Παρασκευή 4 Φεβρουαρίου 2011

Πάτσης Χρήστος:Ο λόγος των Τριών Ιεραρχών





Ακολουθούμε σήμερα την πρόσφατη και καλή τοπική παράδοση που μας θέλει να τιμούμε κάθε χρόνο, με δημόσια γιορτή τη μνήμη των τριών Ιεραρχών.
Η παράδοση για την εκκλησία , αλλά και για ολόκληρο το λαό, όπως είναι γνωστό, αποτελεί πράξη αυτοσυνειδησίας. Δεν επιβεβαιώνει απλά ένα αξιακό-ηθικό σύστημα όπως αυτό καταγράφηκε στο παρελθόν, αλλά ταυτόχρονα εισέρχεται δυναμικά στο παρόν και προσπαθεί να άρει το αβέβαιο.
Όταν το σύγχρονο ελληνικό κράτος αποφάσισε να καθιερώσει τη γιορτή αυτή, ως γιορτή των γραμμάτων, είχε υπόψη, προφανώς, την τιμή προς τα ιερά αυτά πρόσωπα και επιπρόσθετα την αξία της διδασκαλία τους.
Μια διδασκαλία που έχει ως κύριο εκφραστή και τη γλώσσα. Επειδή και οι ίδιοι διαθέτουν υψηλή παιδεία δεν αργούν να αντιληφθούν τη σημασία της γλωσσικής εκπαίδευσης για τον άνθρωπο και μάλιστα τον άνθρωπο που έχουν απέναντι τους. Όχι μόνο κάποιο συγκεκριμένο ακροατήριο, αλλά ολόκληρο το σώμα της Εκκλησίας και ιδιαίτερα τους νέο-εισελθόντες από τη τάξη των εθνικών χριστιανούς.
Μέσα από τα θεολογικά τους έργα αναδεικνύεται η διαρκής σπουδή για τη γλώσσα που αποτελεί φορέα νοήματος, ύψιστου θεολογικού νοήματος με όλες τις εμφανείς δυσκολίες του εγχειρήματος.
Όπως διακήρυξε και ο μεγαλύτερος φιλόσοφος της γλώσσας του 20ου αι. ο Γερμανό-αυστριακός Ludwig Wittgenstein «τα όρια ενός ανθρώπου καθορίζονται από τα όρια της γλώσσας του…. Όσα ξέρω είναι αυτά για τα οποία έχω λέξεις….για όσα δεν μπορεί να μιλάει κανείς γι΄ αυτά πρέπει να σωπαίνει.»
Ο λόγος των τριών Ιεραρχών δεν είναι λόγος αμετροέπειας και ελευθεροστομίας, αλλά λόγος παρρησίας. Αυτός που μιλάει με παρρησία (παν ρήμα δηλ.) «συγκρούεται» κατ΄ ανάγκη με τις κυριαρχούσες αντιλήψεις, διακινδυνεύοντας συχνά πολύτιμα πράγματα για τη ζωή του. Ας θυμηθούμε, εδώ, το μαρτυρικό τέλος πολλών αγίων της Εκκλησίας μας και εν προκειμένω τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο που πέθανε στο δρόμο προς την εξορία. Ο θεολογικός τους λόγος δεν διανθίζεται με χαρακτηρισμούς προς πρόσωπα ή εμπρόσωπες καταστάσεις , τις οποίες και σέβονται και κατανοούν την αδυναμία. Ούτε από την άλλη πλευρά συνδέουν το πνεύμα τους με τον βιόκοσμο της καθημερινότητας που τόσο ταλαιπωρεί και εκχυδαϊζει τη γλώσσα.
Όταν χρειαστεί, βέβαια, η γλώσσα τους και θα κρίνει ή καλύτερα θα διακρίνει και θα στηλιτεύσει και τα ασήμαντα θα απορρίψει χωρίς σε καμιά περίπτωση να ισοπεδώσει τον άλλον. Ο εμπαθής λόγος, όπως όλοι αντιλαμβάνεστε, δεν ευδοκιμεί και δεν καρποφορεί στο διάλογο. Και οι τρεις Ιεράρχες διαλέγονται με τον κόσμο γνωρίζοντας ασφαλώς και το ζήτημα της πειθούς του λόγου. Οι ίδιοι δεν εμφανίζονται δια του θορύβου ούτε δια μέσω ενός ναρκισσισμού δηλ. μιας αυταρέσκειας που απλά θα υποδηλώσει την ρητορική δεινότητα. Ενώ και οι τρεις είχαν τις προϋποθέσεις να επιδείξουν τη ρητορική τους ικανότητα εξαιτίας των σπουδών τους και στη ρητορική-ιδιαίτερα ο ιερός Χρυσόστομος- παρ΄ όλα αυτά και αυτή η ιδιότητά τους εξυπηρετεί άλλο σκοπό: την αφοσίωση στην ιερότητα του Ευαγγελικού λόγου. Αυτή η προσήλωση επισωρεύει στο λόγο τους φώτιση-με τη βοήθεια του Αγίου Πνεύματος- φρόνηση, ανεκτικότητα, μέγιστη αυτογνωσία και επίγνωση της ανθρώπινης ψυχής.
Σε αντίθεση με τους σύγχρονους πνευματικούς ταγούς δεν διακρίνονται από έπαρση κα αλαζονεία , αλλά γνωρίζουν, ως εργάτες και διάκονοι της Εκκλησίας, ότι για να είναι αποτελεσματικοί πρέπει να δουλεύουν αθόρυβα και μεθοδικά και να μετατρέπουν τη θεολογική τους σοφία σε βιωμένη πράξη.
Οι τρεις Άγιοι Πατέρες δεν ασπάζονται την αρχή «πολλά λόγια- λίγα ή καθόλου έργα» , μιαν αρχή που εμείς οι νεοέλληνες αρκετές φορές την αναγάγαμε σε αξιακό πρότυπο και δημιουργήσαμε αυτή τη θλιβερή σύγχρονη πραγματικότητα στην πατρίδα μας.
Ως Ιεράρχες εμφανίζονται ηγέτες της δράσης , επιλύουν προβλήματα , δεν σχολιάζουν την πραγματικότητα. Συμμετέχουν διαμορφώνοντας τις κοινωνικές συνθήκες με νέες αντιλήψεις για τη ζωή, οι οποίες πηγάζουν από το λόγο του Ευαγγελίου και δεν είναι λίγες οι φορές που ο πατερικός λόγος γίνεται ανατρεπτικός και επαναστατικός έναντι της καθεστηκυίας τάξης πραγμάτων. Ο λόγος δηλ. δεν κοινωνεί δια της σοφιστείας και της δημαγωγίας για να ικανοποιήσει το θυμικό και του εαυτού τους και του ακροατηρίου. Όταν απέναντι βρίσκεται η αίρεση και η κακοδοξία εκεί ο λόγος θα γίνει αντιρρητικός με όλη τη σημασία της λέξης. Όταν , επίσης, θα βρεθεί αντιμέτωπος με την αλαζονεία της κοσμικής και πολιτικής εξουσίας δεν υποχωρεί ατάκτως. Ο καιροσκοπισμός για να κερδίσει κανείς αξιώματα και θέσεις και να καταπιεί αργότερα αδιαμαρτύρητα τα όποια ανομήματα δεν αποτελεί στοιχείο συμπεριφοράς των αγίων. Γνωστή σε όλους η σφοδρή κριτική του Μ. Βασιλείου εναντίον των ιδεών του αυτοκράτορα Ουάλη, γνωστή η παραίτηση του Γρηγορίου από τον πατριαρχικό θρόνο Κων/πολης χάριν της ειρήνευσης του λαού, πασίγνωστη η καταπολέμηση των αντιλήψεων περί πλούτου από τον Ιωάννη.
Η αλήθεια ως μέγα φιλοσοφικό ζήτημα από την εποχή του Αριστοτέλη που μίλησε για την αντιστοιχία νοήματος και πράγματος, αλλά και ως πρόβλημα ερμηνείας μεταξύ νοήματος και ονόματος απασχολεί έντονα τον πατερικό λόγο και οι απαντήσεις που δίνονται έχουν να κάνουν περισσότερο με τη ζώσα εμπειρία και αλήθεια της καθολικής Εκκλησίας παρά με επιστημονικά κριτήρια της μετα-διαφωτιστικής εποχής. Όπως όλοι κατανοείτε η αλήθεια ενός λόγου δεν εξαρτάται μόνο από το περιεχόμενό του, αλλά και από την «πίστη» δηλ. την εμπιστοσύνη που χαίρει ο ομιλητής. Μόνον όταν ο ομιλητής είναι φορέας μιας αυθεντικής, γνήσιας ιδέας υπάρχει η ευγενής πιθανότητα ο λαός να εμπιστευτεί τα λόγια του. Ο λαός , το ποίμνιο τούς αποδέχεται και τούς εμπιστεύεται επειδή γνωρίζει ότι ο λόγος της αγάπης τούς διακατέχει. Οι ίδιοι εκτός του λόγου, διακονούν και την τράπεζα, τα κοινωνικά προβλήματα, τον ανθρώπινο πόνο, τα γηρατειά και ό τι έχει να κάνει με την ανθρώπινη ύπαρξη.
Ισχυρίζονται πολλοί σήμερα ότι η γλώσσα πρέπει να έχει επικοινωνιακό γόητρο για να πείθει. Ακούγεται ορθή αυτή η θέση στη «γλώσσα» της εικόνας και του θεάματος, όπου επικοινωνία σημαίνει κατά κόρον διαφήμιση προϊόντων και ιδεών, πολιτικάντικος λόγος και οικτρή δημαγωγία. Έρχεται , έτσι, στην επιφάνεια το ενστικτώδες υπόβαθρο μιας λαϊκής μάζας που καταστρέφει ό τι πιο πολύτιμο μπορεί να διαθέτει μια κοινωνία: το προσήκον ήθος. Ένα ήθος που ταιριάζει στον άνθρωπο που αγωνίζεται για την εύρεση της αλήθειας, που τολμά και είναι έτοιμος να κοινωνήσει τις ιδέες του ακόμη και με το αντίπαλο δέος. Ποτέ δεν φοβήθηκαν οι Πατέρες την αντιπαράθεση, δεν ενήργησαν με φοβικά σύνδρομα ότι δήθεν κινδυνεύει η αλήθεια και η παράδοση. Έμεινε στερεός ο λόγος στην πίστη, αλλά ταυτόχρονα συνομίλησε και με τον άλλον , τον εθνικό, τον ειδωλολάτρη, τον ξένο. Είναι και οι τρεις δεινοί συγγραφείς, αφήνουν έργα δογματικά, ασκητικά, «απολογητικά» «παιδαγωγικά» και ο τιδήποτε μετέχει της αυθεντικής σχέσης του ανθρώπου προς το Θεό. Όπως πολύ εύστοχα επισημαίνει ο μεγάλος έλληνας γλωσσολόγος,ο καθηγητής Μπαμπινιώτης , οι τρεις Ιεράρχες ενώ θα μπορούσαν να γράψουν στη δημοτική της εποχής, στην κοινή επονομαζόμενη ελληνική, επιλέγουν να κάνουν χρήση της αττικιστικής διαλέκτου, της γλώσσας δηλ. των λογίων. Γιατί άραγε; Απλά για το διάλογο. Το μέγα αυτό ζήτημα, του τρόπου που εμφανίζεται ο θεολογικός λόγος στον κόσμο είτε ως δογματική, είτε ως «απολογητική», είτε ως λειτουργική, είτε, τέλος, ως καθημερινή γλώσσα ήταν, είναι και θα παραμείνει ένα από τα κύρια ζητήματα που καλείται να αναμετρηθεί .
Tο ήθος της γλώσσας των τριών Ιεραρχών δεν προκύπτει από μια θεωρητική –φιλοσοφική ενασχόληση με τη γλώσσα˙ δεν είναι, επίσης, ηθικολογία που δυστυχώς εμφανίζεται και σε θρησκευτικούς κύκλους με τη γλώσσα του καθωσπρεπισμού και του άκρατου συντηρητισμού.
Το ήθος της γλώσσας έχει ευθεία αναφορά στη σχέση του ανθρώπου με το υπαρξιακό γεγονός της πίστεως και δεν εκφέρεται με μια μονομέρεια που ορίζουν οι κοινωνικές συνθήκες και οι οποίες κατ΄ ανάγκη διαφοροποιούνται στον ιστορικό χρόνο.
Ο χριστιανός δηλ. δεν καταφεύγει στην «ηθική γλώσσα» για να βελτιώσει τον χαρακτήρα του και τη συμπεριφορά του, για να φανεί προς τον έξω κόσμο συμβατός και χρήσιμος. Το ήθος της γλώσσας προϋποθέτει ένα αληθινό ερώτημα: αν το νόημα των λέξεων ανταποκρίνεται δυναμικά στην αλήθεια της υπάρξεως, στην αυθεντικότητα του ανθρώπου ή απλά είναι μέτρο αξιολόγησης μιας αντικειμενικής συμπεριφοράς. Οι Πατέρες απαντούν με σαφήνεια: το ήθος της γλώσσας σχετίζεται με το σωτηριολογικό γεγονός. Να σωθεί ο άνθρωπος από τη φθορά και το μηδέν, την ανυπαρξία και φυσικά όχι με λεκτικό τρόπο.
Όπλα του χριστιανού σ αυτό το δρόμο της παρηγορίας, του χριστιανού που αγωνιά και αγωνίζεται είναι ο λόγος ως προσευχή και σιωπή.
Επειδή η προσευχή και η σιωπή αγιοποιούν τον λόγο, την επικοινωνία με τα Θεό, είμαστε υποχρεωμένοι να επισημάνουμε και κάτι ακόμη: η προσευχή είναι στη ουσία της εξάρτηση από το μέγα Συ με στοιχεία απόλυτης αξίωσης. Εκεί που ο ανθρώπινος λόγος βλέπει την αλήθεια ενώπιος ενωπίω. Εξαρτούμε δηλ την ύπαρξή μας από το απόλυτο και ο λόγος υποτάσσεται σ΄ αυτή την προοπτική. Δεν μιλάμε κατ΄ ανάγκη για την άσκηση του μοναχικού βίου, αλλά για τον οποιαδήποτε έκφανση της ζωής που ακουμπά και ψηλαφίζει την αλήθεια.
Η σιωπή από την άλλη, είναι, όπως συνηθίζεται να λέγεται, η έλλογη απουσία λόγου, γιατί υπάρχει κάτι, που ψυχή κρίνει ότι προσφέρεται εσωτερικά για ανώτερη, βαθύτερη θέαση και επεξεργασία. « Ώ ψυχή, τ’ αληθινό τραγούδι, που δεν το πα, κάνε το μια προσευχή και λάτρευε και σιώπα» γράφει σ΄ ένα ποίημά του Ο Κ. Παλαμάς δείχνοντας, έτσι τη δύναμη και αυτού του λόγου.
Μόνο θλίψη μπορεί να αισθάνεται κανείς σήμερα ακούγοντας τόσα λόγια, διαβάζοντας τόσα κείμενα και αντί ο λόγος να λειτουργεί λυτρωτικά, κατάντησε όργανο μιας άνυδρης αντιπαράθεσης καταδεφίζοντας συγχρόνως και τη διαλεκτική που γεννήθηκε σ΄ αυτόν τον τόπο. Δεν χρειάζεται να κουραστεί κανείς για να διαπιστώσει πόσο κακό κάνουν στη ζωή η λεκτική επίθεση και βία , η ύβρη, η ξύλινη γλώσσα, η γλώσσα του φανατισμού της μισαλλοδοξίας κά.
Η γλώσσα των Πατέρων υπήρξε ερωτική προς τη ζωή διότι πρωτίστως υπήρξε ερωτική προς το Θεό. Γλώσσα δηλ που κοινωνεί και συναρπάζει. Η γλώσσα δεν επιτελεί ανεξάρτητη, αυτόνομη λειτουργία ενός μέρους του ανθρώπινου προσώπου για επικοινωνιακούς και μόνο σκοπούς. Οφείλει να είναι φορέας της αλήθειας καθόσον το ίδιο το πρόσωπο με όλες τις δυνάμεις αγωνίζεται για να μετάσχει στο «είναι» άλλοτε με επιτυχία (αλήθεια) και άλλοτε με κραυγαλέα αποτυχία(ψεύδος).
Όσοι συνάθρωποί μας έχουν την εμπειρία της εκκλησιαστικής ζωής θα αντιλαμβάνονται με ευκολία για ποιο λόγο η γλώσσα της λατρείας με τη μουσικότητά της αποπνέει ευ-λογία. Είναι αίνος προς το Θεό και όχι λόγος του συμφέροντος και του αιτήματος. Ο λόγος του συμφέροντος κρύβει μια άλλη λογική, υπηρετεί την αλήθεια της ατομικής στιγμής και δεν ενδιαφέρεται για την κοινοτική αλήθεια της ζωής. Μόνο που η δεύτερη προϊόντος του χρόνου αναιρεί την πρώτη και αποκαλύπτει σε όλο του το μεγαλείο το μέγεθος του ψεύδους και την τρομακτική κατάρρευσή του. Ο αυθεντικός θεολογικός λόγος υποδέχεται μα καλοσύνη την κριτική, την έρευνα, τα τεκμηριωμένα επιστημονικά αποτελέσματα, την τεχνολογία εφόσον όλα αυτά, βέβαια, προάγουν την αληθινή ζωή. Το να εμφανίζονται σήμερα θεολογούντες με φοβικές αντιλήψεις έναντι κάθε προσπάθειας του ανθρώπου να ξεπεράσει ό, τι αρνείται τη ζωή, αποτελεί αντι-πατερικό και θα τολμούσα να πω αντι-εκκλησιαστικό γεγονός.
Κλείνοντας οφείλουμε να αναφέρουμε το πιο σημαντικό για το λόγο των τριών Μεγάλων Πατέρων: πέραν του γεγονότος ότι ο λόγος τους είναι ορθόδοξος, είναι ταυτόχρονα λόγος της αγάπης και της σωτηρίας , που προσφέρεται από τον Κύριο, μη το ξεχνάμε αυτό, χωρίς εξαιρέσεις , χωρίς προσωποληψίες, χωρίς διακρίσεις εθνικές , γλωσσικές, φυλετικές κά
Ο λόγος της αγάπης γεννά την ανεκτικότητα, την υπομονή, τη συγγνώμη, αλλά και το χρέος της διάκρισης όπως τόσο εύστοχα το όρισε ο Μ. Βασίλειος: να διακρίνουμε το αληθές από το ψευδές , το γνήσιο από το απόκρυφο. Μια διάκριση που εμπεριέχει και την κρίση και τα κριτήρια.
Ας αναλογιζόμαστε κάθε φορά που σκεπτόμαστε και ενεργούμε σε ποια κριτήρια βασίζεται η σκέψη μας και ποια είναι τα κίνητρα των πράξεων μας. Κάπου εκεί στο βάθος θα ανακαλύψουμε και το μέγα ζητούμενο: την αλήθεια των πραγμάτων , την αληθή συνεννόηση κα την ουσιαστική θεολογία.
Και κάτι τελευταίο. Το μυστήριο του Θεού και η μυστηριακή πραγματικότητα της Εκκλησίας ξεπερνούν και τα όρια της νόησής μας και τα όρια της γλώσσας μας. Το γνωρίζουν καλά αυτό οι Πατέρες. Δική μας είναι η αδυναμία. Παρ΄ όλη την αδυναμία, όμως, διαθέτουμε λόγο. Ο λόγος εξάλλου είναι και η ποιητική αιτία της ύπαρξής μας. Εν αρχή ήν ο Λόγος , λοιπόν. Και προσοχή! Τους Αγίους δεν τους λατρεύουμε, τους προσκυνούμε τιμητικά!

Καλή και ευλογημένη χρονιά

Πάτσης Χρήστος

 (ΛΗΜΝΟΣ ΓΕΝΑΡΗΣ 2011)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...