Του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑ
Δρ. Θεολογίας ΑΠΘ
Παραμένει νομίζω αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι πλήρης χάριτος ο θησαυρός της Εκκλησίας, αυτός των αγίων της, αποτελεί σπάνια παρακαταθήκη, ακόμη και για τον σημερινό αδιάφορο θεολογικά άνθρωπο. Οι περιπτώσεις είναι πολλές. Στέκομαι μόνο σε μια, κάπως επίκαιρη μιας και συνδέεται με τη μνήμη τριών αγίων (Αθανασίου του Παρίου 24 Ιουνίου, Νικοδήμου Αγιορείτου 14 Ιουλίου, Μακαρίου Νοταρά 17 Απριλίου).
Όποιος μελετά την πορεία της Εκκλησίας μέσα στους αιώνες, δεν είναι δύσκολο να παρατηρήσει ότι αυτή στη μακρά διάρκεια της ιστορίας της, στηριγμένη στην εμπειρία των αγίων, διέσωσε την πνευματική υπόσταση και την ιστορική μαρτυρία της, χωρίς να υποτάσσεται σε καμιά θρησκευτικότητα και εκκοσμίκευση. Αυτή η ασυμβατότητα, την έκαμε πολλές φορές να κρατά μια κριτική στάση απέναντι στα κυρίαρχα ιδεολογικά ρεύματα, τα οποία πάντοτε προσπαθούσαν να μεταβάλλουν την ασκητική σοφία της, σ’ ένα ουδετεροποιημένο σχήμα. Φέρνω ως παράδειγμα την ησυχαστική παράδοση του 14ου και την αναγέννηση αυτής με την κολλυβαδική του 18ου αιώνα. Και στις δύο περιπτώσεις, είναι σαφές ότι συγκρούσθηκαν δύο σαφώς αντιτιθέμενοι κόσμοι, η υπερβατική Ανατολή με την ενδοκοσμική Δύση, με αποτέλεσμα χάρη στην πρώτη να διαφυλαχθούν απαραχάρακτες οι «οντολογικές προϋποθέσεις», που πάντοτε καθιστούσαν την Εκκλησία αληθινή κιβωτό σωτηρίας. Αυτό το χαρακτηριστικό την έκαμε να θέσει στο περιθώριο κάθε εξωτερικό σχήμα και η ίδια με βάση την ευχαριστιακή της ζωή, σε καιρούς ιδιαίτερα χαλεπούς, όπως λόγου χάριν κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, να είναι «καινός τρόπος», πραγματώνοντας έτσι τη σωτηρία των υπόδουλων Ελλήνων από λογής – λογής παραχαράξεις της πίστης. Τούτο επαληθεύεται από το γεγονός ότι πολλοί λόγιοι διδάσκαλοι του Γένους, κληρικοί οι περισσότεροι, προσπάθησαν να αναχαιτίσουν το ρεύμα κάθε αιρετικής απόκλισης και αλλαξοπιστίας ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων με ειδικές συγγραφές, που σκοπό είχαν να καταδείξουν τη διάσωση της ελληνορθόδοξης παράδοσης.
Όσο όμως και αν φαίνεται παράδοξο, κατά την αυτή περίοδο της Τουρκοκρατίας, η Εκκλησία μολονότι με σφοδρότητα αντιπαρατέθηκε σε ιδεολογικά σχήματα, εν τούτοις δεν είναι λίγες οι φορές που υποτάχθηκε σ’ αυτά. Ορθά έχει υποστηριχθεί ότι εκκοσμικεύτηκε. Προσέλαβε κοσμικό ήθος, με αποτέλεσμα να αλλοτριωθεί, χάνοντας την πνευματική της ικμάδα και δύναμη. Στην προκείμενη περίπτωση η αλλοτρίωση αυτή έγινε αρχικά μέσω της Θεολογίας. Υπό τις σαφείς επιρροές που δέχθηκε από τη δυτική φιλοσοφικοθεολογική σκέψη - κυρίαρχο εδώ υπήρξε το ρεύμα του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού - έχασε το βαθύτερο οντολογικό της προσανατολισμό και άρχισε να υπηρετεί τα σχήματα της ανθρώπινης γνώσης. Έγινε έτσι ένα κλειστό «σχηματοποιημένο θεολογικό σύστημα», το οποίο υποκλέπτοντας το εσχατολογικό περιεχόμενο της διδασκαλίας της, αντί να υπηρετεί τη διάσωση του εκκλησιαστικού ήθους, κατέληξε να αναπαράγει θεολογικά σχήματα παντελώς ξένα προς τη μακρόσυρτη παράδοσή της. Με ένα λόγο μετατράπηκε σ’ ένα εξουσιαστικό σχήμα ιεραρχικής δομής, που το αντέγραψε πιστά από τη Δυτική Εκκλησία.
Έχει ιδιαίτερη σημασία να κατανοήσει κανείς ότι οι δυνάμεις που στους χρόνους της δουλείας ενήργησαν και υπέσκαψαν καταλυτικά τα πνευματικά θεμέλια της ελληνορθόδοξης Ανατολής, ήταν ο Σχολαστικισμός και ο Διαφωτισμός. Και τα δύο αυτά μεγέθη, γεγονός είναι, ότι ποικιλότροπα επηρέασαν πολλούς ορθόδοξους διδασκάλους λογίους που έζησαν και έδρασαν στην Ευρώπη. Ο Σχολαστικισμός όπως αυτός δοκιμάστηκε στον Ρωμαιοκαθολικισμό, με τον θωμιστικό αριστοτελισμό και αργότερα με τον πιετισμό, δικαιώθηκε τόσο στην προτεσταντική Μεταρρύθμιση, όσο και στην Αντιμεταρρύθμιση του Καθολικισμού, αλλοτρίωσε τις βιωματικές ρίζες της ελληνορθόδοξης παράδοσης. Ο Διαφωτισμός από την άλλη πλευρά, όσο κι αν υπήρξε φορέας καινούριων δημιουργικών ιδεών, που κυρίως αφορούσαν τη φιλοσοφία και τις επιστήμες, θέτοντας με τον τρόπο αυτό στο περιθώριο κάθε μεσαιωνική δεισιδαιμονία και πολιτισμική αποτελμάτωση, τελικά σήμανε τον αφελληνισμό του Γένους και την αποστασία από την ελληνορθόδοξη παράδοση. Γι’ αυτό και η επιρροή των δύο αυτών ρευμάτων στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, υπήρξε καίρια και σε πολλές περιπτώσεις έγινε αποδεκτή, χωρίς κριτικές αντιστάσεις, οι οποίες όπως ήταν λογικό θα ‘πρεπε να προέρχονται εξ ολοκλήρου από την ορθόδοξη αυτοσυνειδησία.
Έχοντας λοιπόν αυτό το σκηνικό υπ’ όψη, είναι ευτύχημα το γεγονός που κατά την τελευταία εικοσαετία, έχει ήδη αρχίσει να γίνεται πράξη μια διαφορετική ανάγνωση του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Μια ανάγνωση υπό το πρίσμα των κριτηρίων της ορθόδοξης παράδοσης. Αυτή η διαφορετική αποτίμηση μας πηγαίνει κατευθείαν σε πρόσωπα που αντιστάθηκαν στο ρήγμα που προκάλεσε το κίνημα στη νεοελληνική συνείδηση. Ομιλώ εδώ για την ιδεολογία του Αντιδιαφωτισμού, η οποία στάθηκε αντίθετη στη μετακένωση στην καθ’ ημάς Ανατολή των φιλοσοφικών, εκπαιδευτικών και κοινωνικοπολιτικών ιδεών του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και εκφράστηκε από λογίους κληρικούς και διδασκάλους, όπως η τριανδρία των αγίων Αθανάσιου Παρίου, Νικοδήμου Αγιορείτου, Μακαρίου Νοταρά, γνωστοί ως Κολλυβάδες Πατέρες. Οι πνευματικοί καρποί της κίνησης αυτής, που προσφυώς από τον π. Αμφιλόχιο Ράντοβιτς ονομάσθηκε φιλοκαλική αναγέννηση, μπορούν να συνοψισθούν ως εξής. Πρώτον, αποκάλυπτε μια απροσδόκητη για την εποχή της θεολογική εγρήγορση, τροφοδοτώντας το Γένος με όλα εκείνα τα στοιχεία για πνευματική αυτάρκεια. Δεύτερον, και οι τρεις άγιοι, Αθανάσιος Πάριος, Νικόδημος Αγιορείτης, Μακάριος Νοταράς, υπήρξαν ενσυνείδητοι εκφραστές της πατερικής αυθεντίας και συμπύκνωσαν στο έργο τους όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά για την επαναφορά των λειτουργικών πράξεων της αρχαίας εκκλησιαστικής παράδοσης. Εξού και η επιμονή τους για τη συχνή Θεία Μετάληψη και για την τέλεση των μνημοσύνων το Σάββατο κι όχι την Κυριακή. Τρίτον, η αναφορά τους στη διδασκαλία των «θεοφόρων διδασκάλων της Εκκλησίας», λειτούργησε ως η θεμελιώδης αφετηρία για προβολή της ορθόδοξης πνευματικότητας, προσδιορισμένης ως πολιτισμική αντιπρόταση, προς τη διαδικασία μετάβασης προς νέες μορφές παιδευτικών αξιών που πρωτίστως προωθούσε ο Διαφωτισμός. Και τέταρτον, επέτυχε την τροφοδότηση το υπόδουλου Γένους με μια σειρά κειμένων πολιτισμικής αυτοσυνειδησίας, με κορυφαίο αυτό της Φιλοκαλίας των Ιερών Νηπτικών Πατέρων (Βενετία 1782). Το ασκητικό ιδεώδες της Ορθοδοξίας, για μια ακόμη φορά προερχόμενο μέσα από το μοναχισμό, έδινε στην υπόδουλη Ρωμηοσύνη λόγο υπαρκτικής αφύπνισης στις ουσιώδεις πνευματικές ανάγκες που τότε είχε.
Αυτές οι διαπιστώσεις για την αντίσταση της αγιότητας έναντι κοσμικών και διανοητικών σχημάτων στο Σώμα του Ζώντος Χριστού, ως μυστηριακή κοινότητα της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής πραγματικότητας, ολάκερου δηλαδή του σώματος του λαού της, «συν όλη τη Εκκλησία» καθώς λέγει ο Απόστολος Παύλος, κατά τη γνώμη μου εδραιώνουν την άποψη που θέλει το σημερινό θεολογικό και εκκλησιαστικό λόγο να βρίσκεται ακόμη σε βαβυλώνια αιχμαλωσία. Αρκεί κανείς να δει την πρακτική αδελφοτήτων, κινήσεων, οργανώσεων και συντροφιών, οι οποίες στη μετά «Ζωή» και «Σωτήρα» εποχή, όχι μόνο σε μεγάλα αστικά κέντρα, αλλά και σε πόλεις με πλούσια πνευματική παράδοση, με μανδύα νέο, ντυμένο «ορθόδοξα», για να διαπιστώσει ότι ο πιετισμός και οι παρεκκλησιαστικές σέκτες του είναι ακόμη δεμένες στο άρμα μιας θρησκευτικότητας προτεσταντικής και παπικής που μας έρχεται κατευθείαν από το Διαφωτισμό. Ωστόσο, είναι πράγματι παρήγορο το γεγονός, που κατά την τελευταία τριακονταετία, ένα μεγάλο σώμα θεολόγων επιστημόνων, αλλά και ιερέων με ορθόδοξη συνείδηση αντιδρά σ’ αυτή την ξένη παρεμβολή στο ολοζώντανο σώμα της Εκκλησία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου