«Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί,
ὅτι κλείετε τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων·
ὑμεῖς γὰρ οὐκ εἰσέρχεσθε, οὐδὲ τοὺς εἰσερχομένους ἀφίετε εἰσελθεῖν».
Κατά Ματθαίον, κεφ. 23, στ. 14.
«Με τρομάζεις ακόμα, οπαδέ της ομάδας,
του κόμματος σκύλε, της οργάνωσης μάγκα,
διερμηνέα του Θεού, ρασοφόρε γκουρού,
τσολιαδάκι φτιαγμένο, προσκοπάκι χαμένο...
Προσεύχεσαι και σκοτώνεις, τραυλίζεις ύμνους οργής,
έχεις πατρίδα το φόβο, γυρεύεις να βρεις γονείς,
μισείς τον μέσα σου ξένο κι όχι, δεν καταλαβαίνω,
δεν ξέρω πού πατώ και πού πηγαίνω...».
του κόμματος σκύλε, της οργάνωσης μάγκα,
διερμηνέα του Θεού, ρασοφόρε γκουρού,
τσολιαδάκι φτιαγμένο, προσκοπάκι χαμένο...
Προσεύχεσαι και σκοτώνεις, τραυλίζεις ύμνους οργής,
έχεις πατρίδα το φόβο, γυρεύεις να βρεις γονείς,
μισείς τον μέσα σου ξένο κι όχι, δεν καταλαβαίνω,
δεν ξέρω πού πατώ και πού πηγαίνω...».
Πατρίδα, Αλκίνοος Ιωαννίδης
Το συγκλονιστικό τούτο τραγούδι του σπάνια χαρισματικού Αλκίνοου Ιωαννίδη, είναι στη παράλογη εποχή μας επίκαιρο παρά ποτέ… Γεμίσαμε από υποκριτές και φαρισαίους… Από φανατικούς και μισανθρώπους κάθε απόχρωσης… Κατήγοροι κάθε διαφορετικού… Εκμεταλλευτές σωμάτων… Έμποροι ψυχών… Χριστέμποροι… Εγκληματίες κατά της ίδιας της ύπαρξης, κατά της ίδιας της ζωής, καθώς αφήνουν ανθρώπους ανάπηρους στη ψυχή και στο σώμα… Και το χειρότερο είναι πως τα κρούσματα αυτά του χριστιανοφασισμού, θα αυξάνονται ολοένα, εκμεταλλευόμενα την οικονομική κρίση και τους φόβους των ανθρώπων… Η παράνοια καθημερινά κερδίζει έδαφος έναντι της καρδιάς…
Με τούτους τους συγκλονιστικούς στίχους του, ο Αλκίνοος Ιωαννίδης εκφράζει στο ακέραιο και με τον ομορφότερο τρόπο την αρρωστημένη κατάσταση της ηθικιστικής ομαδοποίησης, μα και την αντίσταση προς αυτή την αρρωστημένη κατάσταση. Τη δυσάρεστη αυτή πραγματικότητα του φανατισμού, περιγράφει μοναδικά ο Αλκίνοος Ιωαννίδης στο συγκλονιστικό τραγούδι του Πατρίδα. Εκεί όπου το ανθρώπινο πρόσωπο μετατρέπεται σε άβουλη μάζα, εκεί που ο άνθρωπος μετατρέπεται σε κοπάδι. Κάθε «διερμηνέας του Θεού», κάθε «ρασοφόρος γκουρού» προσπαθεί να εκμεταλλευτεί τους υπαρξιακούς φόβους των ανθρώπων, γεμίζοντάς του τη ζωή με φαντάσματα και με ασήκωτες και απάνθρωπες ενοχές που δεν βασίζονται σε καμιά Ορθόδοξη σκέψη, παρά μονάχα στη δική του αιρετική μισαλλοδοξία, οργανώνοντας έτσι το δικό του κοπάδι, προς εξυπηρέτηση των ιδιοτελών σκοπών του. Κάθε οπαδός, ακολουθεί τυφλά τις εντολές του δυνάστη του, παραδίδοντας στα χέρια του δυνάστη, αυτό που τον κάνει αληθινό άνθρωπο… Την ελευθερία του… Καθένας κάπου θα συναντήσει τον ίδιο του τον εαυτό, είτε ως δυνάστη, είτε ως δυναστευόμενο, είτε ως καταπιεστή είτε ως καταπιεζόμενο, είτε ως θύτη, είτε ως θύμα. Εκεί όπου η ανοχή είναι ανύπαρκτη και δεν χωρά καμία αγάπη, παρά μόνο η μισαλλοδοξία. Η ιαχή «ας μείνουμε στη παράδοση», εξασφαλίζει μέσα τους τη φαινομενική ασφάλεια. Μα η παράδοση δημιουργείται για να την εκφράσουμε με το να τη πάμε ακόμη πιο πέρα, να γίνει μέσα μας ένα δημιουργικό μέγεθος ζωής και όχι μια στείρα πραγματικότητα ανυπαρξίας και θανάτου. Ο άνθρωπος μετατρέπεται τότε σε άβουλο ον δίχως ανθρώπινα χαρακτηριστικά… Το ανθρώπινο πρόσωπο μετατρέπεται σε ουδέτερο προσωπείο, ενώ αντιθέτως κάθε άνθρωπος αποτελεί μοναδική και ανεπανάληπτη προσωπικότητα στη σκέψη της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Αγάπη πουθενά. Μίσος στο βλέμμα για κάθε τι διαφορετικό… Η μάσκα και το προσωπείο του θρησκευόμενου που διασπά κάθε κοινωνία… Που παραμορφώνει κάθε πραγματικότητα… Που παραποιεί τους αληθινούς λόγους των Πατέρων της Εκκλησίας για να δικαιολογήσει τη δική του αίρεση… «Το πρόσωπο του τέρατος που όσο το πολεμάμε του μοιάζουμε» και «το μυαλό της κότας», όπως έλεγε ο μέγας Μάνος Χατζιδάκις: «Όποιος δεν φοβάται το πρόσωπο του τέρατος, πάει να πει ότι του μοιάζει. Και η πιθανή προέκταση του αξιώματος είναι, να συνηθίσουμε τη φρίκη, να μας τρομάζει η ομορφιά.
[...] Από την ώρα που ο Frankenstein γίνεται στόλισμα νεανικού δωματίου, o κόσμος προχωράει μαθηματικά στην εκμηδένιση του. Γιατί δεν είναι που σταμάτησε να φοβάται, αλλά γιατί συνήθισε να φοβάται. Κι εγώ με τη σειρά μου δεν φοβάμαι τίποτα περισσότερο, απ το μυαλό της κότας. Απ’ το να υποχρεωθώ να συνομιλήσω με μια κότα ή μ’ ένα σκύλο, ή τέλος πάντων, μ’ ένα ζώο δυνατό πού βρυχάται. Τι να τους πω και πώς να τους το πω; Και μήπως δεν είναι εξευτελισμός, αν επιχειρήσω να μεταφράσω ή να καλύψω τις σκέψεις μου, κάτω από φράσεις απλοϊκές και ηλίθια νοήματα, για να καθησυχάσω τυχόν τη φιλυποψία μιας κότας, που όμως έχει άνωθεν τοποθετηθεί για να μας ελέγχει και να μας καθοδηγεί; Η υποταγή ή ο εθισμός σε μια τέτοια συνύπαρξη, ή συνδιαλλαγή, δεν προκαλεί τον κίνδυνο της αφομοίωσης ή της λήθης, του πώς πρέπει, του πώς οφείλουμε να σκεφτόμαστε, να πράττουμε και να μιλάμε; Αναμφισβήτητα αρχίσαμε να το ανεχόμαστε. Και η ανοχή, πολλαπλασιάζει τα ζώα στη δημόσια ζωή, τα ισχυροποιεί και τα βοήθα να συνθέσουν με ακρίβεια τη μορφή του τέρατος, που προΐσταται, ελέγχει και μας κυβερνά.
Το τέρας σχηματίζεται από τα ζώα κι απ’ τους εχθρούς.
Θα σας θυμίσω μια συνομιλία τότε, μέσα στη τάξη του σχολείου. Με πλησιάζει ένας ψηλός συμμαθητής, μ ένα δυσάρεστο έκζεμα στο δέρμα του προσώπου του, στραβή τη μύτη και ξεθωριασμένα τα μαλλιά του, ακατάστατα. Ήταν η πρώτη μέρα της σχολικής χρονιάς.
- Πώς λέγεσαι, ρωτάει, ενώ πλάι του είχαν σταθεί αμίλητοι δυο άλλοι, δικοί του φίλοι.
- Βασίλης, του απαντώ.
- Και που μένεις, εκείνος εξακολουθεί.
- Πάνω στο λόφο, του λέω και τον κοιτώ στα μάτια. Εκείνος χαμογέλασε κι άφησε να φανούν τα χαλασμένα δόντια του. Μου λέει:
- Εγώ μένω στην απέναντι όχθη. Είσαι λοιπόν εχθρός. Και μου δίνει μια στο κεφάλι με το χέρι του, που με πονάει ακόμα τώρα σαν το θυμηθώ. Τον κοιτάζω έτοιμος να κλάψω. Μα συγκρατιέμαι. Αυτός σκάει στα γέλια και χάνεται. Προς το παρόν. Γιατί θα τον ξαναδώ: Εισπράκτορα, εκπαιδευτή στο στρατό, τηλεγραφητή, κλητήρα στο υπουργείο, αστυνόμο, μουσικό στην ορχήστρα, παπά στην ενορία, συγκάτοικο στην πολυκατοικία, γιατρό σε κρατικό νοσοκομείο και τέλος νεκροθάφτη, όταν πετύχει να με θάψει.
[...] Πώς θ αντιδράσουμε και πώς δε θα συμβιβαστούμε με το τέρας;
[...]».[1] Πώς να μιλήσεις λοιπόν σε μια κότα; Γιατί το μυαλό ενός φανατισμένου δεν απέχει και πολύ από το μυαλό της κότας… Η μόνη διαφορά τους είναι πως μια κότα δε μισεί τους πάντες… Μ’ έναν φανατικό πώς να έλθεις σε κοινωνία; Πώς να αρθρώσεις λόγο μ’ έναν άνθρωπο που έχασε το ανθρώπινο πρόσωπό του και φορά προσωπείο; Πώς να έλθεις σε κοινωνία αγάπης με κάποιον που το μόνο που έμαθε είναι να μισεί… Κι’ όμως ο Χριστός μονάχα με τους υποκριτές και με τους Φαρισαίους τα έβαλε… Με κανέναν άλλον… Τους αμαρτωλούς τους αγάπησε και τους πόνεσε έως θανάτου… Για εκείνους πέθανε πάνω στο Σταυρό και αναστήθηκε διαλύοντας τα σκοτάδια του Άδη…
[...] Από την ώρα που ο Frankenstein γίνεται στόλισμα νεανικού δωματίου, o κόσμος προχωράει μαθηματικά στην εκμηδένιση του. Γιατί δεν είναι που σταμάτησε να φοβάται, αλλά γιατί συνήθισε να φοβάται. Κι εγώ με τη σειρά μου δεν φοβάμαι τίποτα περισσότερο, απ το μυαλό της κότας. Απ’ το να υποχρεωθώ να συνομιλήσω με μια κότα ή μ’ ένα σκύλο, ή τέλος πάντων, μ’ ένα ζώο δυνατό πού βρυχάται. Τι να τους πω και πώς να τους το πω; Και μήπως δεν είναι εξευτελισμός, αν επιχειρήσω να μεταφράσω ή να καλύψω τις σκέψεις μου, κάτω από φράσεις απλοϊκές και ηλίθια νοήματα, για να καθησυχάσω τυχόν τη φιλυποψία μιας κότας, που όμως έχει άνωθεν τοποθετηθεί για να μας ελέγχει και να μας καθοδηγεί; Η υποταγή ή ο εθισμός σε μια τέτοια συνύπαρξη, ή συνδιαλλαγή, δεν προκαλεί τον κίνδυνο της αφομοίωσης ή της λήθης, του πώς πρέπει, του πώς οφείλουμε να σκεφτόμαστε, να πράττουμε και να μιλάμε; Αναμφισβήτητα αρχίσαμε να το ανεχόμαστε. Και η ανοχή, πολλαπλασιάζει τα ζώα στη δημόσια ζωή, τα ισχυροποιεί και τα βοήθα να συνθέσουν με ακρίβεια τη μορφή του τέρατος, που προΐσταται, ελέγχει και μας κυβερνά.
Το τέρας σχηματίζεται από τα ζώα κι απ’ τους εχθρούς.
Θα σας θυμίσω μια συνομιλία τότε, μέσα στη τάξη του σχολείου. Με πλησιάζει ένας ψηλός συμμαθητής, μ ένα δυσάρεστο έκζεμα στο δέρμα του προσώπου του, στραβή τη μύτη και ξεθωριασμένα τα μαλλιά του, ακατάστατα. Ήταν η πρώτη μέρα της σχολικής χρονιάς.
- Πώς λέγεσαι, ρωτάει, ενώ πλάι του είχαν σταθεί αμίλητοι δυο άλλοι, δικοί του φίλοι.
- Βασίλης, του απαντώ.
- Και που μένεις, εκείνος εξακολουθεί.
- Πάνω στο λόφο, του λέω και τον κοιτώ στα μάτια. Εκείνος χαμογέλασε κι άφησε να φανούν τα χαλασμένα δόντια του. Μου λέει:
- Εγώ μένω στην απέναντι όχθη. Είσαι λοιπόν εχθρός. Και μου δίνει μια στο κεφάλι με το χέρι του, που με πονάει ακόμα τώρα σαν το θυμηθώ. Τον κοιτάζω έτοιμος να κλάψω. Μα συγκρατιέμαι. Αυτός σκάει στα γέλια και χάνεται. Προς το παρόν. Γιατί θα τον ξαναδώ: Εισπράκτορα, εκπαιδευτή στο στρατό, τηλεγραφητή, κλητήρα στο υπουργείο, αστυνόμο, μουσικό στην ορχήστρα, παπά στην ενορία, συγκάτοικο στην πολυκατοικία, γιατρό σε κρατικό νοσοκομείο και τέλος νεκροθάφτη, όταν πετύχει να με θάψει.
[...] Πώς θ αντιδράσουμε και πώς δε θα συμβιβαστούμε με το τέρας;
[...]».[1] Πώς να μιλήσεις λοιπόν σε μια κότα; Γιατί το μυαλό ενός φανατισμένου δεν απέχει και πολύ από το μυαλό της κότας… Η μόνη διαφορά τους είναι πως μια κότα δε μισεί τους πάντες… Μ’ έναν φανατικό πώς να έλθεις σε κοινωνία; Πώς να αρθρώσεις λόγο μ’ έναν άνθρωπο που έχασε το ανθρώπινο πρόσωπό του και φορά προσωπείο; Πώς να έλθεις σε κοινωνία αγάπης με κάποιον που το μόνο που έμαθε είναι να μισεί… Κι’ όμως ο Χριστός μονάχα με τους υποκριτές και με τους Φαρισαίους τα έβαλε… Με κανέναν άλλον… Τους αμαρτωλούς τους αγάπησε και τους πόνεσε έως θανάτου… Για εκείνους πέθανε πάνω στο Σταυρό και αναστήθηκε διαλύοντας τα σκοτάδια του Άδη…
Το επιθυμητό ζητούμενο δεν είναι η στερέωση μιας αναιμικής θεολογίας ή μιας ανεδαφικής φιλοσοφίας, τουτέστιν μιας άκρως θεωρητικής συνάφειας άνευ ζωής, αλλά η ύπαρξη ενός ισχυρού βιώματος, όπου μπορεί να συγκλονίσει την ύπαρξη και να την οδηγήσει και πάλι στη ζωή. Μια ύπαρξη η οποία θα είναι πάντα ανοιχτή στο θαύμα. Το ποθητό ζητούμενο είναι να μεταφερθούμε από το προσωπείο στο πρόσωπο. Να γίνει η Θεολογία μας λόγος ζωής, η ίδια η Ζωή και όχι θάνατος. Να σταματήσουμε το θάνατο του αιρετικού φανατισμού που κλείνει τη Βασιλεία των Ουρανών στους ανθρώπους. Η αληθινή Εκκλησία του Χριστού όμως αγκαλιάζει τους πάντες, δεν είναι καρικατούρα, δεν είναι κλειστή κάστα για εθνικόφρονες και «γνήσιους ορθοδόξους»… Αγκαλιάζει ολάκερο το Σύμπαν… Γιατί ολόκληρο το Σύμπαν είναι δημιουργία του Θεού. Είναι σώμα Χριστού Ζώντος… Του Χριστού που κρύβουν από τους ανθρώπους… Του Χριστού που κλείνουν τους δρόμους που άνοιξε… Του Χριστού που σταυρώνουν καθημερινά… Αφού σταυρώνουν στο άγιο όνομά του, οποιονδήποτε άνθρωπο που δεν τους μοιάζει… Του Χριστού που παρά το πείσμα των καιρών και των ανόητων φανατικών θα συνεχίζουμε ν’ ανασταίνουμε μέσα στη καρδιά μας…
Στον π. Χαράλαμπο Παπαδόπουλο, τον π. Λίβυο της καρδιάς μας, αφιερωμένο με αγάπη βαθιά και με την ελπίδα πως θα συνεχίσει να μαρτυρά στους ανθρώπους που διψούν για Θεό και για τη συνάντηση με τον άνθρωπο, το φως και την αγάπη του Εσταυρωμένου Έρωτα…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου