Στη σχέση μας με τους άλλους ανθρώπους, να βλέπουμε συνεχώς την ελλειμματική κατάσταση του εαυτού μας, την ελλειμματική κατάσταση της ύπαρξής μας, όπως τη ζούσε ο τυφλός, που δεν χρειαζόταν να του την υπενθυμίζει κανείς
Αγαπητοί αδελφοί, σήμερα έκτη Κυριακή του Πάσχα ακούσαμε
στο ευαγγέλιο την τρίτη συνάντηση που είχε ο Χριστός -είχαμε πριν ακούσει για
τη συνάντηση με τον παραλυτικό και τη Σαμαρείτισσα- με τον εκ γενετής τυφλό,
τον οποίο θεράπευσε και του έδωσε το φως του. Αν συγκρίνουμε αυτά που ακούσαμε
σήμερα με όσα ακούσαμε την περασμένη Κυριακή, θα δούμε ότι διαφέρουν πάρα πολύ.
Στο σημερινό ευαγγέλιο, για τον άνθρωπο που συναντά ο Χριστός δεν γίνεται λόγος
για αμαρτία, για ευθύνες, για επιθυμίες. Δεν γίνεται καμμία ανασκαφή των πληγών
του. Και μάλιστα, όταν ρωτούν οι μαθητές «Ποιος αμάρτησε και γεννήθηκε
τυφλός;», ο Χριστός τούς λέει «Δεν αμάρτησε ούτε αυτός ούτε οι γονείς του, αλλά
γεννήθηκε τυφλός για να φανερωθούν τα έργα του Θεού πάνω του».
Αγαπητοί αδελφοί, αυτό ακριβώς θέλει να μας δείξει ο
Χριστός. Όπως όλο αυτό τον καιρό, γιορτάζοντας την Ανάσταση, ακούμε για την
αναδημιουργία του κόσμου, για την ανακαίνιση του κόσμου, αυτούς που συναντάει ο
Χριστός τούς χαρίζει την ανάστασή του, τους χαρίζει τη χάρη του, τους
επαναφέρει στην κατάσταση που ήταν όταν τους δημιούργησε εκείνος, αλλά και σε
ακόμη καλύτερη.
Ακούσαμε, βλέπετε, ότι ο Χριστός έσκυψε, έκανε λάσπη με
το σάλιο του, άλειψε τα μάτια του τυφλού και τον έστειλε να πλυθεί στην
κολυμβήθρα του Σιλωάμ. Εκείνος πήγε, πλύθηκε και άρχισε πλέον να βλέπει. Όλα
αυτά μας παραπέμπουν στη διήγηση που μας αναφέρει το βιβλίο της Γενέσεως για τη
δημιουργία του κόσμου και το πώς έφτιαξε ο Θεός τον άνθρωπο. Αλλά μας θυμίζουν
και ό,τι έκανε ο Θεός για τον άνθρωπο και την όλη ιστορία των σχέσεων του
ανθρώπου με τον Θεό.
Ίσως να το καταλάβουμε καλύτερα, αν θυμηθούμε μια ιστορία
από την Π.Δ., που έχει σχέση όπως φαίνεται ή τουλάχιστον μοιάζει με αυτά που
ακούσαμε σήμερα. Όπως διαβάζουμε λοιπόν στην Π.Δ., όταν τα Ιεροσόλυμα αλώνονταν
από τους Βαβυλώνιους, έσπευσαν οι ιερείς να κρύψουν τη φωτιά που έκαιγε πάνω
στο θυσιαστήριο του Θεού, μέσα στον Ναό των Ιεροσολύμων. Πήγαν και την έκρυψαν
σε μια σπηλιά. Μετά από πάρα πολλά χρόνια, όταν επέστρεψαν στα Ιεροσόλυμα και
έλαβαν την άδεια να ξανακτίσουν τον Ναό, τότε έσπευσαν διότι ήξεραν από την
παράδοση πού κρύβεται αυτό το φως. Εκείνοι που πήγαν δεν βρήκαν εκεί παρά
λάσπη, βούρκο. Έφεραν λοιπόν τη λάσπη, άλειψαν με αυτή τα ξύλα του θυσιαστηρίου
και μετά από λίγο αυτά άναψαν και άρχισε πάλι η φωτιά του θυσιαστηρίου, αυτή
που έκαιγε συνεχώς στον Ναό, να καίει. Ξέρουμε εμείς από την Π.Δ., ότι στον Ναό
των Ιεροσολύμων και πριν από αυτόν, στην Κιβωτό της Διαθήκης, εμφανιζόταν η
χάρις του Θεού. Ερχόταν η χάρις του Θεού και σκέπαζε την Κιβωτό και μετά
σκέπαζε το θυσιαστήριο. Και στα εγκαίνια του Ναού του Σολομώντος αυτό έγινε και
νά τώρα πάλι στα εγκαίνια που ξαναγίνονται, όταν επιστρέφουν οι Ισραηλίτες από
την Βαβυλώνα, έρχεται ξανά η χάρις του Θεού, ανάβει τα ξύλα και δείχνει στους
ανθρώπους ότι ο Θεός είναι ανάμεσά τους.
Αυτό βλέπουμε και σήμερα. Μόνο που το σημερινό είναι και
αρκετά διαφορετικό. Λάσπη έγινε ο ίδιος ο Θεός που έγινε άνθρωπος, ο Χριστός.
Γιατί εμείς είμαστε από χώμα. Εμείς είμαστε από λάσπη. Κι έγινε κι εκείνος
άνθρωπος. Έγινε σαν κι εμάς. Κι έγινε λάσπη για να αλειφόμαστε εμείς. Να
αλειφόμαστε σε όλο μας το σώμα. Σε όλη μας την ύπαρξη. Και να αναπληρώνουμε
ό,τι λείπει. Όπως έγινε σήμερα με τον τυφλό. Τι μένει όμως; Να κάνουμε κι εμείς
δυο βήματα. Να πάμε μέχρι την κολυμβήθρα του Σιλωάμ. Να υπακούσουμε σε αυτό που
είπε ο Χριστός. Κι έτσι να βρούμε το φως μας.
Αγαπητοί αδελφοί, ξέρουμε με αυτά που ακούμε στο
ευαγγέλιο και τις επιστολές του Απ. Παύλου και των άλλων μαθητών, ότι εμείς
είμαστε ο ναός του Θεού, ο καθένας από μας. Εμείς είμαστε το θυσιαστήριο. Και η
λάσπη, όπως είπαμε, με την οποία μας χρίει ο Θεός είναι αυτός ο ίδιος, για να
ανάψει μέσα μας η χάρις του Θεού, για να γίνουμε πραγματικές εικόνες του Θεού.
Κι αυτό αναφέρεται στα έργα μας και στη μαρτυρία μας προς τους ανθρώπους, όπως
φάνηκε σήμερα στο ευαγγέλιο. Το μεγαλύτερο μέρος του ευαγγελίου αφιερώνεται
στις σχέσεις του τυφλού με τους ανθρώπους, με τους γονείς του, με τους γείτονές
του, με το περιβάλλον του, με όλη την κοινωνία εκείνης της εποχής.
Αγαπητοί αδελφοί, υπάρχει ένα επεισόδιο: ρωτούν έναν
ασκητή στην Αίγυπτο, που είχε γνωρίσει τον άγιο Αντώνιο. Κι εκείνος τους λέει
«αν είχα έναν λογισμό του αγίου Αντωνίου, θα ήμουν όλος φωτιά, θα ήμουν γεμάτος
φωτιά αν είχα μία από τις σκέψεις του». Γιατί φαίνεται ότι αυτό γίνεται ο
άνθρωπος όταν έρχεται η χάρις του Θεού. Γίνεται όλος φωτιά, ανάβει ολόκληρος.
Οι ιερείς της Π.Δ. είχαν την εντολή να ρίχνουν συνεχώς
ξύλα στη φωτιά του θυσιαστηρίου. Ούτως ώστε αυτό να μη σβήσει ποτέ. Κι εμείς
έχουμε την εντολή, για να μη σβήσει η χάρις του Θεού που πήραμε μέσα μας με το
βάπτισμα και ζούμε όλοι μαζί τώρα στην Εκκλησία, συνεχώς να εργαζόμαστε τις
εντολές του Χριστού. Στη σχέση μας με τους άλλους ανθρώπους, να βλέπουμε
συνεχώς την ελλειμματική κατάσταση του εαυτού μας, την ελλειμματική κατάσταση
της ύπαρξής μας, όπως τη ζούσε ο τυφλός, που δεν χρειαζόταν να του την
υπενθυμίζει κανείς. Ήταν τυφλός και δεν έβλεπε. Και ζούσε συνεχώς, είχε τη
συνείδηση, που την έχουν μόνο οι τυφλοί, ότι ήταν ελλειμματικός, ότι του έλειπε
κάτι από αυτά που συγκροτούν τη ζωή των ανθρώπων, του έλειπε κάτι από τα βασικά
της στοιχεία. Είχε αυτή την έντονη συνείδηση. Εμείς ας ψάχνουμε μέσα μας να
βρίσκουμε τι μας λείπει. Να ξέρουμε ότι αυτό μπορεί να μας το δώσει ο Χριστός,
ο Θεός που ήρθε ανάμεσά μας και έγινε άνθρωπος και έγινε λάσπη, με την οποία
μας αλείφει συνεχώς και μας αξιώνει να γινόμαστε παιδιά του και παιδιά της
αναστάσεως. Αμήν!
20-5-2012
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου