Παρασκευή 22 Φεβρουαρίου 2013

Θανάσης Ν. Παπαθανασίου: Κοινωνική Δικαιοσύνη και Ορθόδοξη Θεολογία. Μια προκήρυξη


«Ακούστε με τώρα κι εσείς οι πλούσιοι. Κλάψτε με γοερές κραυγές για τα βάσανά σας, που όπου να ’ναι έρχονται. Ο πλούτος σας σάπισε, και τα ρούχα σας τα ’φαγε ο σκόρος. το χρυσάφι σας και το ασήμι κατασκούριασαν, και η σκουριά τους θα είναι μαρτυρική κατάθεση εναντίον σας και θα καταφάει τις σάρκες σας σαν τη φωτιά. Κι ενώ πλησιάζει η κρίση εσείς μαζεύετε θησαυρούς. Να, ο μισθός των εργατών που θέρισαν τα χωράφια σας κι εσείς τους τον στερήσατε κραυγάζει. Και οι κραυγές των θεριστών έφτασαν ως τα αυτιά του παντοδύναμου Κυρίου. Ζήσατε πάνω στη γη με απολαύσεις και σπατάλες. Παχύνατε σαν τα ζώα, που τα πάνε για σφάξιμο. Καταδικάσατε και φονεύσατε τον αθώο. δεν σας πρόβαλε αντίσταση».
Θα μπορούσε, ίσως, να είναι απόσπασμα από προκήρυξη των μεγάλων κοινωνικών εξεγέρσεων του 20ου αι. Είναι, ωστόσο, κείμενο που γράφτηκε πριν από είκοσι, χοντρικά, αιώνεςαπόσπασμα από την Καινή Διαθήκη, και, συγκεκριμένα, από την επιστολή του αποστόλου Ιακώβου (5:1~6). Κατά πόσο, βέβαια, αποδέχονται τη φιλοσοφία του όσοι δηλώνουν θρησκευόμενοι και, αντίστοιχα, κατά πόσο γνωρίζουν την ύπαρξη τέτοιας σκέψης στους κόλπους του Χριστιανισμού όσοι δηλώνουν μη Χριστιανοί, είναι ερωτήματα, στα οποία η απάντηση μάλλον δεν μπορεί να είναι αισιόδοξη. Η υποβάθμιση (πολύ περισσότερο: η στρέβλωση) του Χριστιανισμού σε ένα ανώδυνο σύστημα ηθικιστικού, ατομοκεντρικού και εφησυχαστικού καθωσπρεπισμού αποτελεί μέσα στην ιστορία έναν αδιάκοπο πειρασμό.
α΄ Η αποστέρηση του εργατικού μισθού ως φόνος 
Η παραστατικότατη μεταφορά του απ. Ιακώβου του αποστερημένου εργατικού μισθού να κραυγάζει προς τον ουρανό δεν είναι καθόλου τυχαία. Έχει χρησιμοποιηθεί όποτε χρειάστηκε να επισημανθούν τα πλέον βαριά αμαρτήματα: βοά προς τον Θεό το αίμα του δολοφονημένου Άβελ, τα αμαρτήματα των Σοδόμων, η τυραννία των Εβραίων στην Αίγυπτο και ο αποστερημένος μισθός, και μάλιστα είτε αφορά Εβραίο, είτε ξένο εργάτη. «Μην εκμεταλλεύεσαι ποτέ», λέει ο Γιαχβέ στον Ισραηλίτη, «το μισθωτό, το δυστυχισμένο και το φτωχό συμπατριώτη σου ή τον ξένο που ζει σε μια από τις πόλεις της χώρας σου. Να του δίνεις κάθε μέρα το μεροκάματό του, πριν από τη δύση του ήλιου. γιατί είναι φτωχός και το έχει ανάγκη. Αλλιώς αυτός θα φωνάξει εναντίον σου στον Κύριο, κι αυτό θα σου καταλογιστεί για αμαρτία» (Δευτ. 24:14~15). «Όποιος από το διπλανό του τη διατροφή του αφαιρεί, είναι το ίδιο σαν να τον σκοτώνει. κι όποιος δε δίνει στον εργάτη το μισθό του, είναι φονιάς» (Σοφ. Σειρ. 34:22).
Αυτή η αντιστοίχιση εκμετάλλευσης και φόνου πέρασε και στη χριστιανική Εκκλησία. Είναι χαρακτηριστικό ότι ως «φονεύσας τον αδελφόν αυτού» καθαιρείται ο ανάλγητος κληρικός που δεν συνδράμει τον φτωχό συνάδελφό του. Κατά τον αγ. Νικόδημο τον Αγιορείτη σ’ αυτόν που αποστερεί το μισθό του εργαζόμενου, πρέπει να επιβάλλονται τα επιτίμια που επιβάλλονται στον φονιά.
β΄ Η νομιμότητα της ταξικής κοινωνίας 
Δεν έχουν λείψει μέσα στην ιστορία απόψεις θεολογούντων ότι τάχα η ταξική κοινωνία είναι θέλημα Θεού, ότι οι πλούσιοι έχουν οριστεί από τον Θεό για να διαχειρίζονται τα υλικά αγαθά και ότι η ιδιότητα του φτωχού δίνεται επίσης από τον Θεό για να έχουν ορισμένοι άνθρωποι την πολύτιμη ευκαιρία να ασκούνται στην υπομονή.
Σε ορισμένα βιβλία της Π.Δ. ο πλούτος είναι ταυτόσημος με την αδικία. σε άλλα, εν τούτοις, εμφανίζεται ως θεία επιβράβευση της ανθρώπινης ευσέβειας. Στην Κ.Δ., όμως, αυτή η δεύτερη αντίληψη απουσιάζει. Η ευθύνη για την οικονομική ανισότητα προσγράφεται στους ανθρώπους.
Οι πατερικές θέσεις, στη συνέχεια, προσφέρουν τη βάση για μια ριζική αμφισβήτηση της ταξικής κοινωνίας. Όχι μόνο δεν την εκλαμβάνουν ως θέλημα Θεού, αλλά – αντιθέτως – τη θεωρούν ως μία από τις ολέθριες συνέπειες της πτώσης του ανθρώπου, της εξόδου του από την αρχική, παραδείσια αρμονία. Η φτώχεια, ο πλούτος και η δουλεία εισέβαλαν στην ανθρωπότητα όπως εισβάλλουν στον ανθρώπινο οργανισμό οι αρρώστιες. Ο νόμος, συνεπώς, τον οποίο πρέπει να δέχεται ο χριστιανός, δεν είναι ο νόμος του ισχυρού – δηλαδή η ανισότητα – αλλά του Δημιουργού – δηλαδή η ισότητα (Γρηγόριος Θεολόγος). Σειρά ολόκληρη Πατέρων από τον 4ο ως τον 11ο αι. επιμένουν ότι η γη δόθηκε από το Θεό σε όλους από κοινού κι ότι το δικαίωμα της ιδιοκτησίας (και πολύ περισσότερο η ανισότητα στην ιδιοκτησία) αποτελεί αυθαιρεσία.
Για να απαντήσει στους ισχυρισμούς των πλουσίων ότι τάχα δεν αδικούν κανένα, αφού η ιδιοκτησία τους είναι σύννομη, ο Μ. Βασίλειος λέει ότι ο πλούσιος μοιάζει με εκείνον που μπαίνει πρώτος στο θέατρο, πιάνει όσα άδεια καθίσματα μπορεί και κατόπιν δεν αφήνει να καθίσουν εκεί αυτοί που μπαίνουν μετά. Για να αντιληφθούμε τη ριζοσπαστικότητα των θέσεων αυτών, ας σκεφτούμε ότι διατυπώθηκαν σε εποχές δεσποτείας του ρωμαϊκού δικαίου, το οποίο είχε αποθεώσει το δικαίωμα της ιδιοκτησίας.
γ΄ Το άλλοθι της ελεημοσύνης 
Στην ελεημοσύνη η Εκκλησία βλέπει μια πολύτιμη δυνατότητα του ανθρώπου: το άνοιγμα στον άλλον και τη διάθεση για από κοινού μετοχή στα αγαθά. Εδώ, ωστόσο, καραδοκεί ένας κίνδυνος. Η ελεημοσύνη μπορεί να καταντήσει άλλοθι της κοινωνικής αδικίας, ιδίως όταν ασκείται από αυτόν που προκάλεσε το πρόβλημα. «Ποιο είναι το όφελος, αν δημιουργείς πολλούς φτωχούς με την εκμετάλλευση και ανακουφίζεις έναν με την ελεημοσύνη; Αν δεν υπήρχε το πλήθος των εκμεταλλευτών, δεν θα υπήρχε ούτε το πλήθος των εξαθλιωμένων» (Γρηγόριος Νύσσης).
Η ματιά των Πατέρων αναζητεί τη ρίζα της κοινωνικής κακοδαιμονίας, κι όχι απλώς μερικά παυσίπονα. Η ένσταση που διατύπωσε ο Αστέριος Αμασείας (τέλη 4ου αι.), αποτελεί μόνιμο αγκάθι στη συνείδηση του εκκλησιαστικού ανθρώπου: Είναι απίθανο να συσσωρευτεί τεράστιος πλούτος δίχως αμαρτία, δίχως την εξαθλίωση και τον πόνο των άλλων. Κάθε ομοιότητα προς σύγχρονες πολυεθνικές που αναπτύσσουν ποικίλο «φιλανθρωπικό» έργο, δεν είναι καθόλου συμπτωματική!
Από τη θεώρηση αυτή πηγάζει και μια εκκλησιαστική ρύθμιση, η οποία απογυμνώνει την υστερόβουλη ελεημοσύνη από το προσωπείο της και, ταυτόχρονα, κλείνει το δρόμο σε όσους επιδιώκουν μέσω αυτής τη μεταφυσική δικαίωση των ανομιών τους. Απαγορεύτηκε στους κληρικούς να δέχονται για τις εκκλησίες τους δωρεές πλουσίων εκμεταλλευτών. Πρόκειται για μια ρύθμιση η οποία (όπως και άλλες) μάλλον απίστευτη θα φαινόταν σήμερα.
Ήδη στην Π.Δ. επισημαίνεται ότι «όποιος προσφέρει μια θυσία με των φτωχών τα χρήματα, είναι σαν να θυσιάζει ένα παιδί μπροστά στα μάτια του πατέρα του» (Σοφ. Σειρ. 34:20). Το έργο «Διαταγαί των Αγίων Αποστόλων» (4ος αι.) ζητεί από τους επισκόπους να θεωρούν μυσαρές τέτοιες δωρεές και να τις αποποιούνται, ακόμα κι αν η συγκεκριμένη εκκλησία βρίσκεται σε ένδεια και κινδυνεύει να καταστραφεί. Δεν μπορεί ο Θεός να γίνει συνένοχος ληστών και αρπακτών (Μ. Βασίλειος). 
δ΄ Για μια θεολογία της διεκδίκησης
Ο αγ. Διάδοχος Φωτικής (5ος αι.) παρατηρεί ότι η στάση ζωής του Χριστιανού νοηματοδοτείται όχι από την οργή, αλλά από την αγάπη, ακόμη και προς αυτούς οι οποίοι τον αδικούν. Η διατύπωση αυτή θα έβρισκε, φαντάζομαι, σύμφωνους και τους σημερινούς θρησκευόμενους. Μόνο που αυτοί θα έβαζαν εδώ τελεία, ενώ ο Διάδοχος συνεχίζει σε κάτι πολύ ενδιαφέρον: Είναι λάθος να νομίζουμε πως η οργή οφείλει να λείψει ολότελα από τη ζωή του Χριστιανού. Αυτό το οποίο ξεριζώνει ο πιστός, είναι ο στρεβλός προσανατολισμός της, δηλαδή η χρήση της για την ικανοποίηση του εγωισμού του. Αν η οργή φανερώνει έγνοια για τον άλλον, είναι θεμιτή.
Είναι χαρακτηριστικό στη συνάφεια αυτή ένα περιστατικό από την Π.Δ. Όταν ο Θεός ετοίμαζε μέσω του Μωυσή τους Εβραίους να αναχωρήσουν από την Αίγυπτο, τους συμβούλεψε να δανειστούν από τους Αιγυπτίους χρυσά και ασημένια σκεύη και ρουχισμό, όχι όμως με την προοπτική να τα επιστρέψουν αργότερα, αλλά να τα παρακρατήσουν (Εξ. 11:2, 12:35~36). Για τον αγ. Ειρηναίο Λυώνος η συμβουλή του Θεού προς τον εβραϊκό λαό υπογραμμίζει το δικαίωμα του εργαζόμενου να διεκδικεί τα δίκαιά του. Οι Εβραίοι δεν έκαναν τίποτα άλλο παρά να εισπράξουν ένα μέρος των απλήρωτων κόπων τους, με τους οποίους οι Αιγύπτιοι είχαν πλουτίσει στο πολλαπλάσιο.
ε΄ Απέναντι σε μια αλλιώτικη ειδωλολατρία 
Ο Χρυσόστομος κάνει μια πολύ ενδιαφέρουσα επισήμανση στην παραβολή του φτωχού Λαζάρου και του πλούσιου (Λουκ. 16:19~31). Ο Χριστός μας δίνει μεν το όνομα του φτωχού, αφήνει όμως ανώνυμο τον πλούσιο. Γιατί; Διότι όποιος επιδίδεται σε αρπαγές και σε πλουτισμό είναι λύκος κι όχι άνθρωπος. Ο δε Παύλος δεν ορίζει την πλεονεξία ως ένα παράπτωμα ηθικιστικού τύπου ή ως κάτι δευτερεύον, αλλά ως ειδωλολατρία (Κολοσ. 3:5). Ποιος είπε ότι το ευαγγέλιο αγνοεί την ύπαρξη των γιάππις;
Η Ορθόδοξη Θεολογία δεν συμμερίζεται το προτεσταντικό δόγμα του απόλυτου προορισμού, το οποίο απολήγει στην πεποίθηση ότι οι εκλεκτοί του Θεού γίνονται επιτυχημένοι κεφαλαιοκράτες (βλ. Max Weber: Η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού).
στ'  Το κοινωνικό περιεχόμενο του Χριστιανικού δόγματος
Ο Χριστός συγκρούστηκε με τις δυνάμεις του κακού και της φθοράς σε κάθε τους μορφή. Διωγμένος και σταυρωμένος ο ίδιος, ταύτισε ρητά τον εαυτό του με τους αδύναμους και τους διωκόμενους, με τους αλλοδαπούς και τους φυλακισμένους και, ταυτόχρονα, ταύτισε την αλληλεγγύη προς αυτούς με την αλληλεγγύη προς αυτόν τον ίδιο.
Μέσα στην πολύμορφη ιστορική όδευση, η Εκκλησία οφείλει να κρατά εναργές το όραμά της και να κομίζει μια σύστοιχη πρόταση ζωής. Όποτε λησμονεί ή απεμπολεί το ίδιο της το όραμα, γίνεται τύραννος του ανθρώπου, φυλακή του Θεού και προδότης του εαυτού της. Αντίθετα, όποτε τάσσεται στο πλευρό των θυμάτων και μπολιάζει την ιστορία με δικαιοσύνη, αλληλεγγύη κι ελευθερία, προξενεί ρωγμές στις ταφόπλακες της κοινωνίας για να περάσει στο σήμερα το φως των Εσχάτων.

πηγή: Aντίφωνο,αποσπάσματα από το βιβλίο  "Κοινωνική δικαιοσύνη και ορθόδοξη θεολογία, Μία προκήρυξη", εκδ. Ακρίτας 2001.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...