Στη μνήμη του Μιχάλη Κακογιάννη
Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά
Για τον Νίκο Καζαντζάκη η ηθική, η θρησκεία και η πατρίδα αποτελούν «φράκτες» που ασφαλίζουν τους φόβους των ανθρώπων μπροστά στο άγνωστο. Το κατεξοχήν καζαντζάκειο ερώτημα, είναι ποιος μας έφερε σ’ αυτόν τον κόσμο; Είναι παρών; Είμαστε μόνοι; Από πού ερχόμαστε; Πού πάμε; Η σκέψη του Καζαντζάκη χαρακτηρίζεται από την εναγώνια υπαρξιακή αναζήτηση, μια αναζήτηση πάντα ιδωμένη από την προβληματική που αφορά την ελευθερία του ανθρώπου. Αν ο άνθρωπος δεν αισθάνεται αληθινή αγάπη προς τον συνάνθρωπο του, αν δεν ανταποκρίνεται θετικά στη φιλάνθρωπη κλήση του Θεού, τότε ο Θεός δεν υφίσταται μέσα του γνωσιολογικά. Άλλωστε η ύπαρξη, είναι πρωτίστως και κυρίως κοινωνία και σχέση. Σε αυτό το σημείο, συναντούμε την κεντρική διδασκαλία της ορθόδοξης καθολικής Εκκλησίας για την ελευθερία και το αυτεξούσιο του ανθρώπου.1 Η ελευθερία του ανθρώπου οδηγεί σε δοξασμό τον Θεό, μέσω της αναγνώρισης της αγιότητας του και της σωστικής δυνάμεώς του. Κατά τον καθηγητή δογματικής θεολογίας Χρυσόστομο Σταμούλη, εδώ ακριβώς εντοπίζεται η καρδιά της αληθινής ορθόδοξης θεολογίας, αφού ο Θεός ρισκάρει και δημιουργεί ένα πλάσμα που δύναται να τον αποδεχθεί ή να τον αρνηθεί, επειδή το μεγαλύτερο δώρο του Θεού προς τον άνθρωπο, μετά τη ζωή και την ύπαρξη, είναι η ελευθερία του.
Στο λογοτεχνικό αριστούργημα του Νίκου Καζαντζάκη που φέρει το άκρως συναξαριακό όνομα Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, φανερώνει αυτή την αλήθεια της ελευθερίας της βουλήσεως, λέγοντας: «…από πού να ανασύρω τους αθάνατους στίχους; Από την καυτή πίσσα της Κόλασης, από τη δροσάτη φλόγα του καθαρτηρίου ή να χιμήξω ολόισια στο πιο αψηλό πάτωμα της Ελπίδας του ανθρώπου; Ότι θέλω διαλέγω!». Ή ακόμη, εκείνος ο άλλος καταπληκτικός λόγος του Ζορμπά: «Αυτό θα πει να ’σαι άνθρωπος σου λέω: Ελευτερία!». Όμως αυτή η ελευθερία καταξιώνεται και ολοκληρώνεται μόνο μέσα στην εναγώνια αγάπη προς τον συνάνθρωπο, καθώς: «Ο μόνος τρόπος να σώσεις τον εαυτό σου είναι να μάχεσαι να σώσεις τους άλλους». Η υπαρξιακή προβληματική του Νίκου Καζαντζάκη περνά από πολλά στάδια, αλλά ο Καζαντζάκης δεν κρίνεται για τις δογματικές αποκλίσεις του, αφού δεν είναι θεολόγος με την επιστημονική έννοια του όρου, αλλά απλώς ένας άνθρωπος που παλεύει να διαλύσει τα σκοτάδια της υπάρξεώς του. Το έργο του Νίκου Καζαντζάκη Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, φέρει αυτόν τον επιβλητικό τίτλο, σα να επρόκειτο για τον βίο κάποιου αγίου και πρεσβεύει το πνεύμα της θεολογίας της Ανατολής.
Ποιος είναι όμως ο θρυλικός ήρωας Αλέξης Ζορμπάς;
Είναι ο οικουμενικός Έλληνας που είναι ερωτευμένος με την ίδια τη ζωή, ο πρακτικός και έμπειρος άνθρωπος που έρχεται να συμπληρώσει τον θεωρητικό συγγραφέα του διηγήματος. Είναι ο πολεμιστής της γενναίας Κρήτης, είναι ο πολεμιστής της ίδιας ζωής. Είναι ο άνθρωπος που μέσα από τη φωνή του Καζαντζάκη διαμαρτύρεται πως με τόσους κανόνες και συνταγές, «η μεγαλύτερη αμαρτία είναι η ίδια ζωή!», κατακεραυνώνοντας τους κάθε λογής ηθικιστές που αποστειρώνουν τη ζωή από την αληθινή της ομορφιά. Κι’ αλήθεια η μόνη θανάσιμη αμαρτία, αν όντως υπάρχουν θανάσιμα αμαρτήματα, είναι η απουσία από το παρόν, η απουσία από τη ζωή. Η αριστουργηματική μουσική του Μίκη Θεοδωράκη, ζωντανεύει με τον ομορφότερο τρόπο τον δυναμικό χαρακτήρα του αυθεντικού αυτού ανθρώπου και εκφράζει σε όλη της τη δυναμική την ελληνική λεβεντιά και το φιλότιμο.
Μέσα στο έργο αυτό, κρύβονται οι μεγαλύτερες θεολογικές αλήθειες για τα μεγάλα μυστήρια που ταλανίζουν και γοητεύουν τον άνθρωπο: τη ζωή, την αγάπη, τον Θεό, τον έρωτα και τον θάνατο. Στον πρόλογο του βιβλίου, το οποίο συνέγραψε Καζαντζάκης λίγο μετά τον θάνατο του Ζορμπά, ομολογεί πως: «τίποτα δικό του δεν πέθανε μέσα μου, ότι άγγιξε τον Ζορμπά θαρρείς κι’ έγινε αθάνατο». Αυτό ίσως να συμβαίνει, επειδή κατά τον συγγραφέα: «οι αγαπημένοι μας τρέχουν να πιουν το αίμα της καρδιάς μας, γιατί γνωρίζουν πως άλλη ανάσταση δεν υπάρχει». Αν συνέχιζε ο Νίκος Καζαντζάκης τον συλλογισμό του, θα έλεγε πως: «άλλη Ανάσταση δεν υπάρχει παρά μόνο η αγάπη». Στην πορεία προς την αληθινή ζωή, αναγκαία προϋπόθεση κατά τον συγγραφέα, αποτελεί η αληθινή αγάπη που οδηγεί στην Ανάσταση, καθώς αγαπά αληθινά και γι’ αυτό είναι ελεύθερος, γι’ αυτό γνωρίζει πως θα νικήσει τον θάνατο, εξάλλου, «Δε πειράζει, είπα, η αγάπη νικά το θάνατο».2 Γιατί η αγάπη είναι το πανανθρώπινο εκείνο συναίσθημα που μας ενώνει όλους μεταξύ μας και μαζί με τον Θεό, με τον τρόπο της αγάπης προς τη κατεύθυνση του φωτός. Η αγάπη αυτή, εκφράζεται στο ακέραιο της και φανερώνεται μόνο μέσω της ελευθερίας της βουλήσεως, «Αυτό θα πει να ’σαι άνθρωπος σου λέω: Ελευτερία!».3 Άνθρωπος χωρίς ελευθερία άλλωστε δεν υφίσταται καν στην ορθοδόξη θεολογία.
Η καταξίωση του ανθρώπινου σώματος, είναι ακόμη ένα άκρως σημαντικό στοιχείο στη σκέψη του Καζαντζάκη, ξετυλίγεται όμορφα στο βιβλίο του για τον Ζορμπά και φανερώνεται από την αντίληψη πως αυτό αποτελεί όχημα κι’ όχι εμπόδιο4 για την είσοδο στη Βασιλεία των Ουρανών, καθώς μέσα σ’ αυτό και κυρίως στην καρδιά του θα συντελεστεί η Ανάσταση.5 Γι’ αυτό και η σωτηρία έρχεται μονάχα με την ενιαία ψυχοσωματική ενότητα του ανθρώπου και όχι χωρίς αυτήν. Μονάχα όταν το σώμα μας δένει στη γη τότε ισοδυναμεί με τον θάνατο.6 Και ο μεγάλος Κρητικός αντιμετωπίζει όρθιος τον θάνατο, σαν τον Ζορμπά, γι’ αυτό και τον νικά.7 Γιατί με την αγάπη ακόμη κι’ ο θάνατος μεταμορφώνεται σε ζωή ελευθερίας.8
Η επίδραση που άσκησε στην ψυχή του νεαρού συγγραφέα η εκρηκτική προσωπικότητα του Ζορμπά, είναι ανεξίτηλη: «Ο Ζορμπάς μ’ έμαθε ν’ αγαπώ τη ζωή και να μη φοβούμαι το θάνατο». Και σε άλλο σημείο ομολογεί πως «Ο Ζορμπάς είναι η πιο πλατιά ψυχή, το πιο σίγουρο σώμα, η πιο λεύτερη κραυγή που γνώρισα στη ζωή μου». Οι διάλογοι στον Αλέξη Ζορμπά για την παρουσία του Θεού είναι αμέτρητοι: ο Θεός είναι παντού παρών, ακόμη και τις στιγμές που φαινομενικά ο συγγραφέας περνά τις μεγαλύτερες στιγμές της υπαρξιακής κρίσης του. Όπως ο εκρηκτικός Ζορμπάς ο οποίος προσπαθεί να εξηγήσει μέσα του τα υπαρξιακά του αδιέξοδα, έτσι και ο μεγάλος συγγραφέας αγωνιά πάντα για τον άνθρωπο και τα ερωτηματικά της ύπαρξης του κι’ έτσι μπροστά στα μάτια μας ξετυλίγονται τα μεγαλύτερα μυστήρια, ο έρωτας, ο θάνατος, ο αέναος χορός της ζωής, όλα συμπλέκονται αρμονικά σε λόγια καρδιάς που μαρτυρούν την εκλεκτή συγκίνηση, τη συγκίνηση μιας διψασμένης ψυχής για ένωση με το Θεό. Ζει την μαγεία των πρώτων Χριστουγέννων: «Μα το φως που γεννιέται στην καρδιά του χειμώνα έγινε παιδί, το παιδί Θεός κι’ είκοσι αιώνες τώρα η ψυχή τον κρατάει στον κόρφο της και τον βυζαίνει…».9 Ξαναβρίσκει συνεχώς την πρώτη του πίστη: «Είχα χρόνια ν’ ακούσω τους Χαιρετισμούς… και χαιρόμουν ν’ ανασταίνεται το παιδί που ’χε παραμείνει μέσα μου».10 Αγωνίζεται αδιάκοπα να πλημμυρίσει το φως μες τη ψυχή του, αισθάνεται την αγωνία του Χριστού στον κήπο της Γεσθημανή: «Δεν μπορούσα να κοιμηθώ· έσμιξε το κελαηδητό του αηδονιού με το θρήνο του Χριστού και μαχόμουν ανάμεσα από τις ανθισμένες πορτοκαλιές ν’ ανηφορίσω το Γολγοθά, ακολουθώντας μεγάλες στάλες αίμα».11 Ανασταίνεται συνεχώς, έχοντας την αγνότητα του μικρού παιδιού καθώς: «Τι αξία θα ’χε η Ανάσταση του Χριστού αν δεν έδινε το σύνθημα ν’ αναστηθούν μέσα μας η νιότη, η χαρά, η πίστη στο θάμα;».12 Και το επιθυμητό ζητούμενο είναι η ανάσταση της ενιαίας ψυχοσωματικής οντότητας και όχι μονάχα η επιφανειακή και επιδερμική θεώρηση της Ανάστασης μα η αληθινή της βίωσης, αφού «-Πάνε τα χρόνια, είπε, που ανασταίνονταν η ψυχή μου, κάθε Λαμπρή, μαζί με το Χριστό. Πάνε! Τώρα ανασταίνεται μονάχα η σάρκα μου».13
Με τη Σάρκωση έχουμε επανάκληση του ανθρωπίνου γένους στη ζωή με τη προσδοκία της Αναστάσεως και το μυστήριο αυτό δεν είναι διόλου ξένο προς τον συγγραφέα, ο οποίος φανερώνει την οντολογική διάσταση της γεννήσεως του Θεανθρώπου,14 αφού για εκείνον η Θεοτόκος είναι: «Μάνα· γιατί νιώθει πως βγήκε από τα εφήμερα σπλάχνα της κάτι το αθάνατο…».15 Ενώνει αρμονικά την αρχαία Ελλάδα με την ορθόδοξη παράδοση της: «Έλληνας Διόνυσος και άγιος Βάκχος έσμιγαν, είχαν το ίδιο πρόσωπο, κάτω από τ’ αμπελόφυλλα και τα ράσα τρικύμιζε το ίδιο λαχταριστό ηλιοκαμένο κορμί - η Ελλάδα».
Ο Θεός για τον Καζαντζάκη είναι παντού και ακολουθώντας τον απόστολο Παύλο,16 διακηρύσσει πως χρειάζονται τα γεγυμνασμένα αισθητήρια για να τον προσεγγίσει ουσιαστικά ο άνθρωπος.17 H μεταφυσική αγωνία του συγγραφέα και ο πανανθρώπινος καημός, η αδυναμία κατανόησης και ερμηνείας του μυστηρίου της ύπαρξης, της ζωής και του θανάτου18 ξετυλίγονται με πανέμορφο λογοτεχνικό τρόπο στον θρυλικό, υπαρξιακό διάλογο του συγγραφέα με τον Ζορμπά. Ο θρυλικός Ζορμπάς συγκλονίζει όταν διακηρύσσει πως δεν υπογράφει, δεν συναινεί στο παράλογο του θανάτου.19 Εδώ όμως δεν γίνεται λόγος για διαχωρισμό αλλά για άρση του διαχωρισμού και τελική κατάργηση της διάκρισης σώματος και πνεύματος. Όσο πιο ανθρώπινος γίνεται ο άνθρωπος τόσο περισσότερο πλησιάζει στη θέωση. Στην ορθόδοξη θεολογία δεν υπάρχει κανένα αφηρημένο μόρφωμα χωρίς σωματικότητα. Ο άνθρωπος σώζεται ακέραιος ως ενιαία ψυχοσωματική ενότητα και οντότητα καθώς όπως αναφωνεί ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος: «Τό γάρ ἀπροσληπτον ἀθεράπευτον·»20 ή όπως διακηρύσσει ο Καζαντζάκης διαμέσου του θρυλικού Ζορμπά: «-Σακατεμένοι δεν μπαίνουν στην Παράδεισο».21
Η καταξίωση επίσης του ανθρωπίνου σώματος, όπως προειπώθηκε, φανερώνεται κυρίως μέσα από την αντίληψη, πως αυτό αποτελεί όχημα και όχι εμπόδιο για την είσοδο στην Βασιλεία των Ουρανών, αφού όπως λέει κατηγορηματικά ο Ζορμπάς «Σακατεμένοι δεν μπαίνουν στον Παράδεισο!». Μιλά για τη μνήμη θανάτου που ανήκει στην μοναχική μας παράδοση: «Να ενεργείς σα να μην υπήρχε θάνατος και να ενεργείς έχοντας στο νου σου κάθε στιγμή το θάνατο». Αναφέρεται στους λόγους των όντων, των Πατέρων της Εκκλησίας μας και του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού: «όλα έχουν ένα κρυφό νόημα στον κόσμο ετούτον, συλλογίστηκα».
Ο Θεός για τον Καζαντζάκη δεν είναι μέγεθος μετρήσιμο και κατανοήσιμο, γι’ αυτό αναρωτιέται: «Αν η λέξη “Θεός” δεν έχει την πρόχειρη έννοια που το πλήθος της δίνει;». Μιλά με αισιοδοξία για την αναγέννηση των πάντων: «Όλα τα καθημερινά και τα ξεθωριασμένα ξανάπαιρναν τη λάμψη που είχαν τις πρώτες μέρες που βγήκαν από τα χέρια του Θεού». Υψώνει και αγιοποιεί τον έρωτα: «Αν υπάρχει Κόλαση, θα πάω στην Κόλαση, κι’ αυτό θα ’ναι η αιτία. Όχι γιατί έκλεψα, σκότωσα, μοίχεψα, όχι, όχι! Αυτά δεν είναι τίποτα, ο Θεός τα σχωρνάει. Μα θα πάω στην Κόλαση, γιατί τη νύχτα εκείνη μια γυναίκα με περίμενε στο στρώμα της κι’ εγώ δεν πήγα…». Αν αυτό, δεν είναι μια μεγάλη κατάφαση στη ζωή και στον έρωτα, μια μεγάλη διαμαρτυρία στον ηθικισμό, τότε τι θα μπορούσε να είναι;
Όταν κανείς θυμάται κάποιον, όταν δεν τον ξεχνά, αλλά πάντα τον κουβαλά μέσα του και τον ζωντανεύει στην καρδιά του,22 τότε εκείνος δεν πεθαίνει ποτέ μέσα σου. Η μνήμη είναι ζωή. Η μνήμη είναι η κατεξοχήν έκφραση της αγάπης. Και η αληθινή αγάπη νικά τον θάνατο. Θυμάται κάποιος γιατί αγαπά. Κι’ αγαπά γιατί θυμάται. Αν μπορέσει να διασώσει μέσα στην καρδιά του το μυστήριο, τότε διασώζει ουσιαστικά τον όλο άνθρωπο. Και τον ανασταίνουμε με τη δύναμη της αγάπης. Όλη αυτή η συλλογιστική πορεία έχει βαθιά τις ρίζες στην ορθόδοξη παράδοση, καθώς εκεί η λειτουργία της μνήμης κατέχει κεντρικό ρόλο στην Εκκλησία με αποκορύφωση την τέλεση του ιερού μυστηρίου των μνημόσυνων. Εκεί, μέσα σε μια αγαπητική κοινωνία ζώσας μνήμης, θυμόμαστε τους κεκοιμημένους και προσευχόμαστε συλλογικά για την Ανάστασή τους. Άλλωστε για τον Καζαντζάκη, το γεγονός τούτο είναι μείζονος σημασίας και μαρτυρά την μεγάλη εξοικείωση που ένιωθε ο μεγάλος Κρητικός με την ασκητική παράδοση, καθώς οι αγαπημένοι του μυστικοί θεολόγοι είναι ο Ιωάννης της Κλίμακος, ο όσιος Ισαάκ ο Σύρος, ο άγιος Νικόλαος Καβάσιλας και ο Συμεών ο Νέος Θεολόγος.
Ο Θεός για τον Καζαντζάκη είναι παντού και ακολουθώντας τον απόστολο Παύλο, χρειάζονται τα «γεγυμνασμένα αισθητήρια» για να τον προσεγγίσει ο άνθρωπος: «Αλλάζει πρόσωπα ο Θεός και χαρά στον που μπορεί να τον ξεκρίνει πίσω από την κάθε μάσκα». Γεγονός αποτελεί, πως για να κατανοήσει κάποιος την σκέψη του Νίκου Καζαντζάκη, πρέπει και ο ίδιος να ασκηθεί πνευματικά, να περάσει από τις ίδιες σκοπέλους, από τους ίδιους ανηφορικούς δρόμους που πέρασε ο συγγραφέας, να οδηγηθεί σε μια εσώτερη προσέγγιση και εμβάθυνση του έργου του. Ο Νίκος Καζαντζάκης διαλύει τον εαυτό του στη μεγάλη μάχη για την αναζήτηση του Θεού. Παλεύει με τον Χριστό, γιατί τον αγαπάει αληθινά. Παλεύει να αναγνωρίσει τη θεότητα του, ώστε να τον συναντήσει ουσιαστικά. Ο Νίκος Καζαντζάκης δεν είναι άθεος, απλώς τυγχάνει αρνητής συγκεκριμένων ειδώλων και συστημάτων. Είναι ο αέναος ταξιδευτής του απείρου, ένας αληθινά ελεύθερος, αφού η καρδιά του φλέγεται από αγάπη προς όλη τη Κτίση, ακολουθώντας τον Γέροντα Πορφύριο. Είναι αληθινός ποιητής καθώς έχει λεπτή και ευαίσθητη ψυχή. Αυτή είναι η γλυκιά κατάρα που κουβαλά σαν πολύτιμο φυλακτό μέσα στη καρδιά του.
NIKOY KAZANTZAKH
ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΖΟΡΜΠΑ
XXIV
Προχωρούσαμε αμίλητοι μέσα από τα στενά δρομάκια του χωριού. Τα σπίτια μαυρολογούσαν ολοσκότεινα, κάπου ένα σκυλί γάβγιζε, κάποιο βόδι αναστέναζε. Κάποτε μας έρχουνταν στο φύσημα του αγέρα εύθυμα, αναβρυτά σαν παιχνιδιάρικα νερά, τα κουδουνάκια της λύρας […]
Καθίσαμε στην άκρα της θάλασσας, έβαλε ο Ζορμπάς το κλουβί ανάμεσα στα γόνατα του και κάμποση ώρα σώπασε. Ένας φοβερός αστερισμός ανέβηκε από το βουνό, πολυόμματο τέρας με στρουφιχτήν ουρά, κάπου κάπου ένα αστέρι ξεκολλούσε κι έπεφτε.
Ο Ζορμπάς κοίταξε τ’ αστέρια, με το στόμα ανοιχτό, σα να τα ’βλεπε για πρώτη φορά.
- Τι να γίνεται εκεί απάνω ! Μουρμούρισε.
Και σε λίγο πήρε την απόφαση, μίλησε :
- Ξέρεις να μου πεις, αφεντικό, είπε κι η φωνή του ασκώθηκε επίσημη, συγκινημένη μέσα στη ζεστή νύχτα, ξέρεις να μου πεις τι πάει να πουν όλα αυτά ; Ποιος τα ’καμε ; Γιατί τα ’καμε ; Και πάνω απ’ όλα, ετούτο
( η φωνή του Ζορμπά ήταν γεμάτη θυμό και τρόμο ) : Γιατί να πεθαίνουμε ;
- Δεν ξέρω, Ζορμπά! αποκρίθηκα, και ντράπηκα σα να με ρωτούσαν το πιο απλό πράμα, το πιο απαραίτητο, και δεν μπορούσα να το ξηγήσω.
- Δεν ξέρεις! έκαμε ο Ζορμπάς και τα μάτια του γούρλωσαν.
Όμοια γούρλωσαν και μιαν άλλη νύχτα, όταν με ρώτησε αν χορεύω και του αποκρίθηκα πως δεν ξέρω χορό.
Σώπασε λίγο, άξαφνα ξέσπασε:
- Τότε τι ’ναι αυτά τα παλιόχαρτα που διαβάζεις; Γιατί τα διαβάζεις;
Άμα δε λένε αυτό, τι λένε;
- Λένε τη στενοχώρια του ανθρώπου που δεν μπορεί ν’ απαντήσει σε αυτά που ρωτάς, Ζορμπά, αποκρίθηκα.
- Να τη βράσω τη στενοχώρια τους ! έκαμε ο Ζορμπάς χτυπώντας με αγανάχτηση το πόδι του στις πέτρες.
Ο παπαγάλος στις ξαφνικές φωνές τινάχτηκε απάνω :
- Καναβάρο! Καναβάρο! έσκουζε σα να ζητούσε βοήθεια.
- Σκασμός και συ! έκαμε ο Ζορμπάς κι έδωκε μια γροθιά στο κλουβί.
Στράφηκε πάλι σε μένα.
- Εγώ θέλω να μου πεις από πού ερχόμαστε και που πάμε. Του λόγου σου τόσα χρόνια μαράζωσες απάνω στις Σολομωνικές, θα ’χεις στύψει δυό τρεις χιλιάδες οκάδες χαρτί, τι ζουμί έβγαλες;
Τόση αγωνία είχε η φωνή του Ζορμπά, που η πνοή μου κόπηκε : αχ, να μπορούσα να του ’δινα μιαν απόκριση !
Ένιωθα βαθιά πως το ανώτατο που μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος δεν είναι η Γνώση, μήτε η Αρετή, μήτε η Καλοσύνη, μήτε η Νίκη, μα κάτι άλλο πιο αψηλό, πιο ηρωικό κι απελπισμένο : Το Δέος, ο ιερός τρόμος. Τι ’ναι πέρα από τον ιερό τρόμο ; Ο νους του ανθρώπου δεν μπορεί να προχωρέσει.
- Δεν απαντάς; έκαμε ο Ζορμπάς με αγωνία.
Δοκίμασα να δώσω στο σύντροφό μου να καταλάβει τι είναι ο ιερός τρόμος:
- Είμαστε σκουληκάκια μικρά μικρά, Ζορμπά, αποκρίθηκα, απάνω σ’ ένα φυλλαράκι γιγάντιου δέντρου. Το φυλλαράκι αυτό είναι η Γη μας,
τ’ άλλα φύλλα είναι τ’ αστέρια που βλέπεις να κουνιούνται μέσα στη νύχτα. Σουρνόμαστε απάνω στο φυλλαράκι μας, και το ψαχουλεύουμε με λαχτάρα, τ’ οσμιζόμαστε, μυρίζει, βρωμάει, το γευόμαστε, τρώγεται, το χτυπούμε, αντηχάει και φωνάζει σαν πράμα ζωντανό.
Μερικοί άνθρωποι, οι πιο ατρόμητοι, φτάνουν ως την άκρα του φύλλου, από την άκρα αυτή σκύβουμε, με τα μάτια ανοιχτά, τα αυτιά ανοιχτά, κάτω στο χάος. Ανατριχιάζουμε. Μαντεύουμε κάτω μας το φοβερό γκρεμό, ακούμε ανάρια ανάρια το θρο που κάνουν τα’ άλλα φύλλα του γιγάντιου δέντρου, νιώθουμε το χυμό ν’ ανεβαίνει από τις ρίζες του δέντρου και να φουσκώνει τη καρδιά μας. Κι έτσι σκυμμένοι στην άβυσσο, νογούμε σύγκορμα, σύψυχα, να μας κυριεύει τρόμος. Από τη στιγμή εκείνη…
Σταμάτησα. Ήθελα να πω : « Από τη στιγμή εκείνη αρχίζει η Ποίηση », μα ο Ζορμπάς δε θα καταλάβαινε και σώπασα.
- Τι αρχίζει ; ρώτησε ο Ζορμπάς με λαχτάρα. Γιατί σταμάτησες ;
- …αρχίζει ο μεγάλος κίντυνος, Ζορμπά, είπα. Άλλοι ζαλίζουνται και παραμιλούν, άλλοι φοβούνται και μοχτούν να βρουν μιαν απάντηση, που να τους στυλώνει την καρδιά και λένε : « Θεός », άλλοι κοιτάζουν από την άκρα του φύλλου το γκρεμό ήσυχα, παλικαρίσια και λένε : « Μου αρέσει ».
Ο Ζορμπάς συλλογίστηκε κάμποση ώρα, βασανίζουνταν να καταλάβει.
- Εγώ, είπε τέλος, κοιτάζω κάθε στιγμή το θάνατο, τον κοιτάζω και δε φοβούμαι, όμως και ποτέ, ποτέ δε λέω : Μου αρέσει. Όχι, δε μου αρέσει καθόλου ! Δεν είμαι λεύτερος ; Δεν υπογράφω!
Σώπασε, μα γρήγορα φώναξε πάλι :
- Όχι, δε θ’ απλώσω εγώ στο Χάρο το λαιμό μου σαν αρνί και να του πω:
«Σφάξε με, αγά μου, ν’ αγιάσω!».
Δε μιλούσα, στράφηκε, με κοίταξε ο Ζορμπάς θυμωμένος.
- Δεν είμαι λεύτερος ; ξαναφώναξε.
Δε μιλούσα. Να λες «Ναι!» στην ανάγκη, να μετουσιώνεις το αναπόφευκτο σε δικιά σου λεύτερη βούληση, αυτός, ίσως, είναι ο μόνος ανθρώπινος δρόμος της λύτρωσης. Το ’ξερα, και γι’ αυτό δε μιλούσα.
Ο Ζορμπάς είδε πως δεν είχα πια τίποτα να του πω, πήρε το κλουβί σιγά σιγά, να μην ξυπνήσει ο παπαγάλος, το τοποθέτησε δίπλα από το κεφάλι του και ξάπλωσε.
- Καληνύχτα, αφεντικό, είπε, φτάνει.
Ζεστός νοτιάς φυσούσε πέρα από το Μίσιρι και μέστωνε τα τζερτζεβατικά και τα φρούτα και τα στήθια της Κρήτης. Τον δέχουμουν να περεχύνεται στο μέτωπο, στα χείλια μου και στο λαιμό κι έτριζε και μεγάλωνε, σαν να ’ταν πωρικό, το μυαλό μου.
Δεν μπορούσα να κοιμηθώ, δεν ήθελα. Δε συλλογίζομουν τίποτα, ένιωθα μονάχα, στη ζεστή ετούτη νυχτιά, κάτι μέσα μου, κάποιον μέσα μου, να μεστώνει. Έβλεπα, ζούσα καθαρά το καταπληχτικό ετούτο θέαμα: ν’ αλλάζω. Ότι γίνεται πάντα στα πιο σκοτεινά υπόγεια του στήθους μας, γίνουνταν τώρα φανερά, ξέσκεπα μπροστά μου. Κουκουβιστός στην άκρα της θάλασσας, παρακολουθούσα το θάμα.
Τ’ αστέρια θάμπωσαν, ο ουρανός φωτίστηκε κι απάνω στο φως χαράχτηκαν με ψιλό κοντύλι τα βουνά, τα δέντρα, οι γλάροι. Ξημέρωνε.
1 Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Ομιλία Δ΄. Ἐν Ἐφεσῳ λεχθεῖσα πρός Νεστοριον, ἠνικα κατηλθον οἱ ἑπτά πρός τήν Ἅγιαν Μαριαν, PG 77, 992B: «Χαιροις, ἡ τόν ἀχωρητον χωρησασα ἐν μήτρᾳ ἅγια παρθενική· δι’ ἤς Τριάς ἁγιάζεται· δι’ ἤς σταυρός τίμιος ὀνομάζεται, καί προσκυνεῖται εἰς πάσαν τήν οἰκουμένην…». Για τον δοξασμό της Αγίας Τριάδας εκ μέρους του ανθρώπου Βλ. Χρυσόστομου Σταμούλη, Θεοτόκος και ορθόδοξο δόγμα. Σπουδή στη διδασκαλία του Αγ. Κυρίλλου Αλεξανδρείας, εκδ. Το Παλίμψηστον, Θεσσαλονίκη 2003, σ. 233: «Συνοψίζοντας, οφείλουμε να σημειώσουμε ότι η κυρίλλεια ερμηνεία της σχέσης Θεοτόκου και Εκκλησίας, ως απόλυτα χριστοκεντρική, διαφυλάσσει την ορθόδοξη περί Θεοτόκου διδασκαλία από εξάρσεις υπερτονισμού και υποτονικότητας. Παράλληλα, αναδεικνύει το πρόσωπο της Θεοτόκου ως κλειδί για την πορεία του μυστηρίου της θείας Οικονομίας και προβάλλει τη δυναμική συμμετοχή του ανθρώπινου παράγοντα που συνεργάζεται με τον προσκαλέσαντα Θεό. Η περί Θεοτόκου διδασκαλία όπως και η Εκκλησιολογία εντάσσονται στο πλαίσιο της Οικονομίας που συνδέεται άμεσα και λειτουργικά με την Τριαδολογία. Είναι ξεκάθαρο ότι για τον αλεξανδρινό, όπως και για το σύνολο των Πατέρων, η ορθόδοξη θεολογία είναι ακριαφνώς δοξολογική. Η δόξα του Θεού σημαίνει τη δόξα του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Η όλη Τριάδα δοξάζει και δοξάζεται, καθώς η όλη Τριάδα ενεργεί το μυστήριο της ενανθρώπησης, του οποίου υπουργός είναι η Θεοτόκος Μαρία. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο η δοξολογική θεολογία του Κυρίλλου προϋποθέτει το πρόσωπο της Θεομήτορος, η ανύμνηση του οποίου αποτελεί ταυτόχρονη ομολογία και συνεπώς δοξασμό της Τριαδικής Θεότητας».
2 Νίκου Καζαντζάκη, Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, εκδ. Καζαντζάκη, 2007, σ. 312.
3 Μάξιμου Ομολογητού, Σχόλια εἰς τό Περί θειῶν ὀνομάτων, PG 4, 308Α: «…ἀνελε γάρ ἠμων τό αὐτεξούσιον, καί οὔτε εἰκών Θεοῦ ἐσομεθα, οὔτε ψύχη λογική καί νοερά, καί τῷ ὀντι φθαρησεται ἡ φύσις, οὐκ οὖσα ἐδει αὐτήν εἶναι».
4 Μαξίμου Ομολογητού, Κεφάλαια διάφορα θεολογικά τέ καί οἰκονομικᾶ, PG 90, 1284B: «…ἕως ἄν καταποθη τῷ νομῳ τοῦ πνεύματος τελείως ὁ τῆς φύσεως νομός, καθαπερ ὑπό ζωῆς ἄπειρου, σαρκός δυστηνου θάνατος, καί πάσα δειχθῆ καθαρῶς ἡ τῆς ἀναρχουν βασιλείας εἰκών, πάσαν ἔχουσα τοῦ ἀρχέτυπου διά μιμήσεως τήν μορφήν·».
5 Νίκου Καζαντζάκη, Ο Χριστός ξανασταυρώνεται, εκδ. Ελ. Καζαντζάκη, Αθήνα 1970, σ. 16: «Αναστήθηκε ο Χριστός, μα μέσα μας είναι ακόμα σταυρωμένος απάνω στη σάρκα· ας τον αναστήσουμε και μέσα μας, αδελφοί δημογέροντες!».
6 Νίκου Καζαντζάκη, Αναφορά στον Γκρέκο, εκδ. Ελ. Καζαντζάκη, Αθήνα 1961, σ. 505: «Όλη ετούτη η ύλη εμποδάει το πνέμα να περάσει».
7 Ιωάννου Μαντζαρίδη, Ηθική ΙΙ, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2006, σ. 672: «Η ανάσταση δεν βρίσκεται μετά τον θάνατο αλλά μέσα από τον θάνατο. Ο Χριστός με τον θάνατο του νίκησε τον θάνατο και με την ανάστασή του χάρισε στον άνθρωπο την αιώνια ζωή. Ο απλός και περιεκτικός ύμνος της αναστάσεως, “Χριστός ανέστη εκ νεκρων, θανάτω θάνατον πατήσας και τοις εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος”, παρουσιάζει με απαράμιλλο τρόπο το βαθύτατο ανθρωπολογικό νόημα του θανάτου και της αναστάσεως του Χριστού. Ο θάνατος καταργείται με τον ίδιο τον θάνατο και ο διάβολος νικιέται με το ίδιο το όπλο του. Με τον τρόπο αυτόν αποκτά ο άνθρωπος τη δυνατότητα να έρθει σε κοινωνία με τον Θεό και να βρει την αληθινή ζωή».
8 Νίκου Καζαντζάκη, Οδύσσεια, εκδ. Ελ. Καζαντζάκη, Αθήνα 1967, Ραψωδία Κ΄, στ. 1224, σ. 370: «Ως τώρα, να, που ξάφνου το ’νιωσε πως λευτεριά ’ναι ο Χάρος!».
14 Χρυσόστομου Σταμούλη, Θεοτόκος και ορθόδοξο δόγμα. Σπουδή στη διδασκαλία του Αγ. Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Θεσσαλονίκη 2003, εκδ. Το Παλίμψηστον, Θεσσαλονίκη 2003, σ. 253: «Η Θεοτόκος, λοιπόν, ως αχωρητοχώρα ή αχωρητοχωρίον του αχωρητοχωρήτου Υιού της βιώνει και συνάμα φανερώνει, πρώτη αυτή, το θαυματουργικό γεγονός, το μυστήριο του Χριστού, του σαρκωμένου Λόγου, και της Εκκλησίας».
16 Εβρ. 5, 14: «Τέλειων δέ ἐστιν ἡ στερα τροφή, τῶν διά τήν ἕξιν τά αἰσθητήρια γεγυμνασμενα ἐχόντων πρός διάκρισιν κάλου τέ καί κάκου».
17 Συμεών του Νέου Θεολόγου, Λόγος Θεολογικός 2, Sources Chretiennes 122, σ. 144: «…καλόν γάρ ἀεί καί διά παντός του λόγου ἐν τοίς αὐτοις διατριβειν, ὡς ἄν δυνηθῆς τρανωθηναι τά αἰσθητήρια καί γνωναι καλῶς τά ἐν σοῖ κεκρυμμενα τῆς βασιλείας μυστήρια».
18 Νίκου Ματσούκα, Η ελληνική παράδοση στον Νίκο Καζαντζάκη, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1989, σσ. 59-60: «Το ερώτημα του Ζορμπά το κάνει η ορθόδοξη νεκρώσιμη ακολουθία, αφού πρώτα αφήσει τη θρηνητική κραυγή: “Θρηνώ καί οδύρομαι, όταν εννοήσω τόν θάνατον…”. Η ίδια θα πει πως “κόσμος κι όνειρο είναι ένα”, πως πράγματι είναι “αδικία” να χάνεται η εικόνα του Θεού –που τελικά σώζεται στη μοναδική άφθαρτη πηγή της ζωής. Ο Καζαντζάκης, και με τα ερωτήματα του Ζορμπά, δείχνει την πόρτα της Εκκλησίας, αλλά σιωπαίνοντας… Θυμίζει τους απολογητές του Χριστιανισμού που αποδείκνυαν την ορθότητα και την αναγκαιότητα της ανάστασης με το εξής σκεπτικό: δεν είναι δυνατόν ένα τέτοιο καλλιτέχνημα, η εικόνα του Θεού, να σβήνει και να χάνεται με το θάνατο σαν πυροτέχνημα. Ωστόσο, σε τούτο τον αγώνα και τον αποφατισμό του, ο Καζαντζάκης δεν μπορεί να δώσει καταφατική απάντηση, κι ίσως δεν πρέπει, δεν ταιριάζει στο κλίμα του δικού του αποφατισμού και προβληματισμού. Κι όταν δεν είναι αποφατικός, είναι πολύ προσεχτικός, μιλώντας με κάποιο σεβασμό για τα θέματα της πίστης».
19 Νίκου Ματσούκα, Η ελληνική παράδοση στον Νίκο Καζαντζάκη, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1989, σ. 59: «Όλοι οι ήρωες του Καζαντζάκη, και φυσικά και ο ίδιος, φοβούνται δε φοβούνται το θάνατο, “δεν υπογράφουν”· δεν μπορούν να δεχτούν ότι ένα τέτοιο καλλιτέχνημα, το ανθρώπινο πρόσωπο, χάνεται σαν πυροτέχνημα· είναι τρομερό και άδικο».
22 Νίκου Καζαντζάκη, Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, εκδ. Καζαντζάκη, Αθήνα 2007, σ. 12: «Σίγουρα η καρδιά του ανθρώπου είναι ένας κλειστός λάκκος αίμα, κι άμα ανοίξει, τρέχουν να πιουν και να ζωντανέψουν όλοι οι διψασμένοι απαρηγόρητοι ίσκιοι, που ολοένα και πυκνώνουνται γύρω μας και σκοτεινιάζουν τον αγέρα. Τρέχουν να πιουν το αίμα της καρδιάς μας, γιατί ξέρουν πως άλλη ανάσταση δεν υπάρχει».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου