Θα ήθελα να ξεκινήσω την εισήγησή μου με μια μικρή, επιλεκτική αναφορά στο ξένο και την αντιμετώπισή του στην Π. Διαθήκη αρχικά και στην Κ. Διαθήκη στη συνέχεια ως ανανεωμένη και μεταμορφωμένη συνθήκη συνύπαρξης τόσο των ανθρώπων μεταξύ τους όσο και μεταξύ ανθρώπων και Θεού.
Γένεσις 23,4: Εγώ είμαι ξένος και πάροικος, μεταξύ σας• δώστε μου ένα κτήμα τάφου ανάμεσά σας, για να θάψω τον νεκρό μου από μπροστά μου.
Έξοδος 12,19: για επτά ημέρες δεν θα βρίσκεται προζύμι στα σπίτια σας• επειδή, όποιος φάει ένζυμα, εκείνη η ψυχή θα εξολοθρευτεί από τη συναγωγή τού Ισραήλ, είτε ξένος είναι είτε αυτόχθονας•
Έξοδος 12,43-45: Και ο Κύριος είπε στον Μωυσή και τον Ααρών: Αυτός είναι ο νόμος τού Πάσχα• κανένας αλλογενής δεν θα φάει απ' αυτό•44 και κάθε δούλος αγορασμένος με αργύρια, αφού περιτμηθεί, τότε θα φάει απ' αυτό•45 και ο ξένος και ο μισθωτός δεν θα φάνε απ' αυτό.
Λευιτικόν 19,32-34: Θα σηκώνεσαι μπροστά στους ανθρώπους με άσπρα μαλλιά, και θα τιμάς το πρόσωπο του γέροντα, και θα φοβηθείς τον Θεό σου. Εγώ είμαι ο Κύριος.33 Και αν κάποιος ξένος παροικεί μαζί σου στη γη σας, δεν θα τον θλίψετε•34 ο ξένος, που παροικεί με σας, θα είναι σε σας όπως ο αυτόχθονας, και θα τον αγαπάς όπως τον εαυτό σου• επειδή, ξένοι σταθήκατε στη γη τής Αιγύπτου. Εγώ είμαι ο Κύριος ο Θεός σας.
Αριθμοί 1,50: αλλά, δώσε στους Λευίτες την επιστασία της σκηνής τού μαρτυρίου, και όλων των σκευών της, και όλων εκείνων που ανήκουν σ' αυτή• αυτοί θα σηκώνουν τη σκηνή και όλα τα σκεύη της, κι αυτοί θα υπηρετούν σ' αυτή, και θα στρατοπεδεύουν ολόγυρα στη σκηνή. 51 Και όταν η σκηνή πρόκειται να σηκωθεί, οι Λευίτες θα την κατεβάζουν• και όταν η σκηνή πρέπει να σταθεί, οι Λευίτες θα τη στήνουν• και όποιος ξένος πλησιάσει, ας θανατώνεται.
Ματθαίος 25,35: ξένος ήμουν, και δε με περιμαζέψατε, γυμνός ήμουν, και δε με ντύσατε, άρρωστος και στη φυλακή, και δε με επισκεφθήκατε.
Ο Ιησούς, στο πιο πάνω εδάφιο καθιστά απαραίτητη προϋπόθεση σωτηρίας του ανθρώπου την ενσυναίσθηση, την αποδοχή και τελικά την ορθοπραξία. Και δε θα μπορούσε να είναι αλλιώς αφού ο ίδιος είναι ο ξένος, ο καινούριος, ο αλλότριος και διαφορετικός. Η διπλή του φύση, θεϊκή και ανθρώπινη, μας εισάγει άμεσα στην αναγκαιότητα της συνύπαρξης των διαφορετικών πραγματικοτήτων και την καθιστά «ίδιον» χαρακτηριστικό των χριστιανών.
Η ετερότητα, έχει υπαρξιακή αξία αλλά και κοινωνική προέκταση. Για τους χριστιανούς, το πρόσωπο (=προς + ωψ) είναι η απαραίτητη προϋπόθεση αυτοπροσδιορισμού και ταυτόχρονα ετεροπροσδιορισμού (Ζηζιούλας, 1976). Ο Ζαν Πωλ Σαρτρ στο έργο του «η ναυτία» (Σαρτρ, 2005) λέει πως οι άλλοι είναι η κόλασή μας, προφανώς επηρεασμένος από τη Φροϋδική αντίληψη ότι ο πολιτισμός είναι πηγή δυστυχίας (Φρόιντ, χ.χ.) Οι χριστιανοί, στο άλλο άκρο, για να υπάρξουμε χρειαζόμαστε τους άλλους, να τους κοιτάξουμε στα μάτια και να έχουμε μια ειλικρινή και αληθινή σχέση. Μιαν αξιομνημόνευτη δηλαδή, επαφή με την ετερότητα.
Η ετερότητα αυτή δεν περιλαμβάνει μόνο τους ήδη χριστιανούς, ως υπαρξιακά άλλους, αλλά και κάθε κοινωνική διαφορετικότητα: ετερόδοξους και αλλόθρησκους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η επαφή του Χριστού με τη Σαμαρείτισσα στο πηγάδι του Ιακώβ, τη μετέπειτα Φωτεινή, αλλά και η Παύλεια ρήση: «Δεν υπάρχει πλέον Ιουδαίος ούτε Έλληνας· δεν υπάρχει δούλος ούτε ελεύθερος· δεν υπάρχει αρσενικό και θηλυκό· επειδή, όλοι εσείς είστε ένας στον Ιησού Χριστό.» (Γαλ. 3,28).
Η ξενότητα του Ιησού εκφράζεται απόλυτα με τον Ύμνο του Γεώργιου Ακροπολίτη που αποδίδει τα λόγια του Ιωσήφ του από Αριμαθαίας όταν ζήτησε από τον Πόντιο Πιλάτο να του δοθεί ο σταυρωμένος ‘‘ξένος’’ του: ο Ιησούς.«Δός μοι τούτον τον ξένον, τον εκ βρέφους ως ξένον ξενωθέντα εν κόσμω. Δός μοι τούτον τον ξένον, ον ομόφυλοι μισούντες θανατούσιν ως ξένον. Δός μοι τούτον τον ξένον, ον ξενίζομαι βλέπων του θανάτου το ξένον. Δός μοι τούτον τον ξένον, όστις οιδε ξενίζειν τους πτωχούς και τους ξένους. Δός μοι τούτον τον ξένον, ίνα κρύψω εν τάφω. Δός μοι τούτον τον ξένον, ος ως ξένος ουκ έχει την κεφαλήν που κλιναι».
Αυτή η υπαρξιακή φιλιότητα προς το ξένο, η φιλοξενία των Χριστιανών, που εξασφάλιζε το άνοιγμα προς τον «άλλον», χάθηκε στην πάροδο των χρόνων, είτε από τη θεσμοποίηση της Εκκλησίας, είτε από την περιχαράκωση των χριστιανικών κοινοτήτων απέναντι στο εχθρικό, αποϊεροποιημένο, εκκοσμικευμένο περιβάλλον. Ο εθνοφυλετισμός επικράτησε στην οργάνωση των χριστιανικών κοινοτήτων – εκκλησιών κι ο οικουμενικός χαρακτήρας του Ευαγγελίου υποχώρησε δίνοντας τη θέση του στις οργανωμένες αλλά κλειστές στην αυτάρκεια κι αυταρέσκειά τους εκκλησίες.
Η ελλαδική εκκλησία δεν ξέφυγε του κανόνα και η μονομερής ανακήρυξη του αυτοκεφάλου παγίωσε την πρακτική αυτή. Η καταδίκη του εθνοφυλετισμού «τουτέστι τας φυλετικάς διακρίσεις και τας εθνικάς αίρεις και ζήλους και διχοστασίας εν τη του Χριστού Εκκκλησία», από το Πατριαρχείο ΚΠ το 1872, απλά υπογράμμισε το πρόβλημα των εθνοτικών εκκλησιών, χωρίς να καταφέρει να ανοίξει το χριστιανισμό προς τη χαμένη οικουμενικότητά του. Η ταύτιση έθνους - κράτους και έθνους – εκκλησίας χαρακτηρίζει τα κοινωνικά δρώμενα του δυτικού πολιτισμού τους δύο, ίσως τρεις, τελευταίους αιώνες. Το αποτέλεσμα είναι η δημιουργία ενός μονοπολιτισμικού μοντέλου ύπαρξης των κρατών και των εκκλησιών τους.
« Ο ορισμός μιας κοινωνίας ως μονοπολιτισμικής (monocultural) είναι απλουστευτικός. Συνήθως βασίζεται στην εξίσωση ενός έθνους με έναν πολιτισμό. Η αντίληψη αυτή αντιμετωπίζει τον πολιτισμό ως παγιωμένη και αυτόνομη πραγματικότητα και αρνείται τις διαρκείς αλληλεπιδράσεις λαών και πολιτισμών. Παράλληλα αναδεικνύει μια γενικευτική κανονικότητα διαγράφοντας όλες τις εσωτερικές διαφοροποιήσεις, αντιφάσεις η συγκρούσεις που υπάρχουν σε οποιοδήποτε κοινωνικό σύνολο .» (Ασκούνη, 2001)
Σαν αποτέλεσμα αυτής της κρατικής κι εκκλησιαστικής πολιτικής του μονοπολιτισμικού μοντέλου έχουμε τη θρησκευτική αγωγή να αναπαράγει το μονισμό και να αποφεύγει τον πλουραλισμό. Τα Αναλυτικά Προγράμματα είναι κεντρικά σχεδιασμένα και ως αποτέλεσμα έχουμε τα συγκεκριμένα εγχειρίδια διδασκαλίας. Ο Πίνακας 1 (Καπετανάκης, 2011:38) μας δίνει συγκεντρωτικά στοιχεία για τις πληροφορίες που προσφέρονται στους μαθητές του Ελ. Εν. Λυκείου για τις άλλες θρησκευτικές εκφάνσεις:
ΠΙΝΑΚΑΣ 1: Θετικές και αρνητικές αναφορές των βιβλίων στις άλλες θρησκείες
δ: αναφορές που διαχέονται σε όλο το βιβλίο, ε: αναφορές σε ειδική ΔΕ για τη θρησκεία
| ||||||
Άλλες Θρησκείες
|
Βιβλίο Α΄ Λυκείου
(Δ.Ε.=45)
|
Βιβλίο Β΄
(Δ.Ε.=39)
|
Βιβλίο Γ΄
(Δ.Ε.=24)
| |||
Θετικές αναφορ.
|
Αρνητικ. αναφορ.
|
Θετικές αναφορ.
|
Αρνητικ. αναφορ.
|
Θετικές αναφορ
|
Αρνητικαναφορ
| |
1) Ρωμαιοκαθολικισμός
|
5δ
|
6δ
|
4δ
|
20δ
|
_
|
_
|
2) Προτεσταντισμός
|
1δ , 1ε
|
2δ
|
2δ
|
19δ
|
_
|
_
|
3) Ιουδαϊσμός
|
5δ
|
17δ
|
4δ ,1ε
|
5δ
|
7δ
|
8δ
|
4) Ισλαμισμός
|
_
|
_
|
2δ , 2ε
|
2δ
|
_
|
_
|
5) Ινδουισμός
|
1δ
|
1δ
|
1δ , 2ε
|
3δ
|
_
|
_
|
6) Βουδισμός
|
1δ
|
_
|
1δ , 1ε
|
4δ
|
_
|
_
|
7) Κινέζικη Θρ.
|
1δ
|
_
|
1ε
|
_
|
_
|
_
|
8) Ιαπωνική Θρ
|
_
|
_
|
1ε
|
_
|
_
|
_
|
9) Αφρικανικά θρ
|
_
|
_
|
1ε
|
_
|
_
|
_
|
10) Παραθρησκ. φ.
|
1ε
|
_
|
_
|
_
|
_
|
1δ
|
11) Αρχαία ελλ. Θρησ.
|
_
|
_
|
2δ 1ε
|
2δ
|
_
|
_
|
Για το μάθημα των θρησκευτικών, στο Λύκειο, στόχος, όπως φαίνεται στο σχετικό ΦΕΚ (ΦΕΚ τΒ΄, αρ. 406/05-05-1998) είναι:
ü η αναπαραγωγή συγκεκριμένης θρησκευτικής αντίληψης, της νόμο κρατούσας ορθοδοξίας,
ü η διατήρηση του μονισμού και
ü η αποφυγή του πλουραλισμού .
Πιο συγκεκριμένα, σε σύνολο 108 θεματικών ενοτήτων, ο μαθητής πληροφορείται, ευαισθητοποιείται, αισθάνεται, κατανοεί, συνειδητοποιεί ώστε να ανταλλάξει απόψεις, να ενεργοποιηθεί, να παροτρυνθεί, σχετικά με την ορθόδοξη πίστη και λατρεία στις 92. Η ποσοτική υπεροχή μετατρέπεται και σε ποιοτική.
Δε θα εμμείνω στην ποσοτική ή/και ποιοτική παρουσίαση των εγχειριδίων αλλά θα θυμίσω μόνο την περίπτωση των Μαρτύρων του Ιεχωβά που κατάφεραν με την παρέμβαση του Συνηγόρου του Πολίτη να αλλάξουν τα εγχειρίδια της Ά Λυκείου το 2007 , ώστε να μην κατατάσσονται στα παραθρησκευτικά φαινόμενα (2004) αλλά σε ειδικό κεφάλαιο ως νέες θρησκευτικές διδασκαλίες και λατρείες (2007) και να απαληφθεί κάθε αρνητική παρουσίαση των αντιλήψεών τους.
Κάθε τι διαφορετικό στο συγκεκριμένο εγχειρίδιο αντιμετωπίζεται ως επικίνδυνο, πρώτα εθνικά και στη συνέχεια εκκλησιολογικά . Χαρακτηριστικό παράδειγμα η περίπτωση της Σαιεντολογία (Δ.Ε. 40), όπου δε δίδεται καμία θρησκευτική πληροφορία και υπερτονίζεται η εθνική απειλή. Το εθνικό φρόνημα βρίσκεται σε ανώτερη θέση από το εκκλησιαστικό . Έτσι ο πλησίον, ο αδελφός, όπως μας τον έδειξε ο Ιησούς στη συνάντησή του με τη Σαμαρείτιδα, ξεχνιέται για χάρη του εθνικού φρονηματισμού. Η ετερότητα, θρησκευτική και πολιτισμική, αντιμετωπίζεται με φόβο που τελικά οδηγεί το μαθητή στην άγνοια.
Εστιάζοντας στο Α.Π. για τη Β΄ Λυκείου, που θεωρείται ως η τάξη που κατεξοχήν οι μαθητές γνωρίζουν τα άλλα θρησκεύματα, οι 34 Δ.Ε. είναι αφιερωμένες σε εθνοθρησκευτικές παρουσιάσεις της ομοιογένειας και μόνο οι 10 τελευταίες αγγίζουν το διαφορετικό, τον «άλλο», και αυτό πάλι από θέση ισχύος και ανωτερότητας. Εδώ, οι σκοποί δείχνουν την αγκίστρωση του κεντρικού σχεδιασμού του μαθήματος στην αναπαραγωγή στερεότυπων . Ο χριστιανισμός και ειδικότερα η ορθοδοξία, παρέχει απελευθερωτικό και μεταμορφωτικό χαρακτήρα στον πολιτισμό. Συμπερασματικά: οι άλλες θρησκείες δεν παρέχουν κάτι τέτοιο. Η μοναδικότητα και ανωτερότητα της Ορθοδοξίας, της νόμο κρατούσας θρησκείας καλύτερα, γίνεται έντονη, ιδίως στη συγκριτική αντιπαράθεση των διαφοροποιημένων μέσων έκφρασης του θρησκευτικού συναισθήματος.
Αυτή η πρακτική θα ήταν χρήσιμο να αντιπαρατεθεί με την Ευρωπαϊκή σύσταση του 2007 για τη διαπολιτισμική εκπαίδευση και συγκεκριμένα το άρθρο:
«5. Η παιδεία, μέσω των επίσημων σχολικών προγραμμάτων σπουδών ή αναπτύσσοντας διεπιστημονικές δεξιότητες οφείλει :
- να εμφυσήσει την ευαισθησία υπέρ της θρησκευτικής και φιλοσοφικής ετερότητας, θεωρώντας την ως παράγοντα που συνεισφέρει στον πλούτο της Ευρώπης,
- να εξασφαλίζει ότι η διδασκαλία της θρησκευτικής ετερότητας συνάδει με τους στόχους της παιδείας δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων,
- να προάγει τη διαπροσωπική επικοινωνία και το διάλογο μεταξύ ανθρώπων διαφορετικού πολιτισμικού και θρησκευτικού υπόβαθρου, συμπεριλαμβανομένων των θρησκευτικά ανένταχτων,
- να αναπτύσσει στάσεις ανεκτικότητας, ενσυναίσθησης και σεβασμού της θρησκευτικής ετερότητας,
- να προάγει την κοινωνική συνειδητότητα καθώς και τη μετριοπάθεια κατά τη διαδικασία συγκρότησης και ενδυνάμωσης της ατομικής ταυτότητας,
- να ενθαρρύνει τη γνωριμία με διαφορετικούς τρόπους έκφρασης της θρησκευτικής ετερότητας (σύμβολα, πρακτικές, κλπ),
- να δίνει τη δυνατότητα να τίθενται τα ευαίσθητα ή επίμαχα ζητήματα που ενδέχεται να προκύψουν λόγω της θρησκευτικής ετερότητας,
- να αναπτύσσει δεξιότητες κριτικής αξιολόγησης και στοχασμού σε σχέση με την κατανόηση των διαφορετικών προοπτικών των θρησκειών και των διαφορετικών τρόπων ζωής». (Προσχέδιο Σύστασης Rec(2007)...της Επιτροπής Υπουργών προς τα κράτη μέλη σχετικά με τη θρησκευτική διάσταση της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης: αρχές, στόχοι και διδακτικές προσεγγίσεις)
Το Α.Π. της Γ΄ Λυκείου και το σχολικό εγχειρίδιο κατ’ επέκταση, είναι διαφοροποιημένο από τα δύο προηγούμενα. Δεν έχει το συγκριτικό χαρακτήρα που θέλει να έχει το μάθημα στις δύο άλλες τάξεις. Η προσέγγιση κοινωνικών θεμάτων γίνεται μέσα από τη χριστιανική ηθική. Ξεκάθαρα , η ηθική ταυτίζεται με τη χριστιανική ηθική .
Το μάθημα της Γ΄ Λυκείου αδικεί έτσι όλες τις ομάδες μαθητών. Και των πιστών, αυτών που αποδέχονται την ορθόδοξη ηθική, αλλά κι όλων αυτών που δεν την αποδέχονται ή ακόμη και την αγνοούν. Η πρώτη ομάδα αδικείται, αφού οι συγγραφείς του σχολικού εγχειριδίου γνωρίζοντας την ιδιαιτερότητα της τάξης, αποφεύγουν τη σαφή τοποθέτηση και εμμένουν σε πιο εκκοσμικευμένες πρακτικές καθημερινότητας για να πλησιάσουν και τους μαθητές της δεύτερης ομάδας.
Αξίζει να αντιπαραθέσουμε το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύστασης 1720 του 2005: «Η γνώση των θρησκειών αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της γνώσης της ιστορίας της ανθρωπότητας και των πολιτισμών της. Η γνώση αυτή είναι τελείως διαφορετική από την πίστη σε μια συγκεκριμένη θρησκεία και την πρακτική εφαρμογή της. Ακόμη και σε χώρες όπου κυριαρχεί μια θρησκεία, πρέπει να διδάσκεται η καταγωγή όλων των θρησκειών παρά να ευνοείται μία μόνο θρησκεία ή να ενθαρρύνεται ο προσηλυτισμός».
Συμπερασματικά, κάθε άλλο παρά ως χειραφετική δράση θα χαρακτηρίζαμε το Α.Π. για το μάθημα των Θρησκευτικών στο ελληνικό Γενικό Ενιαίο Λύκειο. Η επιλογή της γνώσης και η ελευθερία στην αυτογνωσία (Freire 2006) θυσιάζονται προς χάρη της κανονικότητας και της κυριαρχίας της επικρατούσας αντίληψης για τη θρησκεία. Ο καθηγητής κι ο μαθητής εγκλωβίζονται (Κλεφτάρας, 2000) σε έτοιμες καθορισμένες δομές της ανθρώπινης κοινωνίας και η μαθησιακή διαδικασία δεν είναι μέθοδος αναζήτησης, χειραφέτησης και αυτοκαθορισμού αλλά μη – δράση, πλήρης αποδοχή των δομών . Η κριτική ανάπτυξη επιχειρημάτων (Τσατσαρώνη – Κούρου, 2007) είναι ανύπαρκτη και η γνώση θεωρείται ως στατικό, προσφερόμενο αγαθό κι όχι ως πράξη αναζήτησης.
Η υποχρεωτικότητα της συμμετοχής στο μάθημα, λειτουργεί ανασταλτικά για τους έφηβους και σε λίγο πολίτες που θα αποφασίζουν με τη ψήφο τους για την εξέλιξη της δημοκρατικής κοινωνίας μας (Σωτηρέλης, 1998). Αλλά και εκκλησιολογικά δημιουργείται ρήξη με το «ει τις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι» (Ματθ. 16,24).
Το μάθημα θα είχε πετύχει το σκοπό του αν απευθυνόταν σε πιστούς μαθητές που θα το είχαν επιλέξει συνειδητά (Φερράρις, 2003). Διαφορετικά, λειτουργεί ως δογματική χειραγώγηση και οι νέοι αρνούνται να το πλησιάσουν .
Διακρίνουμε, λοιπόν μιαν α-συνέχεια μεταξύ παρεχόμενης παιδείας και πολιτισμικού γίγνεσθαι αλλά και της ίδιας της χριστιανικής διδασκαλίας. Ενώ έχει γίνει αποδεκτή η πολυπολιτισμικότητα στο κοινωνικό γίγνεσθαι και η αποδοχή της ετερότητας ήταν από τα κύρια χαρακτηριστικά δόμησης της πρωτοχριστιανικής εκκλησίας (Αγόρας, 2007), εμμένουμε στην εκπαιδευτική μας πρακτική σε παρωχημένα μοντέλα, που ίσως ταίριαζαν στο Ελληνικό σχολείο της προηγούμενης εικοσαετίας. Δεν εξισορροπείται το γνωσιακό με το αξιακό περιεχόμενο, αλλά και τα κριτήρια αξιολόγησης παραμένουν ακατάλληλα και αναποτελεσματικά. (Παπαδόπουλος, 2005)
Στη νέα πραγματικότητα το δημόσιο και δημοκρατικό σχολείο δε μπορεί να δρα και να δημιουργεί συνθήκες «πολιτισμικού απολυταρχισμού» αλλά θα πρέπει να αποκτήσει την ευελιξία και να κρατήσει υπεύθυνη στάση απέναντι στον «πολιτισμικό σχετικισμό» ( Περσελής, 2004). Μια τέτοια υπεύθυνη στάση προϋποθέτει η θρησκευτική αγωγή να προσφέρει τα κριτήρια – εργαλεία όπως είναι η ανοικτότητα, η νηφαλιότητα, η οικουμενικότητα, η αποδοχή και ο σεβασμός του άλλου και του πολιτισμού του, η ειρηνική συνύπαρξη, ο διάλογος, η ελευθερία κ.ά, (Γιαγκάζογλου, 2006) ώστε να εξασφαλιστεί ο σχετικισμός, ο συγκριτισμός, αλλά να δημιουργηθούν και οι συνθήκες για να αποφύγουμε το συγκρητισμό. (Ζιάκας, 2001).
Ένα σύγχρονο σχολείο που να ανταποκρίνεται στις παιδαγωγικές απαιτήσεις της κοινωνίας δεν μπορεί να εγκλωβίζεται σε μονολιθικές τάσεις και κατηχητικές πρακτικές, συγχέοντας τους ρόλους της Εκκλησίας και του κράτους. «Αντιθέτως, η θρησκεία δεν μπορεί να είναι δημόσια υπόθεση όταν με το τελευταίο εννοείται ‘‘κρατική’’ υπόθεση. Στην προοπτική αυτή το ιδιωτικό δεν αντιτίθεται προς το δημόσιο, αλλά μόνο προς το κρατικό, ενώ το ιδιωτικό μπορεί άριστα να συνδυαστεί τόσο με το συλλογικό όσο και με το κοινωνικό». (Καλαϊτζίδης, 2007:137) Η παρεχόμενη Θρησκευτική Αγωγή στη Δευτεροβάθμια εκπαίδευση, και ειδικά στο Λύκειο οφείλει να απευθύνεται σε όλους τους μαθητές και να μη διαρρηγνύει τον κοινωνικό ιστό αλλά να προάγει την ενότητα και την ομόνοια των πολιτών βασιζόμενη στην αρχή της ανεκτικότητας και το σεβασμό της ετερότητας (Milot, 2007) κάτι που θα επιτυγχάνεται με τη διαθρησκειακή προσέγγιση των επιμέρους ζητημάτων και αξιών .
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ
1. Αγόρας Κ. (2007), Μυστηριακή Χριστολογία, πολιτισμική Νεωτερικότητα και εσχατολογικό Ευαγγέλιο, στο: Καλαϊτζίδης Π. _ Ντόντος Ν., Ορθοδοξία και νεωτερικότητα, εκδ. Ίνδικτος, Αθήνα.
2. Ασκούνη Ν.-Ανδρούσου Αλ., (2001) Οι “άλλοι” μαθητές στο σχολείο: από την αφομοίωση των διαφορών στη ¨διαπολιτισμική” αναζήτηση, στο: Ανδρούσου Α. -Ασκούνη Ν.- Χρηστίδου-Λιοναράκη Σ.- Μάγος Κ., (2001) Εθνοπολιτισμικές διαφορές στην εκπαίδευση, Πάτρα: ΕΑΠ.
3. Βασιλειάδης Π., (2002) Μετανεωτερικότητα και Εκκλησία. Η πρόκληση της Ορθοδοξίας. Ακρίτας, Αθήνα .
4. Γιαγκάζογλου Σ (2006) Η Φυσιογνωμία και ο Χαρακτήρας του Θρησκευτικού Μαθήματος. Η Θρησκευτική Αγωγή στις Σύγχρονες Πολυπολιτισμικές κοινωνίες, πρακτικά σεμιναρίου ελληνικής εκπαιδευτικής αποστολής, Λονδίνο.
5. Γκότσης Χ. – Μεταλληνός π. Γ. – Φίλιας Γ., (2003) Ορθόδοξη πίστη και λατρεία, (Α΄ Εν. Λυκείου), ΟΕΔΒ, Αθήνα.
6. Γκότσης Χ. – Μεταλληνός π. Γ. – Φίλιας Γ., (2007) Ορθόδοξη πίστη και λατρεία, (Α΄ Εν. Λυκείου), ΟΕΔΒ, Αθήνα.
7. Δρίτσας Δ. – Μόσχος Δ. – Παπαλεξανδρόπουλος Σ., (2003) Χριστιανισμός και θρησκεύματα, (Β΄ Εν. Λυκείου), ΟΕΔΒ, Αθήνα.
8. Ζαμπέτα Ε. (2003) Σχολείο και Θρησκεία, Θεμέλιο, Αθήνα.
9. Ζηζιούλας Ι. (1976), Από τό προσωπείον εις τό πρόσωπον: η συμβολή της πατερικής θεολογίας εις τήν έννοιαν του προσώπου, (ανατύπωση στο Η ιδιοπροσωπεία του Νέου Ελληνισμού, Ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν, τ. Β’ 1983, σ. 300 κ.εξ.)
10. Ζιάκας Θ., (2001) Η έκλειψη του υποκειμένου, εκδ. Αρμός, Αθήνα.
11. Ζιάκας Θ., (2003) Πέρα από το άτομο, εκδ. Αρμός, Αθήνα.
12. Κανακίδου Ε. – Παπαγιάννη Β., (1998) Διαπολιτισμική αγωγή, εκδ. Ελληνικά Γράμμματα, Αθήνα.
13. Καλαϊτζίδης Π.,(2007) Ορθοδοξία και νεωτερικότητα: προλεγόμενα, εκδ. Ινδικτος, Αθήνα.
14. Καπετανάκης Γ. (2011) Θρησκευτική αγωγή στο ελληνικό λύκειο: προσέγγιση ή αποκλεισμός του θρησκειακά διαφορετικού; Αθήνα.
15. Καραμούζης Π. (2007) Πολιτισμός και διαθρησκειακή αγωγή, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
16. Keast J . (επιμ.) Θρησκευτική ετερότητα και διαπολιτισμική εκπαίδευση: ένα βοήθημα για τα σχολεία, μτφρ. Ν. Χαραλαμπίδου – Ά. Βαλλιανάτος. Αθήνα: Συμβούλιο της Ευρώπης.
17. Κλεφτάρας Γ. (2000) Η διαπροσωπική σχέση ως θεμελιώδης έννοια στη διαδικασία της εκπαίδευσης, στο: Πουρκός Μ., Ατομικές διαφορές μαθητών και εναλλακτικές ψυχοπαιδαγωγικές προσεγγίσεις, εκδ. Gutenberg, Αθήνα.
18. Milot Μ. (2007) Η Θρησκευτική διάσταση στη διαπολιτισμική εκπαίδευση, στο: Keast J . (επιμ.) Θρησκευτική ετερότητα και διαπολιτισμική εκπαίδευση: ένα βοήθημα για τα σχολεία, μτφρ. Ν. Χαραλαμπίδου – Ά. Βαλλιανάτος. Αθήνα: Συμβούλιο της Ευρώπης.
19. Μπέγζος Μ. – Παπαθανασίου Αθ., (2003) Θέματα Χριστιανικής Ηθικής, (Γ΄Εν. Λυκείου), ΟΕΔΒ, Αθήνα.
20. Ντεμπρέ Ρ., (2004) Η διδασκαλία της θρησκείας στο ουδετερόθρησκο σχολείο, εκδ. Εστία, Αθήνα .
21. Παπαδόπουλος Μ., (2005) Διδακτικό βιβλίο και εκπαιδευτικό υλικό στο σχολείο: Προβληματισμοί-Δυνατότητες-Προοπτικές, εκδ. Ζήτη, Θεσ/νίκη.
22. Περσελής Εμμ. (2004) Πολιτισμική ετερότητα και σχολική θρησκευτική αγωγή στην Ευρώπη και ιδιαίτερα στην Ελλάδα, περ. Φάρος, τ.75, Αλεξάνδρεια.
23. Σαρτρ Ζ.Π.(2005) Η Ναυτία, εκδ. Πατάκη, Αθήνα.
24. Σταθόπουλος Μ., (1999) Η συνταγματική κατοχύρωση της θρησκευτικής ελευθερίας και οι σχέσεις πολιτείας – εκκλησίας, στο: Χριστόπουλος Δ.,. (επιμ), Νομικά ζητήματα θρησκευτικής ετερότητας στην Ελλάδα, Κριτική & ΚΕΜΟ, Αθήνα.
25. Σωτηρέλης Γ., (1998) Θρησκεία και εκπαίδευση, εκδ. Σάκκουλας Α., Αθήνα – Κομοτηνή
26. Τσατσαρώνη Ά. – Κούρου Μ. (2007) Προγράμματα σπουδών – Δημιουργική και κριτική σκέψη: όροι και προϋποθέσεις, στο: Κουλαϊδής Β. (επιμ) Σύγχρονες διδακτικές προσεγγίσεις για την Ανάπτυξη Κριτικής - Δημιουργικής Σκέψης, εκδ. ΟΕΠΕΚ, Αθήνα.
27. Φερράρις Μ, (2003) Το νόημα του είναι ως καθορισμένου οντικού ίχνους, στο: Derrida J. – Vattimo G. (επιμ.) Η Θρησκεία, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα.
28. Φρόιντ Σ. (χ.χ.) Ο πολιτισμός, πηγή δυστυχίας, εκδ. Μαρη, Αθήνα.
29. Freire P. (2006) Δέκα επιστολές προς εκείνους που τολμούν να διδάσκουν, εκδ. Επίκεντρο, Αθήνα.
30. Grundy S., (2003) Αναλυτικό πρόγραμμα: προϊόν ή πράξις, Σαββάλας, Αθήνα
31. Triandis Η, (1997) Προς τον πλουραλισμό στην εκπαίδευση, στο: Ζώνιου-Σιδέρη Αθ. – Χαραμής Π., Πολυπολιτισμική εκπαίδευση, Ελληνικά γράμματα, Αθήνα.
32. Pollis A., (1999) Ελλάδα, ένα προβληματικό κοσμικό κράτος, στο: Χριστόπουλος Δ., (επιμ.), Νομικά ζητήματα θρησκευτικής ετερότητας στην Ελλάδα, Κριτική & ΚΕΜΟ, Αθήνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου