ρεπορτάζ - φωτογραφίες του Νίκου Παπαχρήστου
Η Οικουμενική Κίνηση, οι Διαχριστιανικοί διάλογοι και το μέλλον τους, ο λόγος των Πατέρων της Εκκλησίας και οι Θεολογικές Σπουδές βρέθηκαν στο επίκεντρο του εξαιρετικά ενδιαφέροντος διεθνούς συνεδρίου, με θέμα«Θεολογικές Σπουδές και Οικουμένη», που διοργανώθηκε, στις 12 και 13 Μαρτίου, με πρωτοβουλία του Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών του Τμήματος Θεολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, στο Διορθόδοξο Κέντρο της Εκκλησίας της Ελλάδος στην Πεντέλη. «Σε αντίδραση όλων εκείνων οι οποίοι εμφανίζονται ως ζηλωτές εν ονόματι μιας ιδεολογικοποιημένης Ορθοδοξομανίας, θα συνεχίζουμε να ενημερώνουμε, να προκαλούμε το διάλογο, γιατί πιστεύουμε ότι μόνο μέσα από το διάλογο δικαιώνονται οι πατέρες και εμείς ως “επομένοι τοις αγίοις πατράσιν”», τόνισε στον χαιρετισμό του, κατά την έναρξη των εργασιών του συνεδρίου, ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστομος, καθηγητής στο Τμήμα Θεολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Χαιρετισμό προς τους συνέδρους απέστειλε ο Πρύτανης του Πανεπιστημίου της Αθήνας, Καθηγητής Θεοδόσιος Πελεγρίνης, στον οποίο σημειώνει πως οι «χριστιανικές ομολογίες», σήμερα περισσότερο από κάθε άλλη εποχή, «καλούνται να αναλάβουν τις ευθύνες τους μέσα σε ένα κόσμο δεινώς κλυδωνιζόμενο και βαρύτατα ταλανιζόμενο». Και ο Πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών προσθέτει: «Φαίνεσθε ότι διακατέχεσθε από έντονο και δικαιολογημένο συναίσθημα υπευθυνότητας έτσι ώστε οι θεολογικές σπουδές να μην περιορίζονται στο οριοθετημένο και κάπως κλειστό περιβάλλον των στενών ενδιαφερόντων της εκκλησίας και μάλιστα αποκλειστικά της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ενέχει ιδιαίτερη σημασία το γεγονός ότι αναφέρεσθε στην Χριστιανική Οικουμένη διευρύνοντας τον κύκλο των ενδιαφερόντων σας προς τις άλλες χριστιανικές ομολογίες τόσο του ρωμαιοκαθολικού όσο και του προτεσταντικού χώρου, που εξαπλώνονται σε όλη την οικουμένη υφήλιο και διαβιούν εντός της ελληνικής επικρατείας επίσης αποτελώντας την πίστη ημεδαπών συμπατριωτών μας και αλλοδαπών μεταναστών».
Τους συνέδρους - μεταξύ των οποίων ο Αναπλ. Γραμματέας του ΠΣΕ Γεώργιος Λαιμόπουλος, ο Μ. Πρωτ. του Οικουμενικού Θρόνου π. Γεώργιος Τσέτσης κ.α. - υποδέχθηκε στο Διορθόδοξο Κέντρο ο Γενικός Διευθυντής του, Επίσκοπος Θερμοπυλών Ιωάννης, Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Πεντέλης.
Στην πρώτη συνεδρία της πρώτης Θεματικής Ενότητας, «Η Ορθόδοξη Θεολογική Εκπαίδευση και η οικουμενική προοπτική της», μίλησε ο Κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής, Καθηγητής Μάριος Μπέγζος ενώ διαβάστηκε η ομιλία του κ. Ντίντριχ Βέρνερ, Διευθυντή του Προγράμματος “Οικουμενικής Θεολογικής Εκπαίδευσης» του ΠΣΕ, ο οποίος για λόγους ανωτέρας βίας δεν κατέστη δυνατό να παραστεί στις εργασίες του Συνεδρίου.
Ποικίλα μηνύματα από τον Καθ. Μάριο Μπέγζο
Στην ομιλία του, με θέμα η θεολογική εκπαίδευση στη διακονία της οικουμενικής Ορθοδοξίας», ο Καθηγητής Μπέγζος σημείωσε, μεταξύ άλλων, ότι «η πολιτική αλλαγή της δεκαετίας του 1990 μέσα στους παραδοσιακά ορθόδοξους τόπους του βαλκανικού χώρου και της τέως σοβιετικής επικράτειας με την πτώση του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού» είχε ως θετικό αποτέλεσμα την άρση των αντιθρησκευτικών μέτρων του αθεϊστικού καθεστώτος και ως αρνητική παρενέργεια επέφερε την βίαιη εισβολή αλλοτρίων παραδόσεων (ετεροδόξων και αλλοθρήσκων). Το θετικό και το αρνητικό στοιχείο μιας τέτοιας όντως κοσμοϊστορικής μεταλλαγής που συντελέστηκε ανατρέποντας τα ειωθότα εβδομήντα χρόνων διωγμού της Ορθοδοξίας στον σλαβικό χώρο δεν έχουν ακόμη αξιολογηθεί επαρκώς».
«Το αρνητικό γεγονός αυτής της πολιτικής αλλαγής», συνέχισε οΚαθηγητής Μάριος Μπέγζος, «ήταν η ανάρριση παλαιών αντιδικιών μεταξύ ορθοδόξων και ετεροδόξων στις χώρες του ανατολικούς συνασπισμού (με αφορμή το ουνιτικό πρόβλημα), η εκκόλαψη αποσχιστικών τάσεων (όπως η σκοπιανή ιεραρχία) και σχισματικών κινήσεων (όπως στην βουλγαρική Εκκλησία), η εισβολή ετεροδόξων “σταυροφόρων” του καιρού μας (όπως ο ρωμαιοκαθολικός «Επανευαγγελισμός» της Ανατολικής Ευρώπης σαν να μην υπήρξε ποτέ χριστιανική παρουσία εκεί!) και η διείσδυση αλλοθρήσκων ιεραποστολών (από σαϊεντολογικές σέκτες μέχρι ισλαμιστές φονταμενταλιστές). Σε όλα αυτά χρειάζεται να προστεθούν τα δεινά του εθνικισμού σε συνδυασμό με τον θρησκευτικό φανατισμό που δεν έλειψε σε τέτοιο μάλιστα βαθμό ώστε Ρώσος Ορθόδοξος επίσκοπος να παραδίδει στην πυρά δημοσίως τα θεολογικά έργα κορυφαίων συγχρόνων ομοεθνών του ορθοδόξων, όπως του π.Ιωάννη Μάγιεντορφ και του π. Αλεξάνδρου Σμεμάν, ή να λοιδορούνται δυτικοευρωπαίοι ορθόδοξοι στοχαστές σαν τον Ολιβιέ Κλεμάν που τόλμησαν να ψέξουν φονταμενταλιστικές συμπεριφορές μερικών υπερ-ορθοδόξων σλαβοφίλων του καιρού μας».
Σημειώνοντας τον ιστορικό ρόλο του Οικουμενικού Πατριαρχείου που πρωτοστάτησε στην οικουμενική κίνηση και ώθησε την ορθόδοξη πρωτοβουλία εντός αυτής, ο καθηγήτης Μπέγζος επισήμανε και την σημαντική συνεισφορά και τις προσπάθειες των πανεπιστημιακών θεολόγων και μάλιστα της Θεολογικής Σχολής της Αθήνας από την εποχή των αειμνήστων Αμίλκα Αλιβιζάτου και Νίκου Νησιώτη.
«Μόνον με αυτόν τον τρόπο οι θεολογικές σπουδές θα είναι στην διακονία της Οικουμενικής Ορθοδοξίας. Ο σκοπός είναι ένας και σαφής. Η Ορθοδοξία να είναι, να φαίνεται και να φέρεται ως όντως ορθόδοξη, δηλαδή οικουμενική. Αλλιώτικα κινδυνεύει η Ορθοδοξία να καταντήσει μια ανορθόδοξη φονταμενταλιστική σέκτα προτεσταντικής απομίμησης, όπως είναι η αμερικανική νεοσυντηρητική «Χριστιανική Δεξιά», είτε ρωμαιοκαθολικού αντιμοντερνισμού σαν την γραφική κίνηση του Ελβετού επισκόπου Λεφεβρ», πρόσθεσε ο Καθηγητής Μπέγζος.
Στην δεύτερη συνεδρία μίλησαν ο Καθηγητής Μιλτιάδης Κωνσταντίνου, στο Τμήμα Θεολογίας του ΑΠΘ, καθώς και ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστομος, Καθηγητής στο Τμήμα Θεολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Ενδιαφέρουσες επισημάνσεις από τον Καθ. Μιλτ. Κωνσταντίνου
Στην άκρως ενδιαφέρουσα ομιλία του, με θέμα «Η Οικουμενικότητα της Βίβλου ως πρόκληση για τις βιβλικές σπουδές στα Πανεπιστήμια σήμερα», ο Καθ. Κωνσταντίνου επισήμανε την ανάγκη εγκαθίδρυσης ενός ανοικτού διαλόγου στο τομέα των Βιβλικών σπουδών.
«Η Ευρώπη σήμερα δεν μπορεί να χαρακτηρίζεται πλέον ως χριστιανική ήπειρος, αφού οι χριστιανοί συνιστούν μια μειονότητα του πληθυσμού της και ήδη στον χώρο των επιστημών του ανθρώπου έχει σχεδόν καθιερωθεί ο όρος ‘‘μεταχριστιανική εποχή’’», σημείωσε στην αρχή της ομιλίας του ο Καθηγητής Μιλτιάδης Κωνσταντίνου, Εκπρόσωπος της Εκκλησίας της Ελλάδος στο διμερή Θεολογικό Διάλογο με τους Αγγλικανούς και μέλος του Παγκοσμίου Διοικητικού Συμβουλίου των Ηνωμένων Βιβλικών Εταιρειών.
Αναφερόμενος στις εξελίξεις στις Βιβλικές Σπουδές, όπου φαίνεται να διαμορφώνεται μια τάση να διδάσκονται χωριστά από τις Θεολογικές Σπουδές, ο Καθηγητής Κωνσταντίνου σημείωσε ότι αυτές «οι εξελίξεις δεν είναι άσχετες από αυτό που συνήθως αποκαλείται αόριστα “παγκοσμιοποίηση” της έρευνας. Ο όρος “παγκοσμιοποίηση” (globalization ή internationalization) συνιστά έναν νεολογισμό, ο οποίος εισήχθη κατά τα τελευταία χρόνια και στη θεολογική γλώσσα και προκαλεί πλήθος συζητήσεων. Ο όρος προέρχεται από το χώρο της οικονομίας και δηλώνει, μεταξύ άλλων, τη δημιουργία κατά τα τελευταία τριάντα χρόνια μιας αγοράς κεφαλαίων που βασίζεται στις νομισματικές διακυμάνσεις (…) Αν πριν από μερικά χρόνια συζητήσεις γύρω από το θέμα ‘‘παγκοσμιοποίηση’’ έμοιαζαν στη χώρα μας θεωρητικές, σήμερα όλοι πλέον γνωρίζουν, και με πολύ οδυνηρό τρόπο, πώς ακριβώς λειτουργεί».
«Για ποιο λόγο μια λαϊκή κυβέρνηση, όπως η ελληνική και όλες οι ευρωπαϊκές, οφείλει να χρηματοδοτεί βιβλικές σπουδές στο πανεπιστήμιο; Πώς, με βάση την αρχή που περιγράφτηκε παραπάνω, βοηθάει η κριτική της Βίβλου το κοινωνικό σύστημα να λειτουργεί καλύτερα;», διερωτήθηκε, σε άλλο σημείο της ομιλίας του, ο Καθηγητής Κωνσταντίνου και αφού είχε περιγράψει τις επικρατούσες επιστημονικές προσεγγίσεις στον τομέα των Βιβλικών Σπουδών στο πλαίσιο και των αλλαγών που παρατηρούνται στις διάφορες κοινωνίες.
«Σε μια σύγχρονη θεώρηση του κόσμου και της κοινωνίας δεν έπαψαν να λειτουργούν μόνον οι μύθοι που νομιμοποιούν την επιστήμη ή τη γνώση, αλλά το ίδιο ισχύει για όλους τους μύθους στους οποίους στηριζόταν μέχρι σήμερα η κοινωνία, όπως π.χ. το εθνικό κράτος, το προλεταριάτο, το κόμμα, η Δύση, κλπ. Η κατάρρευση αυτή των μύθων, αν δεν οδηγεί σε μια πλήρη διάλυση του κοινωνικού ιστού, οδηγεί αναμφίβολα στη διαμόρφωση κλειστών ομάδων, οι οποίες αναπτύσσουν στο εσωτερικό τους έναν ιδιαίτερο προβληματισμό, αδιαφορώντας για τον προβληματισμό που αναπτύσσεται στο εσωτερικό άλλων ομάδων. Τέτοιες κλειστές ομάδες είχαν ήδη διαμορφωθεί στο χώρο των θεολογικών σχολών με την κατάτμηση του γνωστικού αντικειμένου της Θεολογίας σε κλάδους (Ερμηνευτικός, Συστηματικός, Ιστορικός, Πρακτικός), αλλά τώρα, με τη συνεχώς εντεινόμενη εξειδίκευση και την εισαγωγή των νέων μεθόδων, διαμορφώνονται και στο εσωτερικό των επιμέρους κλάδων κλειστές ομάδες, οι οποίες αναπτύσσουν δικό τους προβληματισμό και ορολογία, αδιαφορώντας πλήρως για τον αντίστοιχο προβληματισμό άλλων ομάδων».
«Απέναντι σε αυτήν την κατάσταση και με δεδομένο το ότι στη σύγχρονη ευρωπαϊκή κοινωνία η Βίβλος, εκτός βέβαια των χριστιανικών κοινοτήτων, δεν διαθέτει πλέον μεγαλύτερη αυθεντία από ό,τι το Κοράνι ή ακόμη ο Τύπος και η θρησκεία περιθωριοποιείται συνεχώς στη δημόσια ζωή, η βιβλική ερμηνευτική έχει δύο δυνατότητες. Η μία είναι να συνεχίσει να λειτουργεί με έναν αναχρονιστικό τρόπο, σαν να μην έχει αλλάξει τίποτε, σαν να παίζει η Βίβλος ακόμη το ρόλο που έπαιζε κάποτε στην ευρωπαϊκή κοινωνία. Η άλλη είναι να προσπαθήσει να ανακτήσει το χαμένο έδαφος, αλλάζοντας το παράδειγμά της και ανοιγόμενη σε έναν ευρύτερο πολιτιστικό διάλογο με άλλους κλάδους όπως η φιλολογική κριτική, η ψυχανάλυση, η φιλοσοφία, η λογοτεχνία, η γλωσσολογία, η σημειολογία, οι φεμινιστικές σπουδές, η κοινωνιολογία, κλπ».
Εκτιμώντας ότι στην πρώτη περίπτωση η ερμηνεία της Βίβλου θα καταστεί μια εντελώς ιδιωτική υπόθεση μιας κλειστής ομάδας, «η οποία θα μιλάει και θα ακούγεται μόνο στο εσωτερικό της», ο Καθηγητής Κωνσταντίνου ανέφερε πως η ανάπτυξη των μέσων κοινωνικής δικτύωσης τα τελευταία χρόνια έχει διευκολύνει σε μεγάλο βαθμό αυτήν την απομόνωση. «Δεν είναι τυχαίο ότι συνεχώς εμφανίζονται καινούργια μπλόγκς διάφορων φουνταμενταλιστικών ομάδων που όλα απευθύνονται σε ένα πολύ συγκεκριμένο και περιορισμένο κοινό, χωρίς δυνατότητα επικοδομητικού διαλόγου με άλλες ομάδες, τις οποίες καταγγέλουν σε μόνιμη βάση σαν αιρετικές».
Ωστόσο, όπως είπε, και το άνοιγμα στον ευρύτερο πολιτιστικό διάλογο, εμφανίζεται κάτι ιδιαίτερα δύσκολο. «Παρ’ όλα αυτά, όχι μόνο δεν είναι σήμερα δυνατό να αγνοήσει κανείς την πραγματικότητα που διαμορφώθηκε, αλλά θα ήταν σε τελευταία ανάλυση και ανεύθυνο. Αυτό σημαίνει ότι η βιβλική ερμηνευτική είναι σήμερα υποχρεωμένη να κινηθεί σε χώρους που εκτείνονται πέρα από τα όρια των θρησκευτικών ομάδων και να ανοίξει διάλογο μαζί τους. Ίσως στη συνάφεια αυτή να μην είναι αναγκαία η αναζήτηση ενός νέου παραδείγματος ή τουλάχιστον ενός παραδείγματος μονοφωνικού. Ίσως το νέο παράδειγμα να είναι ακριβώς η ανακάλυψη της πολυφωνίας της βιβλικής ερμηνευτικής, που βασίζεται ακριβώς στην πολυφωνία της ίδιας της Βίβλου».
Ολοκληρώνοντας την ομιλία του ο κ. Μιλτιάδης Κωνσταντίνου εκτίμησε πως «η Ορθοδοξία βρίσκεται σήμερα σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη καμπή, αντιμετωπίζοντας ένα δίλημμα σχεδόν τόσο τραγικό όσο εκείνο που αντιμετώπισε ο Ιουδαϊσμός κατά τον α΄ μ.Χ. αιώνα• να ανοιχτεί στην οικουμένη εκμεταλλευόμενη τις δυνατότητες που της προσφέρουν η πίστη της, η παράδοσή της και οι Γραφές της ή να κλειστεί στον εαυτό της σε μια εναγώνια προσπάθεια αυτοπροστασίας της. Η αποφασιστική επιλογή του ιουδαϊσμού τότε προς τη δεύτερη δυνατότητα τον οδήγησε στον μαρασμό, αφήνοντας ταυτόχρονα τον δρόμο ανοιχτό για τον χριστιανισμό να κατακτήσει την οικουμένη».
Και κατέληξε: «Ασφαλώς ουδείς μπορεί να προβλέψει το μέλλον της Ορθοδοξίας στις καινούργιες συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί παγκοσμίως, αν αυτή αποφασίσει να ακολουθήσει μιαν ανάλογη πρακτική. Το αρνητικό παράδειγμα όμως του ιουδαϊσμού είναι αρκούντως αποκαλυπτικό».
Ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας για τους Πατέρες και την Οικουμενική Κίνηση
Στη συνέχεια ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστομος ανέπτυξε το θέμα, «Οι Πατερικές Σπουδές ως συμβολή της Ορθόδοξης Παράδοσης στη σύγχρονη Οικουμενική Κίνηση».
«Οι Πατερικές σπουδές δεν μπορούν να καταστούν ένα μουσειακό στοιχείο στην ζωή των Ορθοδόξων Εκκλησιών. Δεν μπορούν να αποτελέσουν τις δεξαμενές από όπου μόνον αντλούμε επαναληπτικά διάφορες λεκτικές εκφράσεις, όρους και απόψεις, και μάλιστα με μία διάθεση απολογητική η πολεμική. Ούτε είναι δυνατόν να θεωρηθούν στην όλη πορεία και πρόοδο των θεολογικών διαλόγων μία απλή αναφορά ιστορικών μαρτυριών, οι οποίες στηρίζουν μία μόνο πτυχή του έργου των θεολογικών διαλόγων, αυτήν του προσδιορισμού και της διαπίστωσης της κοινής Πατερικής παράδοσης της ενιαίας δηλαδή και αδιαίρετης διδασκαλίας της Εκκλησίας», τόνισε ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας και πρόσθεσε:«Χωρίς κανείς να αμφισβητεί, ότι υπό την έννοιαν αυτήν οι Πατέρες της Εκκλησίας έχουν μία τεράστια σημασία και επικαιρότητα, εντούτοις η σκέψη τους και η μέθοδό τους είναι δυνατόν να αξιολογηθούν θετικά και ως προς τη συμβολή τους στα πλαίσια του οικουμενικού θεολογικού διαλόγου».
Όπως είπε ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστομος, «η συμβολή των Πατέρων της Εκκλησίας έναντι των ετεροδόξων της εποχής τους θα μπορούσε να διακριθεί όχι τόσο από το περιεχόμενο αυτών καθεαυτών των θεολογικών έργων και συγγραφών των Πατέρων, μέσα στα οποία φανέρωναν την εμπειρία της Αλήθειας της πίστης , όσο και από τον τρόπον, με τον οποίον εξέφραζαν την υπεράσπιση της Αλήθειας, με ένα δηλαδή χαρακτήρα θετικής έκφρασης και διατύπωσης. Αφορμή γι’ αυτήν την θεολογικήν συμβολήν ως γνωστόν απετέλεσε συχνότατα η ετεροδοξία και η κακοδοξία της εποχής τους. Κάτω από αυτή την προοπτική της διαλεκτικής και της θετικής έκφρασης της Αλήθειας αναπτύχθηκαν και τα διαλογικά έργα των Πατέρων, με τα οποία αναδεικνύεται η διατύπωση της ορθής διδασκαλίας».
Και συνέχισε: «Η συμβολή όμως των πατερικών αυτών συγγραφών αποτυπώνει μία επιπλέον διαπίστωση, η οποία δυστυχώς σήμερα ή έχει περιθωριοποιηθεί η έχει εσκεμμένως αποδυναμωθεί εξαιτίας μίας τάσης ιδεολογοποιήσεως του γεγονότος της πίστεως, η ικανοποιήσεως μιας τάσεως εσωστρέφειας της λεγόμενης παραδοσιαρχικής ορθοδοξίας και αντιοικουμενικής προπαγάνδας. Η διαπίστωση αυτή είναι ότι οι Πατέρες δεν διακατέχονται από το φοβικό σύνδρομο της ελλειματικής αυτοπεποίθησης τόσο ως προς την πίστη όσο και ως προς την δυναμικότητα της Αλήθειας, την οποίαν κατέχουν και την οποίαν οφείλουν να εκφράζουν, γι’ αυτό και διαλέγονται».
Με βάση αυτές τις βασικές αρχές και προϋποθέσεις της πατερικής σκέψης, σημείωσε ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας, είναι δυνατόν να προσδιορίσουμε και τη συμβολή των πατερικών σπουδών στην ανάπτυξη της σύγχρονης οικουμενικής κίνησης και σπουδής, σε τρεις άξονες:
α) Αποφατισμός ως προς την ορολογία.
β) Ενότητα Αγίας Γραφής, Ιεράς Παραδόσεως και Εκκλησίας
γ) Ερμηνεία της Αγίας Γραφής μέσα στην Εκκλησία.
Καταλήγοντας ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος σημείωσε, μεταξύ άλλων, ότι «η πρόταση του Γεωργίου Φλωρόφσκυ για “επιστροφή στους Πατέρες”, στην οικουμενική της προοπτική, και η κίνηση της νεοπατερικής σκέψης σ’ αυτό αποσκοπούσε. Η επιστροφή δεν σημαίνει αντιγραφή αλλά μία δημιουργική επιστροφή, η οποία συνεπάγεται όχι απλώς μία ερμηνεία του παρελθόντος η μία λεκτική επανάληψη και μόνο όρων και εκφράσεων, αλλά μία δημιουργική προσφορά προς το μέλλον».
Πηγή: www.amen.gr
Νομίζω πως το συμπέρασμα του κ. Κωνσταντίνου είναι συγκλονιστικό, συμφωνώ μαζί του, η εκκλησία βρίσκεται πραγματικά σήμερα σε μια τέτοια καμπή που περιγράφει
ΑπάντησηΔιαγραφήΣιμούδης Δημήτριος