Πέμπτη 3 Μαΐου 2012

Γιώργος Παπαδόπουλος:Όροι και όρια ενός….. “διαλόγου”





                                                                        
Το τελευταίο διάστημα στο χώρο της θεολογικής εκπαιδευτικής κοινότητας εμφανίζονται ανησυχητικά φαινόμενα. Υποτίθεται ότι χώρος της διακονίας μας λόγω ειδικών και αυτονόητων συνθηκών «απαγορεύει» την προσφυγή σε ξεκάθαρα κοσμικές συνήθειες και πρακτικές. Θα περίμενε κανείς πνεύμα καταλλαγής να διέπει τις σχέσεις των θεολόγων, ακόμη και διαφωνούντων μεταξύ τους για ζητήματα του κλάδου τους. Θα περίμενε κανείς ο όποιος διεξαγόμενος διάλογος να είναι πραγματικά διάλογος. Και αυτό προφανώς σημαίνει ότι το δέον υπαγορεύει  την αποφυγή  συστηματικών και ηθελημένων προσβολών προσώπων και συνειδήσεων,  την παράθεση δεδομένων που  δεν είναι απόλυτα ελεγμένα,  την διατύπωση  μόνο τεκμηριωμένων απόψεων, τη χρήση δόκιμου, κατανοητού και κόσμιου λεκτικού. Φυσικά όλα τα παραπάνω ισχύουν για όλα τα μέσα δια των οποίων επιχειρείται διάλογος, είτε είναι έντυπα είτε ηλεκτρονικά.
Ωστόσο ο διάλογος που βρίσκεται σε εξέλιξη στο χώρο μας με αφορμή το πρόσφατα δημοσιευμένο και σε πιλοτική εφαρμογή ευρισκόμενο νέο ΠΣ για το μάθημα των Θρησκευτικών, έχω την εδραία εντύπωση, πως ελάχιστα ακολουθεί κοινά αποδεκτούς κανόνες και παγκοσμίως ισχύουσες προϋποθέσεις. Οι συχνές αήθεις και προσβλητικές επιθέσεις κατά μελών της συντακτικής επιτροπής, η δημοσίευση ψευδών στοιχείων, η επιλεκτική παράθεση αποσπασμάτων που διευκολύνουν την όποια διαστρέβλωση  στην επιχειρούμενη ερμηνεία τους, η σχεδόν παντελής απουσία τεκμηριωμένων θέσεων, η αδυναμία(;) διατύπωσης στιβαρής αντιπρότασης, αποτελούν μέχρι σήμερα μέρος της ακολουθούμενης πρακτικής.  Στα μέχρι τώρα δημοσιευμένα και αναρτημένα σε ηλεκτρονικά μέσα κείμενα, περισσεύει η προσφυγή στο συναίσθημα  ενώ απουσιάζει η ψύχραιμη ματιά και η νηφάλια εξέταση. Η επίκληση παντοίων εχθρών που επιβουλεύονται το έθνος και τις παραδόσεις του και υπονομεύουν την αντίσταση των Ορθοδόξων είναι αγαπημένο επαναλαμβανόμενο θέμα τους. Η παρουσίαση «απορρήτων» σχεδίων που εκπορεύονται από σκοτεινούς  εχθρούς στο εξωτερικό  και υλοποιούνται από πειθήνια όργανά τους στο εσωτερικό διανθίζει την επιχειρηματολογία τους. Η στοχοποίηση ανθρώπων, με ανοίκειες και υβριστικές-κάποιες φορές- εκφράσεις, είναι πλέον σε ημερήσια διάταξη. Η ιερή εξέταση αναβιώνει όχι στο χώρο που επί αιώνες την είχε φιλοξενήσει αλλά στο χώρο που ουδέποτε μέχρι τώρα την είχε υιοθετήσει, παραδίδοντας στο ανάθεμα άκριτα και ανερυθρίαστα πρόσωπα με αναγνωρίσιμο έργο και καταγεγραμμένη προσφορά.
Η όλη κατάσταση εκτραχύνεται και διογκώνεται επειδή επιπλέον τα κείμενα με αυτού του τύπου την κριτική δεν μένουν εντός των ορίων της «επιστημονικής» κοινότητας αλλά αναπαραγόμενα μέσω της ανάρτησής τους σε ευρείας αναγνωσιμότητας ιστοσελίδες γίνονται λαϊκό ανάγνωσμα από ανθρώπους που δυστυχώς δεν διαθέτουν τα στοιχειώδη κριτήρια μιας ασφαλούς ανάγνωσης αλλά έλκονται περισσότερο από τα αποκαλυπτόμενα μυστικά και την κινδυνολογία. Και σαν μην έφτανε αυτό στη συζήτηση συμμετέχουν και  «άσχετοι» περί τα εκπαιδευτικά-παιδαγωγικά, αδιάφοροι περί τα θεολογικά αλλά πολύ ενδιαφερόμενοι για την προάσπιση των εθνικών μας δικαίων, που πλήττονται βάναυσα από το έργο της επιτροπής του νέου ΠΣ.
Σε πρόσφατο σχετικό δημοσίευμα ο συντάκτης του ενώ ομολογεί ότι δεν έχει διαβάσει το Πρόγραμμα Σπουδών και τον Οδηγό για τον Εκπαιδευτικό, παρά μόνο ένα ολιγοσέλιδο και για συγκεκριμένους λόγους γενικόλογο υπόμνημα, έχει άποψη για το περιεχόμενο του ΠΣ και διαφωνεί σε πενήντα σημεία του! Δεν είναι εκπαιδευτικός, αλλά διατυπώνει περισπούδαστες κρίσεις για την αποτελεσματικότητα των προτεινόμενων από το ΠΣ διδακτικών μεθόδων και δραστηριοτήτων. Δεν είναι θεολόγος και όμως εκφέρει-έτσι νομίζει-θεολογικό λόγο εγκαλώντας τους δεκαέξι θεολόγους της επιτροπής για την επιστημονική τους ανεπάρκεια! Δεν έχει διαβάσει το πρόγραμμα αλλά κατακεραυνώνει τα μέλη της επιτροπής για ουσιώδεις ελλείψεις στην ύλη του ΠΣ που αποδεικνύουν – κατά τη γνώμη του – περίπου εθνική μειοδοσία! Υιοθετεί αναπόδεικτες φήμες, αδιασταύρωτες πληροφορίες, που εκπορεύονται από αδιευκρίνιστες πηγές για να στοιχειοθετήσει τον καταγγελτικό του λόγο. Επικαλείται προτάσεις για το μάθημα των Θρησκευτικών διατυπωμένες προ τριακονταετίας, αγνοώντας αν οι τότε εισηγητές τους εξακολουθούν να τις υποστηρίζουν σήμερα! Με άλλα λόγια διαστρεβλώνει και συκοφαντεί μια προσπάθεια, χωρίς να επιχειρηματολογεί ως γνήσιος «επαίων» επί του θέματος. Αλλά το σημαντικότερο όλων είναι ότι παραθέτει με περισσή βεβαιότητα και απίστευτη έπαρση για το εκπληκτικό τάχα εύρημά του, απόλυτα ανακριβή δεδομένα, που δεν αποδεικνύονται από την ανάγνωση του ΠΣ, το οποίο άλλωστε είναι εκτεθειμένο εδώ και καιρό σε ειδικό ιστοχώρο του Υπουργείου, στα μάτια όλων, ειδικών και μη. Παρόλα αυτά ελπίζουμε εφόσον « ουδέν έρπει ψεύδος εις γήρας χρόνου» όπως προσφυέστατα επισημαίνει ο Σοφοκλής.
Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει, εφόσον βέβαια διαθέτει περισσεύματα ψυχικής αντοχής και καλοστημένες άμυνες, ότι ο αρθρογράφος, έστω και ως μη ειδικός διατυπώνει την προσωπική του άποψη και επομένως αυτή, κατά τα  ισχύοντα, είναι σεβαστή γενικώς. Ωστόσο στην υπόθεση εμπλέκονται και άλλοι, οι οποίοι όντας ειδικοί, θεολόγοι, εκπαιδευτικοί της τάξης, αναπαράγουν με περισσή άνεση, ίσως και με ευχαρίστηση κάθε διαφωνία, κάθε αντίρρηση, κάθε ψεύδος, κάθε δυσφημιστική επίθεση, αναρτώντας τα σχετικά κείμενα στις ιστοσελίδες τους. Όλοι αυτοί μπορεί να διαφωνούν με το περιεχόμενο του ΠΣ, να έχουν βάσιμες διαφορετικές προσεγγίσεις  σε θέματα διδακτικής αλλά έχουν διαβάσει το ΠΣ, ίσως κιόλας το διδάσκουν στην πιλοτική του εφαρμογή. Και όμως υιοθετούν πρόθυμα κάθε κείμενο κριτικής επειδή και μόνο ασκεί κριτική. Δεν τους ενδιαφέρει ούτε το ύφος, ούτε το περιεχόμενο, ούτε η αλήθεια των γραφομένων, ούτε οι αναπόδεικτοι υπαινιγμοί του. Δεν τους ενδιαφέρει καν, ούτε η δική τους αξιοπιστία ως προσώπων με θεσμικό ενδεχομένως ρόλο στα εκπαιδευτικά πράγματα αλλά ούτε και η αξιοπιστία των ηλεκτρονικών μέσων που διαχειρίζονται.
Είναι προφανές ότι τόσο ο συντάκτης ενός τέτοιου κειμένου όσο και οι ποικιλώνυμοι πρόθυμοι  αναμεταδότες του, δεν ενδιαφέρονται για την αλήθεια των πραγμάτων. Δεν ενδιαφέρονται καν για την ακρίβεια των στοιχείων που επικαλούνται  Δεν ενδιαφέρονται για την προστασία της τιμής των προσώπων που θίγονται βάναυσα από ανεπίτρεπτα προσβλητικά  σχόλια. Και όμως όλοι αυτοί είναι συνάδελφοί μας, θεολόγοι με διακριτή πορεία και δόκιμη θητεία στο χώρο της εκπαίδευσης, με μεταπτυχιακές περγαμηνές, ασκούν διδακτικό έργο στη τάξη, υπηρετούν σε ανώτερες θεσμικές θέσεις. Γενικώς διαθέτουν όλα εκείνα τα επίκτητα προσόντα που μπορεί να χαρακτηρίζουν έναν ολοκληρωμένο εκπαιδευτικό και παιδαγωγό.
Τελικά ποιο είναι το πρόβλημα… Δεν διαφωνώ με τη διαφωνία, δεν έχω αντίρρηση  για την αντίρρηση, δεν με τρομάζει η διαφορετική άποψη, μπορούμε να διαλεχθούμε μαζί της, μπορούμε να εκτεθούμε επιχειρηματολογώντας. Με τρομάζει η κατάργηση των όρων μιας τέτοιας συζήτησης, με τρομάζει η παραβίαση των ορίων που εξορίζουν την ευπρέπεια και το ήθος. Με τρομάζει η παντογνωσία, η  επί παντός επιστητού άποψη. Με τρομάζει πάνω απ’ όλα η ημιμάθεια, η αποσπασματική γνώση, η εκούσια λειψή ενημέρωση, η σκανδαλώδης αδιαφορία για την έγκυρη πληροφόρηση.
Φαίνεται ότι και όλα αυτά αποτελούν τον προπομπό μιας νέας εποχής. Δεν θέτω εισαγωγικά επειδή δεν θέλω να της προσδώσω μεταφυσικές διαστάσεις. Μιας νέας εποχής όπου η ευκολία της αναμετάδοσης της είδησης δια του ηλεκτρονικού μέσου εξοβελίζει την ανθρωπιά και το μέτρο. Aυτά είναι τα θλιβερά αποτελέσματα όταν δεν τηρείται το Παλαιοδιαθηκικό «Αρχή παντός έργου λόγος και προ πράξεως βουλή»(Σ.Σειράχ 37)
[Ο Γιώργος Παπαδόπουλος είναι θεολόγος-φιλόλογος, εκπαιδευτικός της Δ.Ε και μέλος της επιτροπής του ΠΣ για τα Θρησκευτικά]




από το amen.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...