Πέμπτη 10 Φεβρουαρίου 2011

Η Ιερά Μονή Ευαγγελισμού Σκιάθου με αφορμή τις αναφορές του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη







Βάσσα Παρασκευά, Δρ Θεολογίας




« Φραγκογιαννού… ἐπῆρε τὸν κατήφορον, κατῆλθεν εἰς τῆς Ἀγαλλιανοῦς τὸ ρέμμα… Ἐκεῖ συνήντησεν ἕνα γέροντα μοναχόν… Ἐπροχώρησε πρὸς τὸ μέρος, ὁπόθεν εἶχεν ἔλθει τὴν πρωίαν. Ἔφθασεν εἰς τὸν μικρὸν ναΐσκον τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς, εἰς τὸ Κοιμητήριον τῶν Καλογήρων, εἰς τ᾿ Ἁλῶνι τοῦ Μοναστηριοῦ. Ἐπέρασεν ἔξω ἀπὸ τὸ Βουρδουναριό, ἀντικρὺ τῆς σιδηρᾶς πύλης τοῦ Κοινοβίου, ἥτις ἦτο κατάκλειστος. Ἄλλως, γυναῖκες ποτὲ δὲν ἐπήρχοντο εἰς τὸν ἱερὸν περίβολον. Κατῆλθεν εἰς τοὺς κήπους, ὅπου εἶχε συναντήσει τὴν πρωΐαν τὸν καλόγηρον, τὸν κηπουρόν, ὅστις τῆς εἶχεν εἰπεῖ διάφορα ρητὰ ἀπὸ τὸ Ψαλτήριον…»1.
Στο παραπάνω απόσπασμα από το γνωστό διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Η Φόνισσα» γίνεται αναφορά στη μεγαλύτερη και ιστορικότερη μονή της Σκιάθου, την Ιερά Μονή Ευαγγελισμού. Στα 1794 σε τοποθεσία του νησιού, όπου πιθανότατα προϋπήρχε ερειπωμένο μονύδριο αφιερωμένο στην Παναγία2, θεμελιώθηκε η Ιερά Κοινοβιακή Μονή Ευαγγελισμού Σκιάθου3. Ο Παπαδιαμάντης στη «Φόνισσα» προσδιορίζει την τοποθεσία της με κάποια γενικότητα «εις της Αγαλλιανούς4 το ρέμα», ενώ στο διήγημά του «Το Χατζόπουλον» ορίζει ακριβώς τη θέση της μονής σε καταπράσινη περιοχή, ο προσανατολισμός της οποίας την καθιστά σχεδόν αθέατη: «… κάτω ἀπό τήν ὑψηλόκρημνον κορυφήν τῆς Καραφιλτζανάκας, παρακάτω ἀπό τήν μυστηριώδη βρύσιν τοῦ Κανάκη, εἰς τήν κορυφήν τοῦ ρεύματος τοῦ Λεχουνιοῦ πρός τήν θάλασσαν5…».



Ο Παπαδιαμάντης αναφέρει δε αρκετά στοιχεία στο ίδιο διήγημα «Το Χατζόπουλον» σχετικά με το ιστορικό της ίδρυσής της: «… Ὁ πάπα-Γρηγόριος ὁ ἀσκητής, εἶχε κατέλθει ἀπό τά ὑψηλά κράσπεδα τοῦ Ἄθω, μαζί μέ τόν γέροντά του παπα- Νήφωνα, καί μέ τριακοντάδα ἄλλην μοναχῶν. Ἔπλευσαν εἰς τήν γενέθλιον νῆσον τοῦ Γρηγορίου, κ’ ἐκεῖ, εἰς τό ρέμα, στῆς Ἀγαλλιανοῦς, ἔκτισαν… μοναστήρι..- κοινοβιακόν-…»6.
Κεντρικό θέμα του διηγήματος αποτελεί η προσωπική ιστορία του Γρηγορίου Χατζησταμάτη, μοναχού, συνιδρυτή της μονής και μετέπειτα ηγουμένου, γιου του πλούσιου καπετάνιου Ιωάννη Χατζησταμάτη. Ο Γρηγόριος αδικήθηκε από τη δεύτερη σύζυγο του πατέρα του και έχασε με δόλο προσωρινά την πατρική του περιουσία. Όταν αποκαταστάθηκε η αλήθεια έπειτα από την επέμβαση του Οικουμενικού πατριάρχη Γρηγορίου του Ε΄, ενώ ήταν ήδη μοναχός, βρέθηκε με αρκετή περιουσία, την οποία παραχώρησε στη μονή του Ευαγγελισμού στις 15 Ιουνίου 1798: «… Ὁ παπα-Γρηγόριος, … ἐκληρονόμησε, καί ἀφιέρωσεν εἰς τό μοναστήρι του… ὅλην τήν περιουσίαν τοῦ Χατζησταμάτη. Ἄπειρα κτήματα, χρήματα ὅσα εἶχαν περισσεύσει, ἐπίσημα κειμήλια, ἀσημικά καί χρυσά, ἀρχαϊκά ἔπιπλα, καί σκεύη χάλκινα χιλίων ὀκάδων»7.
Ο ιδρυτής της μονής Όσιος Νήφων8 (εικ. 2) υπήρξε από τους ένθερμους οπαδούς της φιλοκαλικής αναγέννησης, οι οπαδοί του οποίου είναι γνωστοί με την επωνυμία «Κολλυβάδες», οι οποίοι, εκτός από τη βασική τους θέση ότι το Σάββατο πρέπει να αποτελεί την ημέρα τέλεσης των μνημοσύνων, υποστήριζαν την αναβίωση της ορθόδοξης πατερικής παράδοσης9 με τη μελέτη των νηπτικών πατέρων, τον ασκητικό βίο, την επιστροφή στην αρχαία λειτουργική παράδοση10. Επίσης έθεταν το θέμα της συχνής Θείας Μετάληψης, του καθαγιασμού των εικόνων, της γονυκλισίας της Κυριακής κ.ά. Κύριοι εκπρόσωποι του κινήματος είναι οι Αθανάσιος ο Πάριος, ο Όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης και ο όσιος Μακάριος Νοταράς. Ο Παπαδιαμάντης, γιος ιερέα, με έντονη θρησκευτικότητα, επηρεασμένος βαθύτατα από τη λειτουργική ζωή της μεγάλης Μονής, αποτυπώνει το αυστηρό Κολλυβάδικο λειτουργικό τυπικό, το οποίο είχε εισχωρήσει στην τοπική λειτουργική παράδοση, σε διάφορα σημεία στα διηγήματά του11, όπως π.χ. στην τέλεση βαθύ Όρθρου με Λειτουργία και μνημόσυνο κατά την εκταφή νεκρού (Φορτωμένα κόκκαλα) ή την παρουσία «κανονάρχη», που «… πηγαινοερχόταν από το ένα ψαλτήρι στο άλλο με το Μηναίο ανοιχτό κανοναρχώντας…» (Η Ντελησυφέρω)12. Ο ίδιος υπερασπιζόμενος το κίνημα των «Κολλυβάδων» διατύπωσε ότι: «… Οι Κολλυβάδες εκφράζανε τον αγώνα της Ορθοδοξίας να κρατήσει την ιερά της παράδοση ανόθευτη από συμβιβασμούς, που θα νοθεύανε και τη μορφή και την ουσία της. Γιατί μορφή και ουσία στην Ορθοδοξία είναι αλληλένδετα και κάθε ρωγμή στη θαυμαστή τούτη ενότητα είναι φοβερό τραύμα…»13.



Ιδιαίτερη αναφορά, αποδεχόμενος ξεκάθαρα τις πεποιθήσεις του κινήματος, κάνει ο συγγραφέας στο προαναφερόμενο έργο του «Το Χατζόπουλον», σχετικό απόσπασμα του οποίου παραθέτουμε: «… Οὗτοι οἱ πρώην ἀσκηταί τοῦ Ἁγίου Βασιλείου, ἦσαν οἱ λεγόμενοι Κολλυβάδες, ὑποστάντες διωγμόν καί εἰς αὐτό τό Ἅγιον Ὄρος, διότι ἐπέμενον εἰς τήν ἀκρίβειαν, καί δι’ ἄλλα πολλά πράγματα, καί ὅπως μή τά μνημόσυνα τῶν νεκρῶν τελῶνται τάς Κυριακάς. Ψυχοσάββατον ὑπάρχει, ἀλλά Ψυχοκυριακήν ἠκούσατε ποτέ σας χριστιανοί;…»14.
Για όλους τους παραπάνω λόγους ο Σκιαθίτης λογοτέχνης αποκαλεί τη μονή Ευαγγελισμού «σεμνό»15 ή «σεβάσμιον κοινόβιον»16, ενώ συχνά χρησιμοποιεί τον ίδιο χαρακτηρισμό για τους μοναχούς που εγκαταβίωναν σ’ αυτή, όπως για παράδειγμα αναφέρει σε μελέτη του για την εικόνα της Παναγίας «Κουνίστρας»: «… τό τοιοῦτον ἔγγραφον (περί τῆς ἐπιστροφῆς τῆς εἰκόνας) ἐγράφη… πρός σεβασμίους μοναχούς, ἐπίσης εἰλικρινεῖς καί ἐντίμους…»17. Δεν διστάζει μάλιστα να συγκρίνει το τυπικό της μονής με αυτό της άλλης γνωστής μονής του νησιού, την Παναγία Εικονίστρια: «… Ἡ κοινοβιακή Μονή τοῦ Εὐαγγελισμοῦ ἐκτίσθη μόνον περί τά τέλη τοῦ ΙΗ΄ αἰῶνος, ἑκατονταετηρίδα ὅλην μετά τήν ἵδρυσιν τοῦ μονυδρίου τῆς Κουνίστρας. Τό τελευταῖον τοῦτο [η Ι.Μ. Παναγίας Κουνίστρας]… οὐδέποτε ἦτο Μονή ὑπό αὐστηρόν κανόνα, ὅπως τό Κοινόβιον τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ὅπου δέν εἰσήρχοντο γυναῖκες καί πλεῖστα ἄλλα κοσμικά ἔθιμα ἀπηγορεύοντο…»18.



1.Άπαντα, Άπαντα Νεοελλήνων Συγγραφέων, επιμέλεια Γ. Βαλέτα, γενική επιστασία Σπ. Μελά, Αθήνα 1972, σσ. 581, 583.
2 Κατά τον Μωραϊτίδη: «… ἐκτίσθη… ἔνθα ὑπῆρχε παλαιόν τι μονύδριον πρό χρόνων ἐρημωμένον…» (βλ. Α. Μωραϊτίδης, Με του Βορηά τα Κύματα 4(1925), σ. 57). Ο Τρύφων Ευαγγελίδης αναφέρει πως από την παλιά μονή σωζόταν «σημείωσις… ἐπιβεβαιουμένην» και από τον Επίσκοπο Σκιάθου Ματθαίο με τη χρονολογική ένδειξη 24-5-1784, η οποία κατέγραφε τα σκεύη, τα άμφια και τα κτήματα που ανήκαν στη μονή (βλ. Τ. Ευαγγελίδης, Ἡ νῆσος Σκίαθος καί αἱ περί αὐτήν νησίδες, ἐν Ἀθήναις 1913, σ. 82, σημ. 1). Ωστόσο είκοσι δύο χρόνια νωρίτερα σε δωρητήριο έγγραφο του 1762 γίνεται αναφορά στην τοποθεσία της «Παναγίας Αγαλλιανούς», χωρίς να προσδιορίζεται εάν επρόκειτο για μονύδριο ή εξωκκλήσι (βλ. π. Κ. Καλλιανός, Ανέκδοτα Εκκλησιαστικά Σημειώματα για τη Σκιάθο, στο Με του βορηά τα κύματα, 20 (1997), σ. 20).
3 Η επιλογή της θέσης της μονής στην κορυφή του ρέματος του Λεχωνιού έγινε σκόπιμα, τόσο γιατί το νερό ήταν πόσιμο όσο και γιατί η δύναμή του θα κινούσε τους υδρόμυλους, που θα εξυπηρετούσαν τις ανάγκες της μονής. Γνωρίζουμε ότι και στην Ικαρία η αντίστοιχη μονή, που ο Νήφων και οι συγκοινοβιάτες του είχαν ιδρύσει, ήταν κοντά σε ρέμα, όπου και κατασκεύασαν δύο υδρόμυλους (βλ. Α. Αλεξίου, Σκιάθος, Η αρχιτεκτονική των μεταβυζαντινών μνημείων, Θεσσαλονίκη 1996, σσ. 125-128).
4 Η ονομασία απαντά και ως «Αγαλλιανοί» (βλ. Τ. Ευαγγελίδης, όπ. π., σ. 80). Ως «Αγαλλιανούς» αναφέρεται επίσης στο έγγραφο των προεστών της Σκιάθου προς το Νήφωνα με τη χρονολογία 6 Ιουνίου 1794, στο αφιερωτήριο Τσουγκριά (Πρόκειται για το νησάκι Μεγάλος Τσουγκριάς, που βρίσκεται απέναντι από το λιμάνι της Σκιάθου και δωρήθηκε στη μονή από την παλιά σκιαθίτικη οικογένεια των Φραγκουλαίων (βλ. τις μελέτες του Ι. Φραγκούλα, Ιεραί Μοναί της νήσου Σκιάθου, Εκκλησία 12, Αθήναι 1934, σ. 92, σημ.1, Το μοναστήρι του Ευαγγελισμού της Σκιάθου, Βόλος 1994, σσ. 25-26 και Ιστορία της Σκιάθου, Σκιαθίτικα Α΄, 1978, σ. 208). Επίσης αναφέρεται και ως «(Παναγίας) Αγαλιανούς» (βλ. π. Κ. Καλλιανός, όπ. π., σ. 20). Σύμφωνα με το τοπικό ιδίωμα εκφέρεται «τς Αγαλλιανούς του ρέμα», που προσδιορίζει τη θέση της ρεματιάς μεταξύ του «Κανάκη και του Λεχουνιού» (βλ. π. Γ. Ρήγας, Σκιάθου Λαϊκός Πολιτισμός, Ελληνικά 3(1968), σ. 240).
5 Η Ιερά Μονή Ευαγγελισμού βρίσκεται σε απόσταση πέντε περίπου χιλιομέτρων από την πόλη της Σκιάθου και αποτελεί σήμερα τη μόνη εν ενεργεία μονή στο νησί. Έχει κτιστεί στη βορειοανατολική πλευρά του νησιού σε περιοχή με πλούσια βλάστηση (εικ. 1) και σε απόσταση 1500 περίπου μέτρων από τη θάλασσα. Ο Αλέξης Αλεξίου αναφέρει την κορυφή ως «Καραφλυτζανάκα» και όχι «Καραφιλτζανάκα» (βλ. Α. Αλεξίου, όπ. π., σ. 125). Ως «Καραφλυτζανάκα» αναφέρεται και στο έντυπο που έχει εκδοθεί από τη μονή (βλ. Ιερά Μονή Ευαγγελισμού της Θεοτόκου Σκιάθου, Αθήνα χ.χ., σ. 2). Μέσα στο ρέμα του Λεχουνιού, που καταλήγει στα ανατολικά παράλια, υπήρχε δίοδος που διευκόλυνε την τροφοδοσία της μονής από τη θάλασσα. Σύμφωνα με τον Αλεξίου, όχι μακριά από την εκβολή του ρέματος σώζονται ίχνη από τον ταρσανά και την αποθήκη, που είχαν κατασκευαστεί από τη μονή για την προμήθεια και φύλαξη των αγαθών (βλ. A. Αλεξίου, όπ. π., σ. 128).
6 Άπαντα, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Κριτική Έκδοση Τριανταφυλλόπουλος Ν.Δ., Αθήνα 1985α, 1998β, τόμ. 4ος, σσ. 419-420.
7 Ό.π. σ. 420 και Νικ. Α. Βέης, «Η εξομολόγησις της μαίας Κυρατζούς» και το «Χατζόπουλον» του Παπαδιαμάντη, εφημ. Πρωία, 10-5-1942, Α. Μωραϊτίδης, όπ. π., σ. 55 κ. εξ., Τ. Ευαγγελίδης, όπ. π., σσ. 81-82, σημ. 2, Ι. Φραγκούλας, Το μοναστήρι του Ευαγγελισμού της Σκιάθου, όπ. π., σσ. 23-24 και Ιστορία της Σκιάθου, Σκιαθίτικα Α΄, όπ. π., σ. 231, καθώς και Τα Άπαντα Παπαδιαμάντη Αλέξανδρου, Γ. Βαλέτας, τ. Ε΄, όπ. π., σ. 419.
8 Κατά κόσμον Νικόλαος ή Νικολαράτος, ο οποίος γεννήθηκε το 1736 στα Πατρικά της Χίου και απεβίωσε στη Σκιάθο στις 28 Δεκεμβρίου του 1809. Σε νεαρή ηλικία και ενώ βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη, έφυγε για το Άγιο Όρος, όπου αρχικά μόνασε στην Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας. Στη συνέχεια αναχώρησε για τη Σκήτη Καψάλα της Ιεράς Μονής Παντοκράτορος (κατά τον Αλ. Παπαδιαμάντη στο Κελί του Αγίου Βασιλείου). Ο Ιωάννης Φραγκούλας, προφανώς ανατρέχοντας στον Παπαδιαμάντη, αναφέρει ότι ο Νήφων έφυγε από τη Σκήτη του Αγίου Βασιλείου (Ι. Φραγκούλας, Ιστορία της Σκιάθου, Σκιαθίτικα Α΄, όπ. π., σ. 210), όπου έλαβε το μοναχικό σχήμα με το όνομα Νήφων από το Διονύσιο το Σταυρουδά. Την ίδια εποχή που έλαβε το χρίσμα της ιεροσύνης, στο Αγιώνυμο Όρος άρχισε η ταραγμένη περίοδος της φιλοκαλικής αναγέννησης, του πνευματικού κινήματος των λεγομένων «κολλυβάδων», ένθερμος υποστηρικτής της οποίας υπήρξε ο Νήφων. Ήταν συνομήλικος σχεδόν με το Μακάριο Νοταρά και μεγαλύτερος από τους Νικόδημο Αγιορείτη και Αθανάσο Πάριο (βλ. Μ. Παπαϊωάννου, «Οι «Κολλυβάδες» στη Σκιάθο και η εκκλησιαστική παράδοση του νησιού», στο: Παπαδιαμάντη Άπαντα, Εισαγωγή-Επιμέλεια-Κριτικά Σημειώματα, τόμ. Α΄, Αθήνα 1965, σσ. 24). Ο ίδιος στάλθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1772, για να παραδώσει την ομολογία πίστεως και την «αναφορά» των Κολλυβάδων προς την Ιερά Σύνοδο του Πατριαρχείου. Επέστρεψε απογοητευμένος χωρίς να αποδεχτεί την απάντηση του Πατριάρχη Θεοδοσίου του Β΄ (1769-1773), η οποία δικαίωνε τόσο τους «Κολλυβάδες» όσο και τους αντιπάλους τους. Στο τέλος της ίδιας χρονιάς μαζί με άλλους ομοϊδεάτες του εγκατέλειψε το Άγιον Όρος, ενώ ήδη είχε γνωριστεί με τον Αθανάσιο Πάριο. Μετά από τρία χρόνια περιπλάνησης στα νησιά Χίο, Σάμο, Νάξο, Πάτμο, Λειψούς και Φούρνους (στην Πάτμο και στους Φούρνους ίδρυσε μονύδρια αφιερωμένα στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου) και ενώ στο μεταξύ είχε γνωριστεί με τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη και τον άγιο Μακάριο Κορίνθου, έχτισε το 1775 με τη συνοδεία του το μοναστηράκι του Ευαγγελισμού στην τοποθεσία Λευκάδα Ικαρίας. Τρία χρόνια αργότερα, το 1778, εκάρη μοναχός από τον όσιο Νήφωνα στην Ικαρία ο Σκιαθίτης Γεώργιος Χατζησταμάτης, μετέπειτα μοναχός Γρηγόριος, ο οποίος διακρινόταν για τον πνευματικό του ζήλο και για το λόγο αυτό ίσως συνδέθηκε ιδιαίτερα ο Νήφων μαζί του: «…τόν πρῶτον καί ὀπαδόν του μαθητήν τῆς μοναδικῆς καί ἐναρέτου ἀσκητικῆς πολιτείας…». Ο Γρηγόριος έπεισε το Νήφωνα να μετακινηθούν στο νησί του, όπου διέθετε περιουσία από την πλευρά της μητέρας του και να κτίσουν εκεί μοναστήρι, όταν εξαιτίας του μεγάλου αριθμού των μοναχών δεν ήταν πλέον εύκολη η παραμονή τους στην Ικαρία. Περισσότερα για το βίο του οσίου Νήφωνος (βλ. Ε. Σταματιάδης, Βίος καί πολιτεία τοῦ ἐν ὀσίοις πατρός ἡμῶν Νήφωνος κτίτορος τῆς ἐν Σκιάθῳ ἱερᾶς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ μονῆς, Ἰκαριακά, ἐν Σάμῳ 1893, σσ. 78-92 και Φ. Δημητρακόπουλος, Ὁ Ὅσιος Νήφων (1736-1809) καί ἡ Ἱερά Μονή Εὐαγγελισμοῦ Σκιάθου. Βίος καί πολιτεία μετά συναφῶν κειμένων, σύν τῇ Ἀκολουθίᾳ ὑπό Χαραλάμπους Μπούσια, Ιερά Μονή Ευαγγελισμού Σκιάθου, Αθήνα 2004, σσ. 29-35).
9 Το πνευματικό κίνημα της «φιλοκαλικής αναγέννησης» ή των λεγόμενων «Κολλυβάδων» ξεκίνησε το 1754-56 από τη Σκήτη της Αγίας Άννης με αφορμή τη μετάθεση της τέλεσης των μνημοσύνων από το Σάββατο την Κυριακή εξαιτίας των εργασιών ανοικοδόμησης του ναού της Σκήτης, που απασχολούσε τους μοναχούς και τις έξι ημέρες της Εβδομάδας, και έληξε το 1807 (βλ. Κωνσταντίνος Κανέλλος, Όσιος Νήφων ο Χίος –Ο ηγιασμένος των Κολλυβάδων, Αθήναι 2003, σ. 30). Περισσότερα για το κίνημα των Κολλυβάδων βλ. Κ. Βλάχος, Ἡ χερσόνησος τοῦ Ἁγίου Ὄρους Ἄθω καί αἱ ἐν αὐτῇ μοναί καί οἱ μοναχοί πάλαι τε καί νῦν, ἐν Βόλῳ 1903, σσ. 106-111, Σ. Χ. Τζώγας, Ἡ περί Μνημοσύνων ἔρις ἐν Ἁγίῳ Ὄρει κατά τόν ΙΗ΄ αἰ., Θεσσαλονίκη 1969, Κων/νος Κ. Παπουλίδης, Τό κίνημα τῶν Κολλυβάδων, ἐν Ἀθήναις 1971, Φ. Δημητρακόπουλος, όπ. π., σσ. 40-42, Ι. Φραγκούλας, Το μοναστήρι του Ευαγγελισμού της Σκιάθου, όπ.π., σ. 9.
10 Είχε ως βάση το Ιεροσολυμιτικό Τυπικό του Αγίου Σάββα (βλ. Α. Κεσελόπουλος, Η λειτουργική παράδοση στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, Θεσσαλονίκη 2000, σ. 180).
11 Όπως βέβαια και ο επίσης σκιαθίτης συγγραφέας Αλέξανδρος Μωραϊτίδης, ο οποίος ανέφερε ενδεικτικά: «… στόν παπα-Ἱερεμία, ἕνα ἀσκητικώτατον Ἱερομόναχον… μετέβαινε κατά Κυριακήν (ἡ θειά Ζωΐτσα) μετά τῶν θυγατέρων της ν’ ἀκούσῃ τήν ὡραίαν Ἀκολουθίαν, τῶν σεμνῶν Κολλυβάδων. Ἀκολουθίαν, ἐκλείπουσαν ὁλονέν ἀπό τῆς Ἀνατολῆς, τῶν ἐρημικῶν Κολλυβάδων, τῶν ἑπτάκις τῆς ἡμέρας ὑμνούντων τόν Κύριον…» (Α. Μωραϊτίδης, Με τα πανιά και άλλα διηγήματα, Αθήναι 1976, σ. 263).
12 Α. Κεσελόπουλος, Η λειτουργική παράδοση στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, σσ. 184-185.
13 Κ. Μπαστιάς, Ο Παπαδιαμάντης, Αθήναι 1962, σ. 29, στο: αρχιμ. Ν. Σκρέττας, Η Θεία Ευχαριστία και τα προνόμια της Κυριακής κατά τη διδασκαλία των Κολλυβάδων, σ. 550.
14 Άπαντα, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Κριτική Έκδοση Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Αθήνα, 1998β, τόμ. 4ος , σ. 420.
15 Όπ. π., σ. 419.
16 Άπαντα, Άπαντα Νεοελλήνων Συγγραφέων, επιμέλεια Γ. Βαλέτα, όπ. π., τ. Δ΄, σ. 246.
17 Άπαντα Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, Μελέτες, Άρθρα και άλλα Πεζά, επιμέλεια Ένη Βέη- Σεφερλή, «Πρόλογος στο Φυλλάδιο «Ιστορία της Ιεράς και Σεβασμίας Μονής της Εικονίστριας», υπό Επιφ. Δημητριάδου, «Περί της Παναγίας της Κουνίστρας», Αθήνα 1962, σ. 410.
18 Όπ. π., σσ. 409-410.

Γίνεται να βάλεις αυτή και από εδώ ή μέιλ;




Το κείμενο αποτελεί απόσπασμα από τον 18ο τόμο του Αρχείου Θεσσαλικών Μελετών, που εκδίδεται από την Εταιρεία Θεσσαλικών Ερευνών, Βόλος 2010.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...