Η εισήγηση του Μ. Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Τσέτση στο οικουμενικό συμπόσιο προς τιμήν του καθηγητή Πέτρου Βασιλειάδη
Άκρως ενδιαφέρον και λίαν επίκαιρο το κύριο θέμα του Επιστημονικού τούτου Συμποσίου, το οποίο πραγματοποιείται το διήμερο αυτό προκειμένου να τιμηθεί οφειλετικώς η μακρά και συνεπής προς την Εκκλησία και την Θεολογική επιστήμη διακονία, του προσφιλούς φίλου και συνοδοιπόρου καθηγητού κ. Πέτρου Βασιλειάδη.
Ενδιαφέρον, διότι η Οικουμενική Κίνηση, από τις πρώτες ήδη μέρες της εμφανίσεώς της στο Εκκλησιαστικό προσκήνιο, κατά τις αρχές του εικοστού αιώνος, κινητοποίησε, και κινητοποιεί ακόμη, θιασώτες και πολέμιους, οι οποίοι με πειθώ και μαχητική εκατέρωθεν επιχειρηματολογία, προσπαθούν να εκθέσουν τα «υπέρ» και τα «κατά» της, να προβάλουν τα πλεονεκτήματα που αυτή παρουσιάζει ή να επισημάνουν τους κινδύνους τους οποίους εγκυμονεί. Είναι αλήθεια ότι η εν λόγω Κίνηση προβληματίζει, προκαλεί, ερεθίζει, θετικά ή αρνητικά, αλλά δεν περνά απαρατήρητη. Όχι μόνο στον καθ΄ημάς Ορθόδοξο χώρο, αλλά και στο ευρύτερο Χριστιανικό πλαίσιο.
Το υπό εξέταση, όμως, θέμα είναι και άκρως επίκαιρο υπό το φως των επίμονων ερωτημάτων τα οποία τίθενται, εδώ και πολύ καιρό, εκ μέρους διαφόρων Εκκλησιαστικών και Θεολογικών παραγόντων. Ερωτημάτων που αναφέρονται στα αδιέξοδα και την «εις βήμα σημειωτόν» πορεία των Οικουμενικών Διαλόγων οι οποίοι διενεργούνται είτε διμερώς, μεταξύ δύο Εκκλησιατικών παραδόσεων, είτε πολυμερώς, μέσα στα πλαίσια της Επιτροπής «Πίστις και Τάξις» του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών (ΠΣΕ), ή της Επιτροπής «Εκκλησίαι εν Διαλόγω» του Συμβουλίου Ευρωπαϊκών Εκκλησιών (ΚΕΚ).
Σήμερα, στην χριστιανική οικουμένη, και σε διεθνή κλίμακα, διεξάγονται κάπου σαράντα διμερείς διάλογοι, στους οποίους εμπλέκονται, σε επίσημο εκκλησιαστικό επίπεδο, η Ορθόδοξη Εκκλησία στο σύνολό της, όλες οι αντι-Χαλκηδόνιες Ανατολικές Εκκλησίες, η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, η Αγγλικανική Κοινωνία, η Εκκλησία των Παλαιοκαθολικών, τα δύο μείζονα εκκλησιαστικά σχήματα που προέκυψαν από την Μεταρρύθμιση του 16ου αιώνος, τουτέστι των Λουθηρανών και των Μετερρυθμισμένων (Καλβινιστών, Ζβιγγλιανών, Κονγκρεγκασιοναλιστών), οι νεώτερες Προτεστανικές Ομολογίες των Μεθοδιστών, Βαπτιστών, Μεννονιτών, Οπαδών του Χριστού, και ωρισμένα ρεύματα του νεοφανούς, και αλματωδώς εξαπλούμενου σε όλα τα πλάτη και μήκη της υφηλίου, Πεντηκοστιανού κινήματος.
Κάθε διάλογος διακρίνεται, φυσικά, από τα δικά του χαρακτηριστικά, και αναμφίβολα, επηρεάζεται από την ιστορία των διαλεγομένων μερών. Οι περισσότεροι από αυτούς αποβλέπουν σε μια απλή αλληλογνωριμία, και στην εξοικείωση δύο εκκλησιαστικών παραδόσεων, οι οποίες δεν έχουν κοινές καταβολές και δεν συνδέονται με οποιουσδήποτε ιστορικούς δεσμούς. Ενώ ωρισμένοι αποσκοπούν, κατά την έκφραση της Γ΄ Πανορθοδόξου Προσυνοδικής Διασκέψεως, στην αποκατάσταση «τῆς ἐν τῇ ὀρθῇ πίστει καί τῇ ἀγάπῃ ἑνότητος»[1] των Εκκλησιών εκείνων, οι οποίες πάλαι ποτέ συγκροτούσαν την Μία και αδιαίρετο Εκκλησία, αλλά κατά τον ρουν της ιστορίας αποξενώθηκαν και τελικά βρέθηκαν χωρισμένες. Στην κατηγορία αυτή, την και σημαντικώτερη, ανήκουν αναντίρρητα οι διμερείς θεολογικοί διάλογοι της Ορθοδόξου Εκκλησίας, αφ’ενός με την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, και αφ΄ετέρου, με τις Αρχαίες Ανατολικές Εκκλησίες.
Να σημειωθεί ότι, ανάλογη σημασία, μέσα όμως σ΄ένα εντελώς διαφορετικό ιστορικό και εκκλησιολογικό πλαίσιο, έχουν και οι διμερείς διάλογοι της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας με τους Αγγλικανούς, τους Λουθηρανούς και τους Μετερρυθμισμένους, διότι, ενώ όλοι αυτοί μέχρι τον 16ο αιώνα αποτελούσαν μέρος της Δυτικής Εκκλησίας, αποσπάσθηκαν από την Ρώμη, μέσα στη δίνη της Διαμαρτυρήσεως.
Το ίδιο είναι δυνατόν να λεχθεί και όσον αφορά στον διάλογο μεταξύ Αγγλικανών και Μεθοδιστών, δοθέντος ότι ο Μεθοδισμός εμφανίστηκε το 1725 ως ένα ανανεωτικό κίνημα μέσα στα σπλάγχνα της Αγγλικανικής Εκκλησίας, στη συνέχεια, όμως, μετατράπηκε σε ιδιαίτερη Εκκλησία, συνεπεία της αυτόνομης ιεραποστολικής δράσεως στην Αφρική, του ιδρυτού τού κινήματος, αγγλικανού ιερέως John Wesley.
Οι διμερείς διάλογοι της Ορθοδόξου Εκκλησίας αποτελούν, χωρίς αμφιβολία, την, έστω καθυστερημένα κατά μία εξηκονταετία, υλοποίηση της πρωτοβουλίας του Οικουμενικού Πατριάρχου Ιωακείμ Γ΄ στις αρχές του εικοστού αιώνος. Πρωτοβουλίας που απέβλεπε, πρωτίστως μεν, στην συμφιλίωση και συνοχή τής από διενέξεις και σχίσματα μαστιζόμενης τότε Ορθοδοξίας, δευτερευόντως δε, στην προσέγγιση Ανατολής και Δύσεως. Όντως, με τις δύο γνωστές Εγκυκλίους του, το 1902 και το 1904, Ιωακείμ ο Γ΄, μαζί με το καίριο και επείγον θέμα της Πανορθοδόξου ενότητος, έθετε υπ΄όψη των Ορθοδόξων Προκαθημένων και το ζήτημα «τῶν σχέσεων ἡμών μετά τῶν δύο μεγάλων τοῦ χριστιανισμοῦ ἀναδενδράδων, τῆς Δυτικῆς δηλονοῦν καί τῆς τῶν Διαμαρτυρομένων Ἐκκλησίας», συνηγορώντας υπέρ της εξευρέσεως τρόπων «φιλικῆς ἀμοιβαίας προσπελάσεως» αυτών[2], δοθέντος ότι, καθώς τόνιζε, «τῇ Παναγίᾳ Τριάδι καί αὐτοί πιστεύοντες καί τῷ ὀνόματι τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ σεμνυνόμενοι, τῇ χάριτι τοῦ Θεοῦ σωθῆναι ἐλπίζουσιν» [3]. Πεποίθηση του Πατριάχου Ιωακείμ Γ΄ ήταν ότι μια τέτοια προσέγγιση θα άνοιγε τον δρόμο που θα οδηγούσε ενδεχομένως, και Θεού ευδοκούντος, στην ένωση των Ρωμαιοκαθολικών, των Διαμαρτυρομένων, αλλά και των Παλαιοκαθολικών, με την Ορθόδοξο Εκκλησία.
Η ως άνω τολμηρή Πατριαρχική πρωτοβουλία, υλοποιήθηκε, σε μια πρώτη φάση, από την Α΄Πανορθόδοξο Διάσκεψη της Ρόδου το 1961, με την συμπερίληψη στο θεματολόγιο της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου ζητημάτων αναφερομένων στις σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τον ετερόδοξο χριστιανισμό και γενικά με την Οικουμενική Κίνηση. Πήρε δε συγκεκριμένη μορφή, με την απόφαση της Γ΄ Πανορθοδόξου Διασκέψεως της Ρόδου τον Νοέμβριο του 1964, όπως εγκαινιασθούν θεολογικοί διάλογοι με την Ρωμαιοκαθολική, την Αγγλικανική και την Παλαιοκαθολική Εκκλησία. (Τονίζω, με Πανορθόδοξη απόφαση και, φυσικά, με την συναίνεση των Συνόδων τών κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών).
Από την άλλη πλευρά, δεν χωρεί αμφιβολία ότι οι διμερείς διάλογοι της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας αποτελούν την λογική συνέπεια του «ανοίγματος» προς τον λοιπό χριστιανικό κόσμο, που είχε πραγματοποιηθεί από την καινοτόμο Β΄ Σύνοδο τοῦ Βατικανού, η οποία ασχολήθηκε διεξοδικά με το θέμα της Χριστιανικής ενότητος, και προέβη σε χειρονομίες που έθεταν τέρμα στις προηγούμενες αρνητικές τοποθετήσεις της Ρώμης έναντι του λοιπού χριστιανικού κόσμου. Τοιουτοτρόπως, το περί «Οικουμενισμού Διάταγμα» της Συνόδου αυτής, γνωστό ως «Unitatis redintegratio», που είχε ψηφισθεί τον Νοέμβριο του 1964, ουδεμία είχε σχέση με την Εγκύκλιο “Mortalium animos” Πίου του ΙΑ΄ (1928), η οποία απαγόρευε την συμμετοχή των Ρωμαιοκαθολικών σε μή-Καθολικά συνέδρια, με το σκεπτικό ότι «η ενότης των χριστιανών δεν μπορεί να επιτευχθεί παρά μόνο με την επιστροφή των πεπτωκότων στην αληθή Εκκλησία του Χριστού»[4], τουτέστι, την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία! Το Διάταγμα της Β΄Βατικανής Συνόδου όχι μόνο αναγνώριζε μια, έστω ατελή, «κοινωνία» με την Καθολική Εκκλησία όσων έχουν «έγκυρο βάπτισμα», αλλά και δήλωνε πως «ένας από τους κύριους στόχους της Β΄ Βατικανής Συνόδου ήταν η αποκατάσταση της ενότητος των Χριστιανών», και προέτρεπε κλήρο και λαό «να συμμετάσχουν ενεργώς στη προσπάθεια εκείνων που υπό την πνοή και την χάρη του Αγίου Πνεύματος, και διά προσευχής, λόγων και έργων, μοχθούν διά να επιτευχθεί η υπό του Ιησού Χριστού επιποθουμένη ενότης»[5]. Τούτο τεκμηριώνεται από το γεγονός ότι, από το 1965 και εξής, η όλη οικουμενιστική δραστηριοποίηση της Ρώμης, τόσο στα πλαίσια των διμερών επαφών, όσο και σε εκείνα της συνεργασίας της με το ΠΣΕ και το ΚΕΚ, βασίζεται στις αρχές που είχαν διατυπωθεί στο εν λόγω Διάταγμα.
Είναι χαρακτηριστικό, όμως, ότι τήν ίδια περίπου περίοδο, πολλές Εκκλησίες και Ομολογίες της Διαμαρτυρήσεως, έχοντας πλέον συνειδητοποιήσει την κρίσιμη κατάσταση του κατακερματισμένου Προτεσταντικού κόσμου, και δεχόμενες ερεθίσματα από τον πολυμερή διάλογο που διαξάγεται στα πλαίσια της Επιτροπής «Πίστις και Τάξις», εγκαινίασαν διαλόγους και μεταξύ των, με την ελπίδα επιτεύξεως μιάς, έστω υποτυπώδους, θεολογικής συμφωνίας και εκκλησιαστικής ενότητος. Σε ωρισμένες περιπτώσεις οι διάλογοι αυτοί κατέληξαν με την συγχώνευση δύο ή περισσοτέρων Ομολογιών σε μιά «Ηνωμένη Εκκλησία» (United Church), κυρίως στις ΗΠΑ, τον Καναδά, την Αυστραλία, την Ινδία και σε μερικές άλλες χώρες του λεγόμενου Τρίτου Κόσμου. Ενώ σε άλλες, παρά την επιτευχθείσα θεολογική συμφωνία και την αποκατάσταση της ευχαριστιακής κοινωνίας μεταξύ των εκκλησιών, δεν το κατώρθωσαν, λόγω του ιστορικού παρελθόντος τών συνδιαλεχθέντων και της συναισθηματικής προσκολλήσεως αυτών στην ομολογιακή τους ταυτότητα. Καθώς έλεγε κάποτε ο μακαριστός Μητροπολίτης Ελβετίας και μετέπειτα Αδριανουπόλεως Δαμασκηνός, είναι δύσκολο οι Εκκλησίες και Ομολογίες «νά ἀπαγκιστρωθοῦν ἐκ τῶν θεμελιωδῶν ἐκκλησιολογικῶν, θεολογικῶν καί ἐκκλησιαστικῶν ἀρχῶν, αἱ ὁποῖαι συνθέτουν τήν ἰδίαν αὐτῶν ταυτότητα»[6]. Αυτό κατεφάνη στην περίπτωση τριών ενδο-Προτεσταντικών «ενωτικών» Συνεδρίων του Leuenberg (1973), του Meissen (1988) και του Porvoo (1992), όπου οι Σύνεδροι, ενώ αναγνώρισαν το έγκυρο των χειροτονιών του ιερατείου των Εκκλησιών τους και αποκατέστησαν την μυστηριακή τους κοινωνία, δεν τόλμησαν να κάμουν το τελικό βήμα, εξαγγέλλοντας ότι οι συνδιαλεχθείσες Εκκλησίες, ήτοι η Αγγλικανική Εκκλησία της Μ. Βρεταννίας, οι Λουθηρανικές Εκκλησίες της Γερμανίας, της Σκανδιναυΐας και της Βαλτικής, και πολλές Μετερρυθμισμένες-Καλβινιστικές Εκκλησίες της Ευρώπης, αποτελούν στο εξής «μία» Εκκλησία, ενωμένη στην πίστη, την λατρεία και τα μυστήρια.
Η θεματική των διμερών διαλόγων είναι πλουσιώτατη. Καλύπτει ένα ευρύ φάσμα θεολογικών, εκκλησιολογικών και ποιμαντικών θεμάτων, σχετικά λ.χ. με την Πίστη και το Δόγμα, τις Πηγές της Θείας Αποκαλύψεως, την Αποστολική Παράδοση, την Χριστολογία, την Φύση και Αποστολή της Εκκλησίας, την Ενότητα της Εκκλησίας, τα Μυστήρια, την Αυθεντία στην Εκκλησία, το Λειτούργημα του Αποστόλου Πέτρου, την Μαρτυρία του Χριστιανισμού στον σύγχρονο κόσμο, ή ακόμη την ποιμαντική των μεικτών γάμων.
Ως προς τον διάλογο της Ορθοδοξίας με τους Αντι-Χαλκηδονίους, παρέλκει να τονισθεί ότι κύριο αντικείμενο συζητήσεως ήταν (και θα είναι ακόμη) το Χριστολογικό δόγμα, όπως και οι ιστορικοί εκείνοι παράγοντες οι οποίοι τον πέμπτο αιώνα συνετέλεσαν στην αποκοπή από το σώμα της Εκκλησίας, των Κοπτών, των Αρμενίων, των Αιθιόπων και των Συρο-Ιακωβιτών. Όσον δ΄αφορά στον διάλογο με την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, είναι γνωστό ότι τα θέματα που τον απασχόλησαν, αναφέρονταν στο Μυστήριο της Εκκλησίας και της Ευχαριστίας υπό το φως του Μυστηρίου της Αγίας Τριάδος, στην Ενότητα της Εκκλησίας, στο Μυστήριο της ιερωσύνης, στην Αποστολική διαδοχή,προσφάτως δε, στο άκρως λεπτό και ευαίσθητο θέμα του «Πρωτείου του Επισκόπου Ρώμης», κατά την διαιωνιζόμενη εξέταση του οποίου, νομίζω πως θα χυθεί ακόμη πολύς σίελος και θα δαπανηθεί άφθονη μελάνη!!
Στο σημείο αυτό, και λόγω της συγχύσεως που επικρατεί όσον αφορά στον σκοπό των διαλόγων και τη φύση των «Κοινών κειμένων» τα οποία εκπονούνται σ΄αυτούς, θα ήταν ίσως χρήσιμο να υπογραμμισθεί ένα πράγμα. Ότι οι διάλογοι δεν είναι «ενωτικαί Σύνοδοι», και πως τα κείμενα που εκδίδουν δεν έχουν χαρακτήρα «συμφωνίας», πολύ δε περισσότερο «κοινής ομολογίας πίστεως», όπως συχνά πιστεύεται και επίμονα επαναλαμβάνεται. Καθώς έλεγε πολύ εύστοχα ο π. Θεόδωρος Ζήσης, λαϊκός καθηγητής τότε της Σχολής αυτής, στην Γ΄ Προσυνοδική Διάσκεψη, «ἄν δῇ κανείς τά πρακτικά τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, θά διαπιστώσῃ ὅτι μέχρις ὅτου φθάσουν οἱ συνοδικοί πατέρες εἰς τήν διατύπωσιν ὅρων, προηγεῖται μία μακρά περίοδος, κατά τήν ὁποίαν ἐκτίθενται καί ἀναλύονται προβλήματα, ἀναλύονται θέσεις καί μελέται, καί ἐπί τῇ βάσει αὐτῆς τῆς προεργασίας καταλήγει ἡ Σύνοδος εἰς τήν διατύπωσιν ὡρισμένων ὅρων»[7]. Ως εκ τούτου, νομίζω ότι παρέλκει η κάθοδος, δίκην καταδρομέων, αμυντόρων της Ορθοδοξίας σε χώρους ή χώρες όπου διαξάγονται οι διάλογοι, προκειμένου να παρεμποδιστεί πάραυτα η «ένωση» της Ορθοδοξίας με την αιρετική Δύση! Πρέπει να τονισθεί, πάλιν και πολλάκις, ότι διάλογοι έχουν μόνο εξερευνητικό χαρακτήρα, και ότι τα υπ΄αυτών εκπονούμενα γραπτά, είναι απλώς «κείμενα εργασίας» και τίποτε περισσότερο,υποβαλλόμενα από τους διαλεγομένους στις Εκκλησίες τις οποίες εκπροσωπούν, προς αξιολόγηση και σχολιασμό. Και ad referendum, φυσικά, προς την Αγίαν και Μεγάλην Σύνοδον. Είναι κείμενα τα οποία, απλώς, βοηθούν την κοινή πορεία προς την χριστιανική ενότητα, κείμενα τα οποία οι Εκκλησίες μπορεί να απορρίψουν, καθώς απεδείχθη στην πράξη.[8]
Ένα βασικό πρόβλημα που απασχολεί πολλούς εκκλησιαστικούς και θεολογικούς κύκλους είναι ακριβώς εκείνο της «αποδοχής» (reception) εκ μέρους των Εκκλησιών, των «κοινών» ή «συμπεφωνημένων κειμένων» τα οποία εκπονούνται στους διαλόγους αυτούς. Ο προβληματισμός αυτός προεκλήθη έπειτα από εμπειρίες πολλών εκκλησιατικών ανδρών και θεολόγων, οι οποίοι, ενώ στα πλαίσια ενός διμερούς διαλόγου είχαν συμφωνήσει με τους εταίρους τους επί θεμάτων θεολογικής ή εκκλησιολογικής υφής, δεν διαπίστωσαν στην συνέχεια οποιαδήποτε πρόοδο στις σχέσεις των Εκκλησιών τις οποίες εκπροσωπούσαν, λόγω προφανώς της δυσκολίας ή και απροθυμίας των Εκκλησιαστικών αρχών να «αποδεχθούν» τα από κοινού εκφρασθέντα.
Αγγλικανοί θεολόγοι λ.χ. που είχαν συμμετάσχει στην πρώτη φάση του Αγγλικανο-ρωμαιοκαθολικού διαλόγου (ARCIC-I) και είχαν συμφωνήσει με κορυφαίους εκπροσώπους του ρωμαιοκαθολικισμού εφ΄όλης της ύλης, διερωτώνται σήμερα σε τι ωφέλησε η πολυετής, κοπιώδης, αλλά και αποδοτική συνεργασία τους με το Ποντιφικό Συμβούλιο Προωθήσεως της Χριστιανικής Ενότητος, τη στιγμή κατά την οποία, ένα άλλο Ποντιφικό Συμβούλιο, το επί της Διδασκαλίας της Πίστεως, απέρριψε το κείμενο της Μεικτής Επιτροπής ως μη συνάδον προς τη δογματική διδασκαλία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας;
Ανάλογο ερώτημα είναι δυνατόν να τεθεί και όσον αφορά στα κείμενα που εκπονούν οι αντιπρόσωποι των Ορθοδόξων Εκκλησιών ομού μετά των εν διαλόγω εταίρων τους. Σε τι χρησίμευσε λ.χ. το μεταξύ Ορθοδόξων και αντι-Χαλκηδονίων εκπονηθέν κείμενο επί του Χριστολογικού Δόγματος, όταν προτού ολοκληρωθεί ο διάλογος και διαρκούσης ακόμη της αξιολογήσεως του κειμένου, πλείστοι όσοι παράγοντες αμφισβητούσαν την «ορθοδοξία» του, τοποθετούμενοι αρνητικά στην προσπάθεια προσεγγίσεως Ορθοδόξων και Ανατολικών, και επιχειρούντες να βάλουν τροχοπέδη στον πολλά υποσχόμενο διμερή αυτό διάλογο; Ή σε τι ωφέλησαν τα κοινά περί Ουνίας κείμενα του Freising και του Belement, όταν αφ΄ενός Ουνιτικοί παράγοντες τα απέρριψαν, προσάπτοντες στο Ποντιφικό Συμβούλιο επί της Χριστιανικής Ενότητος την κατηγορία ότι τούτο «πούλησε» τους Ανατολικόρρυθμους στην Ορθόδοξο Εκκλησία, επειδή θεώρησαν ότι η Ουνία δεν αποτελεί πλέον πρότυπο ενώσεως, και όταν αφ΄ετέρου, ημέτεροι κύκλοι, σε μια προσπάθεια ερεθισμού του πληρώματος και της προδιαθέσεώς του κατά του Διαλόγου Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολκών, αμφισβήτησαν και καταδίκασαν τα εκ μέρους των ορθοδόξων αντιπροσώπων συναποφασισθέντα;
Συναφές, όμως, προς το πρόβλημα της «αποδοχής», είναι και το ζήτημα του βαθμού ελευθερίας σκέψεως και ενεργείας των διαλεγομένων. Το δε εύλογο ερώτημα που τίθεται επί του προκειμένου είναι εάν και κατά πόσο οι ιεράρχες, πρεσβύτεροι, καθηγηταί και θεολόγοι που συμμετέχουν σ΄ένα διάλογο εκφράζουν την επίσημη «γραμμή» της Εκκλησίας των, ή απλώς διατυπώνουν προσωπικές θεολογικές θέσεις, με τις οποίες αδυνατεί να ταυτισθεί εκ των υστέρων η Έκκλησία που τους διώρισε ως εκπροσώπους της σ΄ένα διάλογο. Η λύση του προβλήματος αυτού θα βοηθήσει μεγάλως στην άρση παρεξηγήσεων όσον αφορά στην φύση των διαλόγων και του ρόλου τον οποίο διαδραματίζουν σ΄αυτούς οι επίσημοι εκκλησιαστικοί απεσταλμένοι.
Μια πρώτη αποτίμηση των διμερών αυτών διαλόγων της Ορθοδόξου Εκκλησίας, σε δι-Ορθόδοξο μάλιστα επίπεδο, είχε γίνει, ως γνωστόν, από την Γ΄ Πανορθόδοξο Προσυνοδική Διάσκεψη του 1986. Στην συνέχεια δε, και κατά διαστήματα, από το Οικουμενκό Πατριαρχείο, βάσει εκθέσεων τις οποίες αποστέλλουν κατά καιρούς οι επί κεφαλής των διαλόγων αυτών Πρόεδροι και Γραμματείς.
Δεν χωρεί αμφιβολία ότι η περιοδική αυτή αποτίμηση συντελεί στον εντοπισμό προβλημάτων και διευκολύνει την εξεύρεση λύσεων εκεί όπου δημιουργούνται θεολογικά, εκκλησιολογικά ή ποιμαντικά αδιέξοδα. Ωστόσο, η αξιολόγηση των διαλόγων αυτών δεν οδηγεί πουθενά, νομίζω, χωρίς μια παράλληλη αξιολόγηση εκ μέρους ημών και των διαλόγων που διεξάγουν μεταξύ τους οι ετερόδοξες Εκκλησίες και Ομολογίες. Πολύ περισσότερο εφ΄όσον διαπραγματεύονται ουκ ολίγα θέματα τα οποία βρίσκονται στην ημερησία διάταξη και των διαλόγων τους με την Ορθόδοξο Εκκλησία.
Μπροστά στην πληθώρα των διμερών διαλόγων, εκείνο το οποίο προέχει είναι η επίτευξη κάποιας συνοχής και συνέπειας στους προσανατολισμούς και τα αποτελέσματά τους. Το δε κυριώτερο επί του προκειμένου είναι όπως οι εταίροι μας, διαλεγόμενοι μεταξύ των, αποφεύγουν την διατύπωση θεολογικών θέσεων που είναι διαμετρικά αντίθετες από εκείνες τις οποίες εκφράζουν διαλεγόμενοι με τους ορθοδόξους[9].
Ο Οικουμενικός διάλογος πρέπει να είναι πρωτίστως «διάλογος αληθείας». Μ΄αυτή την έννοια τουλάχιστον τον είχε συλλάβει η Ορθόδοξος Εκκλησία όταν πριν 35 περίπου χρόνια εγκαινίαζε, με Πανορθόδοξη απόφαση, τους διαλόγους της με διάφορες ετερόδοξες Εκκλησίες, θέτοντας ως στόχο την κοινή πορεία των χριστιανών προς την ενότητά τους. Όταν όμως στους διαλόγους αυτούς διατυπώνονται θέσεις αντιφατικές, για λόγους «οικουμενικής αβρότητος», ή απλώς για να υπάρχει μια κάποια ταύτιση με την θεολογική παράδοση του κατά περίσταση συνομιλητού, τότε, όχι μόνο δεν φανερώνεται η αλήθεια, αλλά δεν προάγεται και η από κοινού αναζήτηση της χριστιανικής ενότητος, η οποία αποτελεί, ακριβώς, τον κύριο στόχο των διαλόγων.
Δεν είναι, βέβαια, ολίγοι εκείνοι οι οποίοι θέτουν ευθέως το ερώτημα αν αξίζει τον κόπο να επιμένουν οι ορθόδοξοι στο διάλογό τους με τους ετεροδόξους, δοθέντος ότι δεν φαίνεται να προχωρεί το θέμα της χριστιανικής ενότητος, λόγω ακριβώς των αδιεξόδων που δημιουργούνται.
Εν τούτοις πρέπει να ομολογηθεί ότι τόσο οι διμερεις αυτοί διάλογοι, όσο και ο πολυμερής διάλογος που διεξάγεται στο ΠΣΕ ή το ΚΕΚ, παρά τις δυσκολίες που παρουσιάζουν, αποτελούν ένα πολύτιμο μέσο συμφιλιώσεως, ένα μοναδικό πλαίσιο όπου παρέχονται ποικίλες ευκαιρίες συναντήσεως, αλληλογνωριμίας και αλληλοεκτιμήσεως των χριστιανών. Σε μια εποχή δε ραγδαίων κοσμογονικών ανακατατάξεων, κατά την οποία ο χριστιανισμός βάλλεται πανταχόθεν και από παντοίου είδους πολέμιους, η συμμετοχή της Ορθοδοξίας στην Οικουμενική Κίνηση αποτελεί όχι μόνο ένα ευεργετικό κέντρισμα, αλλά και υπόμνηση ότι αν πράγματι θέλουμε να διαδραματίσουμε κάποιο ρόλο στή διάπλαση της κοινωνίας του μέλλοντος, (ρόλο τον οποίο ήδη διεκδικούμε με επίσημα κείμενα ή ανεπίσημες βαρύγδουπες δηλώσεις), είναι ανάγκη να βγούμε από τα στεγανά πλαίσια μέσα στά οποία εγκλωβίσαμε τον εαυτό μας και να πλησιάσουμε τους«άλλους», τους οποίους, μέχρις εσχάτων ακόμη, γνωρίζαμε μόνο από τα εγχειρίδια της Απολογητικής ή της Πολεμικής, καθώς παρατηρούσε, με το χιούμορ που τον διέκρινε, ο αλησμόνητος καθηγητής της Σχολής αυτής, μακαριστός Ιωάννης Καλογήρου.
Δεν χωρεί αμφιβολία ότι η οδός η άγουσα προς την χριστιανική ενότητα είναι δύσβατος και κοπιώδης, μιας και δεν είναι εύκολο να γεφυρωθούν πελώρια χάσματα και να παρακαμφθούν, «εδώ και τώρα», θεολογικές ἐριδες και ποικίλες άλλες εκκλησιαστικο-πολιτικές διαμάχες που συσσωρεύθηκαν δια μέσου των αιώνων. Ωστόσο, δεν πρέπει να ολιγοψυχούμε, ούτε να αποθαρρυνόμαστε. Ἀλλά πεπεισμένοι, καθώς είχε τονίσει η Γ΄ Προσυνοδική Διάσκεψις του 1986, ότι η Εκκλησία μας, είναι ο φορέας και μάρτυς της πίστεως και της παραδόσεως της Μιάς, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας και ως εκ τούτου κατέχει κεντρική θέση στην υπόθεση της προωθήσεως της χριστιανικής ενότητος, δέον να συνεχίσουμε και να καλλιεργήσουμε περαιτέρω τον διαχριστιανικό διάλογο, παρά τα αδιέξοδα και την μετ΄εμποδίων πορεία του, σε μια προσπάθεια αποκαταστάσεως της ενότητος της Εκκλησίας, και καθώς έλεγε Μάρκος ο Ευγενικός στη Σύνοδο της Φλωρεντίας, της επανόδου όλων «εἰς τόν καιρόν ἐκεῖνον, καθ’ὅν ἡνωμένοι ὄντες, τό αὐτό πάντες ἐλέγομεν καί οὐκ ἦν ἐν ἡμῖν σχίσμα»[10].
[1] Βλ. Γραμματεία Προπαρασκευής της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, Πρακτικά-Κείμενα της Γ΄ Προσυνοδικής Πανορθοδόξου Διασκέψεως, 1986, ΟΚΟΠ, Σαμπεζύ Γενεύης, σελ.270 εξ. (Στο εξής: Πρακτικά Γ΄Προσυνοδικής Διασκέψεως).
[2] Βλ. Εγκύκλιο του 1902, στο Γεωργίου Τσέτση, (επ.) Οικουμενικός Θρόνος και Οικουμένη-Επίσημα Πατριαρχικά Κείμενα, Τέρτιος, 1989, σελ. 26-34
[3] Βλ. Εγκύκλιο του 1904, Όπ.π. σελ. 38-45
[4] Βλ. http://www.vatican. va/holy_father/pius_xi/encyclicals/documents/hf_p-xi_enc_19280.
[5] (βλ. πλήρες κείμενο του Διατάγματος στο Austin Flannery, Documents of Vatican II,Eerdmans, 1974, σελ. 452-470).
[6] Δαμασκηνοῦ Ἑλβετίας, Θεολογικοί Διάλογοι-Μία Ορθόδοξη Προοπτική, Εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη, 1986 σελ. 105
[7] Βλ. Πρακτικά Γ΄ Προσυνοδικής Διασκέψεως, σελ. 99
[8] Προσωπικά, θα θεωρούσα προτιμότερο να μην υπογράφονται τα εν λόγω κείμενα για να μη προσλαμβάνουν επίσημη μορφή, αλλά να αποστέλλονται στις κατά τόπους Εκκλησίες ανυπόγραφα, όπως συμβαίνει και με τα κείμενα που εκπονούνται στο ΠΣΕ.
[9] Οι Παλαιοκαθολικοί λ.χ., ενώ το 1975 παραδέχονταν μαζί με τους Ορθοδόξους ότι «Γραφή και Παράδοσις δεν είναι διάφοροι εκφοραί της Θείας Αποκαλύψεως, αλλά διάφοροι τρόποι εκφοράς μιάς και της αυτής αποστολικής Παραδόσεως…, της Γραφής κατανοουμένης εν τη Παραδόσει, της δε Παραδόσεως διατηρούσης το τε ανόθευτον αυτής και το κριτήριον της εαυτής αληθείας δια της Γραφής και των εν τη Γραφή περιεχομένων» (βλ. Δαμασκηνού Ελβετίας, μν.έργ. σελ. 224), έπειτα από μία δεκαετία (Αύγ. 1985), σε κοινή δήλωση που υπέγραφαν με τους Αγγλικανούς, πρέσβευαν τα αντίθετα. Ότι δηλ. «η χριστιανική κοινότης, υπό την επιστασία του Αγίου Πνεύματος δέχεται την Βίβλο ως την μοναδική και αυθεντική διατύπωση της Θείας Αποκαλύψεως».(βλ. Authority and Primacy in the Churrch- A Statement agreed by the Anglican-Old Catholic Theological Conference meeting at Chichester, 6-10 August 1985. Κείμενο πολυγραφημένο).
[10] I.Gill (ed), Actorum Graecorum Concilii Florentini, 1953, pp. 53. Πρβλ. και Γρηγορίου Λαρεντζάκη, Ο Αγιος Μάρκος ο Ευγενικός και η ενότητα των Εκκλησιών Ανατολής και Δύσεως, Εκδ. Επέκταση, 1999, σελ 82.
http://blogs.auth.gr/moschosg/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου