Ο Κύριος λέει: Ο δίκαιος πεθαίνει κι όμως
κανένας δεν το παίρνει κατάκαρδα, χάνονται
οι ευσεβείς χωρίς να το αντιληφθεί κανένας.
Αλλά ο δίκαιος απ' την κακία απομακρύνεται,
για να μπει στην ειρήνη, σε μια μακαριότητα
αναπαύονται εκείνοι που ακολούθησαν
το δρόμο το σωστό.
(Προφήτης Ησαΐας )
κανένας δεν το παίρνει κατάκαρδα, χάνονται
οι ευσεβείς χωρίς να το αντιληφθεί κανένας.
Αλλά ο δίκαιος απ' την κακία απομακρύνεται,
για να μπει στην ειρήνη, σε μια μακαριότητα
αναπαύονται εκείνοι που ακολούθησαν
το δρόμο το σωστό.
(Προφήτης Ησαΐας )
Η μνημόνευση ενός καλού φίλου όπου μετοίκησε στη χώρα των ζώντων, έχω την εντύπωση πως είναι από μόνο του ένα γεγονός χαρμόσυνο, ικανό να πατάξει κάθε λήθη κάθε λησμονιά.
Το γραπτό αντάμωμα αυτής της μνήμης για την πρόσκαιρη βιωτή του είναι μια κίνηση που μπορεί να θέλει να εκφράσει απλά μια ευγνωμοσύνη για την γνωριμία.
Είχα την χαρά και συνάμα την τιμή να γνωρίσω στα τελευταία χρόνια της επίγειας βιωτής του, κάποιον που αγωνίστηκε με κόπους, συκοφαντίες και αδικίες μέσα στο εκκλησιαστικό πένταθλο και το κατάφερε ενίοτε και με χαρές και με λύπες. Ο μ. Αγαθάγγελος (κατά κόσμο Ευάγγελος Αποστόλου) γεννήθηκε το 1958 στα Καλύβια της Αττικής και προερχόταν από πενταμελή οικογένεια (μαζί με τις αδερφές του Θεοδώρα και Μαρία).
Είχε πάρει την ρασοφορία του (την λεγόμενη ρασοευχή) από τον γέροντα Ευθύμιο, τον τότε ηγούμενο της μονής Εσφιγμένου του αγίου όρους. Στο όρος έκατσε περίπου συνολικά τρία χρόνια, από το 1977 μέχρι και το 1980 , συμπεριλαμβανομένης και της παραμονής του στην μονή Μεγίστης Λαύρας.
Είχε πάρει την ρασοφορία του (την λεγόμενη ρασοευχή) από τον γέροντα Ευθύμιο, τον τότε ηγούμενο της μονής Εσφιγμένου του αγίου όρους. Στο όρος έκατσε περίπου συνολικά τρία χρόνια, από το 1977 μέχρι και το 1980 , συμπεριλαμβανομένης και της παραμονής του στην μονή Μεγίστης Λαύρας.
Αργότερα, κατά το 1981 έφυγε και επέστρεψε στα γνώριμά του Μεσόγεια, εγκαταβιώνοντας στη μονή Μεταμόρφωση του Σωτήρος του Κουβαρά, όπου και παρέμεινε μέχρι το 1987. Ακολουθούσε το παλαιό ημερολόγιο μέχρι το 1987.
Από τις συζητήσεις που είχαμε κάνει, ξέρω ότι δεν ήταν το ημερολογιακό ζήτημα αυτό που τον ενοχλούσε, αλλά ο άκριτος καταιγισμός έντυπων λιβελογραφημάτων και λεκτικών φονταμενταλισμών (από κάθε πλευρά) αυτό που του ράγιζε περισσότερο την καρδιά και όχι τα ίδια τα πρόσωπα. Γιατί τελικά, αυτή η μυωπική αντιπαράθεση περί ημερολογίου, μπορεί να μη χρειάζεται να εκληφθεί απαραίτητα σαν κατάρα (όπως ισχυρίζονται οι θιασώτες της) αλλά να ειδωθεί φιλάνθρωπα , σαν μια ευλογία, υπενθυμίζοντας μας τα λόγια αυτής της «τρελής» γερόντισσας Ταρσώς από την Κερατέα που έλεγε: «Γιατί πειράζει να δοξάζετε δυο φορές τον χρόνο ο Χριστός;».
Την γερόντισσα Ταρσώ, την είχε γνωρίσει προσωπικά ο Αγαθάγγελος, στην οποία και έτρεφε μεγάλη εκτίμηση και αγάπη, ενώ ήταν και από τους πρώτους που είχανε δηλώσει δημόσια ότι πρόκειται για μια δια Χριστόν σαλή και όχι απλώς για μια «τρελή».
Από τις συζητήσεις που είχαμε κάνει, ξέρω ότι δεν ήταν το ημερολογιακό ζήτημα αυτό που τον ενοχλούσε, αλλά ο άκριτος καταιγισμός έντυπων λιβελογραφημάτων και λεκτικών φονταμενταλισμών (από κάθε πλευρά) αυτό που του ράγιζε περισσότερο την καρδιά και όχι τα ίδια τα πρόσωπα. Γιατί τελικά, αυτή η μυωπική αντιπαράθεση περί ημερολογίου, μπορεί να μη χρειάζεται να εκληφθεί απαραίτητα σαν κατάρα (όπως ισχυρίζονται οι θιασώτες της) αλλά να ειδωθεί φιλάνθρωπα , σαν μια ευλογία, υπενθυμίζοντας μας τα λόγια αυτής της «τρελής» γερόντισσας Ταρσώς από την Κερατέα που έλεγε: «Γιατί πειράζει να δοξάζετε δυο φορές τον χρόνο ο Χριστός;».
Την γερόντισσα Ταρσώ, την είχε γνωρίσει προσωπικά ο Αγαθάγγελος, στην οποία και έτρεφε μεγάλη εκτίμηση και αγάπη, ενώ ήταν και από τους πρώτους που είχανε δηλώσει δημόσια ότι πρόκειται για μια δια Χριστόν σαλή και όχι απλώς για μια «τρελή».
Το 1988 ο Αγαθάγγελος εγκαταβίωσε στη μονή Αγάθωνος που υπαγόταν στη μητρόπολη Φθιώτιδας. Από το 1991 επέστρεψε και πάλι στα Μεσόγεια όπου και εγκαταβίωσε στον Άγιο Αθανάσιο Κουβαρά (δεν είχε ακόμα καταγραφεί ως ανδρική μονή) και ήταν ο πρώτος μοναχός που εγγράφτηκε στην κοινοβιακή μονή του Αγ. Αθανασίου Κουβαρά.
Είχε σπουδάσει θεολογία (στο τμήμα της κοινωνικής θεολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών) και ήθελε κάποια στιγμή να δώσει κατατακτήριες εξετάσεις για το Φ.Π.Ψ της φιλοσοφικής σχολής. Ήταν άνθρωπος της σπουδής και με μια αχόρταγη όρεξη για μελέτη. Μελετούσε παράλληλα με ενθουσιασμό την Αγιά Γραφή, διάφορα θεολογικά δοκίμια, την ασκητική και πατερική γραμματεία, τα ψυχιατρικά και ψυχαναλυτικά ρεύματα.
Συνδιαλεγόταν με αμείωτο ενθουσιασμό με όλους τους ποικίλους επισκέπτες της μονής του Αγ. Αθανασίου για διάφορα ζητήματα που τους απασχολούσαν όπως της πίστης, της απιστίας, της ζωής και της μη ζωής των προβληματισμών και των αδιαφοριών. Σε περίπτωση που δεν καλοθυμόταν ή δεν ήταν βέβαιος για κάτι, έτρεχε στους άλλους πατέρες της αδελφότητας για μια συμβουλή και μια απάντηση, εκ μέρους της αγωνίας των επισκεπτών του, επιβεβαιώνοντας με αυτό τον τρόπο και την ευαγγελική προτροπή: «Μην κάνετε όλοι σας το δάσκαλο, γιατί πρέπει να ξέρετε ότι οι δάσκαλοι θα κριθούμε αυστηρά» 1, εμμένοντας στην κατηγορία του μαθητή και αποφεύγοντας την ιδιότητα του διδασκάλου.
Στον πρώτο μας αντάμωμα ήταν τέτοιου μεγέθους η εγκαρδιότητα του που δεν μπορώ να κρύψω ότι παραξενεύτηκα, δεν ήμουν συνηθισμένος σε παρόμοιες διαχύσεις του μοναχικού χώρου. Και όμως, ο Αγαθάγγελος αγκάλιαζε με αυτό το περίσσευμα της καρδιάς του και με τον ίδιο ακριβώς τρόπο οποιοδήποτε προσκυνητή συναντούσε. Η φιλοξενία αλλά και το χιούμορ του Αγαθάγγελου μπορεί ν’ άφηναν κάποιες στιγμές σοκαρισμένο τον καθωσπρεπισμό ορισμένων επισκεπτών. Τα αστεία του και τα ελάχιστα χαριτωμένα αθυρόστομα σχόλιά του, ασφαλώς και δεν είχαν σχέση με τον ψευτοηθικιστικό πουριτανισμό, ο οποίος καλλιεργείται δικανικά στα θερμοκήπια των εκάστοτε προτεσταντικών και εγχώριων χριστιανικών ομάδων. Είχε ένα τόσο καθαρό χιούμορ με έναν εξίσου έξυπνο και ευφάνταστο αυτοσαρκασμό. Ωστόσο, αρκετοί ήταν αυτοί που παρεξήγησαν αυτήν την εγκαρδιότητα του και δεν παρέλειψαν να τον στεναχωρήσουν αρκετά.
Από τους λίγους εσπερινούς που είχα την ευκαιρία να βρίσκομαι μαζί του, δεν θα μπορούσα να ξεχάσω τις ψαλμωδίες με την τόσο κατανυκτική του φωνή. Κάποια φορά μου ζήτησε στενοχωρημένος συγνώμη που δεν με προσκάλεσε στο ψαλτήρι μαζί του, ενώ δεν ήξερε καν αν μπορώ, αν γνωρίζω ή αν μου αρέσει να ψέλνω, γιατί το μέγεθος της χαράς του ήταν τέτοιο που πίστευε ότι όλοι θα μπορούσαν να τα καταφέρουν.
Μια άλλη στιγμή, μαζί με ένα φιλικό πρόσωπο με χρόνιο πρόβλημα υγείας είχαμε πάει για μια απογευματινή βόλτα στη μονή. Όταν τον αντίκρισε ο Αγαθάγγελος άρχισε αμέσως με μια απλότητα πίστης να του αφηγείται παρόμοιες περιπτώσεις ασθενειών που ο Αγ. Αθανάσιος είχε θεραπεύσει. Τα διηγιόταν με τόση ζεστασιά που αμέσως έκανε μέτοχο της ελπίδας τον πάσχοντα. Ετοίμασε τα αναγκαία και μας οδήγησε χωρίς δεύτερη κουβέντα στο μυστήριο του ευχελαίου. Ένας άλλος πατέρας της μονής ο π. Β (που θα έκανε και το ευχέλαιο), λίγο πριν ξεκινήσει το μυστήριο, μας εξιστορούσε και αυτός με τη σειρά του πως ο Αγ. Αθανάσιος τον είχε θεραπεύσει λίγα χρόνια νωρίτερα από την ίδια ασθένεια. Θα έλεγε κάποιος πως ολόκληρη η μικρή αδελφότητα του Αγ. Αθανασίου ζούσε μέσα την απλότητα των σημείων εκείνων όπου καμία ορθολογιστική αντίρρηση δεν θα μπορούσε να υψώσει τείχη γύρω της.
Αρκετοί ήταν οι φίλοι και οι προσκυνητές οι οποίοι έφερναν διάφορα τρόφιμα στη μονή. Μια Κυριακή πρωί λοιπόν, αμέσως μετά από τη θεία λειτουργία, καθώς βγαίναμε από τον μικρό ναό τον πλησίασε μια γύφτισσα και τον παρακαλούσε να της δώσει χρήματα.
Ο Αγαθάγγελος με μπόλικη δόση ειλικρίνειας προσπάθησε να της εξηγήσει (παρουσία όλων των παρευρισκομένων πιστών και με τον ίδιο αυθόρμητο τρόπο που συνήθιζε να τους προσφωνεί όλους) το εξής: «Εγώ καλή μου, είμαι μοναχός και δεν έχω καθόλου χρήματα!». Αυτή η απάντηση ήρθε σαν κεραυνός εν αιθρία. Αν έριχνες μια ματιά γύρω, θα διαπίστωνες με ευκολία πως στη μονή τα πάντα ήταν λιτά και απέριττα. Η απάντηση του προφανώς είχε αλλά και έχει να πει πολλά ιδιαίτερα σήμερα, που φανερώνουν τις προθέσεις πολλών καρδιών στη λησμονιά των μοναχικών υποσχέσεων. Σαν άλλος Παύλος μίλησε για το ευαγγελικό αυτονόητο του να είμαστε φτωχοί, κάνοντας όμως πολλούς να πλουτίσουν 2 , κάτι που σήμερα ορισμένοι λανθασμένα το θεωρούν κριτήριο ή αποτέλεσμα της αγιότητας. Η συνάντηση με την γύφτισσα είχε και συνέχεια. Αφού της εξήγησε ότι δεν είχε χρήματα , πήγε αμέσως στην κουζίνα της μονής και της έφερε μια μεγάλη τσάντα του σούπερ μάρκετ γεμάτη με τρόφιμα. Και για να μην γνωρίζει η δεξιά του τι θα πράξει η αριστερά του, δεν θέλησε να την προσφέρει ο ίδιος, γι’ αυτό παρακάλεσε την αφεντιά μου να το κάνει.
Ένα είναι βέβαιο, ο Αγαθάγγελος δεν υπάκουε δουλικά σε προσδοκίες εσχατολογικής μισθαποδοσίας, γιατί ως φίλος Εκείνου, πίστευε ότι στο πρόσωπο της κάθε φτωχής γύφτισας αδελφής του συναντούσε όχι μόνο μια ακόμα πονεμένη και αδικημένη ανθρώπινη ύπαρξη αλλά Αυτόν τον ίδιο τον Χριστό! Δεν περίμενε λοιπόν ν’ ακούσει το εύγε δούλε αγαθέ και πιστέ στην επερχόμενη εσχατολογική του μακαριότητα γιατί γέμιζε με μπόλικο φως η καρδιά του καθώς ατένιζε τον Χριστό στο πρόσωπο του φτωχού επαίτη αδελφού του, σαρκώνοντας με αυτό τον τρόπο το ασκητικό απόφθεγμα που λέει: «Είδες τον αδελφό σου; Είδες τον Θεό σου!».
Γνώριζα πως είχε χρόνιες ενοχλήσεις στον αυχένα και στην καρδιά του και η υγρασία από το δάσος του Κουβαρά δεν βοηθούσε και τόσο την κατάστασή του. Παραμονές λοιπόν των Χριστουγέννων του 2004 έλαβα ένα τηλεφωνικό μήνυμα από τον π. Ε που με πληροφορούσε ότι ο μ. Αγαθάγγελος κοιμήθηκε. Στην κηδεία του που έγινε στον κεντρικό ναό στα Καλύβια δεν μου έκανε έκπληξη το πλήθος του κόσμου που συνέρρεε για τον τελευταίο ασπασμό, ήταν κάτι αναμενόμενο, ο Αγαθάγγελος ήταν (κατά κοινή ομολογία και των πατέρων της μονής) η ψυχή του Αγ. Αθανασίου.
Αυτή η καρδιά που κατάφερε να χωρέσει τόσους πολλούς, τελικά δεν άντεξε την παραμονή των Χριστουγέννων και αμέσως μετά την πρωινή θεία λειτουργία τον μετοίκησε στην χώρα των ζώντων, κοντά σε Εκείνον που μπορεί να μην τον χωράει το σύμπαν αλλά σαρκώνεται με τέτοιο μοναδικό τρόπο ώστε να χωράει στις καρδιές των φίλων του.
Φίλε άγγελε και αγαθέ έχω την εντύπωση ότι δεν θα ήθελες να συνεχίσω άλλο, γιατί έχω την αίσθηση πως μάλλον σε ενόχλησαν όσα έγραψα. Να εύχεσαι όμως για μας εδώ, ακόμα και αν εμείς λησμονούμε να σε μνημονεύουμε. Χριστός Ανέστη αδελφέ μου και καλό μας αντάμωμα!
1. Ιάκωβος 3:1
2. Κορινθίους Β΄ 6:10
Γιώργος Κουτσοδιάκος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου