Ἒκδ. ΑΡΜΟΣ, 2012
Θεολογικές ἐπισημάνσεις ἀπό τήν ἀνωτέρω ἒρευνα.
1. Ἀπό τήν βιβλική ἀνθρωπολογία
Ἡ ἰωάννεια διακήρυξη: «Καί ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο καί ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν» παράγει ἔντονο προβληματισμό σέ ὅσους ἀνα- ζητοῦν ἀπάντηση στήν ἀνωτέρω διπολική ἐρώτηση, ὁ ὁποῖος ἐπι- τείνεται, ὅταν μάλιστα παραλείπεται ὁ προσδιορισμός τοῦ φύλου τῆς προσληφθείσας σάρκας-ἀνθρώπινης φύσης. Ἐάν καί ἐφ’ ὅσον τό ἄρρεν φῦλο τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ Λόγου ἀποτελεῖ συστατικό στοιχεῖο ἀνυπέρβλητο καί ταυτόχρονα ἀναγνωριστικό τῆς θεανθρώπινης ταυτοπροσωπίας πῶς παραθεωρεῖται;
Ὁ προβληματισμός αὐτός καθίσταται ἀδιέξοδος στό δόγμα τῆς Χαλκηδόνος, ὅταν οἱ Πατέρες τῆς Συνόδου κατά τόν προσδι- ορισμό τῆς ἀνθρώπινης φύσης τοῦ Θεοῦ Λόγου τήν χαρακτηρίζουν ὡς τελεία, μή μεριζόμενη καί δή «χωρίς ἁμαρτίας». Ἀποτέλεσμα ὅμως τῆς ἁμαρτίας εἶναι ὁ μερισμός, ὡς ἀναγνωριστικό καί προσδιοριστικό στοιχεῖο τῆς παθητῆς φύσης τοῦ ἀνθρώπου, ἀποτυπούμενο στήν ἔμφυλη ὑπόστασή του.
Σύμφωνα δέ μέ ὅσα καταγράφονται στίς πηγές τῆς Ὀρθόδοξης Παράδοσης, συνάγονται τά κάτωθι συμπεράσματα.
Ἀναφορικά μέ τό φῦλο οἱ Πατέρες τό ἐντάσσουν στήν κατηγορία τῶν ἐξωτερικῶν[1] βιολογικῶν γνωρισμάτων τῆς ἀνθρώ- πινης φύσης. Ἡ θέση αὐτή τῶν Πατέρων δέν ἔχει τύχει τῆς ἰδιαίτερης προσοχῆς τῆς θεολογικῆς ἔρευνας. Ὃμως προσφέρεται ὡς θαυμάσια προοπτική προσέγγισης σύγχρονων θεολογικῶν θεμάτων[2] καί μάλιστα στό πλαίσιο τοῦ ἐπαναπροσδιορισμοῦ τῶν σχέσεων τῶν δύο φύλων.
Εἰδικότερα, ὁ συμπλεκτικός σύνδεσμος καί σέ μία κατά παράταξη δύο κυριῶν προτάσεων: «ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ’ εἰκό- να ἡμετέραν καί καθ’ὁμοίωσιν καί ἐποίησεν αὐτούς ἄρσεν καί θῆλυ», δηλοποιεῖ μία πρόσθετη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία κατανοεῖται ἀπό μέρους τῶν Πατέρων ὡς συγκεκριμένου χαρακτήρα καί προοπτικῆς στή μεταπτωτική κατάσταση. Μία ἀντίθετη ἑρμηνευτική προσέγγιση ἀνατρέπει καί καταλύει ὁλόκληρη τή χριστιανική ἀνθρωπολογία, καθιστᾶ ἀκατανόητο τό σκοπό τῆς θείας ἐνανθρώπησης, σέ ὅλες τίς θεολογικές παραμέτρους τοῦ θέματος, ἐφ’ ὅσον τό φῦλο δέν εἶναι συστατικό τῆς ἀνθρώπινης φύσης γιά ὅσους λόγους συνοπτικά ἀναφέρονται ἐφεξῆς.
α) Ἡ ἀνθρώπινη φύση ὡς ἐνιαία καί ἀδιαίρετη εἶναι ἄφυλη[3], μέ βάση τήν ἀρχή τῆς ἑνοείδειας, σύμφωνα μέ τήν ἁγιογραφική μαρτυρία[4]. Θεολογικά ἐλέγχεται ὡς ἄνευ ἐρείσματος ἡ θέση περί ἀνδρικῆς καί γυναικείας φύσης, γιατί ὑπάρχει μία καί μόνον ἀνθρώπινη φύση.
β)Τό φῦλο εἶναι ἐπιτέχνασμα[5] πρόνοιας τοῦ Δημιουργοῦ, πρός ἀντιμετώπιση τῶν ἀποτελεσμάτων τῆς πτώσης[6].
γ) Τό φῦλο, ὡς μορφή διαίρεσης[7], χαρακτηριστικό τῆς πτώσης, εἶναι ἐκφαντορικό τῆς ἁμαρτίας γι’ αὐτό καί τό φῦλο θεολογικά δέν μπορεῖ νά εἶναι σημεῖο ἀναφορᾶς τῆς ἀνθρώπινης φύσης τοῦ ἐνσαρκωθέντος Θεοῦ Λόγου, γιατί δέν προσέλαβε τήν πεπτωκυῖα, ἀλλά τήν τέλεια, τήν χωρίς ἁμαρτία ἀνθρώπινη φύση.
δ) Τό φῦλο εἶναι γνώρισμα τῆς ἄλογης φύσης[8].
γ) Τό φῦλο, ἄρρεν καί θῆλυ, δέν ἀνήκει στίς κατηγορίες τοῦ κατ’ εἰκόνα Θεοῦ δημιουργηθέντος ἀνθρώπου, ἀλλά στά ἐξωτερικά χαρακτηριστικά του, τόν δερμάτινο χιτώνα, τό σχῆμα[9] τῆς κτιστότητάς του
2. Ἀπό τή Χριστολογία
Ἑπομένως, τό φῦλο δέν προσφέρεται ὡς θεολογικό ἔρει- σμα γιά τή θεμελίωση καί τήν κατοχύρωση θεολογικῶν θέσεων, πού σχετίζονται μέ τή θεία ἐνανθρώπηση καί εἰδικότερα μέ τό μυστήριο τῆς ἱερωσύνης γιά τούς ἑξῆς λόγους :
α) Τόν Σαρκωθέντα Θεό Λόγο, Ἰησοῦ Χριστό ὁμολογοῦμε ὡς «τέλειον τόν αὐτόν ἐν θεότητι καί τέλειον αὐτόν ἐν ἀνθρωπότητι, Θεόν ἀληθινόν καί ἄνθρωπον ἀληθῶς τόν αὐτόν ἐκ ψυχῆς λογικῆς καί σώματος, ὁμούσιον τῷ Πατρί κατά τήν θεότητα καί ὁμοούσιον ἡμῖν τόν αὐτόν κατά τήν ἀνθρωπότητα καί κατά πάντα ὅμοιον ἡμῖν χωρίς ἁμαρτίας»[10].
Οἱ Πατέρες ὁμοφώνως ἀποδέχονται, ὅτι ἡ ἀπό μέρους τοῦ Θεοῦ Λόγου προσληφθεῖσα ἀνθρώπινη φύση εἶναι τό κοινό εἶδος τῶν πλείστων καί διαφόρων ὑποστάσεων, δηλαδή «ὅσα ὁ Ἀδάμ (χοϊκός)[11] ὁ πρῶτος, δίχα μόνης ἁμαρτίας, ἃτινα ἐστι σῶμα καί ψυχή λογική τε καί νοερά»[12]. Γι’αὐτό οἰ Πατέρες, ὅταν ἀναφέρονται στήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Κυρίου χρησιμοποιοῦν κυρίως τούς ὅρους: «σάρξ», «σῶμα»[13], «ἄνθρωπος»[14], «ἀνθρωπότητα».
β) Ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Θεοῦ Λόγου εἶναι «ἡ ἀπαρχή τοῦ νέου φυράματος», «καινή φύση» γιά τούς ἑξῆς λόγους: 1) ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ προσλαμβάνει τή φύση τοῦ πρώτου Ἀδάμ, τήν ὁποία ἀπό «κατ’εἰκόνα» τήν καθιστᾶ «εἰκόνα» στό πλαίσιο τῆς ὑποστατικῆς ἕνωσης, ὑφίσταται δηλαδή ἡ ἀνθρώπινη φύση «λόγωσιν»-ἀνακεφαλαίωση, 2) λαμβάνει τήν ἀνθρώπινη φύση ἀπό παρθένο γυναίκα, γιά νά κάνει νέο ἄνθρωπο, γιατί ἄν ἡ ἐνανθρώ- πησή του λάμβανε χώρα μέ τήν ἀνθρώπινη διαδικασία θά ἐντασ- σόταν στήν πεπτωκυῖα φύση τοῦ ἀνθρώπου καί δέ θά ἦταν δυνατόν νά ἦταν ὁ ἀρχηγός καί χορηγός τῆς νέας καί μή παλαιούμενης ζωῆς[15].
γ) Ἡ θεία ἐνανθρώπηση καταργεῖ οὐσιαστικά τό φῦλο[16] κατά τό λόγο ὕπαρξης καί λειτουργίας του στό πλαίσιο τῆς σύλλη- ψης τοῦ Θεανθρώπου ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καί Μαρίας τῆς Παρθένου.
δ) Ἡ διάκριση καί ἡ διαφορά τοῦ ἀνθρώπου σέ ἄρρεν καί θῆλυ ἀφαιρεῖται μυστικῶς[17] κατά τή θεία ἐνανθρώπηση στή θεω- μένη ἀνθρώπινη φύση[18] τοῦ Χριστοῦ καί ἀποκαθίσταται ἡ ἑνότητα τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ κόσμου.
ε) Χωρίς τήν ἀποκατάσταση τῆς ἑνότητας τῆς διηρημένης δημιουργίας στό πρόσωπο τοῦ θεανθρώπου, ἡ γυναίκα θά ἔμενε ἐκτός σωτηρίας, γιατί τό «ἀπρόσληπτον καί ἀθεράπευτον». ὁ Σαρκωμένος Θεός Λόγος ἑνώνει στό Πρόσωπό Του τή δίμορφη ἀνθρώ πινη φύση, τό ἄρσεν καί θῆλυ, γιατί τό θεῖο ἀρχέτυπο τοῦ ἀνθρώπου προσφέρεται ὡς ἀπαθής προσωπική ἑνότητα, τήν ὁποία καλεῖται νά κατακτήσει ὁ ἄνθρωπος στά ὅρια τῆς δικῆς του φύσης, ὑπερβαίνοντας τή διαίρεση σέ ἄρρεν καί θῆλυ, ἀλλά ἀπέτυχε. Γι’αὐτό καί ἡ διαίρεση εἶναι δηλωτική τῆς ἁμαρτίας.
Τήν ἀνωτέρω ἐπιχειρηματολογία διατυπώνει σέ μία πρόταση συμπυκνωμένης θεολογικῆς ἔκφρασης ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος : «εἷς ποιητής ἀνδρός καί γυναικός, εἷς χοῦς, ἀμφότεροι εἰκών μία, νόμος εἷς, ἀνάστασις μία»[19].
Ἡ ἀναφορά τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου στόν Ἓνα θεό, τήν ἀρχή καί τό τέλος τῆς Δημιουργίας, ἀποτελεῖ καί τήν τελική ἀπάντηση στούς ἐπιχειροῦντες νά δημιουργήσουν μία «ὀντολογία τοῦ φύλου» στήν Ὀρθόδοξη θεολογία, μέ τήν ἀνάδειξη τῆς ἀνδρώας μορφῆς–φύλου τοῦ ἐνσαρκωθέντος Θεοῦ Λόγου ὡς κριτηρίου πρόσληψης τῆς θείας Χάρης ὑπό τοῦ φορέα τῆς ἱερω- σύνης, καταλύοντες τή θεμελιώδη ἀρχή περί τῆς ἀνακεφαλαιώ- σεως τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ κόσμου στό θεανδρικό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ ἀρχή τῆς ἑνότητας[20] ἀποτελεῖ τόν ἀκρογωνιαῖο λίθο τοῦ θεολογικοῦ οἰκοδομήματος τῆς Ὀρθόδοξης Παράδοσης. Ἡ ἐμμονή στή θέση τοῦ ἄρρενος φύλου τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ ἐπανεισάγει τό μερισμό τῆς ἀνθρώπινης φύσης, ἀκυρώνει τά ἀπο- τελέσματα τῆς θείας ἐνανθρώπησης, ἀπορρίπτει τήν περί μιᾶς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ πίστη τῆς Ἐκκλησίας, καταλύει τήν περί προσώ- που διδασκαλία αὐτῆς καί ἀρνεῖται τή δυνατότητα τῆς ἐσχατολο-γικῆς πορείας τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας πρός τό καθ’ ὁμοίωσιν, τό ὁποῖο εἶναι δυνατό μόνον ἐντός τῆς Ἱστορίας
Συμπερασματικά, λοιπόν, ἡ ἀνδρώα μορφή τοῦ σαρκω- θέντος Θεοῦ Λόγου δέν προσφέρεται γιά τή θεμελίωση θεολογικῆς ἐπιχειρηματολογίας, προκειμένου νά προσδιοριστεῖ ἡ θέση καί ὁ ρόλος τῆς γυναίκας στήν Ἐκκλησία καί εἰδικότερα ν’ἀποκλειστεῖ ἀπό τή μυστηριακή ἱερωσύνη.
Οἱ μόνοι λόγοι πού μποροῦν νά δικαιολογήσουν τήν ἄρνηση τῆς εἰσόδου τῆς γυναίκας στήν ἱερωσύνη τόσον ἀπό μέρους τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν ὅσον καί τῶν Ὀρθοδόξων κατά τήν ἱστορική πορεία τῆς Ἐκκλησίας εἷναι:
α) ἡ ἀνάγκη ἀντιμετώπισης αἱρετικῶν, ὅπως τῶν Μοντανιστῶν, πού δέχονταν τή χειροτονία τῶν γυναικῶν καί παρέπεμπαν σέ εἰδωλολατρικές παραδόσεις,
β) ἡ δισχιλιετής πράξη τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ὑπαγορεύθηκε ἀπό λόγους καθαρά κοινωνικοπολιτικούς, προσέλαβε θεσμικό χαρακτήρα καί κατοχυρώθηκε νομοκανονικά.
γ) Ἡ ἀδυναμία τοῦ ἀνθρώπου νά δεῖ τόν ἐνανθρωπήσαντα Θεό ὡς Θεό Λόγο καί ὄχι ὡς σάρκα, ὅπως ἐξηγεῖ ὁ Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, καί,
δ) ἡ συντηρούμενη μέχρι σήμερα, ἀρχές τῆς τρίτης χιλιετίας, ἀνδροκρατική δομή τῶν κοινωνιῶν, παρά τά ὅποια βήματα γιά τήν ἀπάλειψη μορφῶν ἀνισότητας τῶν δύο φύλων καί ἐπαναπροσδιορισμό τῶν διαπροσωπικῶν σχέσεών τους.
Τό γεγονός τοῦ ἐγκλωβισμοῦ μας στά ἀδιέξοδα τῆς ἀνθρώπινης ἀδυναμίας ἐπισημαίνει ὁ Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, μέ ἕναν πολύ πειστικό τρόπο, ὡς ἑξῆς:
«Γιά ὅποιους ἐρευνοῦν κατά σάρκα τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ, ὁ Κύριος δέν ἀνεβαίνει πρός τόν Πατέρα Του. Ἀνεβαίνει πρός τόν Πατέρα Του ὅμως γιά ὅποιους τόν ἀναζητοῦν πνευματικά μέ ὑψηλά θεωρήματα. Ἂς μή κρατοῦμε, λοιπόν, γιά πάντα κάτω Αὐτόν πού ἦρθε κάτω γιά χάρη μας ἀπό φιλανθρωπία. Ἀλλά ἄς πᾶμε ἐπάνω μαζί Του στόν Πατέρα, ἀφήνοντας τή γῆ καί τά γήϊνα, γιά νά μήν πεῖ σέ μᾶς τόν λόγο πού εἶπε στούς ἀδιόρθωτους Ἰουδαίους, πηγαίνω ὅπου ἐσεῖς δέν μπορεῖτε νά ‘ρθεῖτε»[21].
Τελικῶς, ὁ συγγραφέας, σημειώνει, ὃτι ἐπειδή πιστεύει ὅτι τίποτε δέν εἶναι ἰσχυρότερο ἀπό τή μακραίωνη παράδοση καί πράξη τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ὡς σῶμα καί πλήρωμα ἀληθείας, ἐάν καί ἐφ’ ὅσον εἶναι πεπεισμένη, ὅτι πρέπει ἡ παράδοση περί «ἀνδρικῆς ἱερωσύνης» νά μείνει ἀναλλοίωτη, ἔχει ὁλη τήν ἄνεση νά τήν κρατήσει. Τό θέμα ἐπαφίεται στή διακριτική της εὐχέρεια, ἐφ’ ὅσον διαθέτει τό ecclesiae consensus, τό ἐπικυρούμενο ἀπό Οἰκουμενική Σύνοδο.
Ἡ προσφυγή ὅμως σέ παραθεολογικά ἐπιχειρήματα μειώνουν τή γυναῖκα ὡς μέλος τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας καί λυμαίνονται τήν ἴδια τή χαρισματική ζωή καί κοινωνία αὐτοῦ. Τά μέλη τοῦ Σώματος Χριστοῦ διαφέρουν μόνον κατά τήν ὀντολογική ἰδιαιτερότητα καί τή δεκτικότητα τῆς θείας Χάρης, ὅμως ἐπ’ οὐδενί καί κατ’ οὐδένα τρόπο οὐδαμῶς κατά τήν ἰσοτιμία καί τήν ἰσότητα. «Ἂλλωστε ἡ ἐξαίρεση τῆς γυναίκας ἀπό τήν ἱερωσύνη οὐδόλως μείωσε, ἀλλ’ οὔτε καί μειώνει τή χαρισματική ζωή τῆς Ἐκκλησίας»[22]. Τό ὅλο θέμα τίθεται στή βάση τῆς ὑπέρβασης τῆς κτιστότητας τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς πρόκλησης τῆς ἐσχατολογικῆς θεοείδειας του, ἐφ’ὅσον τό παρόν τῆς Ἐκκλησίας φωτίζεται ἀπό τό μέλλον αυτῆς.
Κατακλείοντας τίς συμπερασματικές θέσεις τῆς παρούσας ἔρευνας καί ἀναφορικά μέ τό θέμα τῆς ἰσχύος τῆς Παράδοσης τῆς Ἐκκλησίας, θά ἤθελα νά ὑπενθυμίσω, ὅτι ἡ Παράδοση τῆς χειροτονίας τῶν Διακονισσῶν, ἡ ὁποία ἔχει τίς ρίζες της στήν Ἀποστολική ἐποχή[23] καί διατηρήθηκε μέχρι τόν ἐνδέκατο αἰῶνα[24] καταργήθηκε (ἀτόνισε). Σήμερα, ὅμως στό πλαίσιο τοῦ σύγχρονου αἰτήματος γιά τή συμμετοχή τῆς γυναίκας στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας θά ἦταν δυνατόν τουλάχιστον ἡ παράδοση τῆς «ἀνδρικῆς ἱερωσύνης» νά ἀναζητήσει τήν ἐπανασύνδεσή της, μέ τήν Παράδοση τῶν Διακονισσῶν.
[1] ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ Ὁμιλία Α’31, Περί γενέσεως τοῦ ἀνθρώπου, PG 44, 128 «Ὁμότιμαι αἱ φύσεις, ἴσαι αἱ ἀρεταί, ἆθλα ἴσα, ἡ καταδίκη ὁμοία. Μή πρόσεχε τῷ ἔξω ἀνθρώπῳ, περίπλασμα ἐστί τοῦτο. Ἡ ψυχή καθέζεται ἔνδον ὑπό παραπετάσματι καί ἁπαλῷ τῷ σώματι. Ψυχή μέντοι καί ψυχή ὁμότιμος, ἐν τοῖς παραπετάσμασιν ἡ διαφορά”.
[2] ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ Ν. ΓΙΟΚΑΡΙΝΗ, Ἡ ἱερωσύνη τῶν γυναικῶν στό πλαίσιο τῆς Οἰκουμενικῆς Κίνησης, Κατερίνη, 1995.
[3] ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ, Περί κατασκευῆς τοῦ ἀνθρώπου, 16 PG 44, 188. «Ὁ πρῶτος Ἀδάμ οὐράνιος, ἁγνός καί ἄφυλος, ἔλαβε σῶμα διά τῆς ἁμαρτίας…».
[4] Γεν.1:27. 2:23.
[5] ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΑΖΙΑΝΖΗΝΟΥ, Λόγος 37, PG 36, 289Β. «Διά τοῦτο ὁ εἰδώς τά πάντα...προκατανοήσας τῇ προγνωστικῇ του δυνάμει ὅτι ρέπει κατά τό αὐτοκρατές του καί αὐτεξούσιον τῆς ἀνθρωπίνης προαιρέσεως ἡ κίνησις, ἐπειδή τό ἑσόμενον εἶδεν ἐπιτεχνᾶται τῇ εἰκόνι τήν περί τό ἄρρεν καί θῆλυ διαφοράν, ἣτις οὐκέτι πρός τό θεῖον ἀρχέτυπον βλέπει, ἀλλά καθώς εἴρηται, τῆ ἀλογωτέρῳ προσωκείωται φύσει».
[6] ΙΩΑΝΝΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ, Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, Περί παρθενίας, 4,24, PG 94, 1208Α. «Ὣστε διά τό μή ἐκτριβῆναι καί ἀναλωθῆναι τό γένος ὑπό τοῦ θανάτου ὁ γάμος ἐπινενόηται, ὡς διά τῆς παιδοποιῒας τό γένος τῶν ἀνθρώπων διασώζεται».
[7] ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, 84, PG 48, 595. «Τότε γάρ ἡ ἀνθρωπίνη καθ’ ἑαυτῆς ἔσχιστο φύσις καί πόλεμος ἦν ἄσπονδος».
[8] Ὃπου ἀνωτ.
[9] ΔΙΑΤΑΓΑΙ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ,ΣΤ, ΧΙ, PG 1,937Α. «ἐπ’αὐξήσει γάρ τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων διαφοράν σχημάτων διεπλάσθη ἐν τῷ Ἀδάμ καί τῇ Εὔᾳ». Πρβλ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ, Ὁμιλία Α’, 31, Περί γενέσεως τοῦ ἀνθρώπου, PG 4, 128.
[10] MANSI VIII, ACO II, 1, 2, 129 (325) κ. ἑξ.
[11] ΙΩΑΝΝΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ Ἔκδοσις ἀκριβής ὀρθοδόξου πίστεως, 3, 12, PG 94, 1029Α.
[12] ΙΩΑΝΝΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ,Ἔκδοσις ἀκριβής ὀρθοδόξου πίστεως , Περί ἰδιωμάτων τῶν δύο φύσεων, 3,13 PG 94, 10,33Α.
[13] Μ.ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, Περί ἐνανθρωπήσεως, Λόγος Β’ «(Ὁ Θεός Λόγος) λαμβάνει ἑαυτῷ σῶμα καί τοῦτο οὐκ ἀλλότριον τοῦ ἡμετέρου…» .
[14] ΕΙΡΗΝΑΙΟΥ, Ἔλεγχος ψευδωνύμου γνώσεως , Βιβλίον Γ’ΧΙΙΧ, ΒΕΠΕΣ 5,150. «Εἰς τοῦτο γάρ ὁ Λόγος ἄνθρωπος … ἵνα ὁ ἄνθρωπος τόν Λόγον χωρήσας καί τήν υἱοθεσίαν λαβών, υἱός γένηται Θεοῦ…».
MANSI XII, 344. (7η Οἰκουμενική Σύνοδος, 6η Συνεδρία) «ἐκ δύο γάρ φύσεων ἴσμεν τόν Χριστόν, καί ἐκ δύο φύσεων ἀδιαιρέτως, ἤγουν θείᾳ τε καί ἀνθρω- πίνῃ».
[15]ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ, Ὁμιλία ιστ’, ΕΠΕ 9,430. «περιβαλλόμενος ἀφράστως καί συναφθείς ἀδιαιρέτως τῇ ἀνθρωπίνῃ φύσει καί τεχθείς Θεός ὁμοῦ καί ἄνθρωπος, ἐκ γυναικός μέν, ἵνα τήν παρ’αὐτοῦ ἀναλάβηται φύσιν, ἐκ παρθένου δέ ταύτης, ἵνα καινόν ποιήσῃ ἄνθρωπον».
[16] Μ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, Περί ἐνανθρωπήσεως, Λόγος Β’, 8 PG 25, 109C. «Λαμβάνει ὁ Θεός (Λόγος) τό ἡμέτερον (σῶμα) καί τοῦτο οὐχ ἁπλῶς, ἀλλ’ ἐξ ἀχράντου καί ἀμιάντου ἀνδρός ἀπείρου παρθένου, καθαρόν καί ἀμιγές τῆς ἀνδρῶν συνουσίας…».
[17] ΜΑΞΙΜΟΥ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ, Περί διαφόρων ἀποριῶν, PG 90, 1304D.
[18] ΕΙΡΗΝΑΙΟΥ, Ἔλεγχος ψευδωνύμου γνώσεως, Βιβλίον Γ’ ΒΕΠΕΣ 5, 149. «Καί εἰ μή συνηνώθη ἄνθρωπος τῷ Θεῷ, οὐκ ἄν ἠδυνήθη μετασχεῖν τῆς ἀφθαρσίας».
[19] ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΑΖΙΑΝΖΗΝΟΥ, Λόγος 37, 6, PG 36, 289Β.
[20] ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Ομιλία 37,6. «Εἷς ποιητης ἀνδρός καί γυναικός, εἷς χοῦς, ἀμφότεροι εἰκών μία, νόμος εἷς, θάνατος εἷς, ἀνάστασις μία».
[21] ΜΑΞΙΜΟΥ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ, Κεφάλαια περί θεολογίας, Ἑκατοντάς Β’ ΒΕΠΕΣ 14, 529.
[22] ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΜΑΤΣΟΥΚΑ, Ὀρθοδοξία καί Οἰκουμενικός διάλογος, ἐκδ. Ἀποστολική Διακονία, Ἀθήνα, 2005, σελ.122-127.
[23] Ρωμ. 16:1-2. Α’ Τιμ. 3:11.
ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Ὑπόμνημα εἰς τήν 1 Τιμ.3:11. PG 62,53. «τινές ἁπλῶς περί γυναικῶν εἰρῆσθαι τοῦτό φασιν, οὐκ ἔστι δέ τί γάρ ἐβούλετο μεταξύ τῶν εἰρημένων παρεμβαλεῖν τι περί γυναικῶν; Ἀλλά περί τῶν τό ἀξίωμα τῆς διακονίας ἐχουσῶν λέγει».
ΚΛΗΜΕΝΤΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΣ, Στρωματεῖς 3,6, PG 8,1157.
[24] Στήν Ἁγία Σοφία ὑπηρετοῦσαν 40 Διακόνισσες.
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΧΑΛΚΙΔΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Εἰσήγησις ἐνώπιον τῆς σεπτῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τήν 8ην Ὀκτωβρίου 2004.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου