Η τελευταία περίοδος της χιακής
λογοτεχνίας από το 1912 ώς τις μέρες μας σημαδεύεται, όσον αφορά την
πεζογραφία, με τον απόηχο του Γιάννη Ψυχάρη (πέθανε το 1929)[1], σφραγίζεται
με τη δυναμική παρουσία του Γιώργου Θεοτοκά (1905-1966)[2], ενώ
δίνει θέση, τις τελευταίες δεκαετίες, και στον Χιο-μικρασιάτη ποιητή και
πεζογράφο Γεώργη Διλμπόη, θέση που κερδίζει δικαιωματικά με τη δύναμη του
αφηγηματικού του λόγου και την ανανέωση που φέρνει στη θεματολογία και την
τεχνική.
Ο Διλμπόης, γνωστός στο πανελλήνιο κοινό για τον ζωηρό ποιητικό του
λόγο, πότε καυστικό και ελεγκτικό και πότε ευαίσθητο που κυνηγάει την ομορφιά
του κόσμου, είναι βέβαια και ταλαντούχος πεζογράφος
με θητεία στο διήγημα, το ιστορικό αφήγημα, τη βιογραφία και το θέατρο[3].
Ήμουν παιδί, θυμάμαι, όταν διάβασα το πρώτο διήγημά του Ο άνεμος της παλληκαριάς (1964). Οι ζωηρές εντυπώσεις από τη δύναμη
της αφήγησης και τη δραματικότητα του λόγου, χαράχτηκαν πολύ βαθιά μέσα μου.
Αργότερα κατάλαβα πως ο καημός της Μικρασίας στον Διλμπόη, όπως και στον
Κόντογλου, τον Βενέζη και τόσους άλλους, έφερε πραγματικό πλούτο και νέα πνοή
στα ελληνικά γράμματα.
Καθώς διάβαζα ξανά τα πεζά κείμενα
του Διλμπόη επιχειρώντας να πλησιάσω τους ήρωές του και τον κόσμο τους,
σκέφτηκα πως ο συγγραφέας, ιδίως τα τελευταία χρόνια, έχει αρκετούς άλλους
Χιώτες συντρόφους στην αφηγηματική τέχνη. Μπορώ ν’ αναφέρω εδώ ορισμένους, με
κριτήριο κυρίως τον αριθμό των έργων τους: τον Γιάννη Μουτάφη, την Αθηνά
Ντάλλας-Ντάμης, τη Δέσποινα Τομαζάνη, τον Γιάννη Κολλιάρο, την Ειρήνη
Νικολάκη-Καλαμάρη, τη Μέλη Τσακού, τον Κώστα Ζαφείρη, την Αγγελική
Στεφανίδου-Συρρή, τον Γιάννη Μακριδάκη[4].
Ξαναγυρνώ στον Γεώργη Διλμπόη, τον
πεζογράφο-υμνητή της ελευθερίας, της αλήθειας και της απλότητας, επιλέγοντας
σήμερα να μιλήσω μόνο για τον αφηγηματικό του λόγο[5].
Ξεκίνησε, όπως είπαμε, δυναμικά, με τον Άνεμο της παλληκαριάς[6], ένα
εκτεταμένο διήγημα, με αφηγηματικό πυρήνα τις περιπέτειες μιας οικογένειας
Μικρασιατών από τ’ Αλάτσατα τον καιρό της Καταστροφής. Γρήγορα όμως οι πινελιές
του συγγραφέα εικονίζουν το αιματηρό δράμα της κάποτε μακάριας γης, γεμάτο
ηρωισμό και δάκρυα, αλλά με πολλή αγάπη για τους απλούς ανθρώπους της Ανατολής
με το ρωμαλέο χαραχτήρα ή και τις αδυναμίες τους. Νιώθω πως ο συγγραφέας
“χώνεψε” πολλές προφορικές μαρτυρίες και
τις συνταίριαξε με μαστοριά μέσα στο ιστορικό τους πλαίσιο. Κι ακόμα,
σκέφτομαι, πως η λογοτεχνική του δύναμη φάνηκε από την αρχή καθαρά, με κυρίαρχα
στοιχεία τη λιτότητα, τους αυθεντικούς διαλόγους και τις ρεαλιστικές
περιγραφές.
Στο ίδιο βιβλίο είναι τυπωμένο κι
ένα μικρότερο διήγημα[7]-ύμνος
στη συζυγική αγάπη δυο ανθρώπων που η τύχη τους διασταυρώθηκε με τη ζωή ενός
ερημίτη- ασκητή στ’ ανατολικά παράλια, τα ίδια πάλι χρόνια του ολέθρου.
Προλαβαίνω να διαβάσω ξανά, πριν κλείσω το βιβλίο, πως το γέλιο, η χαρά δεν
γίνεται να λείπει απ’ τη ζωή, γιατί “είναι
κάτι σαν την άνοιξη. στον
τρόμο σκάει μπουμπούκια και στην καταστροφή είναι η ελπίδα του αυριανού ήλιου”[8].
Τα τέσσερα πρωτότυπα διηγήματα του
έργου Βυζαντινά σκαλοπάτια[9] είναι
ένα δοξαστικό στην ομορφιά της χιώτικης γης και των βυζαντινών κτισμάτων της,
όπως η Νέα Μονή και η Παναγιά η Κρήνα. Με τη δημιουργική ανάπλαση της ιστορίας
και της παράδοσης, ο αναγνώστης “ζει” το χτίσιμο των ωραίων μνημείων, που
παίρνουν στο βιβλίο διαστάσεις μυστικές κι υψώνονται σαν παρομοίωση κι
αλληγορία. Οι δυνατές περιγραφές και η ρωμαλέα γλώσσα των διαλόγων μάς καλούν
να νιώσουμε τη φύση και τον κόσμο με όλες μας τις αισθήσεις και να δούμε την
τέχνη και την ομορφιά σαν βασικά στοιχεία της ζωής μας. Η φράση του νεαρού
τεχνίτη “Μάστορά μου, δεν χτίζω στο φως.
Πελεκώ το φως”[10], που
γίνεται και “μότο” στο βιβλίο, καθώς και το ερώτημα του Διλμπόη στο τέλος “Πότε η ψυχή της Χίου θα βρει τον άγγελό της
[…], για να της δώσει φως και ζωή αθανασίας”, είναι αξιο-μνημόνευτες φράσεις φιλοσοφίας και
αισθητικής.
Με το Αγιομαρκάκι, ουσιαστικά
ένα μυθιστόρημα σε τρεις αυτοτελείς τόμους[11], ο
συγγραφέας με αφηγηματική δύναμη, λογοτεχνική ωριμότητα αλλά και περίσσευμα
καρδιάς, περιγράφει πρόσωπα και γεγονότα μιας μοναστικής κοινότητας στη Χίο και
μαζί μ’ αυτά, μιας ολόκληρης τοπικής κοινωνίας, που παλεύει να επιβιώσει και να
δημιουργήσει, κάτω από τις σκληρές συνθήκες της τουρκοκρατίας τον 19ο
αιώνα, μέχρι και την 3η δεκαετία του 20ού. Γρήγορα ο
αναγνώστης κατανοεί γιατί τ’ Αγιομαρκάκι
τον ελκύει: “Μια κλειστή ομάδα, μια
κλειστή κοινωνία έστω και ιερή, προπαντός αυτή, είναι ολάκερος κι ακέραιος ένας
κόσμος”, ακούει να τον βεβαιώνει σοφά ένας ήρωας του έργου.
Η θελκτική γραφή μάς φέρνει κοντά
στον ασκητή του Α΄ τόμου, που παλεύει αναζητώντας την αλήθεια, ζωγραφισμένος
ώρες ώρες σαν το “φτωχούλη του Θεού” του Καζαντζάκη. Μας εντυπωσιάζει, στο Β΄
μέρος, ο Μικρασιάτης μοναχός που αγωνίζεται να επικρατήσει στην κοινότητά του η
αγάπη –αναρωτιέμαι πόσο το κατορθώνει- και διαβάζουμε έκπληκτοι για τ’
ανδραγαθήματα ενός άλλου συντρόφου του, που πρωταγωνίστησε στην απελευθέρωση
του νησιού το 1912. Στο Γ΄ μέρος, η σκηνή του χιώτικου μοναστηριού μεγαλώνει
και τα πρόσωπα πληθαίνουν με φόντο εικόνες από τη μετά το ’22 εποχή.
Και στα τρία αφηγήματα βιώνουμε την
ομορφιά της φύσης και την ευαισθησία του ανθρώπου-παρατηρητή. Παρ’ ότι τα μικρά
αποσπάσματα αδικούν τη γοητεία του συνόλου, θα αποτολμήσω την παράθεση δυο
κομματιών: “Ήταν Απρίλης. Ο ποταμός
Παρθένης, όλος κελαρύσματα απ’ τα βουνίσια νερά, που κατέβαιναν καθάρια και
τραγουδιστά. Πέρασαν βαρύ χειμώνα. […]. Tα δέντρα καθυστερημένα στο
βλάστημα, τώρα ανατίναζαν μια έκρηξη σμαραγδένια. Στους τράφους οι παπαρούνες
μάτωναν τις χιλιάδες χορταρικά [...]. Μύριζε η φρέσκια ρίγανη και πάνω απ’ όλα
ο μεγάλος ήλιος χρωμάτιζε τις πλαγιές [...]”.[12] Και το δεύτερο απόσπασμα:
“Από
το βορεινό ανοιχτό παράθυρο, παράτολμα και βιαστικά, όρμησε μέσα ένα
σπουργιτάκι, εκβιασμένο από την πείνα. Πήδησε χορευτά στο έδαφος, με κείνα τα
στρογγυλά ματάκια τούς αναμέτρησε με επιφύλαξη, άρπαξε πάνω στα πηδηχτά του δυο
τρία ψίχουλα απ’ την πρωινή αρτοκλασία και φρρρ, βολίδα, βρήκε ίσια μπροστά του
το ανοιχτό παράθυρο και πάει. Ο Πολύκαρπος που βρισκόταν κοντά, έκλεισε μαλακά
το τζάμι”[13].
Στο βιβλίο με τον ευρηματικό τίτλο Δημοκρατία
των ουρανών,[14] ένας
ασυμβίβαστος Κρητικός καλόγερος μάς οδηγεί από την πατρίδα του στο Άγιον Όρος και σε άλλους
ελληνικούς τόπους, όπου τον φέρνουν τα βήματά του, καθώς ζητάει να βρει την
ιδανική πολιτεία επί της γης. Το “ιστόρημα” είναι καταγγελία της υποκριτικής
ζωής των κατ’ όνομα χριστιανών και τραγούδι στην τιμιότητα και την αγάπη.
Στο διήγημα Ο Παρθενώνας είναι από πλαστικό,
ο συγγραφέας σε πρώτο πρόσωπο διηγείται ένα αληθινό περιστατικό και στηλιτεύει
τη σκληρότητα αλλά και την αμάθεια κάποιων οργάνων της εξουσίας στη σύγχρονη
ελληνική κοινωνία[15].
Ο
Μικρός Μέγας Αρσένιος[16]
είναι ένα αλλιώτικο μυθιστορηματικό κείμενο, με χρονικό και τοπικό πλαίσιο την
Αίγυπτο τον ταραγμένο 4ο μ. Χ. αιώνα. Παίρνοντας σαν αφορμή ο
Γεώργης Διλμπόης συγκεκριμένα ιστορικά και θεολογικά γεγονότα βρίσκει την
ευκαιρία να εμβαθύνει σε προβλήματα, που θίγει και σε άλλα έργα του: τη σχέση
κοσμικής εξουσίας και Εκκλησίας καθώς και την αγωνία ν’ αναζητεί ο άνθρωπος την
αλήθεια των πραγμάτων. Γίνεται ο “Αρσένιος” τελικά ένα είδος μανιφέστου που
απευθύνεται σε αναγνώστες με ανάλογα ενδιαφέροντα. Όταν ολοκλήρωσα τη μελέτη
του βιβλίου, διέκρινα έντονα θεατρικά στοιχεία: στη γλώσσα, τους διαλόγους των
προσώπων που προβάλλουν δυναμικά το χαρακτήρα και την ιδεολογία τους, στις
σκηνές και τις σκηνοθετικές οδηγίες του συγγραφέα -αφηγητή, καθώς και στις
περιγραφικές λεπτομέρειες της έκφρασης των προσώπων -ηθοποιών.
Τελευταίο αφηγηματικό έργο είναι η
συλλογή επτά διηγημάτων με τον κυριολεκτικό και μεταφορικό τίτλο Ανοικτές
θάλασσες[17]. Ο συγγραφέας διηγείται
λογοτεχνικά ιστορίες από παλιότερες εποχές μέχρι τις μέρες μας και βέβαια
εντυπωσιάζει όταν μιλάει για τους ανθρώπους της Ανατολής. Σπουδαίες περιγραφές
της θάλασσας, όμορφες απεικονίσεις συναισθημάτων, σάτιρα και χιούμορ για τις
ανθρώπινες αδυναμίες, προβολή του γενναίου φρονήματος. Να με τι καταπιάστηκε
στα τελευταία του διηγήματα ο πεζογράφος μας και ποιητής Γεώργης Διλμπόης, που
πρέπει να τονίσω πως έχει στο ενεργητικό του, εκτός απ’ όσα απαριθμήσαμε, και
είκοσι τρεις ποιητικές συλλογές.
Προσπαθώ να βρω την εικόνα που διαλέγει ο πεζογράφος για
τους ήρωές του: με έντονη κριτική
στάση παντού. στα
κοινωνικά δρώμενα, την Εκκλησία, την εξουσία. στη σώρευση του πλούτου.
Ξαναδιαβάζω για τους νόμους που πρέπει ν’ αλλάζουν κατά τις ανάγκες[18], για
τις “εξαναστάσεις”, όταν “αναπηδάνε στο φως οι λαχτάρες και οι τίμιες
ιδέες”, τότε που εμφανίζονται “παλληκάρια
που δικαιώνουν την ύπαρξη του ανθρώπου”. Κι ακόμα, για τον “ωραιοπαθή”, που
γίνεται εκπρόσωπος των αγωνιστών κι έτσι “διαφθείρεται
εύκολα ο αγώνας”[19]. Ο
συγγραφέας σαν τον Πλάτωνα προσπαθεί να ζωγραφίσει την επίγεια πολιτεία του, που όμως, μου φαίνεται
ότι και ο ίδιος δεν έχει ψευδαισθήσεις πως πρέπει να την ονομάσουμε ουτοπία.
Σκέφτομαι ξανά κι άλλα αποσπάσματα. Για την απληστία: “Η αγριάδα ξεκινά από το «έχω», το «κι άλλα θέλω»”[20]. Για
τους πνευματικούς ανθρώπους: “Αν οι μπροστάρηδες του Θεού ήταν τίμιοι,
τότε ποτέ πόλεμος, ποτέ αδικία, ποτέ βία, ποτέ δικτατορία”[21]. Και
για άλλες θεμελιακές αξίες: “Όσοι αγαπούν
την αλήθεια με πάθος, αγαπούν και την ελευθερία όμοια”[22]. Η αλήθεια, κεντρικό θέμα του Διλμπόη,
είναι παντοτινό ζητούμενο, ελευθερώνει, δείχνει καθαρή την αγάπη. Και ποιοι
είναι οι αληθινοί πρωταγωνιστές στη
ζωή; Μου θυμίζει τον Κόντογλου το κομμάτι αυτό του Διλμπόη: “Γεμάτος ο ναός του Θεού από μεγαλοπρεπείς
άρχοντες: [ήταν] μεροκαματιάρηδες και
τσομπάνοι, χωρικοί οργωμένοι απ’ τον κόπο και χωραΐτες πικραμένοι”[23].
Σε αντίστιξη με την αγωνιστικότητα,
οι κεντρικοί ήρωες του πεζογράφου στο βάθος αναζητούν την ισορροπία και την
πληρότητα. Η κατάφαση στην αληθινή ζωή,
η βίωση της χαράς και η απόλαυση της
ομορφιάς μέσα στην απλότητά της
είναι οι μεγάλοι πόθοι. Και, όλα, να χωράνε στο σύμπαν της αγάπης. “Ο θεός ένα νόμο έχει
κι ένα δρόμο ζωής δείχνει, την αγάπη. Τότε καρπίζει το αίσθημα, καρπίζει και ο
λόγος”, λέει ένας γέροντας[24]. “Ο θεός είναι αγάπη. Κι αν δεν ήταν αγάπη,
δεν θα ήταν θεός”[25]. Ο
άνθρωπος αγάλλεται μέσα στην ομορφιά της φύσης και “συνομιλεί” άμεσα μ’ αυτήν: “Ωραία νερά να κυλούν, και τα κρύσταλλα τ’
ουρανού καθάρια, να κοιτάζεις ώς τα μυστικά τους μάτια”[26]. - “Η ψυχή του άχνιζε και μοσχοβολούσε, όπως το
χώμα ύστερα από το πρωτοβρόχι”[27]. – “Δεκάδες καλοκουρντισμένα τζιτζίκια
τραγουδούσαν στις σκληρές αγουρίδες να μελώσουν. Δυο πολύχρωμοι συκοχλιοί[28] χρωμάτιζαν τα κλαδιά της γιγάντιας συκιάς,
παρατηρώντας μήπως κάποιος σκληρός ερινός ωρίμασε. Και οι φωνές των μοναχών
[…] ικέτευαν τον Άγιο […]” [29].
Ο Γεώργης Διλμπόης είναι ξεχωριστός
λογοτέχνης. Και βέβαια, δεν γράφει για το “τίποτα”, όπως μερικοί νεότεροι
συγγραφείς. Όλα τα γραφόμενά του έχουν το βάρος τους και κάθε σχήμα λόγου τη
λειτουργικότητά του - και την ποίησή
του. Γιατί “φωνάζουν” τα πεζά του πως τα έγραψε ένας ποιητής: με την τόλμη της
γλώσσας και των εικόνων, με τον εσωτερικό τους ρυθμό. Αυτό που πιθανόν κάποιος
να θεωρούσε ως αδυναμία, το ότι ο βιαστικός αναγνώστης, σε ελάχιστα σημεία,
ίσως δεν διακρίνει γρήγορα το υποκείμενο του λόγου ανάμεσα στα πρόσωπα,
οφείλεται στην έντονη ροή της στιχομυθίας, που ωθεί σε προσπάθεια αναζήτησης
και ανακάλυψης. Να υπογραμμίσω και άλλα θετικά στοιχεία του συγγραφέα:
απέριττοι διάλογοι, προσαρμογή του ύφους στα δρώμενα, χρήση πετυχημένων
νεολογισμών. Τα «πευκόχαρα» βουνά, η «απαλόκυμη» θάλασσα, ο «αλμυρισμένος»
άντρας που «ορθοκόρμησε» είναι δείγμα από δικές του κατασκευές που εμπλουτίζουν
τη γλώσσα. Και να προσθέσω τη γοητευτική εντύπωση της χιώτικης ντοπολαλιάς σε
πολλές του σελίδες.
Τα μεγάλα αφηγηματικά του έργα αποφεύγει ο πεζογράφος να τα χαρακτηρίσει
«μυθιστορήματα», δίνοντας έτσι έμφαση στα αληθινά γεγονότα που ιστορεί. Ο ίδιος
μάλιστα τεκμηριώνει την αφήγησή του με γραπτά και προφορικά ντοκουμέντα. Αν
ήθελε, είναι βέβαιο πως θα μπορούσε να διευρύνει κι άλλο την πλοκή και τη
δράση, εις βάρος βέβαια της ιστορικότητας. Αξιοπρόσεκτες είναι όμως η ποικιλία
και η εναλλαγή των χρονικών επιπέδων στη διήγηση.
………………………………………………………………………….
Θ’ άξιζε να μιλώ ώρα πολλή για την ποιότητα
της τέχνης του Διλμπόη. Όμως δεν είναι εμπόδιο μόνο το χρονικό όριο αυτής της
ομιλίας. Ο Σεφέρης ζητά τη “χάρη να μιλήσει απλά”, γιατί “το τραγούδι μας το
φορτώσαμε με τόσες μουσικές που σιγά σιγά
βουλιάζει”. Ας μιμηθώ λοιπόν τον Γεώργη
Διλμπόη στη λιτή του έκφραση και ας τελειώσω μ’ αυτή τη διαπίστωση: πως είναι
ένας μαχητής -λογοτέχνης με οικουμενικό πνεύμα αλλά ταυτόχρονα με γνήσια αγάπη
για τον τόπο του. πως
είναι ένας τίμιος κήρυκας του απλού και του ανθρώπινου και βέβαια, ένας ικανός
τεχνίτης του λόγου.
[1] Γιάννης Ψυχάρης (1854-1929). Με το
έργο Το ταξίδι μου (1888), ο Χιώτης
στην καταγωγή (γεννήθηκε στην Οδησσό) λογοτέχνης και γλωσσολόγος συνέβαλε
ιδιαίτερα στην εξέλιξη της πεζογραφίας των τελευταίων δεκαετιών του 19ου
αι. Η δημοσίευση του βιβλίου συνετέλεσε στην καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας
στον πεζό λόγο. Τα τελευταία έργα του Ψυχάρη είναι τα μυθιστορήματα Αγνή (1912) και Τα δυο
τριαντάφυλλα του Χάρου (1921) καθώς
και η συλλογή διηγημάτων Στον ίσκιο του
πλατάνου (1911). Για τον συγγραφέα και το έργο του βλ. μεταξύ των άλλων Π.
Μαστροδημήτρη, Εισαγωγή στη Νεοελληνική
Φιλολογία, Αθήνα 1990, ε΄ έκδ. και
Κ. Θ. Δημαρά, Ιστορία της Νεοελληνικής
Λογοτεχνίας, Αθήνα 1975, στ΄ έκδ.
[2] Γιώργος Θεοτοκάς (1905-1966). Ο
Χιώτης στην καταγωγή (γεννήθηκε στην Κωνσταντι-νούπολη) πεζογράφος
χρησιμοποίησε μοντέρνες αφηγηματικές τεχνικές προσπαθώντας να πλάσει ζωντανούς
ήρωες με σύγχρονους προβληματισμούς. Έγραψε αρκετά μυθιστορήματα (Αργώ, Δαιμόνιο, Λεωνής κ. ά.) και
θεατρικά έργα. Βλ. μεταξύ των άλλων Κ. Θ. Δημαρά, Ιστορία της Νεολληνικής
Λογοτεχνίας, ό. π.
[3] Γεννήθηκε στη Χίο το 1932. Σπούδασε
στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και στο Διδασκαλείο Μέσης
Εκπαίδευσης. Εργάστηκε στα σχολεία ως καθηγητής, διευθυντής και σχολικός
σύμβουλος. Είναι μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών.
[4] Άλλοι Χιώτες συγγραφείς που ασχολήθηκαν
με τον αφηγηματικό λόγο (διήγημα, νουβέλα, μυθιστόρημα, αφήγημα) και έχουν
εκδώσει σχετικά βιβλία είναι οι: Αγγελική Νικολοπούλου, Βασίλης Μερμηγκούσης,
Μάρκος Μαδιάς, Γιώργης Φράγκος, Γιώργης Κουλούρης, Πόπη Χαλκιά-Στεφάνου, Αργυρώ
Βαρλά. Επίσης οι: Φάνης Φαντέμης, Ανθίππη Φιαμού, Μαρία Μίμαρου, Αδαμάντιος
Λεμός, Γιάννης Ζαφείρης, Ελένη Συράκη. Ακόμη:
Νίκος Καββάδας, Γιώργος Κρόκος, Γεώργιος Γιαννακής, Παντελής Καρούσης, Γιάννης
Μιχαλάκης, Κωνσταντίνος Ξύδας, Τρύφων Παϊδούσης, Άγις Φωτεινός (Αγησίλαος
Κιτριλάκης). Υπάρχουν κάποιοι πεζογράφοι που εξέδωσαν βιβλία με άλλη
θεματολογία (θέατρο, παιδική λογοτεχνία κ.λ.π.) και άλλοι, τέλος, που έχουν
δημοσιεύσει τα αφηγηματικά έργα τους σε εφημερίδες ή περιοδικά.
[5] Πλήρη κατάλογο των έργων του Γ.
Διλμπόη μπορεί να δει κανείς στα βιβλία του, και μάλιστα στα τελευταία: Πετράδια, (2009), Έναν ποιητή, (2010), Βότσαλα (2011).
[6] Χίος 1964, α΄ έκδ., Αθήνα 1991,
β΄ έκδ., Αθήνα 2002, γ΄ έκδ., Αθήνα 2006, δ΄ έκδ.
[7] Τίτλος του: Τότε που ήμουν παλληκάρι.
[8] Σελ. 65 α΄ έκδ.
[9] Χίος 1970, α΄ έκδ., Χίος 2001, β΄ έκδ.
[10] Σελ. 52 α΄ έκδ.
Το Αγιομαρκάκι. Ο
Γαβριήλ της αγάπης και οι Τίμιοι της χαράς, Β΄ τόμος, Αθήνα 1987.
Το Αγιομαρκάκι. Ο Γαβριήλ της αγάπης και οι Τίμιοι της χαράς, Γ΄ τόμος, Αθήνα 1988.
Προδημοσίευση ενός
εκτεταμένου αποσπάσματος του έργου (ως πρώτη γραφή, με κάποιες διαφορές
από την έκδοση του 1987) έγινε σε
ιδιαίτερο βιβλίο με τον τίτλο Το
Αγιομαρκάκι, (Ο Ιγνάτιος). Ελευθέρια Χίου (Χίος 1972).
[12] Σελ. 22, Α΄ τόμ.
[13] Σελ. 302, Β΄ τόμ.
[14] Αθήνα 1980 (εκτύπωση 1981).
[15] Αθήνα 1986.
[16] Χίος 2003.
[17] Χίος 2008.
[19] Ό. π., σελ. 151-152.
[23] Ό. π., σελ. 55.
[24] Ό. π., σελ. 44.
[25] Ό. π., σελ. 175.
[28] Συκοφάγος ή συκολόγος. Μελωδικό πουλί
με κυρίαρχο το λαμπερό κίτρινο χρώμα.
Η ομιλία εκφωνήθηκε το Σάββατο 2 Ιουνίου 2012 στα πλαίσια διημερίδας με θέμα "Στο βηματισμό της Ιστορίας του τόπου μας", η οποία είναι ενταγμένη στις εκδηλώσεις των εορτασμών των 100 χρόνων των ελευθερίων της Χίου από τους Οθωμανούς.Η διημερίδα τελέστηκε υπό την αιγίδα της Περιφερειακής Ενότητας Χίου, πραγματοποιήθηκε την Παρασκευή 1 και το Σάββατο 2 Ιουνίου 2012 στην αίθουσα της Περιφερειακής Ενότητας Χίου "Μιχαήλ Βουρνούς" και οργανώθηκε από τον Σύλλογο Φίλων Βιβλιοθήκης Κοραή Χίου
Σωστά και όμορφα όλα. Ιδιαίτερη μνεία θα έκανα στο "Δείνον Άστυ". Εκεί ο Ποιητής- Συγγραφέας δίδει τα δεινά του σύγχρονου ανθρώπου με μια απαράμιλλη γλύκα και θλίψη που αναστατώνει την ψυχή.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣωστά και όμορφα όλα. Ιδιαίτερη μνεία θα έκανα στο "Δείνον Άστυ". Εκεί ο Ποιητής- Συγγραφέας δίδει τα δεινά του σύγχρονου ανθρώπου με μια απαράμιλλη γλύκα και θλίψη που αναστατώνει την ψυχή.
ΑπάντησηΔιαγραφή