«Ανόητες αγάπες, ανόητα φιλιά…
λόγια,λόγια,λόγια,
λόγια ψεύτικα…λόγια, λόγια ψεύτικα»
( Πύξ λάξ- αδελφοί Κατσιμίχα )
Αυτή η πίστη όμως είναι μια οδοιπορία πόνου και οδύνης με άρωμα αναστάσιμης ελπίδας. Ενός πόνου και μιας ελπίδας που θα μπορέσει να ξελαμπικάρει έναν μπερδεμένο άνθρωπο σε μια λάθος πίστη…εκτός και αν ισχυριστούμε ότι δεν υπάρχει λάθος πίστη ή εν τέλει λάθος παράδοση.
Μέσα από πολλαπλές και επώδυνες διαδικασίες δεν γνώρισαν πλήθος ανθρώπων τον Χριστό και την ορθή πίστη ; Υποχρεώνει ο πόνος να έχεις απαραίτητα εχθρούς ή μήπως σε διεγείρει σε κάθε ορθόδοξη λειτουργία να αγωνιάς άχρι θανάτου για τους υπόλοιπους -εκτός των τειχών- εν Χριστώ αδελφούς ; Μπορεί λοιπόν να πρόκειται περί έγνοιας και αγωνίας και όχι περί έχθρας ή λησμονιάς, ακριβώς « επειδή θεωρεί δικές του τις συμφορές του φίλου και υποφέρει μαζί μ’ αυτόν κακοπαθώντας μέχρι θανάτου».2
Στην εκκλησιαστική ιστορία οι άνθρωποι του Θεού ενώ παλεύανε κυριολεκτικά με τα θηρία των αιρέσεων, αυτό δεν τους εμπόδιζε καθόλου να αξιώνονται να αγαπήσουν και να αγαπηθούν και ας τους πυροβολούσαν οι αιρετικοί με καταιγισμό ευαγγελικών χωρίων για έλλειψη αγάπης. Δεν είχαν ανάγκη να αποδείξουν κάτι άλλο, ήταν πραγματικές, αληθινές εικόνες και όχι εικονικές πραγματικότητες.
Χαρακτηριστικό «σημείο των καιρών» είναι όταν μεταστρέφονται πιστοί κάποιας χριστιανικής ομολογιακής ομάδας προς την ορθόδοξη Εκκλησία. Τότε, σχεδόν αυτόματα για τους πρώτους, η ενότητα ένεκεν του Χριστού και του Ευαγγελίου διχάζεται, και όχι μόνο διχάζεται αλλά αναζητείται και η κατάλληλη ευκαιρία να πετύχουν στους μεταστραφέντες μια γροθιά κάτω από την μέση.
Αν δεν έχουν βρει κάποιο αδύνατο σημείο για να τους χτυπήσουν τριγυρνούν με μνήμη ελέφαντα για να θυμηθούν κάτι παρελθοντικό, ισοπεδώνοντας τους με ότι αληθές ή ψευδές ενδέχεται να κατεβάσει η κούτρα τους και «δεν υπάρχει βαρύτερος πόνος της ψυχής από τη συκοφαντία, είτε συκοφαντείται κανείς για θέματα πίστεως, είτε για θέματα ηθικής, και κανένας δεν μπορεί ν’ αδιαφορήσει γι’ αυτήν, παρά μόνο εκείνος που είναι προσηλωμένος στο Θεό». 3
Ένας Γάλλος ποινικός που βρέθηκε κάμποσες φορές στις φυλακές μετά από ρουφιανιές και ξεπουλήματα φίλων του έγραφε το εξής: «Κύριε! Φύλαγέ με από τους φίλους μου, τους εχθρούς μου τους αντιμετωπίζω και μόνος μου».4 Μια ευχή δαιμονικά απελπισμένη από έναν κλέφτη-ποινικό που ενώ έφερε τεράστια αναστάτωση σε ολόκληρη την Γαλλία και τον Καναδά φαίνεται να μην κατάφερε να καλλιεργήσει το «δαιμόνιο» της ρουφιανιάς. Για την εκκλησιαστική εμπειρία όμως δεν μπορούν τα πράγματα να ζυγιάζονται με την παραπάνω λογική, όσο πονεμένες και αν είναι οι προθέσεις ή φαινομενικά αδιέξοδες οι λύσεις.
Στην Εκκλησία αναγνωρίζουμε αδελφούς και φίλους αλλά όχι εχθρούς! Υπάρχει ο ένας και μοναδικός αντικείμενος (εχθρός) , αλλά όχι εχθροί αδελφοί, εχθροί φίλοι ή εχθροί ξένοι, εκτός και αν κάποιοι συνεργάζονται εκούσια ή ακούσια με τον αντικείμενο (εχθρό). Και σε αυτήν την περίπτωση όμως υπάρχει μετάνοια, υπάρχει συγχώρηση. Η αγάπη λοιπόν δεν μπορεί να στηρίζεται στο τυχαίο μάδημα της μαργαρίτας. Ίσως, και να μην μπορεί να συζητηθεί ή να γραφτεί κάτι για αυτήν που να δείχνει αρκετό, γιατί όποιος καταπιαστεί μαζί της κινδυνεύει να βρεθεί το λιγότερο ελλιπής.
Στο Εκκλησιαστικό γεγονός όποιος νομίζει ότι κατέχει την αγάπη είναι σαν να ισχυρίζεται ότι κατέχει την φωτιά στα χέρια του, οπότε θα καεί και αυτός ο ίδιος και άλλους θα ζεματίσει αν τον πλησιάσουν. Για εκείνον όμως που δεν γνωρίζει και ούτε καν διανοείται ότι κατέχει αυτήν…Αυτόν , θα τον αγγίξει, θα τον πλησιάσει και θα μπορεί να ζεστάνει και άλλους με την φλόγα της…με τη φλόγα Του.
«Αυτός που θέλει να ομιλεί για την αγάπη είναι σαν να επιχειρεί να ομιλεί για τον ίδιο τον Θεό. Η ανάπτυξη όμως ομιλίας περί Θεού είναι πράγμα επισφαλές και επικίνδυνο σε όσους δεν προσέχουν».5 Γι’ αυτό, όποιος τολμάει να δηλώσει ότι αγαπάει Αυτόν που δεν έχει δει … ας γνωρίζει ότι εκκρεμεί μια αγάπη για ένα πλήθος εικόνων Του που βλέπει καθημερινά.6
λόγια,λόγια,λόγια,
λόγια ψεύτικα…λόγια, λόγια ψεύτικα»
( Πύξ λάξ- αδελφοί Κατσιμίχα )
Ίσως όλοι μας λίγο-πολύ, μικροί και μεγάλοι, θα έτυχε να πιάσουμε μαργαρίτες στα χέρια μας, και μαδώντας τις να προφέραμε το μ’ αγαπά, δεν μ’ αγαπά , ελπίζοντας ότι στο τελευταίο πέταλο της μαργαρίτας θα κρύβεται η αγάπη του καλού μας ή της καλή μας και αντίστροφα. Δεν είναι όμως η αγάπη το τυχαίο και μαγικό μάδημα μιας μαργαρίτας αλλά το ρίσκο που αποφασίζουν να πάρουν κάποιοι χωρίς να είναι βέβαιοι αν θα τα καταφέρουν τελικά να την πλησιάσουν.
Είναι απρόβλεπτη η αγάπη, μπορεί να παλέψεις μαζί της και να χάσεις τα πάντα κερδίζοντας το τίποτα (μα όλα), γιατί όπως λέει κι ένα τραγούδι που μας μάθαιναν παλιά, ο χαμένος τα παίρνει όλα. Απ’ τη άλλη μπορεί να σου γίνει έμμονη ιδέα και εφιάλτης αν νομίζεις ότι την κατέχεις. 1 Είναι τόλμημα να δηλώσεις σήμερα και με «παρρησία» ότι αγαπάς, το λιγότερο που θα σου ζητηθεί είναι αποδείξεις. Το αν θα «εξομολογηθεί» ένας άνθρωπος δημοσίως συναισθηματισμούς του τύπου αγαπώ ή δεν αγαπώ τους εχθρούς μου ακούγεται σεκταριστικά επιπόλαιο, ακόμα και όταν ένας ουρανοκατέβατος επιτηδευμένος σπιριτουαλισμός του επανεπιβεβαιώσει ότι έχει ή δεν έχει αγάπη.
Η Εκκλησιαστική εμπειρία δεν φαίνεται να χρησιμοποιούσε συχνά αποδείξεις χάρτινης αγάπης. Ακόμα και όταν πατέρες ή ασκητές αναγκάζονταν να γράψουν περί αγάπης αναγνώριζαν πρωτίστως το βάρος της ποιμαντικής τους ευθύνης, καταγράφοντας τον καρπό του πόνου μιας εμπειρίας. Αυτή την μαρτυρική εμπειρία (εν σώματι) αναλάμβαναν να καταγράψουν με τα χέρια τους, σαν μαρτύριο της μαρτυρία τους. Αυτό το νέφος των μαρτύρων έγινε ακριβώς νέφος γιατί έπαιρνε διαρκώς την θέση του μαρτυρίου για τον έτερο. Εθνικοί, που συγκλονιζόταν ολόκληρη η ύπαρξη τους βλέποντας το θάρρος των χριστιανών μαρτύρων και σε τέτοιο βαθμό που έπαιρναν μέχρι και την θέση τους, και χριστιανοί μάρτυρες που έπαιρναν επάνω τους το βάρος των εθνικών με το μαρτύριο τους. Στο μαρτύριο λοιπόν συναντιόντουσαν δυο κόσμοι διαφορετικοί, που ο ένας αναγνώριζε στο πρόσωπο του άλλου (σαν πρόκληση και πρόσκληση) Εκείνον τον Άλλον.
Τα κορμιά τους έδωσαν όλοι αυτοί οι άγιοι που τιμάμε καθημερινά και όχι συναισθηματικές αγάπες που δεν θα τολμούσαν να πάρουν επάνω τους την ευθύνη για τίποτα και για κανέναν. Οι άγιοι πρόσφεραν τους εαυτούς για τον «κολασμένο», γίνονταν οι ίδιοι «κολασμένοι» για να «ξεκολαστούν» οι άλλοι, και αυτός ο πήχης στην εκκλησιαστική εμπειρία εξακολουθεί να παραμένει ακόμα ψηλά, ακόμα και μέσα στην ντόπια προτεσταντοποιημένη πραγματικότητα που επιδιώκει λυσσασμένα να αισθάνεται περικυκλωμένη από «καλούς» και σιδερωμένους χριστιανούς, που δύσκολα θα δέχονται ή θα οραματίζονται μια αγιότητα με εκκλησιαστικά κριτήρια και όχι με εμπειρίες ιδιωτικών - σεσωσμένων - σεκταρισμών.
Υπάρχει μια φιλότιμη τάση πολλών σύγχρονων χριστιανικών ομολογιών να υπερασπίζονται μια ενότητα αγάπης ένεκεν του Χριστού και του Ευαγγελίου. Αυτή η ανεξόδευτη αγάπη όμως είναι που δημιουργεί διαρκώς και εκ του μηδενός παλιές και νέες χριστιανικές ομολογίες που αμύνονται «υπερδογματικά» ενάντια σε κάθε μάχη που δόθηκε στις εκκλησιαστικές συνόδους. Βλέπουν πίσω από την πάλη της Εκκλησίας για την διατήρηση της ορθής πίστης μέσα από τις συνόδους μόνο έχθρα, πόνο και διχασμό.
Είναι απρόβλεπτη η αγάπη, μπορεί να παλέψεις μαζί της και να χάσεις τα πάντα κερδίζοντας το τίποτα (μα όλα), γιατί όπως λέει κι ένα τραγούδι που μας μάθαιναν παλιά, ο χαμένος τα παίρνει όλα. Απ’ τη άλλη μπορεί να σου γίνει έμμονη ιδέα και εφιάλτης αν νομίζεις ότι την κατέχεις. 1 Είναι τόλμημα να δηλώσεις σήμερα και με «παρρησία» ότι αγαπάς, το λιγότερο που θα σου ζητηθεί είναι αποδείξεις. Το αν θα «εξομολογηθεί» ένας άνθρωπος δημοσίως συναισθηματισμούς του τύπου αγαπώ ή δεν αγαπώ τους εχθρούς μου ακούγεται σεκταριστικά επιπόλαιο, ακόμα και όταν ένας ουρανοκατέβατος επιτηδευμένος σπιριτουαλισμός του επανεπιβεβαιώσει ότι έχει ή δεν έχει αγάπη.
Η Εκκλησιαστική εμπειρία δεν φαίνεται να χρησιμοποιούσε συχνά αποδείξεις χάρτινης αγάπης. Ακόμα και όταν πατέρες ή ασκητές αναγκάζονταν να γράψουν περί αγάπης αναγνώριζαν πρωτίστως το βάρος της ποιμαντικής τους ευθύνης, καταγράφοντας τον καρπό του πόνου μιας εμπειρίας. Αυτή την μαρτυρική εμπειρία (εν σώματι) αναλάμβαναν να καταγράψουν με τα χέρια τους, σαν μαρτύριο της μαρτυρία τους. Αυτό το νέφος των μαρτύρων έγινε ακριβώς νέφος γιατί έπαιρνε διαρκώς την θέση του μαρτυρίου για τον έτερο. Εθνικοί, που συγκλονιζόταν ολόκληρη η ύπαρξη τους βλέποντας το θάρρος των χριστιανών μαρτύρων και σε τέτοιο βαθμό που έπαιρναν μέχρι και την θέση τους, και χριστιανοί μάρτυρες που έπαιρναν επάνω τους το βάρος των εθνικών με το μαρτύριο τους. Στο μαρτύριο λοιπόν συναντιόντουσαν δυο κόσμοι διαφορετικοί, που ο ένας αναγνώριζε στο πρόσωπο του άλλου (σαν πρόκληση και πρόσκληση) Εκείνον τον Άλλον.
Τα κορμιά τους έδωσαν όλοι αυτοί οι άγιοι που τιμάμε καθημερινά και όχι συναισθηματικές αγάπες που δεν θα τολμούσαν να πάρουν επάνω τους την ευθύνη για τίποτα και για κανέναν. Οι άγιοι πρόσφεραν τους εαυτούς για τον «κολασμένο», γίνονταν οι ίδιοι «κολασμένοι» για να «ξεκολαστούν» οι άλλοι, και αυτός ο πήχης στην εκκλησιαστική εμπειρία εξακολουθεί να παραμένει ακόμα ψηλά, ακόμα και μέσα στην ντόπια προτεσταντοποιημένη πραγματικότητα που επιδιώκει λυσσασμένα να αισθάνεται περικυκλωμένη από «καλούς» και σιδερωμένους χριστιανούς, που δύσκολα θα δέχονται ή θα οραματίζονται μια αγιότητα με εκκλησιαστικά κριτήρια και όχι με εμπειρίες ιδιωτικών - σεσωσμένων - σεκταρισμών.
Υπάρχει μια φιλότιμη τάση πολλών σύγχρονων χριστιανικών ομολογιών να υπερασπίζονται μια ενότητα αγάπης ένεκεν του Χριστού και του Ευαγγελίου. Αυτή η ανεξόδευτη αγάπη όμως είναι που δημιουργεί διαρκώς και εκ του μηδενός παλιές και νέες χριστιανικές ομολογίες που αμύνονται «υπερδογματικά» ενάντια σε κάθε μάχη που δόθηκε στις εκκλησιαστικές συνόδους. Βλέπουν πίσω από την πάλη της Εκκλησίας για την διατήρηση της ορθής πίστης μέσα από τις συνόδους μόνο έχθρα, πόνο και διχασμό.
Αυτή η πίστη όμως είναι μια οδοιπορία πόνου και οδύνης με άρωμα αναστάσιμης ελπίδας. Ενός πόνου και μιας ελπίδας που θα μπορέσει να ξελαμπικάρει έναν μπερδεμένο άνθρωπο σε μια λάθος πίστη…εκτός και αν ισχυριστούμε ότι δεν υπάρχει λάθος πίστη ή εν τέλει λάθος παράδοση.
Μέσα από πολλαπλές και επώδυνες διαδικασίες δεν γνώρισαν πλήθος ανθρώπων τον Χριστό και την ορθή πίστη ; Υποχρεώνει ο πόνος να έχεις απαραίτητα εχθρούς ή μήπως σε διεγείρει σε κάθε ορθόδοξη λειτουργία να αγωνιάς άχρι θανάτου για τους υπόλοιπους -εκτός των τειχών- εν Χριστώ αδελφούς ; Μπορεί λοιπόν να πρόκειται περί έγνοιας και αγωνίας και όχι περί έχθρας ή λησμονιάς, ακριβώς « επειδή θεωρεί δικές του τις συμφορές του φίλου και υποφέρει μαζί μ’ αυτόν κακοπαθώντας μέχρι θανάτου».2
Στην εκκλησιαστική ιστορία οι άνθρωποι του Θεού ενώ παλεύανε κυριολεκτικά με τα θηρία των αιρέσεων, αυτό δεν τους εμπόδιζε καθόλου να αξιώνονται να αγαπήσουν και να αγαπηθούν και ας τους πυροβολούσαν οι αιρετικοί με καταιγισμό ευαγγελικών χωρίων για έλλειψη αγάπης. Δεν είχαν ανάγκη να αποδείξουν κάτι άλλο, ήταν πραγματικές, αληθινές εικόνες και όχι εικονικές πραγματικότητες.
Χαρακτηριστικό «σημείο των καιρών» είναι όταν μεταστρέφονται πιστοί κάποιας χριστιανικής ομολογιακής ομάδας προς την ορθόδοξη Εκκλησία. Τότε, σχεδόν αυτόματα για τους πρώτους, η ενότητα ένεκεν του Χριστού και του Ευαγγελίου διχάζεται, και όχι μόνο διχάζεται αλλά αναζητείται και η κατάλληλη ευκαιρία να πετύχουν στους μεταστραφέντες μια γροθιά κάτω από την μέση.
Αν δεν έχουν βρει κάποιο αδύνατο σημείο για να τους χτυπήσουν τριγυρνούν με μνήμη ελέφαντα για να θυμηθούν κάτι παρελθοντικό, ισοπεδώνοντας τους με ότι αληθές ή ψευδές ενδέχεται να κατεβάσει η κούτρα τους και «δεν υπάρχει βαρύτερος πόνος της ψυχής από τη συκοφαντία, είτε συκοφαντείται κανείς για θέματα πίστεως, είτε για θέματα ηθικής, και κανένας δεν μπορεί ν’ αδιαφορήσει γι’ αυτήν, παρά μόνο εκείνος που είναι προσηλωμένος στο Θεό». 3
Ένας Γάλλος ποινικός που βρέθηκε κάμποσες φορές στις φυλακές μετά από ρουφιανιές και ξεπουλήματα φίλων του έγραφε το εξής: «Κύριε! Φύλαγέ με από τους φίλους μου, τους εχθρούς μου τους αντιμετωπίζω και μόνος μου».4 Μια ευχή δαιμονικά απελπισμένη από έναν κλέφτη-ποινικό που ενώ έφερε τεράστια αναστάτωση σε ολόκληρη την Γαλλία και τον Καναδά φαίνεται να μην κατάφερε να καλλιεργήσει το «δαιμόνιο» της ρουφιανιάς. Για την εκκλησιαστική εμπειρία όμως δεν μπορούν τα πράγματα να ζυγιάζονται με την παραπάνω λογική, όσο πονεμένες και αν είναι οι προθέσεις ή φαινομενικά αδιέξοδες οι λύσεις.
Στην Εκκλησία αναγνωρίζουμε αδελφούς και φίλους αλλά όχι εχθρούς! Υπάρχει ο ένας και μοναδικός αντικείμενος (εχθρός) , αλλά όχι εχθροί αδελφοί, εχθροί φίλοι ή εχθροί ξένοι, εκτός και αν κάποιοι συνεργάζονται εκούσια ή ακούσια με τον αντικείμενο (εχθρό). Και σε αυτήν την περίπτωση όμως υπάρχει μετάνοια, υπάρχει συγχώρηση. Η αγάπη λοιπόν δεν μπορεί να στηρίζεται στο τυχαίο μάδημα της μαργαρίτας. Ίσως, και να μην μπορεί να συζητηθεί ή να γραφτεί κάτι για αυτήν που να δείχνει αρκετό, γιατί όποιος καταπιαστεί μαζί της κινδυνεύει να βρεθεί το λιγότερο ελλιπής.
Στο Εκκλησιαστικό γεγονός όποιος νομίζει ότι κατέχει την αγάπη είναι σαν να ισχυρίζεται ότι κατέχει την φωτιά στα χέρια του, οπότε θα καεί και αυτός ο ίδιος και άλλους θα ζεματίσει αν τον πλησιάσουν. Για εκείνον όμως που δεν γνωρίζει και ούτε καν διανοείται ότι κατέχει αυτήν…Αυτόν , θα τον αγγίξει, θα τον πλησιάσει και θα μπορεί να ζεστάνει και άλλους με την φλόγα της…με τη φλόγα Του.
«Αυτός που θέλει να ομιλεί για την αγάπη είναι σαν να επιχειρεί να ομιλεί για τον ίδιο τον Θεό. Η ανάπτυξη όμως ομιλίας περί Θεού είναι πράγμα επισφαλές και επικίνδυνο σε όσους δεν προσέχουν».5 Γι’ αυτό, όποιος τολμάει να δηλώσει ότι αγαπάει Αυτόν που δεν έχει δει … ας γνωρίζει ότι εκκρεμεί μια αγάπη για ένα πλήθος εικόνων Του που βλέπει καθημερινά.6
1. Γιάννης Αγγελάκας «ο χαμένος τα παίρνει όλα». 2. Αγ. Μάξιμος ο Ομολογητής, κεφάλαια περί αγάπης, εκατοντάδα δ΄, σελ. 347, εκδ. Γρηγόριος ο Παλαμάς 3. Αγ. Μάξιμος ο Ομολογητής, κεφάλαια περί αγάπης, εκατοντάδα δ΄ ,σελ.345 , εκδ. Γρηγόριος ο Παλαμάς
4. Ζακ Μεσρίν, το ένστικτο του θανάτου, εκδ. Ελεύθερος τύπος. 5. Αγ. Ιωάννου του Σιναϊτου , Κλίμαξ, σελ. 373,εκδ. ι.μ. Παρακλήτου.
6. Α ΄ Ιωάννου 4:20
4. Ζακ Μεσρίν, το ένστικτο του θανάτου, εκδ. Ελεύθερος τύπος. 5. Αγ. Ιωάννου του Σιναϊτου , Κλίμαξ, σελ. 373,εκδ. ι.μ. Παρακλήτου.
6. Α ΄ Ιωάννου 4:20
Γιώργος Κουτσοδιάκος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου