ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΓΟΥΝΑΡΗ, Εικόνες της Μονής Λειμώνος Λέσβου, Έκδοση: Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών, εκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1999, [ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ ΜΝΗΜΕΙΑ 11]1
Του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑ
Δρ. Θεολογίας ΑΠΘ
Όταν το 1974 το Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης με τη λαμπρή σειρά ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ ΜΝΗΜΕΙΑ2 εγκαινίαζε τις πολύτιμες εκδόσεις του, έθετε τις βάσεις για μια λεπτομερή έκδοση επιστημονικών μελετών που αφορούσαν στη Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή Τέχνη.
Από το πρώτο Διοικητικό Συμβούλιο, με Διευθυντή τον κ. Ιωάννη Καραγιαννόπουλο, Καθηγητή της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, έως τη σημερινή Πρόεδρό του κα. Αλκμήνη Σταυρίδου - Ζαφράκα, Καθηγήτρια της ιδίας Σχολής, το Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών, αγκαλιάζει με ζέση προσπάθειες προβολής εξεχόντων βυζαντινών και μεταβυζαντινών μνημείων. Σ’ αυτή ακριβώς την προσπάθεια ανήκει και η τελευταία, ενδέκατη στη σειρά, έκδοσή του, με θέμα την παρουσίαση της πλουσιότατης συλλογής μεταβυζαντινών εικόνων που διαθέτει η Ιερά Μονή Λειμώνος Λέσβου.
Είναι από τις λιγοστές φορές, που η Ιερή Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Λειμώνος, επιβλητική και μοναδική σε έκταση κτισμάτων Μονή της Λέσβου, με τη παρούσα μελέτη του κ. Γ. Γεωργίου Γούναρη, Καθηγητού της Βυζαντινής Αρχαιολογίας στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Α.Π.Θ., προβάλλεται δυναμικά προς τα έξω. Αν εξαιρέσει κανείς τις φιλότιμες προσπάθειες του νυν Ηγουμένου της, πανοσιολογιοτάτου πατρός Νικοδήμου Παυλόπουλου, που με περίσσευμα καρδίας, εδώ και πολλά χρόνια εργάζεται αόκνως για τη Μονή της μετάνοιάς του, καθώς επίσης και την άλλη μελέτη του κ. Γούναρη, Μεταβυζαντινές τοιχογραφίες στη Λέσβο, εκδεδομένη από την Αρχαιολογική Εταιρεία Αθηνών το 1997 [δεύτερη έκδοση Αθήναι 1998], σε επίπεδο επιστημονικής έρευνας, δεν έχει προβληθεί όσο θα έπρεπε, μολονότι διαθέτει ένα από τα πλουσιότερα αρχεία χειρογράφων, αρχετύπων και παλαιοτύπων βιβλίων. Και όχι μόνο. Σε ότι αφορά στην αρχιτεκτονική, το ζωγραφικό διάκοσμο του Καθολικού, τα κειμήλια, τα λείψανα και τις εικόνες, η Μονή είναι πολύ πλούσια, κατέχοντας σημαντική θέση ανάμεσα στα μεταβυζαντινά μνημεία της Ελλάδας.
Από τη μέχρι σήμερα σχετική έρευνα περί της μεταβυζαντινής τέχνης, γνωρίζουμε ότι αυτή γνώρισε ιδιαίτερη άνθηση σε πολλά θρησκευτικά κέντρα της Χριστιανικής Ανατολής. Μέσα από ένα ευρύ φάσμα ζωγραφικών ρευμάτων, η εκκλησιαστική τέχνη μετά την άλωση, ρωμαλέα προσμίχθηκε με πολλαπλά δυτικά καλλιτεχνικά στοιχεία, χωρίς ωστόσο να απολησμονήσει το γεγονός ότι συνέχιζε τη μακρά βυζαντινή παράδοση. Αυτό, τουλάχιστον, διαφαίνεται από το υψηλό επίπεδο ζωγράφων, όπως ο Κρητικός Δομήνικος Θεοτοκόπουλος3 και ο Επτανήσιος Παναγιώτης Δοξαράς.4
Οι μεταβυζαντινοί ζωγράφοι ειδικότερα του 15ου και 16ου αιώνα, με τη ζωγραφική τους σε μεγάλα μοναστικά κέντρα της ηπειρωτικής κυρίως Ελλάδας, θέλησαν πιστά να αποτυπώσουν το θανάσιμο πλήγμα που είχε υποστεί ο Ελληνισμός με την άλωση της Πόλης. Όπως εύστοχα έχει ονομαστεί, η Κρητική Σχολή με τον Θεοφάνη Στρελίτζα ή Μπαθά (γνωστός και ως Θεοφάνης ο Κρης), έγινε πρότυπο με «πανορθόδοξη ακτινοβολία», αφού τα έργα της ήταν εμπνευσμένα από τη ζωγραφική της παλαιολόγειας περιόδου.5
Όπως θα διαπιστώσει ο αναγνώστης, το παρόν βιβλίο του κ. Γούναρη, έρχεται να εμπλουτίσει τη σχετική με τη μεταβυζαντινή τέχνη βιβλιογραφία. Αρκετές από τις εικόνες της Μονής Λειμώνος που ερευνώνται, σχετίζονται με την Κρητική Σχολή (βλ. εικ. 27, 28 σσ. 85-88, εικ. 40, 41 σσ. 101-104, εικ. 44 σσ. 107-108, εικ. 57 σσ. 124-125, εικ. 59 σσ. 126-128, εικ. 92 σσ. 139-140). Διαρθρωμένο σε τρία μέρη, παρουσιάζει διεξοδικά ένα μέρος - τις καλύτερες κατά τον συγγραφέα - από την πλουσιότατη συλλογή, εικόνες (περίπου τριακόσιες) της Μονής.
Στην Εισαγωγή, γίνεται μια σύντομη αναφορά στο ιστορικό της ίδρυσής της (16ος αι.) από τον άγιο Ιγνάτιο Αγαλλιανό και σκιαγραφείται η συλλογή των εικόνων, με μια καίρια επισήμανση και παρότρυνση του κ. Γούναρη προς τη νεοσύστατη Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Λέσβου: να συντηρήσει τη συλλογή των εικόνων (σσ. 25-27), αφού η κατάσταση διατήρησής τους είναι κακή με φθορές και απολεπίσεις.
Σημαντική και δόκιμη, είναι η συνεισφορά του συγγραφέα, στην παράθεση πληροφοριών, για τη θέση που έχουν οι εικόνες στη λατρεία της Ορθόδοξης Εκκλησίας (σσ. 27-31), τον τρόπο κατασκευής και τις τεχνικές της ζωγραφικής τους: εγκαυστική, τέμπερα και ψηφιδωτό (σσ. 31-32), τις κατηγορίες τους: λατρευτικές, διδακτικές, του Δωδεκαόρτου (σσ. 32-34), τα διάφορα καλλιτεχνικά εργαστήρια: Κωνσταντινούπολης, Θεσσαλονίκης, Αγίου Όρους, Καστοριάς, Αχρίδας, Κρήτης, με τους διάσημους ζωγράφους τους (σσ. 34-35) και τέλος για τα καλλιτεχνικά ρεύματα που μετά την πτώση της Βασιλεύουσας Πόλης αναπτύχθηκαν στον ευρύτερο βαλκανικό χώρο, όπως της Κρήτης, του Αγίου Όρους, των Μετεώρων, της Κέρκυρας, αλλά και της Ρωσίας,6 με παράθεση ονομάτων σημαντικών ζωγράφων: Ανδρέα Ρίτζου και του γιου του Νικολάου, Ανδρέα Παβία, Νικολάου Τζαφούρη, Θεοφάνη Στρελίτζα Μπαθά, Μιχαήλ Δαμασκηνού, Γεωργίου Κλόντζα, Εμμανουήλ Τζάνε, Θεοδώρου Πουλάκη, Φράγκου Κατελάνου, Διονυσίου του εκ Φουρνά των Αγράφων, Γεωργίου Μητροφάνοβιτς, Αγγέλου Πιτζιμάνου, (σσ. 35-40). Το ενδιαφέρον αυτό υλικό συμπληρώνεται με ενδεικτική βιβλιογραφία, ασφαλές τεκμήριο για περαιτέρω έρευνα από κάθε ενδιαφερόμενο αναγνώστη (σ. 41).
Ακολουθεί ο κατάλογος των εικόνων της Μονής Λειμώνος, με αναλυτική παρουσίαση της καθεμιάς. Οι ογδόντα περίπου εικόνες, ερευνώνται από το συγγραφέα διεξοδικά (σσ. 43-161). Εν πρώτοις αναφέρεται η θέση, η προέλευση, η ύλη - τεχνική, οι διαστάσεις, η διατήρηση και η χρονολόγησή τους, κατόπιν γίνεται ανάλυσή τους με συγκριτική και βιβλιογραφική τεκμηρίωση. Κατά την ταπεινή γνώμη μου αυτό ο τρόπος προσέγγισης με λαγαρή και κατανοητή γλώσσα, είναι άρτιος, σαφής και χαρακτηρίζεται από την ακρίβεια, τη σαφήνεια και τη ορθή ταξινόμηση του υλικού.
Η μελέτη του κ. Γούναρη, καρπός μακροχρόνιας και επίμονης ενασχόλησης του με τη Μονή Λειμώνος, συμπληρώνεται με το παράρτημα εικόνων, έγχρωμο στο μεγαλύτερο μέρος του και γενικό και εικονογραφικό ευρετήριο (σσ. 63-282).
Επιλογικά θα έλεγα πως η παρούσα έκδοση πρέπει να αποτελέσει το ερέθισμα για περισσότερη έρευνα και άλλων θησαυρών της Μονής, η οποία επιβάλλεται να γίνει από επιτελείο ειδικών επιστημόνων.
Η έκδοση και επιμέλεια του τόμου από τον εκδοτικό οίκο University Studio Press A.E. της Θεσσαλονίκης, είναι από κάθε άποψη καλαίσθητη και αντάξια των προδιαγραφών του: άριστη ποιότητα εκτύπωσης και εικονογράφησης. Όπως επίσης και η άλλη εκδεδομένη από τον ίδιο εκδοτικό οίκο, μελέτη του κ. Γούναρη, Εισαγωγή στην Παλαιοχριστιανική Αρχαιολογία. Α΄ Αρχιτεκτονική, Θεσσαλονίκη 1999, σσ. 247.
2 Ενδεικτικά σημειώνω μερικές από τις μελέτες που δημοσιεύτηκαν στη σειρά αυτή: Στυλιανού Πελεκανίδη, Σύνταγμα των παλαιοχριστιανικών ψηφιδωτών δαπέδων της Ελλάδος, Ι Νησιωτική Ελλάς, [Βυζαντινά Μνημεία 1], Θεσσαλονίκη 1974. Παναγιώτη Λ. Βοκοτοπούλου, Η Εκκλησιαστική Αρχιτεκτονική εις την Δυτικήν Στερεάν Ελλάδα και την ΄Ηπειρον από του τέλους του 7ου μέχρι του τέλους του 10ου αιώνος, [Βυζαντινά Μνημεία 2], Θεσσαλονίκη 1975. Άννας Τσιτουρίδου, Ο ζωγραφικός διάκοσμος του αγίου Νικολάου Ορφανού στη Θεσσαλονίκη. Συμβολή στη μελέτη της παλαιολόγειας ζωγραφικής κατά τον πρώιμο 14ο αιώνα, [Βυζαντινά Μνημεία 6], Θεσσαλονίκη 1986.
3 Για τον Δομήνικο Θεοτοκόπουλο σημαντική είναι η συλλογή κειμένων στο τετράτομο έργο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος. Τεκμήρια για τη ζωή και το έργο του, Βυζάντιο και Ιταλία, Έργα στην Ιταλία, Ρετάμπλ σε ισπανικές εκκλησίες, επιμέλεια Νίκος Χατζηνικολάου, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης 1999.
4 Βλ. Δημήτρη Δ. Τριανταφυλλόπουλου, «Πρόοδος» και «συντήρηση» στο πεδίο της εκκλησιαστικής και θρησκευτικής ζωγραφικής. Η περίπτωση του 18ου αιώνα, εκδ., Ίδρυμα Γουλανδρή - Χορν, Αθήνα 1993, σσ. 31-38
5 Βλ. Παναγιώτη Λ. Βοκοτοπούλου, Η Κρητική Ζωγραφική τον 16ο αιώνα, εκδ., Ίδρυμα Γουλανδρή - Χορν, Αθήνα 1993, σ. 18.
6 Για τη Ρωσία ειδικότερα πρέπει να σημειώσουμε μια παράλληλη έκδοση με τίτλο Το κάλλος της μορφής. Μεταβυζαντινές εικόνες ΙΕ΄ - ΙΗ΄ αιώνων, εκδόσεις Δόμος, Αθήνα 1995.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου