Aν δὲν εἶχα γίνει Ὀρθόδοξος, δὲν ξέρω ἂν θὰ εἶχα κατορθώσει νὰ ζῶ. Οὔτε τὸ ἕνα πόδι δὲν μπορῶ νὰ ἀπομακρύνω ἀπὸ τὸ ἄλλο, παρὰ μόνο μέσα σ’ αὐτὸ τὸ γλυκύτατο φῶς, μέσα ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μὲ δίδαξε νὰ βλέπω τὸ Χριστό, κάθε ἀνθρώπινο πρόσωπο, κάθε χορταράκι ὅπως τοὺς ἀστερισμοὺς τοῦ οὐρανοῦ. Γιατὶ μὲ δίδαξε ὅτι καὶ οἱ ἀστερισμοὶ οἱ πιὸ ἀπόμακροι καθρεφτίζονται στὸ πρόσωπο ἐκείνου ἢ ἐκείνης ποὺ ἀγαπῶ». ( Ὀλιβιὲ Κλεμάν, «Ὀρθοδοξία καὶ πολιτική», ἐκδόσεις Μήνυμα, Ἀθήνα 1985, μετάφραση-ἐπιμέλεια Γιάννης Λάππας-Γιάννης Ζερβός).
Ἔτσι ξεκίνησε ὁ Ὀλιβιὲ Κλεμὰν τὴν ὁμιλία του στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ Ἀθηνῶν μὲ θέμα «Ὀρθοδοξία καὶ πολιτική», τὴν 14η Δεκεμβρίου 1984, ποὺ διοργάνωνε ἡ φοιτητικὴ κίνηση ΧΣΚ (Χριστιανοσοσιαλιστικὴ Σπουδαστικὴ Κίνηση), προσκείμενη στὴ Χριστιανικὴ Δημοκρατία. Μὲ φροντίδα τῆς κίνησης εἶχε προσκληθεῖ ὁ Κλεμὰν στὴν Ἑλλάδα. Τὴν προηγουμένη, εἶχε ἤδη μιλήσει μὲ τὸ ἴδιο θέμα στὴ Θεσσαλονίκη. Ἔμεινε στὴν Ἑλλάδα ὣς τὶς 17 Δεκεμβρίου. Στὸ διάστημα αὐτό, ὁ ὑποφαινόμενος εἶχα τὴν εὐκαιρία νὰ γνωριστῶ καὶ νὰ συζητήσω ἀπευθείας μαζί του γιὰ λίγες μέρες. Ἔκαναν ἀμέσως ἐντύπωση ἡ ποιητικότητα τοῦ λόγου του, ἀλλὰ καὶ ἡ εὐρύτητα τῆς προσωπικότητάς του.
Ἔτσι ξεκίνησε ὁ Ὀλιβιὲ Κλεμὰν τὴν ὁμιλία του στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ Ἀθηνῶν μὲ θέμα «Ὀρθοδοξία καὶ πολιτική», τὴν 14η Δεκεμβρίου 1984, ποὺ διοργάνωνε ἡ φοιτητικὴ κίνηση ΧΣΚ (Χριστιανοσοσιαλιστικὴ Σπουδαστικὴ Κίνηση), προσκείμενη στὴ Χριστιανικὴ Δημοκρατία. Μὲ φροντίδα τῆς κίνησης εἶχε προσκληθεῖ ὁ Κλεμὰν στὴν Ἑλλάδα. Τὴν προηγουμένη, εἶχε ἤδη μιλήσει μὲ τὸ ἴδιο θέμα στὴ Θεσσαλονίκη. Ἔμεινε στὴν Ἑλλάδα ὣς τὶς 17 Δεκεμβρίου. Στὸ διάστημα αὐτό, ὁ ὑποφαινόμενος εἶχα τὴν εὐκαιρία νὰ γνωριστῶ καὶ νὰ συζητήσω ἀπευθείας μαζί του γιὰ λίγες μέρες. Ἔκαναν ἀμέσως ἐντύπωση ἡ ποιητικότητα τοῦ λόγου του, ἀλλὰ καὶ ἡ εὐρύτητα τῆς προσωπικότητάς του.
Ἤμασταν πληροφορημένοι ὅτι ἐνῷ εἶχε μεγαλώσει ἄθεος, βαπτίσθηκε στὴ συνέχεια Ὀρθόδοξος ἐπηρεασμένος ἀπὸ τοὺς Ρώσους θεολόγους τῆς Διασπορᾶς, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἐγκαταλείψει τὴν πατρίδα τους μετὰ τὴν ἐπικράτηση τῆς Ὀκτωβριανῆς Ἐπανάστασης. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ καὶ μόνο ἐνίσχυσε τὸ δικό μας φρόνημα ὡς Ὀρθοδόξων, ἀφοῦ ἕνας διανοούμενος, γεννημένος καὶ μεγαλωμένος σὲ μὴ Ὀρθόδοξο περιβάλλον, εἶχε συνειδητὰ ἐπιλέξει τὴν Ὀρθοδοξία,ὕστερα ἀπὸ ποικίλες ἀναζητήσεις, ἀκόμη καὶ στὶς ἀσιατικὲς θρησκεῖες.
Τὸ γεγονὸς αὐτὸ εἶχε ἰδιαίτερη σημασία τὴν περίοδο ἐκείνη τοῦ πρώτου μισοῦ τῆς δεκαετίας τοῦ ’80, κατὰ τὴν ὁποία Ὀρθοδοξοι διανοούμενοι εἶχαν ἀρχίσει νὰ καλοῦνται στὰ Πανεπιστήμια, νὰ ἔχουν εὐρύτερη ἀπήχηση καὶ νὰ ἀμφισβητεῖται ἡ πρωτοκαθεδρία τῶν μαρξιστικοῦ κατεστημένου, τὸ ὁποῖο κυριαρχοῦσε ἀπὸ τὴ μεταπολίτευση.
Ὁ Ὀλιβιὲ Κλεμὰν γεννήθηκε στὴ νότια Γαλλία τὸ 1921 (περιοχὴ Σεβέν) ἔζησε σὲ περιβάλλον ἀποχριστιανοποιημένο. Στὴ Γαλλία, τὸ Ρωμαιοκαθολικὸ δόγμα δὲν εἶχε παλλαϊκὴ ἀποδοχή. Σὲ πολλὲς περιφέρειες τῆς χώρας εἶχε ἐπικρατήσει εἴτε ὡς κρατικὴ θρησκεία, εἴτε ὡς θρησκεία τῶν ἀνωτέρων κοινωνικῶν τάξεων. Ὁ ἴδιος ὁ Κλεμὰν ἐπεσήμανε ὅτι πολλὲς ρωμαιοκαθολικὲς ἐκκλησίες στὴ νότια Γαλλία ἔφεραν ἕναν ἥλιο, σύμβολο τοῦ Λουδοβίκου ΙΔ΄ («Roi-Soleilβασιλέως Ἡλίου»), ὁ ὁποῖος στὰ πλαίσια τῆς ἐπιβολῆς τῆς ἀπόλυτης μοναρχίας, ἐπέβαλε καὶ τὸ δικό του δόγμα ὡς μέσο κυριαρχίας.
Ἐπηρεασμένος, προφανῶς, ἀπὸ τὴν ἀρνητικὴ παράδοση στὴ δυτικὴ Εὐρώπη, ἀλλὰ καὶ στὴ χώρα του μὲ ἀποκορύφωμα τὴ «νύχτα τοῦ Ἁγίου Βαρθολομαίου», τονίζει: «Γνωρίζετε, βέβαια, τὸ πιὸ πεζὸ ἐπιχείρημα τῶν ἀθέων: Γιατί ὁ Θεὸς δὲν τὰ ρυθμίζει ὅλα αὐτὰ ἀφοῦ εἶναι παντοδύναμος; Εἶναι παντοδύναμος ὁ Θεός. Ἀλλὰ ἡ δύναμή του δὲν εἶναι αὐτὴ τῶν δικτατόρων καὶ τῶν δημίων, οὔτε κἂν ἡ δύναμη ποὺ μπορῶ νὰ ἀσκήσω μέσα στὸ μίσος μου. Ἡ παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ εἶναι –κι ἐδῶ χρησιμοποιῶ ὅρο δυσκολομετάφραστο ποὺ θέλει ἀνάλυση- ἡ Ἀγάπη.» (ὅ.π. σελ.11).
Κατὰ συνέπεια, ὑπῆρχαν στὴ Γαλλία οἱ προϋποθέσεις, ὄχι μόνο νὰ ἀποξενωθεῖ τμῆμα τοῦ λαοῦ ἀπὸ τὴν ἐπίσημη θρησκεία, ἀλλὰ καὶ νὰ γίνει ἀποδεκτὸς ὁ πλήρης χωρισμὸς Κράτους-Ἐκκλησίας ποὺ ἐπῆλθε μὲ νόμο τοῦ 1905 καὶ ἰσχύει μέχρι σήμερα, μὲ ἐξαίρεση τὴν περιοχὴ ἈλσατίαςΛωραίνης.
Ἀξίζει νὰ ἀναφερθοῦμε στὴν ἀπάντηση ποὺ ἔδωσε ὁ Ὀλιβιὲ Κλεμὰν σὲ ἐρώτηση γιὰ τὶς σχέσεις Κράτους-Ἐκκλησίας, ποὺ τοῦ ἔγινε στὴ Θεσσαλονίκη:
«Οἱ σχέσεις Ἐκκλησίας καὶ Κράτους δὲν ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ Κράτος. Ἡ Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ νὰ μιλήσει παρὰ μόνο γιὰ ἐλευθερία. Ἃν τὸ Κράτος ζητήσει τὴ συμβολή της, τότε ἔχει καλῶς. Πιστεύω ὅτι ἡ ἀποστολὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ ταυτόχρονη ἄσκηση κριτικῆς καὶ προσπάθεια ἔμπνευσης. Ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ μιὰ κριτικὴ ἀνελέητη, ἀλλὰ ὄχι φατριαστική. Νὰ ὑποδείξει ποῦ εἶναι ὁ πόνος καὶ τὰ προβλήματα. Ὅλα τοῦτα πρέπει νὰ τὰ πεῖ ἡ Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία πρέπει νὰ εἶναι ἡ συνείδηση τῆς κοινωνίας» (ὅ.π. σελ 42-43), ἐνῷ σὲ ἕνα σημεῖο τῆς ὁμιλίας του τονίζει, ἀναφερόμενος στὰ καθήκοντα τῶν Χριστιανῶν: « Ἃν δὲν ὑπάρχει ψωμὶ γιὰ ὅποιον πεθαίνει ἀπὸ τὴν πείνα, ἂν δὲν ὑπάρχει ἐλευθερία γιὰ τὸν πολιτικὸ κρατούμενο, αὐτὰ εἶναι σημάδια ὅτι ἡ χριστιανκή μας δράση ψεύδεται πρὸς τὸ πνεῦμα» (ὅ.π. σελ 17).
Οἱ μεταρρυθμίσεις τῆς Γαλλικῆς Ἐπανάστασης, ποὺ ὁλοκλήρωσαν τὴ συγκεντροποίηση τοῦ γαλλικοῦ κράτους, σύμφωνα μὲ τὶς ἰακωβινικὲς ἀντιλήψεις, ἦταν συνέχεια τοῦ συγκεντρωτισμοῦ τῆς ἀπόλυτης Μοναρχίας. Ἡ κατάσταση αὐτὴ ὑπῆρξε καταθλιπτικὴ γιὰ τὴν ἰδιαιτερότητα τῶν περιφερειῶν καὶ ἰδίως τῆς νότιας Γαλλίας ἀπὸ τὴν ὁποία προερχόταν ὁ Ὀλιβιὲ Κλεμάν.
Ἡ νότια Γαλλία εἶχε ἀρκετὲς ἰδιαιτερότητες σὲ σχέση μὲ τὴ βόρεια καὶ ἰδίως τὴν περιοχὴ τοῦ Παρισιοῦ. Ἀκόμα καὶ ἡ γλώσσα ποὺ μιλιόταν ἦταν διαφορετική, πιὸ κοντινὴ στὰ λατινικὰ ἀπὸ τὶς βόρειες διαλέκτους. Πολιτιστικά, εἶναι πιὸ κοντὰ στὴ Μεσόγειο.
Στὰ πλαίσια τῆς παραμονῆς τοῦ Ὀλιβιὲ Κλεμὰν στὴν Ἑλλάδα, πραγματοποιήθηκε καὶ ἐκδρομὴ στὴν περιοχὴ τῆς Ἁλιάρτου, ὅπου ἐπισκεφθήκαμε τὸ μοναστήρι τῆς Εὐαγγελίστριας. Τοῦ εἶχε κάνει ἐντύπωση τὸ τοπίο, ποὺ τοῦ θύμιζε τὸν τόπο καταγωγῆς του.
Ἦταν ἰδιαίτερα προσιτὸς στοὺς νέους, στοὺς ὁποίους ἀπευθυνόταν μὲ ἀγάπη καὶ ζεστασιά, μὲ λόγο συγχρόνως πνευματικὸ καὶ σύγχρονο. Χαρακτηριστικὴ εἶναι ἡ παρακάτω προσέγγισή του, σὲ ἀνύποπτο χρόνο, ἡ ὁποία παραμένει τόσο ἐπίκαιρη καὶ στὴ χώρα μας, ἰδίως μετὰ τὰ γεγονότα τοῦ περασμένου Δεκεμβρίου:
«Οἱ καλύτεροι ψυχολόγοι, οἱ καλύτεροι παιδαγωγοί σήμερα, εἶναι ρητοί: ἡ ἀνταρσία τῶν ἐφήβων προέρχεται ἀπό τὸ γεγονός ὅτι ἀπογοητεύθηκαν κατάβαθα ἀπὸ τὸν ὥριμο ἀπόντα πατέρα ἢ πατέρα χαμένο, ποὺ γίνεται περιοδικά «flic». Ἀλλ’ ἂς ἐμφανιστεῖ ἕνας ἄνθρωπος λιγάκι αὐθεντικός, ἕνας ἀληθινὰ ὥριμος, καὶ τότε ὅλες οἱ λιγοθυμισμένες ἀνάγκες τοῦ θαυμασμοῦ καὶ σεβασμοῦ θὰ τὸν ἀγκαλιάσουν. Ἡ ἀνταρσία τοῦ ἐφήβου ἐναντίον τοῦ πατέρα δὲν εἶναι, γενικά, ἡ ἄρνηση τῆς οὐσίας τῆς πατρότητας. Εἶναι ἡ ἀναζήτηση μιᾶς ἄλλης πατρότητας, μιᾶς πατρότητας ποὺ θὰ τὴν διάλεγε καὶ ποὺ δὲν θὰ ἐπιβάλλονταν, μιᾶς πατρότητας συνδεμένης μὲ τὴν ἐλευθερία μὲ ἕναν ἀδελφικὸ δεσμό, μιᾶς πατρότητας γιὰ τὴ μύηση στὸ Πνεῦμα. Καὶ ἐδῶ θίγουμε ὁρισμένες ἀπὸ τὶς ρίζες τοῦ σύγχρονου ἀθεϊσμοῦ (γιατὶ ὁ «θάνατος τοῦ πατρός» εἶναι βαθιὰ δεμένος μὲ τὸν ἀθεϊσμό) καί, λοιπόν, τοὺς δρόμους τῆς θεραπείας του γιὰ μερικοὺς ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ καλούμαστε νὰ βοηθήσουμε.
Γιὰ τὸν χριστιανὸ παιδαγωγό, γιὰ τὸν χριστιανὸ μέσα στὸ χῶρο τῆς πατρότητας, τὸ πρωτότυπο θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι, κατά κάποιο τρόπο, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής, ὁ πιὸ ἀρρενωπὸς καὶ ὁ πιὸ ταπεινός: «Ἐκεῖνον δεῖ αὐξάνειν, ἐμὲ δὲ ἐλαττοῦσθαι», δηλαδὴ (καὶ τοῦτο μπορεῖ κανεὶς νὰ τὸ κάνει αἰσθητό, ἀκόμα καὶ ἂν δὲν τὸ πεῖ): «εἶστε συγκεντρωμένοι γύρω μου, πιστεύετε ὅτι εἶστε συγκεντρωμένοι γύρω μου, ἀλλ’ ἀπατᾶσθε· στὴν πραγματικότητα εἴμαστε συγκεντρωμένοι γύρω ἀπὸ τὸν Χριστό». ( Ὀλιβιέ Κλεμάν, Παρατηρήσεις ἑνός Λαϊκοῦ πάνω στὴ Μαρτυρία τῆς Πίστης, Ἀπόδοση: Λουκίας Ἰ. Μεταξᾶ, Ἀπό τὸ «Χριστιανικὸν Συμπόσιον» Ἀθῆναι 1967, Ἐκδ. Ἰ.Δ. Κολλάρου & Σιας Α.Ε.).
Ἰδιαίτερη σημασία εἶχε δώσει ὁ Ὀλιβιὲ Κλεμὰν στὸ ρόλο τοῦ πατέρα καὶ κατὰ τὴν ὁμιλία του στὴν Ἀθήνα, ὅπου τόνιζε, ἀπαντώντας σὲ ἐρώτηση μετὰ τὴν ὁμιλία του: «Γιατί ὅμως μᾶς δημιουργεῖ τόσα προβλήματα ἡ ἐξουσία; Μὰ γιατὶ χάσαμε τὴν ἔννοια τῆς αὐτοθυσιαστικῆς καὶ ἀπελευθερωτικῆς πατρότητας. Μόνον οἱ μοναχοὶ τὴ διατήρησαν. Πρέπει τὴν πατρότητα αὐτὴ νὰ τὴν ἀνακαλύψουμε ξανὰ μέσα στὴν κοινωνία τῶν πολιτῶν… ἕνα ἀπὸ τὰ χαρακτηριστικὰ ποὺ ξεχωρίζει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὰ ζῶα εἶναι ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἕναν πατέρα. Τὰ ζῶα δὲν ἔχουν πατέρα, ἀλλὰ μόνο γεννήτορες… Ὁ πατέρας εἶναι ἐκεῖνος ποὺ πρέπει νὰ μάθει στὸ παιδί του ὅτι θὰ πεθάνει, θὰ ἀναστηθεῖ καὶ ὅτι αὐτὸ ἔχει κάποιο νόημα.» ( Ὀρθοδοξία καὶ πολιτικὴ, σελ. 32).
Στὴν ἴδια ὁμιλία, ὁ Ὀλιβιὲ Κλεμὰν
τόνιζε γιὰ τὸ ρόλο τῶν μοναχῶν: «Οἱ μοναχοὶ ἀντικαθιστοῦν θεληματικὰ τοὺς μάρτυρες ὅταν ἡ Ἐκκλησία γνωρίζει μιὰ σχετικὴ εἰρήνη. Ὁ μοναχὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ βυθίζεται ζωντανὸς μέσα στὸ θάνατο γιὰ νὰ βρεῖ τὴν Ἀνάσταση προκειμένου νὰ τὴν μεταδώσει στὴν ἀνθρωπότητα» (ὅ.π. σελ. 15).
Κατὰ τὴν παραμονή του στὴν Ἀθήνα, ὁ Ὀλιβιὲ Κλεμὰν ἔκανε τὴ σύγκριση μὲ τὸ Παρίσι: τὴ διαδικασία μὲ τὴν ὁποία μιὰ πόλη γιγαντώνεται ἀπὸ τὴν ἀστυφιλία καὶ καταβροχθίζει τὰ γειτονικὰ χωριά, τὰ ὁποῖα ἀπὸ ὄμορφους ἐξοχικοὺς οἰκισμοὺς μετατρέπονται σὲ τσιμεντοποιημένες συνοικίες ἑνὸς ἑνιαίου πολεοδομικοῦ ἱστοῦ, μὲ τὴν ὕπαιθρο νὰ ἐξαφανίζεται. Σὲ σχετικὴ ἐρώτησή του ἐπιβεβαιώσαμε ὅτι ἔτσι εἶχε γίνει καὶ στὸ λεκανοπέδιο τῆς Ἀττικῆς. Τὸ 1984 δὲν μπορούσαμε νὰ φανταστοῦμε ὅτι θὰ ἀκολουθοῦσαν καὶ τὰ Μεσόγεια.
Σκοπὸς τοῦ παρόντος σημειώματος δὲν ἦταν ἡ ὁλοκληρωμένη παρουσίαση καὶ ἀποτίμηση τοῦ ἔργου καὶ τῆς ἐν γένει παρουσίας τοῦ Γάλλου θεολόγου καὶ διανοητῆ. Κύριος σκοπός μας ἦταν ἡ παρουσίαση κάποιων πτυχῶν τῆς προσωπικότητάς του καὶ τῶν ἀπόψεων ποὺ μετέδωσε στὴν Ἑλλάδα, κατὰ τὴν ἐδῶ παρουσία του τὸ Δεκέμβριο τοῦ 1984. Πολλὰ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ εἶχε πεῖ τότε,
εἶναι ἐπίκαιρα καὶ σήμερα. Τιμοῦμε τὴ μνήμη ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ δὲν εἶχε -ὅπως οἱ πιὸ πολλοὶ ἀπὸ ἐμᾶς στὴν Ἑλλάδα-, τὴν εὐκαιρία νὰ γνωρίσει ἀμέσως τὴν Ὀρθοδοξία μεγαλώνοντας σὲ Ὀρθόδοξο περιβάλλον, ἀλλὰ ἔγινε Ὀρθόδοξος ὕστερα ἀπὸ ἐπίπονη ἀναζήτηση.
εἶναι ἐπίκαιρα καὶ σήμερα. Τιμοῦμε τὴ μνήμη ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ δὲν εἶχε -ὅπως οἱ πιὸ πολλοὶ ἀπὸ ἐμᾶς στὴν Ἑλλάδα-, τὴν εὐκαιρία νὰ γνωρίσει ἀμέσως τὴν Ὀρθοδοξία μεγαλώνοντας σὲ Ὀρθόδοξο περιβάλλον, ἀλλὰ ἔγινε Ὀρθόδοξος ὕστερα ἀπὸ ἐπίπονη ἀναζήτηση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου