Αποσπάσματα από την ομιλία του επίκουρου καθηγητή του Τμήματος Θεολογίας του Α.Π.Θ. Παναγιώτη Αρ. Υφαντή στο συνέδριο Εκκλησία και Αριστερά.
Οποιοσδήποτε κριτικός αναστοχασμός γύρω από τη σχέση ανάμεσα στην Εκκλησία και στην Αριστερά δεν μπορεί παρά να εκκινήσει από την αντιπαλότητα και τα πολωτικά στερεότυπα που δεσπόζουν στον τρόπο με τον οποίο το ένα μέγεθος αντιμετώπισε το άλλο. Κατά τη γνώμη μας αυτοί οι πολεμικοί χειρισμοί, εξαιτίας της έντασης και της πυκνότητας των εκάστοτε ιστορικών συμφραζομένων αλλά και των κατοπινών τους θεωρητικών εμπεδώσεων, εμπεριέχουν τη βασική θεματολογία και προειδοποιούν για τη μεθοδολογική ευθραυστότητα του εγχειρήματος. Χώρια που ένας τέτοιος αναστοχασμός δεν μπορεί παρά να προϋποθέτει ή να διαλέγεται, έστω εμμέσως, και με γειτονικά, μερικότερα ή ευρύτερα, αντιθετικά ζεύγη, όπως θρησκεία και πολιτική, πίστη και ιδεολογία, παράδοση και ανανέωση και άλλα παρόμοια. Εξάλλου, όπως δεν κουράζεται να μας θυμίζει η μαρξική ανάλυση των κοινωνικών φαινομένων, η ιστορία ζυμώνεται μέσα από συγκρουσιακές σχέσεις, που γεννιούνται από την ανάγκη και τρέφονται από την ορμή της ανατροπής. Μάλιστα, η συγκεκριμένη παρατήρηση δεν ισχύει μόνο για την Αριστερά, που αναδεικνύει την ταξική πάλη σε ακρογωνιαίο λίθο της ιστορίας και τον επαναστατικό οίστρο σε καθοριστικό γνώρισμα του ανθρωπολογικού της ιδεότυπου. Ισχύει, τηρουμένων των αναλογιών, και για το δέντρο της Εκκλησίας το οποίο ρίζωσε και καρποφόρησε πάνω στο ιστορικό έδαφος που είχαν ποτίσει με το αίμα τους τα θύματα των διωγμών.
Πράγματι, συχνά οι αιτιάσεις και οι επικρίσεις κάθε πλευράς εναντίον της άλλης θα μπορούσαν προτού γίνουν όπλα στα χέρια του αντιπάλου να χαρτογραφούν το πεδίο μιας ειλικρινούς αυτοκριτικής. Η συνδρομή της ιστορικής εμπειρίας υπήρξε και εδώ καθοριστική. Οι αριστεροί διανοούμενοι προσάπτουν στην θεσμική Εκκλησία ότι τουλάχιστον από την κωνσταντίνεια καμπή και εξής επέλεξε συνειδητά τον ρόλο του προνομιακού συνομιλητή των εκάστοτε ισχυρών, ότι μεταμόρφωσε σε άσαρκα κηρύγματα τις βιβλικές εντολές για αγάπη και διακονία, για απλότητα και για εκούσια φτώχεια και ότι με την ενεργό συμβολή ή την αδιαμαρτύρητη ανοχή της επευλόγησε τις άδικες δομές που διαιωνίζουν την ανισότητα και την κοινωνική αδικία. Επίσης, κατήγγειλε όχι δίχως πειστικά επιχειρήματα τη βαθιά αντινομία ενός θεσμού που ενώ κηρύσσει τον φτωχό, μετανάστη, κοινωνικά και θρησκευτικά αποκλεισμένο, εντέλει, εσταυρωμένο Χριστό, εντούτοις μοιάζει να ανταγωνίζεται, ενίοτε με θαυμαστό ζήλο, τον επεκτατισμό, τον αυταρχισμό και την εξουσιομανία των ισχυρών του κόσμου. Ανάλογης έντασης και εξίσου εύλογες υπήρξαν οι αιτιάσεις της αριστερής διανόησης και κριτικής για τον αντιδραστικό ρόλο της θεσμικής Εκκλησίας απέναντι στο αίτημα της αυτονομίας της επιστημονικής έρευνας και του φιλοσοφικού στοχασμού. Μόλις στα μέσα του περασμένου αιώνα, το Βατικανό κατήργησε τον διαβόητο Index, δηλαδή των κατάλογο των απαγορευμένων βιβλίων και στα καθ’ ημάς η ψοφοδεής ιεραρχία την ίδια εποχή σκιαμαχούσε με τους μυθιστορηματικούς ήρωες του πιο πολυδιαβασμένου και πολυμεταφρασμένου έλληνα λογοτέχνη, τον οποίο και λίγο έλειψε να αφορίσει. Εξάλλου, παρά το γεγονός ότι για πολλούς αιώνες η Εκκλησία εμπιστευόταν τόσο την ευλυγισία και την ποικιλία της καλλιτεχνικής έκφρασης, από τη ναοδομία και την εικαστική μέχρι την ποίηση και την μουσική, τον τελευταίο αιώνα ο πολιτιστικός της ρόλος εν πολλοίς ταυτίζεται με αυτόν του θεματοφύλακα των καλλιτεχνικών προϊόντων της σχεδόν ειδωλοποιημένης βυζαντινής κληρονομιάς, την οποία εξακολουθεί να αναπαράγει με λιγότερο ή περισσότερο επιτυχημένες απομιμήσεις. Η συγκεκριμένη εμμονή στο ένδοξο παρελθόν, όμως, δεν περιορίζεται στα καλλιτεχνικά πρότυπα που πλαισιώνουν τη λειτουργική πράξη. Είναι κραυγαλέα παρούσα στους βαρύγδουπους τίτλους που συνοδεύουν τα εκκλησιαστικά αξιώματα γιγαντώνοντας τον ναρκισσισμό των φορέων τους ή και στην αρχιερατική αμφίεση που εξασφαλίζει, με τη σημειολογική της ισχύ, την επιβίωση των διακριτικών της αυτοκρατορικής εξουσίας. Δεν μπορούμε να μην αναφέρουμε ακόμη τις αιτιάσεις για την τόσο επίμονη σύγχυση που διέπει τον δημόσιο εκκλησιαστικό λόγο ανάμεσα στον λαό του Θεού και στο έθνος των ελλήνων ή ανάμεσα στο κήρυγμα της αγάπης και στην πατριωτική αν όχι εθνικιστική ρητορεία, ή οποία αντί να ενθαρρύνει την ενότητα, πυροδοτεί εντάσεις και ορθώνει ιδεολογικά στεγανά και, μάλιστα, δήθεν στο όνομα της πίστης.
Όπως η Αριστερά κατήγγειλε τη θεσμική και θεσμοποιημένη Εκκλησία για συμπόρευση με συντηρητικά σχήματα και συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές, θυμίζοντάς της ρητά ή υπαινικτικά τον πνευματικό χαρακτήρα και την πνευματική της αποστολή, αρκετοί εκκλησιαστικοί στοχαστές επεσήμαναν τον μεσσιανικό ρόλο που διεκδίκησαν αριστερές κυβερνήσεις αλλά και τους μεταμφιεσμένους θρησκευτικούς συμβολισμούς που αυτές χρησιμοποίησαν αναποδογυρίζοντας το βιβλικό μήνυμα αλλά προσδοκώντας το ίδιο αποτέλεσμα: την προαγωγή της ιδεολογικής κατήχησης και την εμπέδωση της κομματικής ορθοδοξίας.
Στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, ο βραζιλιάνος κληρικός Helder Pessoa Câmara, μια λογιότερη εκδοχή του παπα-Ανυπόμονου της δικής μας Εθνικής Αντίστασης και αργότερα του παπα-Πυρουνάκη, απαντούσε σε όσους τον κατηγορούσαν για την κοινωνική του δράση με την ακόλουθη πικρή διαπίστωση: «Όταν δίνω φαγητό σ’ ένα φτωχό, όλοι με αποκαλούν άγιο. Μα όταν ρωτάω γιατί οι φτωχοί δεν έχουν φαγητό, τότε όλοι με αποκαλούν κομμουνιστή». Και πάλι πίσω στα δικά μας, παρά τη σχεδόν συνένοχη ανοχή της εκκλησιαστικής ηγεσίας στα χρόνια της Επταετίας, όσοι έζησαν από κοντά τα γεγονότα της Νομικής του ’73 θυμούνται έναν θαρραλέο κληρικό, τον νυν αρχιεπίσκοπο Τιράνων Αναστάσιο, καταμεσής στη Σόλωνος να αρπάζει κυριολεκτικά κάποιους φοιτητές από τα χέρια των αστυνομικών.
Τέτοια και πολλά άλλα παραδείγματα θεωρητικής αλλά και πρακτικής συγγένειας ή και σύγκλισης ανάμεσα στις πραγματώσεις του εκκλησιαστικού ήθους και των αριστερών οραμάτων πιθανόν να μην βρουν ποτέ τη θέση που τους πρέπει μήτε στα συμβατικά κυριακάτικα κηρύγματα των ενοριών μήτε στην ξύλινη γλώσσα της κομματικής κατήχησης. Όμως δεν θα πάψουν να αναδύονται μέσα από το προσωπικό παράδειγμα και τη μαρτυρία εκείνων των ανθρώπων που πασχίζουν με συνέπεια να θυμίσουν την αυταξία της ζωής ακόμη και με κόστος τον δικό τους θάνατο. Και, βέβαια, θα εντοπίζονται στην υπαινικτική, συμβολική ή τολμηρή γλώσσα της γνήσιας καλλιτεχνικής δημιουργίας, η οποία κατορθώνει να αναδεικνύει το καίριο και το διαχρονικό, αγνοώντας τα νευρωτικά στεγανά της δογματικής καθαρότητας ή της ιδεολογικής ορθοφροσύνης. Όταν ο χαράκτης Τάσσος παρουσίασε την γνωστή έκθεσή του με τους αρματωμένους αρχάγγελους, ένας νεαρός και πιθανόν νεοφώτιστος κομμουνιστής φανερά σκανδαλισμένος σχεδόν έψεξε τον καλλιτέχνη για ιδεολογική ιεροσυλία. Είναι βέβαιο, ότι ανάλογες επιφυλάξεις προκαλούν στους ιδεολογικά μονόφθαλμους αναγνώστες οι ποιητικές προσευχές του Νικηφόρου Βρεττάκου, οι μεταφυσικοί τριγμοί της ποίησης του Τάσου Λειβαδίτη και οι πάμπολλες αναφορές του Γιάννη Ρίτσου στην λειτουργική γλώσσα και στη λαϊκή θρησκευτικότητα που αισθητοποιούν τους καημούς της δικής του πονεμένης Ρωμηοσύνης.
Είναι προφανές ότι ο τρόπος με τον οποίο η Εκκλησία και οι θεσμικοί εκφραστές της Αριστεράς θα σταθούν απέναντι στα επιτακτικά προβλήματα που συνοδεύουν την αυγή του 21ου αιώνα θα κρίνει όχι μόνο το θετικό ή αρνητικό πρόσημο των σχέσεών τους αλλά και την ίδια την δικαίωση της ιστορικής τους παρουσίας. Κατά τη γνώμη μας, αυτό το πρόσημο θα κριθεί από τον βαθμό της ειλικρινούς αναμέτρησης με τις δικές τους αντιφάσεις, τις συλλογικές εμμονές ή φαντασιώσεις του παρελθόντος· θα κριθεί από την ετοιμότητά τους να βρουν νέους τρόπους αφήγησης και εφαρμογής των οραμάτων τους -τρόπους ικανούς όχι απλώς να σαγηνεύουν ή να παρηγορούν τον άνθρωπο, αλλά να ανακουφίζουν το κορμί, να τρέφουν το νου και, ενδεχομένως, να δροσίζουν την ψυχή του. Κοντολογίς, θα κριθεί από την έμπρακτη εφαρμογή του πρωτογενούς νοήματος του ρήματος «συγχωρώ», που σημαίνει μοιράζομαι τον χώρο με τον άλλο και μαζί τις ανάγκες του· με άλλα λόγια, σηκώνω τον δικό του σταυρό και συστρατεύομαι στον δίκαιο αγώνα του για ελευθερία και αξιοπρέπεια.
http://blogs.auth.gr/moschosg/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου