Εισήγηση που πραγματοποιήθηκε στην Επιμορφωτική ημερίδα των θεολόγων καθηγητριών και καθηγητών της Λέσβου, (16-1-2010) στο Πολύκεντρο του Μανταμάδου.
Μια μαθήτρια Γ Λυκείου λέει «Πήγαμε στην πενθήμερη εκδρομή. Μου άρεσε ένας νέος καθηγητής, ο θεολόγος, αλλά συγκρατούσα τον εαυτό μου. Είδα τη φίλη μου που πήγε και τον κάλεσε να χορέψουν. Στη συνέχεια έκπληκτη παρατήρησα ότι την φλέρταρε. Έπεσε στα μάτια μου ο καθηγητής και μάλωσα με την φίλη μου». Ας δούμε για λίγο την αγωνία και πάλι του καθηγητή, ο οποίος ταυτίζεται με τους εφήβους και ψάχνει να βρει τρόπους και δικαιολογίες για να ζήσει μια όψιμη εφηβεία!. Δημιουργεί ιδεολογικά τεχνάσματα, ότι πρέπει ως καλός καθηγητής να έχει επαφή, να έχει καλές σχέσεις με τους μαθητές του. Ουσιαστικά αγωνιά για την δική του επιβεβαίωση- μας υπογραμμίζει ο Δημήτρης Καραγιάννης- για τις δικές του ναρκισσιστικές ανάγκες από τον θαυμασμό των μαθητών του κι έτσι ανταγωνίζεται τους εφήβους σε ανωριμότητα. Μέσα απ την εφηβεία των μαθητών του ζει και την δική του. «Ήμουν εποπτεύουσα καθηγήτρια στο διάλειμμα και είχα δίπλα μου ένα ζευγαράκι που φιλιόντουσαν επιδειχτικά. Μαθητές μου! Εκείνη την ώρα που φιλιόντουσαν ,δεν μου έδιναν καμιά σημασία. Κι εγώ ζοριζόμουν αφόρητα. Έλεγα να αδιαφορήσω, να κάνω ότι δεν το είδα. Όμως, τότε θα ένοιωθα άσχημα προς τον εαυτό μου. Είμαι καθηγήτρια μόνο για να δώσω γνώσεις η και για να διαπαιδαγωγώ; Εάν πάλι έκανα παρατήρηση, θα γινόμουνα ρεζίλι. Θα έλεγαν ότι είμαι θεούσα» Αυτό το παράδειγμα μας το κάνει γνωστό ο παιδοψυχίατρος Δημήτρης Καραγιάννης, θέλοντας ίσως να μας θυμίσει και μια δική μας ανάλογη υπαρξιακή αγωνία, όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με την δική μας εφηβεία. Γιατί τελικά η συγκεκριμένη καθηγήτρια με αφορμή τους μαθητές της αναρωτιόταν για τη δική της ταυτότητα. Δεν την απασχολούσαν οι κανόνες του σχολείου και η άποψη του διευθυντή, αλλά αντίκριζε τη δική της δυσκολία. Κι ένα ακόμα παράδειγμα από την πλευρά των μαθητών, μας αναφέρει ο παραπάνω παιδοψυχίατρος.
Ένας ανασφαλής καθηγητής που αποζητά κάποιους εφήβους οπαδούς-μας σημειώνει ο Δημήτρης Καραγιάννης- για να νοιώσει αυτάρεσκα ότι αξίζει, αυτό που θα μεταδώσει θα είναι τραυματικό, αφού θα τους έχει χρησιμοποιήσει. Επομένως ο καθηγητής καλείται να αντλήσει δύναμη από την αυθεντικότητα της προσωπικής του ωριμότητας. Και τότε θα συνειδητοποιήσει την αναγκαιότητα της δικής του σταθερότητας και προσωπικής ολοκλήρωσης, ως βασική προϋπόθεση για μια υγιή σχέση με τον έφηβο. Θα κατανοήσει ότι αυτοσκοπός του εφήβου είναι ο σχηματισμός ταυτότητάς του και όχι η οποιαδήποτε ένταση, αμφισβήτηση των γύρω του και σύγκρουση με αυτούς. Απλά μέσα απ την διαπροσωπική σύγκρουση προσπαθεί να αυτοπροσδιοριστεί, να οριοθετηθεί και να αυτονομηθεί.
Σαφώς ως εκπαιδευτικοί θα χρειαστεί να ορίσουμε το σχολικό πλαίσιο με τους κανόνες του και την απαίτηση τήρησής τους, εφόσον και εμείς οι ίδιοι εφαρμόζουμε τους κανόνες αυτού του πλαισίου. Αν αυτό γίνεται με ειλικρίνεια και σταθερότητα χωρίς καμιά εμπλοκή προσωπικής ανεκπλήρωτης ανάγκης μας η όποιας καταπιεσμένης εφηβείας μας, τότε γεννιέται και η δυνατότητα του θεολογείν.
Κι αν το σημερινό εκπαιδευτικό σύστημα δίνει βαρύτητα στην απομνημόνευση γνώσεων, εμείς οι θεολόγοι χρειάζεται να επιμείνουμε με την δική μας ευθύνη στην δημιουργία καλών και υγιών σχέσεων με τους μαθητές μας. Γιατί η ανάπτυξη δημιουργικότητας του παιδιού, η διαδικασία συγκρότησης της προσωπικότητάς του και οι υπαρξιακές του ανησυχίες δεν περνούν από τον υπολογιστή, αλλά από την σχέση. Πόσο όμως προσπαθούμε στην κατεύθυνση αυτή; Εξάλλου όταν τα παιδιά ζητούν τη γνώμη μας, δεν έχουν ανάγκη μιας εγκυκλοπαιδικής αναζήτησης, αλλά ψάχνουν να βρουν τρόπο σχέσης μαζί μας. Στις μέρες μας είναι πάρα πολλά τα γνωστικά ερεθίσματα και άπειρες οι πηγές πληροφόρησης που έχουν οι νέοι. Παραμένει όμως ως βαθύτερη ανάγκη τους, η ανάγκη του «σχετίζεσθαι».
Ο Ηλίας Κουρκούτας που διδάσκει ψυχολογία, μας τονίζει στο βιβλίο του <Η ψυχολογία του εφήβου> ότι ο εκπαιδευτικός παραμένει πρότυπο ταύτισης, όταν έχει την ικανότητα να προσεγγίζει και να μην απορρίπτει τα παιδιά (όσα δηλαδή ισχύουν για το γονέα ισχύουν σε κάποιο βαθμό και για τον εκπαιδευτικό). Και συνεχίζει ο ίδιος συγγραφέας, ότι σε συναισθηματικό επίπεδο ο εκπαιδευτικός πρέπει να μάθει να κατανοεί, τι είναι αυτό που τον ενοχλεί στον έφηβο, ώστε να μη μεταφέρει τις δικές του συγκρούσεις και τα δικά του κωλύματα στη σχέση του μαζί του. Ειδάλλως, είναι δυνατόν να πληγώσει και να στιγματίσει σοβαρά έναν αδύναμο έφηβο. Η όποια συμπεριφορά μπορεί να σχολιαστεί, να τιμωρηθεί ,αλλά το πρόσωπο αξίζει πάντα τον σεβασμό μου, την αγάπη μου, με στόχο να βελτιωθεί, αφού όλοι είμαστε «εν δυνάμει» άγιοι. Νομίζω ότι είναι το δυσκολότερο μέρος του «σχετίζεσθαι».
Στόχος μας χρειάζεται να είναι το ανθρώπινο κλίμα μέσα στη τάξη και η δημιουργική πορεία του μαθήματος με μια βαθύτερη πνευματική ικανοποίηση και χαρά. Είναι καλό η κάθε σχολική χρονιά ν αρχίζει με ένα άτυπο συμβόλαιο. Να οριστεί ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο καλούνται κι οι δύο πλευρές να συνεργαστούν με στόχο τον αλληλοσεβασμό, την ελευθερία έκφρασης και την αλληλοαποδοχή.
Γιατί μια βασική αρχή της καλής επικοινωνίας είναι η σωστή ακρόαση του άλλου, που αυτό σημαίνει εστιάζω την απόλυτη προσοχή μου στο πρόσωπό του και στα λεγόμενά του χωρίς καμιά κριτική, χωρίς να σκέφτομαι τι θα του απαντήσω. Στην Επιστολή του Ιακώβου κεφ.1,19 διαβάζουμε «Κάθε άνθρωπος πρέπει να είναι πρόθυμος στο να ακούει, να μη βιάζεται να μιλάει και να μη βιάζεται να οργίζεται»
Οι μαθητές μας πρέπει να γνωρίζουν ότι είμαστε εκεί να τους ακούσουμε, να μας αισθανθούν συνοδοιπόρους στην αναζήτηση νοήματος ζωής. Να ξέρουν ότι κι εμείς ως θεολόγοι συνεχίζουμε την αναζήτηση, γιατί αν και η θεολογική γνώση «κατακτάται», το θεολογικό βίωμα δεν είναι «κάτι» που κατακτάται, αλλά βρίσκεται σε ένα «διαρκώς γίγνεσθαι», με περιθώριο βελτίωσης.
Η οποιαδήποτε πληροφορία γύρω απ’ την Ορθοδοξία μπορεί να αποκτήσει νόημα, όταν ο μαθητής γνωρίζει ότι ο δάσκαλος του νοιάζεται γι’ αυτόν. Γιατί τι νόημα αποκτούν οι λέξεις -που συχνά χρησιμοποιούμε-πρόσωπο, κοινωνικότητα, ταπείνωση, αγάπη, όταν είμαστε απρόσωποι, αγέλαστοι, επικριτικοί; Κι αυτή η ασυμφωνία είναι που κάνει το κακό όσον αφορά τις σχέσεις μας. Μπορούμε λοιπόν να καταλάβουμε ότι μ αυτή τη στάση μας πόσο μπερδεύουμε τους μαθητές μας; Κι έτσι όχι μόνο δεν τους επιτρέπουμε την αναζήτηση του Θεού, αλλά δημιουργούμε τον θυμό τους, την αγανάκτησή τους και την περιφρόνησή τους. Κι ενώ εύκολα κάνουμε την κριτική μας γι αυτούς-γιατί δεν αντέχουμε την ειλικρίνειά τους, την αυθεντικότητά τους-φοβόμαστε να μπούμε στην διαδικασία της αυτοκριτικής και του αυτοελέγχου. Ένα ερώτημα που προκύπτει είναι το εάν και κατά πόσο είμαστε ικανοί και έτοιμοι να αντέξουμε τέτοια πρόκληση, δηλαδή την πρόκληση της αμφισβήτησής μας. Και το επόμενο ερώτημα πάλι που προκύπτει είναι γιατί να κλονιζόμαστε με την όποια δήλωση αθεΐας, εφόσον ισχυριζόμαστε ότι έχουμε ακλόνητη πίστη; Το τελευταίο ερώτημα μας το κάνει πιο ηχηρό ο Θανάσης Παπαθανασίου, στην εισαγωγή του νέου βιβλίου του συμβούλου μας Ανδρέα Αργυρόπουλου όπου τονίζει: Μα και τι νόημα έχει μια θεολογία που κραδαίνεται σαν όπλο κατά απίστων και δεν ζυμώνει αυτούς που την διατυπώνουν;
Θα ήταν ίσως βοηθητικό να φανταστεί ο καθένας από μας τον εαυτό του στην τάξη σε μια συνηθισμένη μέρα, κι ας κάνει ο καθένας μας την αυτοκριτική του . Ας πάμε λοιπόν για λίγο στην τάξη…. Αυτονόητα μας βγαίνει το «καλημέρα», αλλά κάποιες φορές με ύφος κουρασμένο και αδιάφορο. Ξεχνάμε ότι εκείνο που κάνει την διαφορά είναι το ίδιο το ύφος μας, η έκφρασή μας, ο τρόπος που μιλά το σώμα μας . Ο Άλμπερτ Μεράμπιαν ,πρωτοπόρος ερευνητής της γλώσσας του σώματος κατά την δεκαετία του 1950, ανακάλυψε ότι η συνολική εντύπωση ενός μηνύματος είναι περίπου 7% λεκτική (μόνο λέξεις), 38% φωνητική (όπου περιλαμβάνονται ο τόνος της φωνής, οι διακυμάνσεις του και άλλοι ήχοι) και 55% μη-λεκτική.
Πιστεύω ότι τα παιδιά σήμερα είναι πολύ μπερδεμένα σε όλα τα επίπεδα ζωής και σχέσεων, αλλά εμείς οι μεγάλοι τα έχουμε καταμπερδέψει με την ασυνέπειά μας, την υποκρισία μας, τα απωθημένα όνειρά μας ,τις ανασφάλειές μας και τον υπέρμετρο εγωισμό μας. Ζητάμε συνεχώς επιβεβαίωση του εαυτού μας μέσα απ τους άλλους και το χειρότερο μέσα απ τα παιδιά μας.
Ο χειρότερος κίνδυνος για τον θεολόγο καθηγητή –μας θυμίζει ο παιδοψυχίατρος Δημήτρης Καραγιάννης-είναι να ταυτιστεί με τον Θεό και να πιστεύει ότι επειδή μιλά γι’ Αυτόν, διαθέτει και ιδιότητές Του. Να πιστεύει ότι έχει απαντήσει σ όλα τα υπαρξιακά του ερωτήματα, να νομίζει ότι είναι ο πιο υγιής φορέας της ηθικής ζωής σ αντίθεση με όλους τους άλλους. Κι αυτή είναι η μεγάλη παγίδα του, γιατί ζει με την ψευδαίσθηση της ολοκλήρωσής του, αγνοώντας τελικά την πορεία της τελείωσης, αφού λείπουν η αγάπη, η συγχώρεση κι η ταπείνωση απ την καθημερινή ζωή του. Tελειότητα είναι η βαθειά ταπείνωση και ο πραγματικά ολοκληρωμένος άνθρωπος είναι ο άνθρωπος της αγάπης, μας υπογραμμίζει ο θεολόγος Ιωάννης Καλδέλλης στο βιβλίο του «Η υπέρβαση της αγωνίας, του άγχους και του φόβου κατά την Ορθόδοξη σκέψη». Αναρωτιέμαι πως μπορώ να διδάξω την ταπείνωση όταν σε κάθε μου λέξη ,σε κάθε μου κίνηση προβάλλεται το ΕΓΩ μου .
Ο π. Αλέξανδρος Ελτσιανίνωφ στα «Πνευματικά Κεφάλαια», υπογραμμίζει ότι ο ταπεινός, ακόμα και στην περίπτωση που δεν τον διακρίνουν υψηλή νοημοσύνη η ταλέντα, αιχμαλωτίζει όλες τις καρδιές. Συνεχίζουμε να είμαστε στην τάξη………… Πριν ρωτήσουμε κάτι σχετικό για το μάθημα ,ας ρωτάμε κάπου- κάπου σύντομα πρώτα για τα ίδια τα παιδιά. Πως αισθάνονται σήμερα…. Είναι καλό να εισπράξουν ότι ενδιαφερόμαστε γι’ αυτά . Εξάλλου στο τέλος του 20ου αιώνα παρατηρήθηκε μια απαράμιλλη έξαρση μελετών για τα συναισθήματα. Υπήρχε μια εποχή που το IQ (Intelligence Quotίent) θεωρούνταν ως ο βασικός συντελεστής επιτυχίας στη ζωή , αλλά κατά την τελευταία δεκαετία ο ψυχολόγος Daniel Goleman υποστήριζε ότι η συναισθηματική νοημοσύνη είναι πιο σημαντική (Emotional Intelligence) και την όριζε με τέτοιο τρόπο ώστε να περιλαμβάνει αυτογνωσία, έλεγχο του παρορμητισμού, ζήλο και κινητοποίηση, ενσυναίσθηση και κοινωνικές ικανότητες . Δεν μπορεί να μετατραπούμε-μας λέει ο π. Βασίλειος Θερμός-σε συμβούλους επαγγελματίες, ούτε ψυχολόγοι, ούτε ψυχίατροι, ούτε πνευματικοί μπορούμε να γίνουμε. Μπορούμε όμως να αποτελέσουμε μια ακτίνα ελπίδας στην ζωή των παιδιών. Υπάρχουν παιδιά τα οποία έχουν σωθεί από το αδιέξοδο τους ,όχι γιατί άκουσαν κάποια απάντηση συγκεκριμένη, αλλά γιατί κρατήθηκε η επαφή με ένα πρόσωπο μεγαλύτερο που αγαπούσαν και τα αγαπούσε.
Σαν να κρατάς ένα σχοινί-συνεχίζει ο π. Βασίλειος Θερμός-μέσα στην ομίχλη για να μην χαθείς, μέχρι να φύγει η ομίχλη και να δεις που είσαι. Είναι αλήθεια ότι κάποιοι από μας προτιμάμε τους εύκολους μαθητές, δηλαδή αυτούς που μας επιτρέπουν να κάνουμε μάθημα ήσυχα, να πούμε ανενόχλητοι αυτά που έχουμε προγραμματίσει, αυτούς που μας επιτρέπουν να αισθανθούμε πετυχημένοι δάσκαλοι.
Δεν είναι λίγοι οι μαθητές που αν ρωτηθούν για τους θεολόγους τους, θα απαντήσουν «καλός ο καημένος, αλλά άχρωμος». Η απουσία χρώματος-μας λέει ο Δημήτρης Καραγιάννης αντιστοιχεί στον καθηγητή που στέκεται αμυντικά απέναντι στους μαθητές του.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει με τα καλά παιδιά , που προσπαθούν να μη δημιουργήσουν προβλήματα, ώστε να μη βρεθούν στη δίνη κάποιας έντασης και ζουν μια φαινομενικά αδιατάρακτη ζωή, αλλά ζωή με πολλές συναισθηματικές ελλείψεις και ίσως την απάρνηση των συναισθημάτων τους και των επιθυμιών τους .
Κι έτσι το μάθημα από μέρους μας θεωρείται ως μια επώδυνη διαδικασία, όπου στόχος είναι η αποφυγή των όποιων συγκρούσεων και ο περιορισμός σε μια διδακτέα ύλη. Προσποιείται ο θεολόγος ότι δεν παρατηρεί κάποιες αταξίες και επιπλέον προσπαθεί να δωροδοκήσει τους μαθητές με υψηλή βαθμολογία. Κι έτσι ευγνωμονεί τους ελάχιστους μαθητές του, που του επιτρέπουν να αυταπατηθεί ότι κάνει μάθημα.
Κι έτσι κι οι δύο πλευρές βιώνουν την δική τους αυταπάτη της επιτυχίας. Κι εδώ γεννιέται ένα άλλο αντιφατικό μήνυμα στους μαθητές μας «της αμοιβής χωρίς την στοιχειώδη προσπάθεια». Ίσως να ήταν τιμιότερο να τους καταθέσουμε τον λόγο που γίνεται η όποια βαθμολογική πριμοδότηση- τουλάχιστον ας πούμε την αλήθειά μας- κι οι μαθητές μας είναι ικανοί να την εκτιμήσουν.
Ένας άλλος τύπος καθηγητή είναι να γίνει πολύ αυστηρός, που προσπαθεί να απειλήσει με τις υπερβολικές απαιτήσεις του, τις δυσνόητες ερωτήσεις του και την χαμηλή βαθμολογία του. Κι οι δυο τύποι αλληλοκατηγορούνται , αλλά τελικά έχουν ένα κοινό υπόβαθρο ,την ανασφάλειά τους.
Ένας ενήλικας που γνωρίζει πώς να σχετίζεται με τον έφηβο δεν στέκεται στην πρόκληση με την οποία τίθεται το ερώτημα, αλλά απαντά στο ίδιο το ερώτημα, μας τονίζει ο Δημήτρης Καραγιάννης. Κι όταν ισχυριζόμαστε ότι κατανοούμε τους εφήβους σήμερα, σημαίνει ότι δεν ενδίδουμε στις προκλήσεις τους, αλλά διαβλέπουμε τι κρύβεται πίσω απ αυτές, διερευνώντας παράλληλα τις βαθύτερες αιτίες που υποκρύπτονται. Και μόνο τότε παρεμβαίνουμε για να τους βοηθήσουμε ουσιαστικά και αποτελεσματικά.
Παράλληλα ξεχνάμε ότι οι δύσκολες περιπτώσεις μαθητών μας βελτιώνουν, μας βγάζουν απ’ την τελμάτωση και μας εξελίσσουν.
Μια βασική λειτουργία του καθηγητή είναι η κατανόηση των συμπτωμάτων του εφήβου. Η κατανόηση δηλαδή ότι, όταν ένας έφηβος γίνεται «διαταρακτικός», επιθετικός , «συγκρουσιακός» και αναστατώνει τον κόσμο γύρω του, αυτό συμβαίνει διότι ο ίδιος νιώθει κάπως έτσι μέσα του, διαταραγμένος, με έντονες συγκρούσεις, νιώθει ότι τον έχουν καταπιέσει, ότι του έχουν επιτεθεί……
«Αν δεν γίνουν αποδεκτά τα δυσάρεστα συναισθήματα, ούτε τα ευχάριστα είναι αξιόλογα»- μας υπενθυμίζει ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς- και συνεχίζει «παιδιά που μεγαλώνουν χωρίς επαρκή εμπειρία θυμού συχνά κατακλύζονται απ αυτόν στην εφηβεία χωρίς να μπορούν να τον χειριστούν. Δυστυχώς τα εύθραυστα συναισθήματα της ευαισθησίας, αγάπης και συμπάθειας, άπαξ και εξαλειφθούν μπορεί και να μην επιστρέψουν ποτέ» Ξεχνάμε λοιπόν ότι πίσω από κάθε προβληματική συμπεριφορά κρύβεται μια έκκληση βοήθειας, μια ανάγκη επικοινωνίας, μια αναζήτηση αγαπητικής σχέσης. Κι ο ρόλος του θεολόγου είναι καταλυτικός .Καλείται να ακούσει κι αυτό που δεν λέγεται.
Το μάθημα των Θρησκευτικών –υποστήριζε ο αείμνηστος καθηγητής Νίκος Νησιώτης τέσσερις δεκαετίες πριν- στην βαθύτερη όψη του είναι ένα διαλεκτικό- υπαρξιακό αίτημα πλήρες νοημάτων προς διαπραγμάτευση μέσα στη σχολική τάξη. Μάθημα που ξέρει ν ανανεώνεται, γιατί μιλά με τον κώδικα της εποχής του, χωρίς να χάνει την ουσία του .
Έχουμε λοιπόν το προνόμιο να πούμε πολλά, να κινηθούμε πιο άνετα στο μάθημά μας από τις άλλες ειδικότητες και να προσφέρουμε στα παιδιά την ευκαιρία της αυτοέκφρασης, του στοχασμού, της συνεργασίας ,του σεβασμού του άλλου, και φυσικά την ομορφιά της αναζήτησης του Θεού και μέσα απ αυτήν την αξία της νοηματοδότησης της ζωής τους.
Η παιδεία που μας προτείνουν οι Τρεις Ιεράρχες , όπως αναφέρει ο σχολικός σύμβουλός μας στο νέο του βιβλίο «Το επαναστατικό μήνυμα των Τριών Ιεραρχών» είναι «δρόμος απελευθέρωσης και όχι διαδικασία εξαναγκασμού και ανελευθερίας». Ο λόγος του δασκάλου, λέει ο ιερός Χρυσόστομος πρέπει να είναι «λόγος ανθρώπου που διδάσκει μάλλον παρά ελέγχει , που παιδαγωγεί παρά τιμωρεί, που βάζει τάξη παρά που διαπομπεύει, που διορθώνει παρά που επεμβαίνει στη ζωή του άλλου(του μαθητή)».
Ας μπούμε λοιπόν στον κόπο να αναζητήσουμε κάτι καλό για την όποια προσπάθεια κάνει ο μαθητής μας, για την συμπεριφορά του , για τον χαρακτήρα του κι ας το καταθέσουμε στον γονιό. Κι αν ακόμα δυσκολευόμαστε να βρούμε κάτι θετικό, ίσως να είναι δική μας η αδυναμία να το εντοπίσουμε . Εδώ ίσως χρειαστεί να δώσουμε την ευκαιρία στον μαθητή να εκφραστεί και να ξεδιπλώσει τα συναισθήματά του και το δυναμικό του. Είναι απαραίτητο να εμπλέξω τον κάθε μαθητή σ αυτό που λέω. Ας προβληματιστούμε τελικά για το αν θέλουμε να διδάσκουμε η να διαπαιδαγωγούμε. Ο θεολόγος Αλέξανδρος Καριώτογλου στο βιβλίο του «Ορθοδοξία και Παιδεία» μας λέει ότι διδάσκοντας ένα παιδί του μεταφέρεις ένα ποσό γνώσεων, εξειδικευμένων μάλιστα, που πρέπει με τον δικό του τρόπο , κι αν θέλει , να αφομοιώσει. Διαπαιδαγωγώντας όμως ένα παιδί του μαθαίνεις ένα τρόπο δουλειάς, ένα ήθος, ένα δρόμο για ολοκλήρωση.
Είναι πολύ βοηθητικό για τον γονιό να αισθάνεται ότι για την πορεία, την ψυχική υγεία του παιδιού του και την μόρφωσή του με την ευρύτερη έννοια νοιάζεται και κάποιος άλλος-παράλληλα μ αυτόν- με αγάπη. Είναι σημαντικό κάθε φορά που βγαίνουμε απ την τάξη να νιώθουμε ότι κάτι δώσαμε σ ανθρώπους και κάτι επίσης πήραμε απ αυτούς. Αυτή είναι η μεγάλη μας αμοιβή και η ομορφιά της εργασίας μας.
Ακόμα κι αν δεν εισπράττεται άμεσα αυτή η ικανοποίηση-ότι κάτι δώσαμε-αφού κάποιοι δεν πρόσεχαν –ας μην απογοητευόμαστε. Εξάλλου ο Freud χαρακτηρίζει ανέφικτα επαγγέλματα του θεραπευτή, του ιερέα και του δασκάλου, γιατί δεν εισπράττουν άμεσα τα αποτελέσματα της εργασίας τους.
Ας θυμηθούμε όμως όλοι τη χαρά μας, όταν δεχόμαστε εγκάρδιους χαιρετισμούς από παλιούς μαθητές μας. Αυτό τελικά που αντέχει στον χρόνο είναι η εκτίμηση και η αγάπη. Κάτι που δώσαμε πριν χρόνια, το εισπράττουμε μετά από χρόνια με την ίδια αυθεντικότητα. Κι ακολουθεί το διάλειμμα, οπότε ερχόμαστε σε επαφή με τους συναδέλφους….. Ίσως κάποιες φορές, κάποιοι από μας μοιάζουμε σαν να καιροφυλακτούμε να πιαστούμε από μια φράση των συναδέλφων για να βγάλουμε τα δικά μας συμπεράσματα για την πίστη τους και είτε να τους εντάξουμε στη δική μας γραμμή, είτε να τους απορρίψουμε. Ίσως με ευκολία χρησιμοποιούμε ταμπέλλες όπως ο άθεος, ο άπιστος, ο αντιεκκλησιαστικός κι αμέσως φερόμαστε ψυχρά, με απορριπτική στάση στο πρόσωπο των συναδέλφων αυτών. Αλήθεια, γιατί κάποιο περίεργο, αρνητικό συναίσθημα μας κατακλύζει, όταν κάποιος συνάνθρωπός μας δηλώνει ανοιχτά την αθεΐα του; Αντί να σεβαστούμε ακόμα κι αυτή τη θέση, διατηρώντας την δική μας ουσία, ανοίγουμε μέτωπα πολέμου, όπου εκφράζεται ένα απύθμενο μίσος κι έτσι φυσικά εμείς οι ίδιοι ακυρώνουμε την χριστιανική μας ταυτότητα;
Ο π. Βασίλειος Θερμός αγωνιά για την αναγκαιότητα διάκρισης των ιδιωτικών θεολογιών και της θεολογίας της εκκλησίας και μας τονίζει ότι όταν πιστεύουμε ότι είμαστε καλύτεροι απ τους άλλους, όταν διατυμπανίζουμε ότι το σώμα κι ορμές του είναι βρώμικα πράγματα, όταν πιστεύουμε ότι ο Θεός είναι τιμωρός, τότε αυτές οι ιδιωτικές θεολογίες παράγουν κι ανάλογες στάσεις ζωής που δυσκολεύουν την πνευματική ζωή και τη σχέση μας με τους άλλους. Ο ψευδής εαυτός δεν μπορεί να είναι γνήσια ταπεινός παρά τις προθέσεις του-συνεχίζει ο π. Βασίλειος Θερμός διότι ολόκληρος ζει και κινείται μέσα στο όνειρο μιας ιδεατής καθαρότητος. Με άλλα λόγια επειδή αποφάσισε να γίνει άγιος πριν γίνει άνθρωπος.
Δυσκολευόμαστε λοιπόν να είμαστε ο αυθεντικός εαυτός μας, μήπως παρεξηγηθούμε απ’ τον περίγυρο. Χρειάζεται όμως να γίνουμε ο εαυτός μας, χωρίς σοβαροφάνειες. Γιατί τότε λείπει η καθαρότητα, η αλήθεια ,η φυσικότητά μας –αξίες τις οποίες θίγουμε στην τάξη-καταδικάζοντας την υποκρισία . Ταυτόχρονα όμως μιλάμε για τον Παράδεισο, ξεχνώντας ότι κόλαση είναι ο εαυτός μας , όταν είναι αποκομμένος απ’ τους άλλους με τον εγωκεντρισμό. Στη μεσαιωνική Ρωσία ο άγιος Σέργιος του Radonezh αφιέρωσε το νέο μοναστήρι που είχε ιδρύσει στην Αγία Τριάδα, ακριβώς επειδή ήθελε οι μοναχοί του να δείχνουν ο ένας στον άλλο, μέρα τη μέρα, την ίδια αγάπη που υπάρχει στα τρία πρόσωπα.
Και αυτή πρέπει να είναι η επιλογή όχι μόνο των μοναχών, αλλά του καθενός. Κάθε κοινωνική μονάδα,-η οικογένεια, το σχολείο, το εργοστάσιο, η ενορία πρέπει να γίνει μια εικόνα της Τριάδος. Στα αποφθέγματα των Πατέρων της Ερήμου διαβάζουμε <Υπάρχει μια φωνή που φωνάζει στον άνθρωπο ως την τελευταία του αναπνοή και λέει: Μεταστρέψου σήμερα>. Καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι για να δώσουμε νόημα στην θεολογική μας ταυτότητα χρειάζεται μέσα απ’ το παράδειγμα μας ,τη στάση ζωής μας, τις αξίες μας να εμπνέουμε συνέπεια λόγων και πράξης και να γινόμαστε υγιείς φορείς ενός ορθόδοξου ήθους. Διδάσκουμε κι όταν φεύγουμε απ την σχολική τάξη. Ο Μακάριος ο Αιγύπτιος (που έζησε τον Δ΄ μ.Χ αιώνα) έλεγε ότι <ένας επηρμένος και κακός λόγος μπορεί να κάνει καλούς ανθρώπους κακούς ,ενώ ένας καλός και ταπεινός λόγος μπορεί να κάνει τους κακούς ανθρώπους καλύτερους>. Κι αν βγούμε έξω απ την εκπαιδευτική διαδικασία και τις σχέσεις μας με τα πρόσωπα που εμπλέκονται σ αυτήν, επίσης χρειάζεται να δούμε το «σχετίζεσθαι» μας με την τοπική εκκλησία .
Εδώ χρειάζεται να τονιστεί η αξία των καλών σχέσεων μας με τον κληρικό της ενορίας, όπου γι αυτό πάλι κι οι δύο πλευρές αναλαμβάνουν την ευθύνη τους . Και ο κληρικός οφείλει να ακούσει τον θεολογικό λόγο του θεολόγου και ο θεολόγος με την σειρά του να ενισχύσει την εκκλησιαστική αυτοσυνειδησία του.
Εδώ χρειάζεται να αναφέρουμε την αγωνία του αρχιμανδρίτη Νεκτάριου Αντωνόπουλου, ηγουμένου Ι .Μ. Σαγματά, για το χάσμα μεταξύ μιας θεολογικής αριστοκρατίας διανοουμένων και μιας εκκλησιαστικά και θεολογικά υποβαθμισμένης μάζας.
Από τη μια η θεολογική αριστοκρατία διανοείται αποκομμένη συνήθως από την εκκλησιαστική πραγματικότητα κι από την άλλη ο πολύς λαός παραμένει ακαλλιέργητος και ξένος.< Ωραία λόγια-συνεχίζει ο π. Νεκτάριος-σωστές ιδέες, αλλά καμιά προσπάθεια να βιωθούν όλα αυτά, καμιά ελάχιστη σχέση με την εκκλησιαστική ζωή>. Σκέφτομαι την τεράστια ευθύνη που φέρνουμε ως θεολόγοι στην διαμόρφωση άποψης των νέων για τον ορισμό και το νόημα της πίστης. Είναι απαραίτητο να γίνει η διάκριση της πίστης ως πράξη στην καθημερινή ζωή μας απ’ την πίστη ως ιδεολογία, ως θεωρία ξεκομμένη απ το καθημερινό γίγνεσθαι. Άλλο να είναι κανείς ομολογιακά Ορθόδοξος κι άλλο βιωματικά Ορθόδοξος .
Ίσως χρειάζεται κι εμείς να κάνουμε αυτή την τόσο σημαντική διάκριση για να γίνουμε το καλό πρότυπο μίμησης κι αν όχι απαραίτητα μίμησης-τουλάχιστον παράδειγμα ειλικρινούς, αυθεντικής και ηθικής ζωής που πιθανώς εμπνεύσει κάποιους να κάνουν κάτι ανάλογο, κι αυτοί με τη σειρά τους να παραδώσουν κάτι στην επόμενη γενιά.
Σε μια πολυπολιτισμική κοινωνία έχουμε πολλές προκλήσεις . Ο π. Ελτσιανίνωφ μας συμβουλεύει να σεβόμαστε την πίστη των αλλοθρήσκων, να εκδηλώνουμε ενδιαφέρον και ερωτήματα και ύστερα να μιλούμε για την δική μας πίστη. Να τους προσκαλούμε στις δικές μας ακολουθίες, να μην ντρεπόμαστε να εκδηλώνουμε την δική μας πίστη και να προσευχόμαστε γι αυτούς. Να δημιουργήσουμε πρώτα αδελφική εμπιστοσύνη και συμπάθεια μεταξύ μας κι ύστερα ν αρχίσουμε τις εξηγήσεις. Ο Απ. Παύλος μας λέει «εγενόμην τοις Ιουδαίοις ως Ιουδαίος» . Τελειώνοντας θα δανειστώ τις σκέψεις της Virginia Satir- Αμερικανίδα συγγραφέας και ψυχοθεραπεύτρια- ειδικευμένη στην θεραπεία οικογένειας ( η οποία αναφέρει ότι «σ αυτή τη σύγχρονη πανανθρώπινη επανάσταση, τα σύνορα, οι συμμαχίες και οι διαπραγματεύσεις, οι νίκες και οι ήττες, οι ήρωες και τα θύματα μεταφέρονται στο πεδίο των ατομικών αναζητήσεων και των οικογενειακών σχέσεων. Το ξέρουμε, επισημαίνει πως υπάρχουν καλύτεροι τρόποι για να συνδιαλλαγούμε με τον εαυτό μας και με τους άλλους. Δεν έχουμε παρά να τους βάλουμε σε εφαρμογή. Και τότε θα μπορέσει ο καθένας μας να συνεισφέρει για έναν κόσμο πιο γερό, πιο θετικό για όλους μας. Η συμβολή μας αρχίζει από τη στιγμή που θα αναπτύξουμε τον αυτοσεβασμό μας, την αυτοεκτίμησή μας. Οι κατάλληλες εμπειρίες και η αναδιάπλαση θα μας οδηγήσουν να καταλάβουμε ο ένας τον άλλο με τρόπο δημιουργικό, να νοιαστούμε για τον εαυτό μας και για τους άλλους και να δώσουμε στα παιδιά μας ένα γερό θεμέλιο, πάνω στο οποίο θα αναπτύξουν δύναμη και ολοκλήρωση». Κλείνοντας θα ήταν καλό να θυμηθούμε ότι δεν χρειάζεται να είμαστε τελειομανείς, διότι δεν υπάρχει αλάνθαστος εκπαιδευτικός. Θα ήταν καλό να δώσουμε νόημα στη ζωή μας και να διατηρήσουμε ταυτόχρονα μια δροσιά και φρεσκάδα ανανέωσης που μας προσφέρει η επαφή με τα παιδιά. Μας συμβουλεύει ο π. Βασίλειος Θερμός, ότι αυτό που αποτελεί εγγύηση για την αποτελεσματικότητα της παιδαγωγίας μας είναι η συνεχής προθυμία για αυτοεξέταση, την οποία στηρίζει και διευκολύνει η χριστιανική μας ιδιότητα. Επισημαίνει ο σχολικός σύμβουλός μας στο τέλος του νέου του βιβλίου που προανέφερα, ότι για να επιτευχθεί η εξωτερική ειρήνη, ο άνθρωπος πρέπει προηγούμενα να έχει πετύχει την ειρήνευση του εσωτερικού του κόσμου. Ο άγιος Ισαάκ Σύρος γράφει ότι «σ εκείνον που γνώρισε τον εαυτόν του, του δόθηκε ολόκληρη η γνώση». Και αλλού «όποιος είδε καλά τον εαυτόν του είναι ανώτερος από εκείνον που βλέπει αγγέλους».
Σας ευχαριστώ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Αρχ. Νεκτ. Αντωνόπουλος , Θαν. Παπαθανασίου,Σταμ.Παπασταματέλος- Ανδρ. Αργυρόπουλος,Ανδρέας Μοράτος, Εκκλησία και νεολαία. Πέντε κείμενα προβληματισμού, Αθήνα 1999
2. Ανδρέας Αργυρόπουλος, Το επαναστατικό μήνυμα των τριών Ιεραρχών, Αθήνα 2009
3.Πρεσβ. Αλεξ. Ελτσιανίνωφ, Πνευματικά Κεφάλαια, Αθήνα 1992
4. Πρωτ. Βασίλειος Θερμός, Εκκλησία και νέοι χωρίς αερόστατο, Αθήνα 2006
5. Πρωτ. Βασίλειος Θερμός, Μαζί με τους γονείς, Αθήνα 1999.
6.Πρωτ.Βασίλειος Θερμός, Αναζητώντας το πρόσωπο, Αθήνα 1998
7.Γιάννης Καλδέλλης, Η υπέρβαση της αγωνίας ,του άγχους και του φόβου κατά την ορθόδοξη σκέψη, Μυτιλήνη 1998
8.Δημ.Καραγιάννης, Ρωγμές κι αγγίγματα, Εκδόσεις Αρμός
9.Αλέξανδρος Καριώτογλου, Ορθοδοξία και Παιδεία, Αθήνα 1991
10.Daniel Goleman, Συναισθηματική νοημοσύνη,
11.Ηλίας Κουρκούτας, Η ψυχολογία του εφήβου, Αθήνα 2001.
12.Θαν. Παπαθανασίου, Θρησκεία, Ιδεολογία, Επιστήμη ,Εκδόσεις Πορθμός Αθήνα 2003
13. Allan+ Barbara Pease, Γλώσσα του σώματος, Αθήνα 2006
14. .Satir Virginia, Πλάθοντας ανθρώπους. Αθήνα 1988
14.π.Φιλόθεος Φάρος, Κλήρος. Η ανεκπλήρωτη υπόσχεση πατρότητος, Εκδόσεις Ακρίτας. Αθήνα 1992.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου