Του Δημήτρη Μπεκριδάκη, Θεολόγου-Εκπαιδευτικού
(Ομιλία στο Πνευματικό Κέντρο Καρδαμύλων Χίου, στις
30/01/2013)
Ζούμε σε ζοφερούς
καιρούς. Ο ιστορικός του μέλλοντος θα περιγράψει την εποχή μας ως μια εποχή
παρακμής και μετάβασης, παρατεταμένης κρίσης, μεγάλων ανακατατάξεων και
συγκρούσεων σε κάθε επίπεδο. Ο παλιός κόσμος πεθαίνει και ο νέος δεν λέει ακόμη
να γεννηθεί. Εδώ και δεκαετίες ο πολιτισμός μας, τον οποίο οι κοινωνικές
επιστήμες περιγράφουν με τον όρο «Νεωτερικότητα», ψυχορραγεί. Όλες οι
βεβαιότητες του παρελθόντος, όλα τα σταθερά σημεία αναφοράς καταρρέουν με
πάταγο. Καθετί που θεωρούταν ιερό βεβηλώθηκε, οι αξίες, τα πρότυπα και τα
ιδανικά που μέχρι τώρα υποβάσταζαν το σύγχρονο πολιτισμικό και κοινωνικό
οικοδόμημα αμαυρώθηκαν, δυσφημίστηκαν και καταπατήθηκαν βάναυσα. Ο ορίζοντας
του νοήματος σκοτεινιάζει για μια ακόμη φορά πάνω από την ανθρωπότητα,
στερώντας από τη ζωή τη δυνατότητα προσανατολισμού και στόχου. Μέσα στα «ωραία
ερείπια» του δυτικού πολιτισμού ο σύγχρονος άνθρωπος –απομονωμένος και
απογυμνωμένος από κάθε αίσθηση συλλογικότητας– στέκεται έντρομος και
μπερδεμένος. Ο μορφασμός του είναι κραυγή αγωνίας για την πληθωρική παρουσία
του θανάτου, που δυναστεύει την ύπαρξή του όσο ποτέ άλλοτε. Ο κόσμος
έχει ξαναγίνει αίνιγμα γι’ αυτόν, όμως ένα αίνιγμα που δεν γεννάει πια
θαυμασμό, ούτε συνδέεται με την ευφρόσυνη περιπέτεια της ανακάλυψης, αλλά
αντίθετα χάσκει ενώπιόν του ως άβυσσος αδιεξόδων, προβλημάτων και απειλών. Το
μέλλον από αφορμή καλών ελπίδων ολοένα και περισσότερο μεταβάλλεται σε πηγή
οδύνης και ανασφάλειας, καθίσταται μέλλον δυστοπικό και δυσοίωνο. Καθώς οι
αίσιες προοπτικές εκλείπουν, οι μάζες βυθίζονται στην αβεβαιότητα, την
κατάθλιψη και την απελπισία. Ο μηδενισμός, αυτός, «ο πιο θλιβερός απ’ όλους
του φιλοξενούμενους», όπως τον χαρακτήριζε ο μέγας προφήτης-ποταμός
Φρειδερίκος Νίτσε, έχει εγκατασταθεί για τα καλά στο εσωτερικό των κοινωνιών
μας, αλλά και στα βάθη της ψυχής μας. Αυτός βρίσκεται στη ρίζα της ακατανόητης
όσο και καταστροφικής αδράνειας των μαζών μπροστά στη σαρωτική επέλαση των
ποικίλων νέων μορφών εξόντωσης, καταδυνάστευσης και εκμετάλλευσης. Μια
παραλυτική αίσθηση ανικανότητας και ματαίωσης έχει απλωθεί παντού, μια ακηδία
–για να χρησιμοποιήσω ένα όρο από τη νηπτική παράδοση της Εκκλησίας– έχει
κατακυριεύσει την ψυχή του σύγχρονου νάρκισσου-καταναλωτή, ο οποίος έμαθε να
μην πιστεύει τίποτα, να μην ελπίζει τίποτα, και γι’ αυτό να είναι σκλάβος.
Μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον έχει άραγε νόημα
να θυμόμαστε τους Πατέρες της Εκκλησίας;
Έχουμε επίγνωση τού τι εορτάζουμε κάθε χρόνο στις 30 Ιανουαρίου, ή μήπως
έχει έρθει πλέον η ώρα να τελειώνουμε με τη γιορτή των Τριών Ιεραρχών,
καταργώντας την ως απομεινάρι ξεθωριασμένων ιδεολογημάτων του παρελθόντος; Αν
επιθυμούμε να αυτοκτονήσουμε ως κοινωνία μπορούμε κάλλιστα να το κάνουμε. Εάν
όμως θέλουμε να έχουμε μέλλον, εάν πρόκειται αυτή και οι επόμενες γενιές να
ονειρευτούν και να δημιουργήσουν έναν καλύτερο κόσμο, τότε ο λόγος, μα πιο πολύ
η βιωτή του Βασιλείου Επισκόπου Καισαρείας, του Γρηγορίου του Θεολόγου και του
Ιωάννου Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως του Χρυσοστόμου μάς είναι απαραίτητα
όσο ποτέ. Όχι καθόλου επειδή πρέπει να μείνουμε προσκολλημένοι στο γράμμα μιας
φαντασιακά εξιδανικευμένης παράδοσης, αλλά διότι τα κολοσσιαία αυτά πνευματικά
αναστήματα του παρελθόντος μπορούν να αποτελέσουν για μας πηγή έμπνευσης
και οδοδείκτες ήθους και συμπεριφοράς. Η παρουσία τους μάς κρίνει, η μαρτυρία
τους θέτει το όριο του καθήκοντος που εμείς οι κατοπινοί έχουμε, όχι να
αντιγράψουμε δουλικά, αλλά να προεκτείνουμε δημιουργικά ό,τι καλό και χρήσιμο
υπάρχει στην παράδοσή μας. Οφείλουμε να αποδειχτούμε άξιοι συνεχιστές και
συνεργάτες της δικής τους προσπάθειας, ανακαινιστές και συμμέτοχοι, ειδάλλως θα
φανεί πως δεν είμαστε παρά νάνοι που καθόμαστε σε πλάτες γιγάντων.
Οι καιροί μας εκτός από ζοφεροί, είναι συνάμα και
ενδιαφέροντες: με αγώνα πολύ μπορούν να γίνουν καιροί ελπίδας και καιροί
απελευθέρωσης. Όμως χρειάζεται αρετή και τόλμη από την πλευρά μας. Να κατανοήσουμε
πως εάν δεν σταθούμε τώρα με σθένος και αυτοθυσία υπερασπιστές του ανθρώπου και
της αξιοπρέπειας του, η γενιά μας θα είναι σαν να μην γεννήθηκε ποτέ. Και ως
κριτήριο για να μετρήσουμε το ανάστημά μας και να αναλογιστούμε το καθήκον μας
μπορούν, μεταξύ άλλων, κάλλιστα να θέσουμε και τις άγιες μορφές των Τριών
Ιεραρχών. Κάτι τέτοιο ας μην ακούγεται περίεργο ή ανεδαφικό. Συνηθίσαμε να
προσπερνάμε ειρωνικά τους Πατέρες διότι πολύ απλά δεν τους γνωρίζουμε, δεν
έχουμε εγκύψει στη μελέτη των συγγραμμάτων τους. Το γεγονός δεν εκπλήσσει. Το
ίδιο ακριβώς κάνουμε –ως κοινωνία και ως εκπαιδευτικό σύστημα– και με τους
Αρχαίους: τους διεξερχόμαστε βιαστικά και επιδερμικά, αφήνοντας όλη την ουσία
να μας διαφύγει. Ειδικά, οι τρεις παμμέγιστοι φωστήρες της οικουμένης μπορούν
με το έργο και το παράδειγμά τους να φωτίσουν τους ορίζοντες του μέλλοντος,
χαρίζοντας μας έμπνευση, πρότυπο και αποφασιστικότητα. Με αφορμή τον σημερινό
εορτασμό, λοιπόν, επιλέγω να αναφερθώ σε μια μόνο πτυχή αυτού του έργου, εκείνη
που αφορά σε ζητήματα κοινωνικής δικαιοσύνης, καθώς αυτά ιδιαίτερα ταλανίζουν
την κοινωνία μας σήμερα.
Το αίτημα της κοινωνικής δικαιοσύνης είναι
δομικό στοιχείο της χριστιανικής αυτοσυνειδησίας. Για να το πω απλά, όποιος δεν
συνέχεται από αυτό δεν μπορεί να λέγεται χριστιανός, δεν είναι ζωντανό μέλος
του Σώματος του Χριστού. Για πρώτη φορά διατυπώνεται με την αυστηρή κριτική που
κάνουν στο άδικο κατεστημένο της εποχής τους οι προαιχμαλωσιακοί Προφήτες
του Ισραήλ.[1]
Την προφητική γραμμή συνεχίζουν τα Ευαγγέλια (ιδιαίτερα το κατά
Ματθαίον), η Παύλεια θεολογία ως ένα βαθμό,[2] αλλά
και συγκεκριμένα κείμενα της Κ.Δ. με έντονο κριτικό νεύρο, όπως η Επιστολή του
Ιακώβου. Η Βασιλεία των Ουρανών, την οποία κήρυξε, αλλά και φανέρωσε με
τη δημόσια δράση του ο Ιησούς, είναι η έσχατη ελπίδα και το απόλυτο κριτήριο
βάσει του οποίου αποτιμάται «ο νυν καιρός», η εκάστοτε ιστορική
πραγματικότητα: «Να ζητάτε πρώτα απ’ όλα τη βασιλεία του Θεού και τη
δικαιοσύνη Του και όλα τα άλλα θα ακολουθήσουν», παραγγέλνει ο Κύριος.[3] Το
μοντέλο κοινωνίας που προτείνει και προσδοκά η αρχαία χριστιανική παράδοση
συνδέεται, επομένως, με την επικράτηση της δικαιοσύνης, της ελευθερίας και του
μεγάλου ελέους. Είναι το όραμα μια αποκατεστημένης και απελεύθερης οικουμένης:
«Εμείς […] σύμφωνα με την υπόσχεση του Θεού, προσμένουμε καινούργιους
ουρανούς και καινούργια γη, όπου θα βασιλεύει η δικαιοσύνη.», βεβαιώνει η
Β’ Πέτρου.[4]
Γνήσιοι εκφραστές της προφητικής παράδοσης της
πρώτης Εκκλησίας, οι Πατέρες της Ανατολής εντάσσουν οργανικά το πρόταγμα για
κοινωνική δικαιοσύνη στη θεολογική τους διδασκαλία και στη δημόσια τους
παρέμβαση.[5]
Ενάντια στα λογής φληναφήματα περί της δήθεν «πνευματικής»
φύσης της Εκκλησίας, οι Πατέρες διέγνωσαν ότι δεν αρκεί η «αδάπανος ευσέβεια»,
όπως έλεγε ο Βασίλειος, δηλαδή η τυπολατρική θρησκευτικότητα, αλλά χρειάζεται
και η ορθή μέριμνα για τις υλικές όψεις της ύπαρξης. Και ως καλοί ποιμένες που
ήταν, αναδέχθηκαν πρόθυμα αυτήν την ευθύνη, αφιερώνοντας τον εαυτό τους στην
υπεράσπιση του λαού. Προκειμένου να υποστηρίξουν το δίκιο και την αλήθεια
καταφεύγουν, ως πνευματικοί άνθρωποι που είναι, στη δύναμη του λόγου, ο
οποίος όμως, δεν εκφυλίζεται σε αδολεσχία και ανούσιο βερμπαλισμό, αλλά γίνεται
αμφίστομος ρομφαία προκειμένου να ονοματίσει το Κακό και να ελέγξει την
αμαρτία. «Δεν κρατώ νυστέρι στο χέρι μου», θα πει κάποτε ο Χρυσόστομος,
«αλλά σαν νυστέρι χειρίζομαι τον λόγο, που είναι πιο κοφτερός από κάθε
νυστέρι κι όλη τη σαπίλα της αμαρτίας την πετά μακριά […] Δεν κρατώ φωτιά, αλλά
έχω διδασκαλία πιο βίαιη κι από τη φωτιά, που […] ματαιώνει το ξάπλωμα της
κακίας […]».[6]
Με τέτοια συνείδηση μιλούν οι Πατέρες. Και δικαιούνται να ομιλούν έτσι διότι ο
λόγος τους δεν είναι μετέωρος, αλλά θεμελιώνεται πάνω στην αγιότητα των έργων
τους και την καθαρότητα του βίου τους. Ελέγχουν τους άλλους διότι πρώτα έχουν
πειθαρχήσει αυστηρά τον εαυτό τους: η κριτική τους συνείδηση πηγάζει από την
αυτοκριτική τους περισυλλογή. Ιδεώδη πρότυπα της τέλειας συνέπειας λόγων και
έργων, οι Τρεις Ιεράρχες αναπτύσσουν συστηματικά μια πολιτική θεολογία, η
οποία συνθέτει διαλεκτικά τα έργα της αγάπης με την θεολογική ανάλυση και τον
κριτικό έλεγχο των δομών και νοοτροπιών που δημιουργούν και αναπαράγουν την
αδικία. «Αγάπη», παρατηρεί ο Ιωάννης Χρυσόστομος, «δε σημαίνει
κούφια λόγια και απλές διακηρύξεις, αλλά είναι μέριμνα που αποδεικνύεται στην
πράξη· αγάπη είναι το να λυτρώνεις από τη φτώχεια, να ανακουφίζεις από την
ασθένεια, να προστατεύεις από τους
κινδύνους, να παραστέκεσαι σ’ όσους έχουν ανάγκη, να κλαις μαζί μ’ αυτούς που
κλαίνε και να χαίρεσαι μαζί μ’ αυτούς που χαίρονται.»[7] Η αγάπη
στο πλαίσιο της Πατερικής σκέψης αντιπροσωπεύει κάτι ριζικά διαφορετικό από ένα
συναίσθημα συμπάθειας ή συμπόνιας προς τους αδύναμους, το οποίο ικανοποιείται
με φιλανθρωπικές εκδηλώσεις και λοιπές αγαθοεργίες. Αντίθετα, συνιστά θεμελιακή
αρχή διάρθρωσης των κοινωνικών σχέσεων, και επομένως κάθε εφαρμογή της
προσλαμβάνει πολιτικό, δηλαδή, ηθικό νόημα. Βοηθώντας έμπρακτα τον
πλησίον του, ο άνθρωπος προβαίνει σε μια χειρονομία απάρνησης του εγωιστικού
εαυτού του, χειρονομία που ισοδυναμεί με πολιτική δήλωση, καθώς αποκαλύπτει
έναν διαφορετικό τρόπο ιεράρχησης των αξιών. Για όποιον έχει την δύναμη να
αγαπήσει το συνάνθρωπό του με τον τρόπο που υπέδειξε ο Ιησούς –«να αγαπήσεις
τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου»–,[8] οι
κοινωνικές διακρίσεις που βασίζονται στην καταγωγή και την ιδιοκτησία παύουν να
ισχύουν. Νικώντας την ιδιοτέλεια για χάρη της προσφοράς, ο άνθρωπος αυτός
εισάγει ένα εξωνομικό κριτήριο στο χώρο της κοινωνικής δράσης, το οποίο
ανατρέπει την έννομη τάξη πραγμάτων. Αναδιατάσσοντας τον ηθικό του κώδικα γύρω
από το πρωτείο της θυσιαστικής αγάπης, το υποκείμενο ουσιαστικά δηλώνει ότι στη
συνείδησή του το πρόσωπο του Άλλου έχει ασυγκρίτως μεγαλύτερη αξία από τα υλικά
αγαθά, τις τιμές και τις απολαύσεις, και ότι ο ορίζοντας της μέριμνάς του περικλείει
ισότιμα όλους τους ανθρώπους, πέρα από ταξικές, ιδεολογικές, θρησκευτικές ή
εθνικές διακρίσεις και βιολογικές ή συναισθηματικές εξαρτήσεις. Με τον τρόπο
αυτό, η αγάπη μετατρέπεται στην άλλη όψη της δικαιοσύνης. Όχι όμως της
ανθρώπινης, αλλά της Θεϊκής. Διότι όσο δίκαιος και να είναι ο ανθρώπινος νόμος,
παρατηρεί ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, έχει ως πρώτο του στόχο να υπηρετήσει τα
συμφέροντα εκείνων που τον θεσπίζουν. Κάθε νόμος εισηγείται μια αδικία, αφού
είναι «δυναστείας επίκουρος»,[9] ζητά
να επιβάλλει και να νομιμοποιήσει τη βούληση της εξουσίας.
Οι Πατέρες όταν αναφέρονται στην αγαπητική
προσφορά υπέρ των αδικημένων χρησιμοποιούν, εκτός των άλλων, και τον όρο «μετάδοσις».
Η μετάδοση πόρων προς τους ασθενέστερους δεν συνιστά απλώς μια εθελούσια
ανακατανομή εισοδήματος, που έρχεται να θεραπεύσει κάποιες συστημικές αδικίες,
αλλά κυρίως εκφράζει μια διαφορετική αντίληψη για την προέλευση και διαχείριση
του πλούτου. «Κοινός είναι ο πλούτους για όλα τα κτίσματα του Θεού και από
κοινά ταμεία προερχόμενος» βεβαιώνει ο Γρηγόριος Παλαμάς, συνοψίζοντας την πολιτική
οικονομία των μεγάλων Καππαδοκών και του Χρυσοστόμου, που πρώτοι εκείνοι
θεμελίωσαν στον χριστιανικό κόσμο την ιδέα ότι τα υλικά αγαθά και οι φυσικοί
πόροι είναι κοινό κτήμα όλων των μελών μιας κοινωνίας.[10] Αν ο
Θεός είναι ο Δημιουργός και ο Ιδιοκτήτης των πάντων, τότε στερεί από τον
άνθρωπο το δικαίωμα αυτό, υποβιβάζοντάς τον αυτόματα σε ρόλο απλού οικονόμου.
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ο πλούσιος πρέπει να γνωρίζει ότι τίποτα στην ουσία
δεν του ανήκει, αφού τα πάντα είναι δοσμένα άνωθεν προς όλους τους ανθρώπους
ισάξια. Σ’ αυτόν ανήκει μονάχα η διαχείριση του πλούτου, πράγμα που τον καθιστά
άμεσα υπόλογο στον Ουράνιο Δωρεοδότη. Το ότι κατέχει πολλά αγαθά δεν σημαίνει
ότι έχει και τη Θεία εύνοια ή ευλογία.[11] Η
υλική ευμάρεια δεν συνιστά επιβράβευση της ατομικής αρετής, ούτε απόδειξη ότι
εκείνος που την απολαμβάνει είναι ο εκλεκτός του Θεού.[12] Το
αντίθετο μάλιστα. Στην οικονομική ανάλυση των Τριών Ιεραρχών ο πλούτος και η
ιδιοκτησία θεωρούνται κλοπή, είναι προϊόντα εγκλήματος, αφού έχουν
συγκεντρωθεί μέσω της αρπαγής και της ιδιοποίησης, εκ μέρους των πλουσίων, της
κοινής περιουσίας των μελών μιας κοινότητας.[13] Οι
όροι «έγκλημα», «αρπαγή» και «ιδιοποίηση» εδώ δεν έχουν
μόνο την κυριολεκτική τους σημασία, αλλά προσλαμβάνουν ευρύτερο νόημα. «Άρπαγας»
για τους Πατέρες δεν είναι μόνο αυτός που ληστεύει ή κατάσχει ξένες περιουσίες,
αλλά και αυτός που από πλεονεξία και φιλαυτία δεν μοιράζεται τον πλούτο του,
στερώντας τα περισσευούμενα σ’ αυτόν αγαθά από ‘κείνους που τα έχουν ανάγκη. «Αν
εκείνος που απογυμνώνει τον ενδεδυμένο ονομάζεται λωποδύτης, πώς θα πρέπει να
ονομαστεί εκείνος που αρνείται να ντύσει τον γυμνό, ενώ μπορεί να το κάνει; Του
πεινασμένου είναι το ψωμί που τρως· του γυμνού, τα ρούχα που ‘χεις φυλαγμένα
στην ντουλάπα σου· του ξυπόλυτου τα παπούτσια, που τα βαρέθηκες και τα πέταξες
στην άκρη· του αναγκεμένου το ασήμι, που έχεις μαζέψει. Επομένως, τόσους
αδικείς, όσους μπορείς να βοηθήσεις και δεν το κάνεις.», προειδοποιεί ο
Βασίλειος.[14]
Το όλο επιχείρημα στοχεύει στο να αφυπνίσει τις εφησυχασμένες συνειδήσεις όσων
νομίζουν ότι πλούτισαν με την αξία τους, υποχρεώνοντάς τους να αναλογιστούν την
ευθύνη που έχουν απέναντι στον Θεό και στην επίγεια εικόνα Του, που
είναι ο πλησίον και μάλιστα ο ενδεής. Από την καταδίκη των Πατέρων εξαιρείται
μονάχα ο πλούτος που υπάρχει για να μοιράζεται –μ’ άλλα λόγια, ο πλούτος
δικαιώνεται μονάχα στο βαθμό που αυτοκαταργείται.[15]
Τι σημαίνει, όμως, αν το καλοεξετάσουμε, ότι
κάθε πλούτος ισοδυναμεί με αρπαγή; Σημαίνει ότι στην καρδιά των οικονομικών
δομών ενυπάρχει πάντοτε ένα στοιχείο βίας, η οποία, όμως, είναι
νομότυπη, θεσμοθετημένη και, για το λόγο αυτό, είναι πολύ δύσκολο να την
αντιμετωπίσει κανείς. Και κατά τους Τρεις Ιεράρχες η αποκρουστικότερη μορφή
βίας στο οικονομικό πεδίο είναι το χρέος. Βία όχι μόνο έμμεση, λεκτική ή
ψυχολογική, αλλά άμεση, ωμή και εγκληματική, που οδηγεί στην εξουθένωση και τον
αφανισμό εκείνου που χρωστάει. «Οι άνθρωποι όταν συναντήσουν τους οφειλέτες
τους», παρατηρεί ο Χρυσόστομος, «χαίρονται σαν να έχουν βρει λαχταριστό
κυνήγι και κάνουν το κάθε τι για να πάρουν πίσω όλο το ποσό του χρέους. Κι αν
δεν το καταφέρουν, εξαιτίας της ανέχειας των χρεωστών, ξεσπούν την φιλάργυρη
οργή τους πάνω στο βασανισμένο κορμί των δυστυχισμένων, χτυπώντας το και δέρνοντάς
το, μέχρι να του προξενήσουν χίλιες δυο βλάβες.»[16] Η
συνήθης πρακτική του έντοκου δανεισμού καταδικάζεται από το σύνολο των
Πατέρων της Εκκλησίας, ως η πλέον στυγνή μορφή εκμετάλλευσης.[17]
Εντούτοις, δεν αρκούνται απλώς στο να στηλιτεύσουν τον έντοκο δανεισμό, αλλά
επιχειρούν συνάμα και να αναλύσουν πού μπορεί να οφείλεται και ποιες επιπτώσεις
έχει στη ζωή των φτωχών. Η διαφώτιση αυτή κρίνεται αναγκαία διότι το οικονομικό
σύστημα της εποχής παρουσίαζε τον τοκογλυφικό δανεισμό ως κίνηση «φιλανθρωπίας»
εκ μέρους των εχόντων, ως «δωρεά» που προσφέρει διέξοδο σε κρίσιμες
στιγμές αδιεξόδου. Την ψευδαίσθηση αυτή διαλύουν οι Πατέρες, αποκαλύπτοντας την
άβυσσο της απανθρωπιάς και ασπλαχνίας που χάσκει μέσα στην ψυχή εκείνου που
κερδοσκοπεί πάνω στη συμφορά του άλλου. Συμφορά την οποία εύχεται και επιζητεί
ως «αφορμήν πόρων» –για να θησαυρίσει από τα δάκρυα και την απελπισία
του δυστυχισμένου. Επισημαίνοντας με έμφαση το γεγονός ότι κάθε δάνειο
μετατρέπει αυτόματα τον οφειλέτη σε άτυπο σκλάβο και δουλοπάροικο στην
υπηρεσία του τοκογλύφου δανειστή, οι Πατέρες φωτίζουν την πολιτική πτυχή του
ζητήματος. Κατ’ αυτούς, ο τόκος παγιώνει σχέσεις υποτέλειας και εξάρτησης,
είναι εργαλείο χειραγώγησης και τυραννίας. Γι’ το λόγο αυτό, και
προκειμένου να περισώσουν την αυτοτέλεια και την αυτοδιάθεσή τους, οι φτωχοί
παροτρύνονται από τους Τρεις Ιεράρχες πρώτον, να είναι ολιγαρκείς και
συνετοί στη διαχείριση των οικονομικών τους και δεύτερον να είναι εργατικοί
και φιλόπονοι, ώστε να είναι σε θέση να εξασφαλίζουν μόνοι τους τα προς το ζην.
Η εργασία αναδεικνύεται, επομένως, σε εγγυητή της ελευθερίας και της
αξιοπρέπειας του ατόμου –αποκτά δηλαδή ακραιφνώς πνευματικό νόημα.
Η οικονομική βία που ασκείται στο λαό από το
καθεστώς της εκμετάλλευσης είναι αναμενόμενο να γεννά βία και από την πλευρά
των καταπιεσμένων. Ο Χρυσόστομος μάλιστα δεν διστάζει να δικαιολογήσει την εξεγερσιακή
βία των εξαθλιωμένων, επιρρίπτοντας τις ευθύνες για την εμφάνισής της στο
σύστημα που δημιουργεί και αναπαράγει την κοινωνική αδικία: «Ακόμη κι αν
επιτίθεται [ο φτωχός], θα πρέπει να τον ελεήσουμε, διότι η πείνα είναι που τον
πιέζει και φορά την κουκούλα του εξεγερμένου. Αυτό είναι ένα έγκλημα που το
διαπράττει η δικιά μας ασπλαχνία. Επειδή δεν ανεχόμαστε να τους προσφέρουμε με
προθυμία τα όσα χρειάζονται, [οι ενδεείς] αναγκάζονται να καταφεύγουν σε
τεχνάσματα, ώστε να υπερκεράσουν την απανθρωπιά μας και να μαλακώσουν την
σκληρή μας καρδιά.»[18]
Η πολιτική θεολογία
των Τριών Ιεραρχών, συνεπώς, αποφεύγει την ενοχοποίηση των φτωχών, των
θυμάτων της ιστορίας. Πολύ περισσότερο, αποφεύγει να αποδώσει την οικονομική
και κοινωνική ανισότητα σε κάποια (υπέρ)φυσική τάξη άνωθεν θεσπισμένη.
Αντίθετα, την αντιλαμβάνεται ως κοινωνική κατασκευή, που τροφοδοτείται
από την ανθρώπινη αμαρτία και αντανακλά συσχετισμούς εξουσίας. Είναι η
απληστία και η ιδιοτέλεια, σε συνδυασμό με την αλαζονεία της εξουσίας και την
πνευματική οκνηρία των μαζών, που έχουν παγιώσει θεσμούς εκμεταλλευτικούς,
απάνθρωπους και καταπιεστικούς. Η φιλοκτημοσύνη, η φιλαρχία και η φιληδονία
συνθέτουν το τρίπτυχο των παθών που αιχμαλωτίζουν τον άνθρωπο στη λατρεία του
Χρυσού Μόσχου, του συμφέροντος και του κέρδους. Αυτή η ειδωλολατρική
προσκόλληση στη δύναμη, στον πλούτο και στις απολαύσεις συνιστά τη χειρότερη
μορφή ανθρώπινης αλλοτρίωσης και είναι υπεύθυνη για όλα τα δεινά, τη
δυστυχία και τον πόνο που μαστίζουν την ανθρώπινη κοινωνία.[19]
Αντιμέτωπος με την κοινωνική αδικία, ο
Χριστιανός δεν επιτρέπεται να παραμένει αδρανής ή σιωπηλός. Για την πολιτική
σκέψη των Πατέρων, η ανοχή είναι συνενοχή. Φανερώνει σκληροκαρδία και
αδιαφορία για τον πλησίον, «δι’ ον Χριστός απέθανεν».[20]
Ακόμη κι αν ο πιστός, ακολουθώντας το ύψιστο παράδειγμα του Ιησού, του «εσφαγμένου
αρνίου», επιδείξει στάση επιείκειας, συγχώρησης και υπομονής όταν αδικείται
ο ίδιος, έχει χρέος να αντιδράσει –και μάλιστα δυναμικά– όταν βλέπει να
αδικούνται οι συνάνθρωποί του, και κυρίως οι ανίσχυροι κι απροστάτευτοι. «Να
πάρουμε εκδίκηση για τους αδικημένους», προτρέπει τους χριστιανούς της
εποχής του ο Γρηγόριος Παλαμάς.[21]
Συνήθως, βέβαια, το αντίθετο συμβαίνει: διαμαρτυρόμαστε κι αγανακτούμε μονάχα
όταν θίγονται τα συμφέροντα μας, ενώ εύκολα παραβλέπουμε την αδικία όταν
γίνεται στους άλλους. Το πράγμα ξεκαθαρίζει άπαξ και διαπαντός ο Χρυσόστομος: «Τι
λοιπόν είναι επιείκεια και τι ανανδρία;» διερωτάται. Και αμέσως
διευκρινίζει: «Όταν βλέπουμε άλλους να αδικούνται και δεν σπεύδουμε να τους
υπερασπιστούμε, αλλά σιωπούμε, αυτό λέγεται ανανδρία. Όταν υπομένουμε την
αδικία που γίνεται σε μας τους ίδιους, αυτό λέγεται επιείκεια. Και παρρησία τι
είναι; Όταν αγωνιζόμαστε για χάρη των άλλων. Ενώ θρασύτητα; Όταν νοιαζόμαστε
μονάχα πώς θα προφυλάξουμε τους εαυτούς μας.»[22]
Τέτοιο αγωνιστικό φρόνημα και τέτοια αντίσταση στο Κακό, σε
συνδυασμό με έργα μετάδοσης και αγάπης είναι τα στοιχεία που
εμψυχώνουν το τρισένδοξο όραμα για τον ερχομό μιας καθολικά απελευθερωμένης από
την αδικία κοινωνίας. Το μέγα ερώτημα είναι το εξής: μπορεί το όραμα αυτό να
γίνει και δικό μας όραμα; Ό έστι μεθερμηνευόμενον: μπορούμε να
υποφέρουμε τους Τρεις Ιεράρχες; Μπορούμε να ακολουθήσουμε το επαναστατικό
τους κάλεσμα και να υποστηρίξουμε τον σκληρό τους λόγο; Ο δυνάμενος χωρείν
χωρείτω…
[1] Για την αυστηρή κριτική των προφητών στο
καθεστώς κοινωνικής αδικίας της εποχής τους ενδεικτικά βλ. Αμ. 2:6-8, 2:13,
3:9-10, 4:1-3, 5:7-12, 6:12, Μιχ. 2:1-2, 2:8-10, 3:1-3, 3:9-11, Ησ. 3:13-15,
5:8-30, 10:1-4, Ιερ. 7:3-14, 22:13-19. Για το κονωνικό μήνυμα των προφητών βλ.
το κλασικό: GERHARD VON
RAD, The Message of the Prophets, trnsl. D.M.G. Stalker, San Francisco: HarperCollins, 1967
[2] Ενδεικτικά βλ. Ρωμ. 1:28-32, 12:9-12,
15:1-2, Α΄Κορ.5:11, 6:1-11, 13:1-13, Β΄Κορ. 8:13-14, Γαλ. 6:2, Εφ. 4:27-28,
5:3-5,
[3] Βλ. Μθ. 6:33
[4] Βλ. Β΄ Πετρ. 3:13
[5] Για την κοινωνική διδασκαλία των Πατέρων
βλ. την εξαιρετική μελέτη του ΙΩΑΝΝΗ Σ. ΠΕΤΡΟΥ, Κοινωνική Δικαιοσύνη: Το
Πρόβλημα της Κοινωνικής Δικαιοσύνης στην Παράδοση της Ορθοδοξίας,
Παρατηρητής: Θεσσαλονίκη 1992, 55-118.
[8] Βλ. Μκ. 12:31
[11] Κατά τούτο η Πατερική σκέψη
διαφοροποιείται κάθετα από τη θεώρηση του πλούτου ως θείας ευλογίας, που υπήρχε
στο αρχαίο Ισραήλ και αποτυπώνεται στην Π.Δ. τόσο στην ιστορία των Πατριαρχών,
όσο και στη Σοφιολογική Γραμματεία. Μάλιστα ο Ιωάννης Χρυσόστομος θεωρεί ευθέως
την επίκληση των Γραφών προς δικαίωση της εν λόγω αντίληψης, τέχνασμα του Διαβόλου,
ώστε να βλαστημηθεί το όνομα του Θεού από ‘κείνους που βλέπουν τους άδικους και
τους άρπαγες να απολαμβάνουν ευπορία και ευμάρεια, ενώ οι δίκαιοι και τίμιοι
δυστυχούν. Βλ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Εις το ρητόν του Προφήτου Ιερεμίου
«Κύριε, ουχί του ανθρώπου η οδός αυτού…» 3, PG 56:158
[12] Αντίληψη που, όπως μάς έδειξε ο Weber, ισχύει στο πλαίσιο της καλβινιστικής
ηθικής, που βρίσκεται στις απαρχές του καπιταλισμού. Βλ. MAX WEBER, The
Protestant Ethic and The Spirit of Capitalism, trnsl. Talcott Parsons, New York: Dover Publications, 2003
[13] Οι πλούσιοι άρχοντες μάλιστα θεωρούνται
πολύ χειρότεροι από τους απλούς κλέφτες, αφού έχουν την εξουσία να προκαλέσουν
ασυγκρίτως περισσότερη δυστυχία στο κοινωνικό σύνολο. Βλ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Ομιλία
15, PG
151:180CD
[16] Βλ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Εις την παραβολήν του τα Μύρια
Τάλαντα Οφείλοντος, ό.π.,ε
[17] Ο Μέγας Βασίλειος, ο Γρηγόριος Νύσσης
και ο Νικόλαος Καβάσιλας συνέγραψαν ειδικές πραγματείες «Κατά Τοκιζόντων»,
ενώ διάσπαρτες αναφορές στο ζήτημα αυτό υπάρχουν σε έργα του Ιωάννου
Χρυσοστόμου, Γρηγορίου Θεολόγου, Ιωάννη Δαμασκηνού, Γρηγορίου Παλαμά κ.α.
Αναλυτικά τις απόψεις των Πατέρων για τον τόκο βλ. στο ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΕΤΡΟΥ, ό.π.
101-105
[19] Βλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΕΤΡΟΥ, ό.π. 90
[20] Βλ. Α’ Κορ. 8:11
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου