«Πιστεύω στα διστακτικά αδέξια βήματα των ταπεινών
και στον Χριστό που διασχίζει την Ιστορία…».
Θα έλεγε κανείς πως ο Έλληνας ζει για να τραγουδά τον έρωτα και τον θάνατο, τους καημούς και τις ελπίδες του, τον πόνο και την χαρά, δηλαδή ουσιαστικά την ίδια τη ζωή. Η Ποίηση είναι ρυθμός αιώνιος μέσα του και αναπόσπαστο μέρος της ύπαρξής του. Κι’ επειδή η ύπαρξη συναντά πάντα τα αιώνια ερωτήματά της, για ν’ απαντήσει σ’ αυτά έρχεται σε διάλογο με τον ίδιο της τον εαυτό, τον συνάνθρωπο, αλλά και τον Δημιουργό της. Σ’ αυτό το μικρό ταξίδι θ’ αφουγκραστούμε τη εναγώνια αυτή υπαρξιακή αναζήτηση των ποιητών και τη συνάντηση τους με τον Θεό.Ξεκινώντας από τον πρώτο μας νομπελίστα ποιητή, Γιώργο Σεφέρη, η έννοια του θαύματος αποτελεί άρρητο μυστήριο, το οποίο βρίσκεται ωστόσο μονάχα εντός του ανθρώπου, αφού στο ποίημα του Οι άγγελοι είναι μαύροι, γαλλιστί Les Anges sont blancs, σημειώνει πως, «…κι’ όταν γυρεύεις το θαύμα πρέπει να σπείρεις το αίμα σου στις οχτώ γωνιές των ανέμων γιατί το θαύμα δεν είναι πουθενά παρά κυκλοφορεί μέσα στις φλέβες του ανθρώπου». Παρομοίως η Παναγία αποτελεί τη θλιμμένη μάνα την οποία συναντούμε στον Τελευταίο σταθμό, όπου ο ποιητής συλλογίζεται καθώς, «Τώρα που κάθομαι άνεργος και λογαριάζω λίγα φεγγάρια απόμειναν στη μνήμη, νησιά, χρώμα θλιμμένης Παναγιάς». Η Θεοτόκος στον Σεφέρη, συναντάται ως η Χώρα του Αχωρήτου, όπως για παράδειγμα στο ομώνυμο ποίημά του, το οποίο γράφηκε κατά τη Μεγάλη Παρασκευή και όχι τυχαία, αφού αυτή η πένθιμη ημέρα κυοφορεί την ίδια την Όντως ζωή και άρα την Ανάσταση καθώς, «…σα μια σταλαματιά στο χώμα ανοίγει μια καινούργια χώρα: ήρθε η στιγμή, σηκώστε με». Η συγκλονιστική αυτή σεφερική εικόνα, μας θυμίζει έντονα έναν άλλον μεγάλο μας ποιητή, τον Κύπριο Κυριάκο Χαραλαμπίδη, ο οποίος στο συγκλονιστικό του ποίημαΑποκαθήλωση Β΄, μας μεταφέρει στο επιβλητικό κλίμα του θείου Πάθους, την τρομερή εκείνη ώρα όπου σταμάτησε κάθε ζωή καθώς, «Τον κατεβάζαν με το φως του φεγγαριού κι’ όπως τ’ αγέρι του ’γγιξε τα στήθια σε λευκοσέντονο τον τύλιξαν με μητρική στοργή.
Αυτόν που τα βουνά μπορούσε να κινήσει
κι’ όμως προτίμησε ν’ αναστενάξει...».
Επιστρέφοντας στον Σεφέρη και στο υπέροχα μελωδικό και γεμάτο νοήματα ποίημα του FOG. Say it with a ukulele, σε ελληνική απόδοση Πες τη το μ’ ένα γιουκαλίλι, συναντούμε την ανάγκη αναζήτησης και εύρεσης της αληθινής μας αυτοσυνειδησίας, της αληθινής Εκκλησίας, καθώς, «Πες της το μ’ ένα γιουκαλίλι… Λόγια για λόγια, κι’ άλλα λόγια; Αγάπη, που ’ναι η εκκλησιά σου βαρέθηκα πια στα μετόχια».Συνεχίζοντας το ταξίδι μας, ο αιγαιοπελαγίτης ποιητής μας Οδυσσέας Ελύτης, μας εισάγει σ’ ένα πρωτόγνωρο κλίμα μεταφυσικής, σ’ ένα μοναδικό κλίμα μυστηριακής έκ-στασης. Όπως χαρακτηριστικά μας μαρτυρά ο ηλιοπότης Ελύτης, «Να γιατί γράφω. Γιατί η ποίηση αρχίζει από εκεί που την τελευταία λέξη δεν την έχει ο θάνατος. Είναι η λήξη μιας ζωής και η έναρξη μιας άλλης, που είναι η ίδια με την πρώτη αλλά που πάει πολύ βαθιά, ως το ακρότατο σημείο που μπόρεσε ν’ ανιχνεύσει η ψυχή, στα σύνορα των αντιθέτων, εκεί που ο Ήλιος κι ο Άδης αγγίζονται. Η ατελεύτητη φορά προς το φως το Φυσικό, που είναι ο Λόγος, και το φως το Άκτιστον, που είναι ο Θεός. Γι’ αυτό γράφω. Γιατί με γοητεύει να υπακούω σ’ αυτόν που δε γνωρίζω, που είναι ο εαυτός μου ολάκερος, όχι ο μισός που ανεβοκατεβαίνει τους δρόμους και “φέρεται εγγεγραμμένος στα μητρώα αρρένων του Δήμου”». Ο Ελύτης ήδη από τα νεανικά του χρόνια, ήταν ερωτευμένος με την μυστηριώδη πατρίδα του, καθώς ο ίδιος αφηγείται τις νεανικές του διακοπές στις Σπέτσες: «Εκεί όλα έπαιρναν κάτι το τελετουργικό. Ο πατέρας μου, θυμάμαι, οργάνωνε λειτουργίες σε εξωκκλήσια και αυτό μου είχε εντυπωθεί πολύ, γιατί ένιωθες ν’ ανακατεύεται το λιβάνι με το θυμάρι, μια αίσθηση που για μένα χαρακτηρίζει το συνδυασμό δύο στοιχείων, του φυσικού, ας πούμε και του μεταφυσικού». Στο Άσμα ηρωικό και πένθιμο στον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας, ο θάνατος του ήρωα δεν είναι το τέλος, αλλά πάντα ο ήρωας ανθυπολοχαγός προσμένει την Ανάσταση: «Αγιάζι ουράνιας ομορφιάς γυαλίζει στα μαλλιά του... Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο: Αύριο, αύριο, αύριο, το Πάσχα του Θεού!».
Στο μοναδικό αριστούργημα του Ελύτη, Το Μονόγραμμα, το μεταφυσικό κλίμα είναι ιδιαίτερα έντονο και άρρηκτα συνδεδεμένο με τη μεταφυσική διάσταση του έρωτα και την απόγνωση που προκαλεί η απουσία του καθώς, «Θα πενθώ πάντα μ’ ακούς; για σένα, μόνος, στον Παράδεισο». Αλλά και η νοηματοδότηση της ζωής μέσα από τον έρωτα και τη νίκη κατά της μοναξιάς επιτυγχάνεται, καθώς: «Για σένα μόνο δέχτηκε ο Θεός να μου οδηγεί το χέρι». Ώσπου νικά κατά κράτος τον θάνατο: «Κι’ είναι ο χρόνος μια μεγάλη εκκλησία, μ’ ακούς; Όπου κάποτε οι φιγούρες των Αγίων βγάζουν δάκρυ αληθινό, μ’ ακούς; Οι καμπάνες ανοίγουν αψηλά, μ’ ακούς; Ένα πέρασμα βαθύ να περάσω. Περιμένουν οι άγγελοι με κεριά και νεκρώσιμους ψαλμούς. Πουθενά δεν πάω, μ’ ακούς; Ή κανείς ή κι’ οι δύο μαζί, μ’ ακούς;». Το κατεξοχήν όμως αριστούργημα του Ελύτη, το Άξιον Εστί αποτελεί αναμφισβήτητα τη σύγχρονη Βίβλο του ελληνικού πνεύματος και το αξεπέραστο μνημείο ζωής και λόγου όλης της οικουμένης. Ακόμη και η διάταξη κατά την οποία είναι χωρισμένες οι ενότητες θυμίζουν την Βίβλο, με την Γένεση, τα Πάθη και το Δοξαστικόν. Στο κλίμα του Άξιον Εστί, που σε πολλά του σημεία μας θυμίζει θεοφάνεια και υπάρχει σαφής επίδραση από τον ευαγγελιστή Ιωάννη, συνυπάρχει η παρουσία των αναγνωσμάτων που μας εισάγουν σ’ ένα βιβλικό περιβάλλον αλλά και το τρίτο μέρος που έχει τον θεολογικό τίτλο Δοξαστικόν, είναι μέσα στο κλίμα των Χαιρετισμών καθώς με τ’ αλλεπάλληλα Χαίρε, μας εισάγει δυνατά στο κλίμα των Χαιρετισμών προς το πρόσωπο της Θεοτόκου. Το κλίμα των Χαιρετισμών διαπερνά την ύπαρξή μας θριαμβευτικά: «Χαίρε του παραδείσου των βυθών η Αγρία / Χαίρε της ερημίας των νησιών η Αγία / Χαίρε η Ονειροτόκος χαίρε η Πελαγινή / Χαίρε η Αγκυροφόρος και η Πενταστέρινη». Στη συνέχεια μπροστά μας ξετυλίγονται εικόνες ασύλληπτης ομορφιάς, εικόνες που μας θυμίζουν τη δημιουργία του κόσμου και φυσικά την, μετά το θείο Πάθος, Ανάσταση: «Θε μου Πρωτομάστορα μέσα στις πασχαλιές και Συ, Θε μου Πρωτομάστορα μύρισες την Ανάσταση!». Η απαράμιλλη ομορφιά της ποίησης του Οδυσσέα Ελύτη, συνεχίζεται ακατάπαυστα στο Άξιον Εστί, με την επίκληση προς τον Χριστό και τη μητέρα του: «Της Δικαιοσύνης ήλιε νοητέ και μυρσίνη συ δοξαστική, μη παρακαλώ σας, μη λησμονάτε τη χώρα μου!». Η παρουσία της Θεοτόκου είναι ιδιαίτερα έντονη: «Μακρινή Μητέρα / Ρόδο μου Αμάραντο». Στο συγκλονιστικό ανάγνωσμα που φέρει τον τίτλο Προφητικόν, ο ποιητής μας εισάγει σ’ ένα τρομερά ατμοσφαιρικό κλίμα που μας θυμίζει τ’ απόκρυφα ευαγγέλια και την Κάθοδο του Χριστού στον Άδη: «Ταραχή θα πέσει στον Άδη και το σανίδωμα θα υποχωρήσει από την πίεση τη μεγάλη του ήλιου». Και η δικαίωση έρχεται πάντα στο τέλος: «Και θα λάβουνε τα όνειρα εκδίκηση και θα σπείρουνε γενεές στους αιώνες των αιώνων», με τη νίκη του φωτός επί του σκότους: «Ότι Αυτός ο Θάνατος και αυτός η Ζωή / Αυτός το Απρόβλεπτο και αυτός οι θεσμοί».Όταν ο Κωστής Παλαμάς έγραφε στα Νεοελληνικά γράμματα στις 31 του Ιούλη του 1937, «Παραμερίζουμε ποιητή για να περάσεις», μιλούσε σαν προφήτης και ένας νέος μεγάλος ποιητής γεννιόταν. Ο Γιάννης Ρίτσος, ο μεγάλος αυτός ποιητής της Ρωμιοσύνης, βάδισε ακούραστα στους δρόμους της υπαρξιακής αγωνίας και της μεταφυσικής. Πιο συγκεκριμένα στην Κυρά των αμπελιών, υπάρχει σαφέστατα η προσωποποίηση της Παναγίας, καθώς το όλο κλίμα είναι προερχόμενο από τη χριστιανική παράδοση, «Κυρά, κυρά θαλασσινή και στεριανή…». Στο αριστουργηματικό ποίημα Ο τόπος μας, ο ποιητής αντικρίζει κατάματα τον τόπο του, έρχεται σε συνάντηση μ’ αυτόν, από τον τόπο που ποτέ δεν λείπει το φως και η Ανάσταση: «Πάνω στ’ αμπέλια είναι η καπνιά, χρόνο με το χρόνο, απ’ τα κεριά του Πάσχα –μικροί μαύροι σταυροί που χάραξαν οι πεθαμένοι γυρίζοντας απ’ την Ανάσταση». Στη Ρωμιοσύνη έχουμε την συμβολική και αλληγορική γλώσσα, τη σαφώς επηρεασμένη από την χριστιανική παράδοση, την προσμονή της Ανάστασης, τη δικαίωση και την αποκατάσταση των πάντων: «Κάτου απ’ το χώμα, μες στα σταυρωμένα χέρια τους κρατάνε της καμπάνας το σκοινί –περμένουνε την ώρα, δεν κοιμούνται, περμένουν να σημάνουν την Ανάσταση». Μέσα στην ίδια ποιητική συλλογή υπάρχει και η συγκλονιστική παρουσία του Ελκόμενου Χριστού από τη Μονεμβασιά, η μοναδική αυτή αναπαράσταση του Νυμφίου σε ολόκληρη την Ελλάδα. Μία ακόμη αριστουργηματική συλλογή του Ρίτσου αποτελεί αναμφισβήτητα Η Σονάτα του σεληνόφωτος, αυτό το παγκόσμιο μνημείο ποιητικού λόγου. Η Σονάτα του σεληνόφωτος αποτελεί μια εκ βαθέων εξομολόγηση, με βασικά της χαρακτηριστικά τον εσωτερικό μονόλογο, τον συνειρμικό λόγο που σημαδεύει με την ατμόσφαιρα της, την αρχή μιας νέας εποχής για την ποιητική δημιουργία του ποιητή, αλλά και γενικότερα για την ποίησή μας. Ο Θεός χάρισε την Ποίηση, στην πρωταγωνίστρια και η παρουσία του Θεού είναι παντού κυρίαρχη, κυρίως με την μορφή της υπαρξιακής αναζήτησης. Η ανατροπή έρχεται στο τέλος. Η ηρωίδα θα βγει επιτέλους κάποια στιγμή από το σπίτι, αλλά στο άμεσο μέλλον και μόνη της, καθώς η υπαρξιακή της πορεία, όπως και η πορεία του κάθε ανθρώπου, έχει ως χαρακτηριστικό της, τη μοναξιά, αλλά και τη νίκη επί αυτής: «Το ξέρω πως καθένας μοναχός πορεύεται στον έρωτα, μοναχός στη δόξα και στο θάνατο. Το ξέρω. Το δοκίμασα. Δεν ωφελεί. Άφησέ με να ’ρθω μαζί σου». Η έξοδος από τον εαυτό μας είναι μια εθελούσια διαδικασία, ουσιαστικά μια προσωπική υπόθεση που αφορά την ελεύθερη έκφραση του αυτεξουσίου μας. Η ηρωίδα της Σονάτας του Σεληνόφωτος, αγωνιά και παλεύει να οδηγηθεί στην τελική λύτρωση της ύπαρξης, τουτέστιν στην ελευθερία: «…να μην ακούω πια τα βήματά σου, μήτε τα βήματα του Θεού, μήτε και τα δικά μου βήματα».
Αλλά το κατεξοχήν έργο του Γιάννη Ρίτσου, με σαφέστατες επιδράσεις από την χριστιανική παράδοση, το οποίο επίσης αποτελεί ένα μοναδικό μνημείο του ελληνικού πολιτισμού, μα και του παγκόσμιου πνεύματος, είναι ο Επιτάφιος. To μελοποιημένο αυτό αριστούργημα από τον Μίκη Θεοδωράκη, είναι εμπνευσμένο από τα γεγονότα του Μάη του ’36 στη Θεσσαλονίκη. Το αριστούργημα αυτό είναι δημιουργημένο επάνω στο κλίμα του Επιταφίου Θρήνου και για την ακρίβεια κατά το πρότυπο του Επιταφίου Θρήνου, με σαφείς επιδράσεις από τον άγιο Ρωμανό τον Μελωδό: «Βασίλεψες αστέρι μου / Βασίλεψε η πλάση / Κι’ ο ήλιος κουβάρι ολόμαυρο / Το φέγγος του έχει μάσει…», το πένθος και ο αβάσταχτος πόνος της μάνας παντού κυρίαρχα: «Μέρα Μαγιού μου μίσεψες / Μέρα Μαγιού σε χάνω…», αλλά μετατρέπεται σε ελπίδα και προσμονή Ανάστασης: «Και να που ανασηκώθηκα / Το πόδι στέκει ακόμα / Φως ιλαρό λεβέντη μου / Μ’ ανέβασε απ’ το χώμα…». Το υπέροχο λογοτεχνικό ύφος, ο ίδιος ο τίτλος, το σύνολο και η μουσικότητα των λέξεων, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, οι συμβολισμοί των προσώπων, η μητέρα που αποτελεί σύμβολο της Παναγίας, ο αδικοχαμένος γιος, ως το αέναο σύμβολο του Χριστού, το επιβλητικό περιβάλλον, η σταυροαναστάσιμη ατμόσφαιρα και το κλίμα της χαρμολύπης, όλα οδηγούν τον αναγνώστη στο κλίμα του Επιταφίου Θρήνου, ο οποίος όμως πάντα καταλήγει στην Ανάσταση καθώς, «Γλυκέ μου εσύ δεν χάθηκες, μέσα στις φλέβες μου είσαι. Γιε μου, στις φλέβες ολουνών, καημέ έμπα βαθιά και ζήσε».Μανώλης Αναγνωστάκης. Ο μεγάλος ποιητής, ιατρός και αγωνιστής της Αριστεράς, για την οποία καταδικάστηκε σε θάνατο, μας έχει χαρίσει ποιητικά έργα ανυπέρβλητης ποιητικής αξίας. Η υπαρξιακή του αγωνία αποτελεί ελπίδα για τις ματαιωμένες προσδοκίες του, από τα χαμένα του όνειρα, από τις προδομένες ιδέες του, μα πάντα με μια βαθιά ελπίδα και πίστη στον άνθρωπο και στη δύναμη του. Πιο συγκεκριμένα το ποίημα του Χάρης 1944, έχουμε αναφορά στην Αλήθεια και όχι απλώς στην αλήθεια: «Που μας δείχνει σαν ήλιος λαμπρός τις χρυσές πολιτείες, που ξανοίγονται μπρος μας λουσμένες στην Αλήθεια και στο αίθριο το φως». Ένα πραγματικό αριστούργημα αποτελεί το ποίημα Το σκάκι, αυτό το υπέροχο ποίημα που μιλά για την αγία αβεβαιότητα, αυτή που υπερνικά τον εγωισμό μας και χαρακτηρίζει τους αγίους καθώς, «Μονάχα ετούτο τον τρελό μου θα κρατήσω / Που ξέρει μόνο σ’ ένα χρώμα να πηγαίνει / δρασκελώντας την μίαν άκρη ως την άλλη / Γελώντας μπρος τις τόσες πανοπλίες σου / Μπαίνοντας μέσα στις γραμμές σου ξαφνικά / Αναστατώνοντας τις στέρεες παρατάξεις…». Στο υπέροχο ποίημά του Μιλώσυναντούμε τους απλοϊκούς ψαράδες που μεταμορφώθηκαν σε αποστόλους της οικουμένης: «Μια πιο πολύ μιλώ για τους ψαράδες / Π’ αφήσανε τα δίχτυα τους και πήρανε τα βήματά Του / Κι’ όταν Αυτός κουράστηκε αυτοί δεν ξαποστάσαν / Κι’ οι σύντροφοι τους φτύνανε και τους σταυρώναν / Κι’ αυτοί, γαλήνιοι, το δρόμο παίρνουμε π’ άκρη δεν έχει / Χωρίς το βλέμμα τους να σκοτεινιάσει ή να λυγίσει / Όρθιοι και μόνοι μες τη φοβερή ερημία του πλήθους…».Η μεγάλη μας ποιήτρια Κική Δημουλά με την αισθαντική ποίησή της και την ιδιαίτερη γραφή της, προχωρά σε μια μετουσίωση των πραγμάτων, στη μεταμόρφωση μιας πραγματικότητας που τη περιβάλλει μια λιτότητα λόγου και μια καθημερινή και απλή γλώσσα που εκφράζει το ανυποχώρητο πάθος για τη ζωή και την έντονη υπαρξιακή της αγωνία. Η αβεβαιότητα είναι κι’ εδώ κυρίαρχη, μα και η μόνη διέξοδος για την ύπαρξή, ουσιαστικά η αβεβαιότητα ως έξοδος από τον κλειστό εαυτό μας. Ο διαρκής εσωτερικός μονόλογος εξελίσσεται στην ουσία σε διάλογο με τον Θεό, όπως στο αριστουργηματικό ποίημα της Η γλυκύτατη αβεβαιότης όπου, «Τρισάγια κάθε τόσο για να δοθεί η υπηκοότητα νεκρού στον κεκοιμημένον δούλον σου. Ύψιστε, τι εννοείς άλλο νεκρός και άλλο δούλος. Τον κεκοιμημένον δούλον σου. Θε μου, αν απελευθερώνει ο θάνατος όπως μας το υπόσχεται παρήγορη η γλυκύτατη αβεβαιότης […] Των κεκοιμημένον. Περί ύπνου πρόκειται, Κύριε;». Εδώ γινόμαστε μάρτυρες της υπαρξιακής αγωνίας της ποιήτριας, η οποία μάλιστα στη εναγώνια προσπάθεια της να δώσει μια απάντηση, έρχεται σε διάλογο με τον Κύριο, αν και γνωρίζει πως ίσως απάντηση δεν υπάρχει στο μυστήριο της ζωής και του θανάτου. Η οικειότητα όμως που υπάρχει στη σχέση με τον Θεό, οδηγεί σε μια λυτρωτική αναζήτηση, μα και σε μια επίγνωση της αδυναμίας του ανθρώπου να κατανοήσει τα μεγάλα μυστήρια της ύπαρξης, τη ζωή, τον έρωτα και τον θάνατο.Ακολούθως, ο Γιώργος Θέμελης στο ποίημα του Σύγχυσις, που ανήκει στη ποιητική συλλογή του Βιβλικά, εκφράζει την αγωνία της απουσίας της νοηματοδότησης της ζωής καθώς, «Τώρα το φως δεν είναι φως / Χωρίζει τη σάρκα απ’ την ψυχή / Κάνεις δεν ξέρει τι να πει, τι να ζητήσει / Κανείς δεν αποκρίνεται στο “όσοι πιστοί προσέλθετε”». H απώλεια της ανθρωπινότητας οδηγεί στην απώλεια της σχέσης μας με τον Θεό και η αναφορά της σχέσης μας με τον Θεό οδηγεί στη προσπάθεια νοηματοδότησης της ύπαρξής μας, καθώς η απουσία αυτής της νοηματοδότησης καθίσταται πρόβλημα ζωτικής σημασίας. Κατά τον καθηγητή δογματικής θεολογίας, Χρυσόστομο Σταμούλη, ο μεγάλος ποιητής ως: «Ρακοσυλλέκτης μιας τέτοιας λησμονημένης αλήθειας ο ποιητής από τη Θεσσαλονίκη, ο Γιώργος Θέμελης, προσλαμβάνει και μεταμορφώνει ποιητικά τούτον τον «ουμανισμό», τουτέστιν Θεοκεντρισμό της αυτοσυνειδησίας του εκκλησιαστικού σώματος και ομολογεί αφοπλιστικά: “Χωρίς εμάς τι θαταν τάχα η γη / Ανώνυμη, ανυπόστατη, ερημωμένη / Χωρίς εμάς τι θαταν τάχα ο ουρανός / Σχήματα χωρίς φως και δίχως μια φωνή / Να τα ονομάσει, δίχως αιωνιότητα / Και ο Θεός τι πράγμα τάχα θαταν / Πράγμα χωρίς το ανθρώπινο πρόσωπο / Χωρίς το ανθρώπινο ένδυμα και σχήμα / Τι ράπισμα κ’ αίμα, ποιο μαρτύριο / Χωρίς το ανθρώπινο μαρτύριο: «Ίδε ο άνθρωπος, ίδε ο Θεός» / Χωρίς τον ανθρώπινο θάνατο, χωρίς / Ταφή και θρήνο – δίχως Ανάσταση / Χωρίς εμάς τι θαταν τάχα ο θάνατος”».1 Η σκέψη του Θέμελη είναι σαφέστατα βαθιά εκκλησιολογική και περιέχει βαθιά μέσα της την αλήθεια της πατερικής μας παράδοσης. Αυτό που με αγωνία διακηρύσσει ο ποιητής είναι μια ολιστική ανθρωπολογία, η οποία οδηγεί προς τον Θεό, που θα νοηματοδοτήσει τη ζωή του ανθρώπου με την εκούσια αποδοχή της αγαπητικής σχέσης μ’ Εκείνον εκ μέρους του δημιουργήματός του. Τον Θέμελη απασχολεί ο πόθος του ανθρώπου για ένωση με τον Θεό, ο έρωτας προς τον Θεό, ο οποίος σίγουρα προϋποθέτει, όπως προειπώθηκε, την εκούσια αποδοχή εκ μέρους του ανθρώπου, μέσα σε μια αρμονική λειτουργικότητα και αλληλεπίδραση. Η ελπίδα του ποιητή για την αποκατάσταση της Κτίσης και τη σωτηρία του ανθρώπου είναι πάντα και παντού παρούσα: «Κ’ εγώ κάπου θα ’μαι, κάπου θα σωθώ». Τάσος Λειβαδίτης. Ο μεγάλος ποιητής γεννήθηκε στην Αθήνα το βράδυ της Αναστάσεως του Κυρίου κατά το σωτήριο έτος 1922. Το παιδί εκείνο που γεννήθηκε την βραδιά που ο Χριστός κατέλυσε τον Άδη, έμελλε να γίνει ο κατεξοχήν θεολόγος-ποιητής με την ιδιαίτερη γραφή, τις εσωτερικές αναταράξεις, την πνευματική εγρήγορση, την εσωτερική πάλη, τον εξομολογητικό τόνο, τον εσωτερικό μονόλογο, μα και τον συνεχή διάλογο με τον Θεό, την αμφιβολία και την υπέρβασή της, που οδηγεί σε μια πιο βαθιά, πιο ουσιαστική πίστη, την μάχη με τον Θεό, τον παλιό εκείνον γνώριμο και φίλο και με την ανήσυχη ευαισθησία που οδηγεί στην αυτοθυσία. Ο Τάσος Λειβαδίτης υπήρξε ένας αιρετικός της Αριστεράς, ένας διαφορετικός ποιητής, ένας ποιητής της ουτοπίας και του χαμένου ονείρου, αλλά καθόλου δεν έχασε την ελπίδα του για ένα καλύτερο αύριο. Ο μεγάλος ονειροπόλος, ο μεταφυσικός της Αριστεράς κάνει μια στροφή εκ των έσω, μια στροφή μέσα στον εαυτό του, αλλά μια στροφή που χωρά κυρίως τους άλλους, καθώς ποτέ δεν είναι μόνος μέσα στη μελαγχολική του αθανασία. Ένα άκρως χαρακτηριστικό γνώρισμα της ποίησης του Λειβαδίτη είναι σαφέστατα η βασανιστική αναζήτηση του Θεού. Στο Ένας άρρωστος για Θεό, όπως τιτλοφορεί ένα σχετικό κείμενό του ο Κώστας Γεωργουσόπουλος, γράφει ανάμεσα σ’ άλλα: «Όποιος θελήσει να διαβάσει την αποτυπωμένη στις σελίδες του Λειβαδίτη μαρτυρία ψυχής, θα διαπιστώσει πως ο ποιητής αυτός μιμήθηκε ασυνειδήτως πιθανόν τον βίο πολλών αγίων, οι οποίοι ξεκίνησαν από αλαζόνες διδάσκαλοι, διδάχοι, σαλπιγκτές, μπροστάρηδες και σε μια κρίσιμη καμπή του δρόμου άλλαξαν προσανατολισμό και πορεύτηκαν με μόνη πυξίδα την αγωνία τους κι’ όχι τον αγώνα». Ο Λειβαδίτης εκφράζει πάντα την αγία αβεβαιότητα, την αβεβαιότητα εκείνη που καταξιώνει τον άνθρωπο και τον οδηγεί στο καθ’ ομοίωσιν. Στο ποίημά του Tο υπόγειο, ξεδιπλώνεται μπροστά μας ολόκληρη αυτή η συναίσθηση της αδυναμίας του, η ίδια ακριβώς συναίσθηση που τον καθιστά παντοδύναμο: «Eίμαι κι’ εγώ ένας Θεός μες στο δικό του σύμπαν, σε τούτο το υγρό υπόγειο, έξω βρέχει, ένα σύμπαν ανεξιχνίαστο κι ανεξάντλητο κι’ απρόβλεπτο,
ένας Θεός καθόλου αθάνατος,
γι’ αυτό και τρέμοντας από έρωτα για κάθε συγκλονιστική
κι ανεπανάληπτη στιγμή του». Ακόμα εντονότερη είναι η κατάφαση του ποιητή προς το θεϊκό στοιχείο και το υπερβατικό, στην τρίτη φάση του έργου του, καθώς εκεί υπάρχει και μια πιο συνειδητή στροφή στη μεταφυσική αναζήτηση. Το κύκνειο άσμα του, Ο τυφλός με το λύχνο, θα ’λεγε κανείς πως γράφτηκε από εκκλησιαστικό υμνογράφο. Ειδικά η ενότητα Συνομιλίες, αποτελεί ολόκληρη μια εναγώνια προσευχή, μια μαρτυρική ικεσία, καθώς κάθε ποίημά της αρχίζει με την επίκληση Κύριε, ενώ πλήθος άλλοι τίτλοι (Ευαγγελισμός, Η άρνηση του Πέτρου κ.α.), ζωντανεύουν μέσα μας εικόνες του Ευαγγελίου. H πολυπόθητη απάντηση στα υπαρξιακά ερωτήματα, βρίσκεται στο γεγονός της συχνής επίκλησης του Θεού στη τελευταία περίοδο των ποιημάτων του Λειβαδίτη. Στο ποίημά του Γέννηση, φανερώνεται ολόκληρη η ευαισθησία της ψυχής του ποιητή, η βαθιά αγάπη του για τον Εσταυρωμένο Έρωτα, η συναίσθηση της μεγάλης θυσίας, της αγάπης του Θεού προς τον άνθρωπο, αλλά και η μεγάλη συγκίνηση, η αναστάσιμη αγάπη που προκαλεί στην ανθρώπινη ψυχή, αυτή η εκούσια θυσία του Θεανθρώπου: «Εν’ άλλο βράδυ τον άκουσα να κλαίει δίπλα. Χτύπησα την πόρτα και μπήκα. Μου ’δείξε πάνω στο κομοδίνο ένα μικρό ξύλινο σταυρό. “Είδες, μου λέει –γεννήθηκε η ευσπλαχνία”. Έσκυψα τότε το κεφάλι κι’ έκλαψα κι εγώ, γιατί θα περνούσαν αιώνες και δε θα ’χαμε να πούμε τίποτα ωραιότερο απ’ αυτό». Παρομοίως στο ποίημά του Πανάρχαιη αντιδικία, ξεδιπλώνεται μπροστά στα μάτια μας η αιώνια μάχη του ανθρώπου με τον Θεό, η υπαρξιακή αγωνία του ανθρώπου να συναντήσει και ν’ αγγίξει το ακατάληπτο, ώστε να επέλθει η λύτρωση όπως στην αρχαία τραγωδία: «Θέλω να πω ότι κάθε νύχτα έπρεπε να τα παίζω όλα και μάλιστα χωρίς να ’ναι κανείς στην άλλη πλευρά του τραπεζιού-κανείς; Αστείοι που είμαστε –αντίκρυ μου εκεί, κάθε νύχτα, στέκεται ο Θεός, εγώ προσπαθώ να του ξεφύγω, εφευρίσκω πανουργίες, θανάσιμα αμαρτήματα, κάνω αποτρόπαιες σκέψεις, αλλά Εκείνος με διεκδικεί ολόκληρο, λυσσάω που δεν μπορώ να βρω μια υπεκφυγή, μια διέξοδο. Ώσπου αρχίζει να ξημερώνει. Ανοίγω τότε το παράθυρο και άθελά μου χαμογελώ. Ο Θεός, για μια ακόμα φορά, με κέρδισε με την καινούργια μέρα του». Στο υπέροχο ποίημά του Σκηνές του σταθμού, η φαινομενική απουσία του Θεού και η δίψα του ποιητή για Θεό, γίνεται άσβεστη δίψα της ψυχής. Aέναη αναζήτηση της ύπαρξης μια ολόκληρη ζωή καθώς, «…και νύχτωνε σιγά σιγά κι’ η πόλη χανόταν πέρα σ’ ένα απίθανο βάθος κι’ εγώ ήμουν άρρωστος για Θεό». Ο άρρωστος για Θεό ποιητής μας, μας χάρισε τα ομορφότερα ποιήματα αναδυόμενα απ’ ευθείας μέσα από την ευαισθησία της ψυχής του, μέσα από την έμπονη αγωνία της ύπαρξής του. Η ομορφιά της Ποίησης ίσως να είναι ο μόνος δρόμος για την έξοδο από το αδιέξοδο της ύπαρξής μας, καθώς η Ποίηση μας οδηγεί πιο κοντά στον άνθρωπο και στον Θεό, μέσα από την υπαρξιακή αγωνία του ανθρώπου. Οι ποιητές, ίσως μονάχα εκείνοι, με την μοναδική ευαισθησία της ψυχής τους και με τα γεγυμνασμένα αισθητήρια που διαθέτουν, κατά τον απόστολο των εθνών Παύλο, ευχαριστούν, δοξολογούν, ικετεύουν και κυρίως αναζητούν τον Θεό για την ανακάλυψη και τη βίωση της αληθινής ζωής, δηλαδή για την ένωση με τον Θεό.
1 Χρυσόστομου Σταμούλη, Έρως και Θάνατος. Δοκιμή για έναν πολιτισμό της σάρκωσης, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 2009, σ. 336.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου