ἡ ἀγάπη στηρίζεται στὴν θυσία γιὰ χάρη τοῦ ἀδελφοῦ, ἀνεξάρτητα ἀπὸ νόμους καὶ δικαιώματα. Ἔτσι οἱ ἀλλαγὲς στὴν Ἐκκλησία δὲν βρίσκονται στὰ ἐνδοκοσμικὰ πλαίσια τῆς δικαιοσύνης, ἀλλὰ στὸν ὁραματισμὸ τοῦ καινούργιου, ἀναγεννημένου κόσμου, ὅπου κυριαρχεῖ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ὅπως τὴν ἐνσάρκωσε ὁ Χριστός.
Γι’ αὐτὸ καί δὲν φοβούμαστε τὶς θέσεις κανενὸς κόμματος ποὺ δηλώνει ὅτι θὰ μᾶς ἀφαιρέσει κάθε ἐξουσία καὶ θὰ μᾶς θέσει στὸ περιθώριο. Ἀντιθέτως θὰ μᾶς κάνει καλὸ, γιατί σέ τέτοιες συνθῆκες ἀνακαλύπτουμε τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστιανισμοῦ, πού δὲν εἶναι ἰδεολογία. Μόνο μιὰ ἰδεολογία φοβᾶται γιὰ νὰ μὴ χάσει τοὺς ὀπαδούς της, φοβᾶται γιὰ νὰ μὴν ἐξαφανιστεῖ ἀπὸ τὴν πολιτικὴ ζωή. Γιὰ μᾶς ὑπάρχει ὁ δρόμος τοῦ μαρτυρίου. Ὁ μάρτυρας δὲν εἶναι, ὅπως συχνὰ νομίζουμε, κάποιος πού ἁπλὰ δίνει τὴ ζωή του γιὰ τὶς ἰδέες του. Τὸ μαρτύριο εἶναι μιὰ μυστικὴ ἐμπειρία ἑνὸς ἀνθρώπου πού τὴ στιγμὴ τῆς πιὸ μεγάλης ὀδύνης, ἀντὶ νὰ ἐξεγείρεται καὶ νὰ αὐτοπεριχαρακώνεται, παραδίδεται στὸ Χριστό, μὲ τρόπο πού νὰ τὸν πλημμυρίζει ἡ χαρὰ τῆς Ἀνάστασης.
Προσπαθοῦμε πολλὲς φορὲς νὰ ἀποδείξουμε πόσο χρήσιμοι εἴμαστε ἤ πόσα πολλὰ προσφέρουμε. Καὶ εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἡ Ἐκκλησία, καὶ πολλὰ προσφέρει, καὶ πολὺ πόνο καὶ μεγάλη δυστυχία ἀνακουφίζει, καὶ ὅτι, ἂν δὲν ὑπῆρχε αὐτὸ τὸ ἔργο της, θὰ εἶχαν σημειωθεῖ πρὸ πολλοῦ κοινωνικὲς ἐκρήξεις. Χωρὶς ὅμως νὰ τὸ ἀντιλαμβανόμαστε, κινδυνεύουμε νὰ περιορίσουμε τὸ εἶναι τῆς Ἐκκλησίας σὲ μιὰ κοινωνικὴ ὑπηρεσία τῆς Πολιτείας. Μιᾶς Πολιτείας ἡ ὁποία μᾶς ἐπαινεῖ, γιατί καλύπτουμε τὰ κενά της, ἡ ὁποία μᾶς θέλει κοντά της, ἀλλὰ γιὰ νὰ μᾶς ἐλέγχει, καὶ ἡ ὁποία μὲ τὶς συμπεριφορὲς καὶ τὶς ἀποφάσεις της ἀκυρώνει τὴν εὐαγγελικὴ ἀλήθεια. Δεν θὰ πρέπει νὰ διαφύγει τῆς προσοχῆς μας καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι ὅσοι δηλώνουν ἄθεοι θεωροῦν πὼς οἱ Ἐκκλησιαστικὲς Κοινότητες δὲν θὰ μπορέσουν νὰ ἀντέξουν τὶς πιέσεις ἑνὸς ἀσταμάτητου πολιτισμικοῦ καὶ κοινωνικοῦ ἐκσυγχρονισμοῦ. Γι’ αὐτὸ ἀντιμετωπίζουν τοὺς Χριστιανοὺς μὲ τὴν ἀβρότητα ποὺ ἐπιδεικνύει κανεὶς στὶς μέρες μας στὰ ὑπὸ ἐξαφάνιση εἴδη.
Στὶς πολιτικὲς κρίσεις ἡ Ἐκκλησία πρέπει νὰ βασίζεται στὶς ρίζες της, στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὴν παράδοση τῶν Πατέρων, καὶ ταυτόχρονα σὲ μιὰ κριτικὴ ἐπαφὴ μὲ τὴν σύγχρονη κοινωνικὴ καὶ οἰκονομικὴ κατάσταση. Ὀφείλει νὰ ἀφουγκράζεται τὶς ἀγωνίες τοῦ λαοῦ καὶ νὰ γίνεται ἡ φωνὴ τῶν καταπιεσμένων, μιμούμενη τὸν τρόπο τοῦ ἀρχηγοῦ της, ποὺ ταυτίζει τὸν ἑαυτό του μὲ τὸν πεινασμένο, τὸν διψασμένο, τὸν ξένο, τὸν γυμνό, τὸν ἄρρωστο, τὸν φυλακισμένο, καὶ χρησιμοποιεῖ τὸ λόγο τῶν δούλων γιὰ νὰ ἐκφράσει τὸ θέλημά του. Αὐτή της ἡ στάση θὰ τὴν φέρει βέβαια ἀντιμέτωπη μὲ τὶς ἀρχὲς καὶ ἐξουσίες τοῦ κόσμου τούτου, ποὺ διαβρώνουν πονηρὰ κάθε ἠθικὴ καὶ πνευματικὴ ἀξία, καὶ θὰ τὴν ὁδηγήσει στὸ Σταυρὸ καὶ στὸ μαρτύριο. Ὅμως, σ’ αὐτὴ ἀκριβῶς τὴ θυσία ἡ Ἐκκλησία βρίσκει τὴν αὐθεντία της ὡς μαρτυρία ζωῆς.
Ἀγαπητοὶ Σύνεδροι, ἡ οἰκονομικὴ κρίση μᾶς ἔδωσε τὴν ἀφορμὴ τῆς συνάντησης. δὲν ἔχει σημασία ἂν μετὰ ἀπὸ λίγο τραβήξουμε καὶ πάλι ὁ καθένας τὸν δικό του δρόμο. ὑπάρχει σίγουρα μιὰ πορεία ποὺ μπορεῖ, μὲ πολλοὺς τρόπους, νὰ εἶναι κοινή. Στὸν ἀγώνα γιὰ τὴν ὑπέρβαση τῆς οἰκονομικῆς κρίσης καὶ μιᾶς οὐσιαστικῆς ἀλληλεγγύης μέσα στὴν κοινωνία μας εἴμαστε ὅλοι ἀπαραίτητοι. Δὲν περισσεύει κανεὶς Γι’ αὐτὸ ἀπευθύνω σὲ κάθε καλοπροαίρετο τὴν πρόσκληση γιὰ δράση μὲ τὰ λόγια τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Κοζάνης Διονυσίου: «Ἐλᾶτε, ἀδελφοί μου, ἐλᾶτε νὰ κάνουμε ἐπανάσταση μὲ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ μέσα μας, γιὰ νὰ χτίσουμε ἕναν καλύτερο κόσμο. Ἐμεῖς σὲ αὐτὸ τὸ χτίσιμο, ἄς μὴν εἴμαστε οἱ πρωτομάστοροι, ἀλλὰ νὰ κουβαλᾶμε πέτρες».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου