Χαιρετισμός του Προέδρου του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ Χρυσόστομου Σταμούλη στο Δ΄ Πανελλήνιο Διεπιστημονικό Συνέδριο με θέμα «ΘΡΗΣΚΕΙΑ – ΕΞΟΥΣΙΑ – ΑΝΘΡΩΠΟΣ»
Ζούμε σε μια εποχή αφασίας. Κάποτε ήμασταν βέβαιοι πως το πλοίο πλησιάζει την προκυμαία. Σήμερα, χαμένοι μέσα στην ανέραστη και απαίδευτη καθημερινότητά μας, αδυνατούμε να νοηματοδοτήσουμε τα πράγματα και τον εαυτό μας. Πράγμα που μας κάνει να νιώθουμε την ακινησία του πλοίου…και τη μοιραία μετάθεση της όποιας ελπίδας της κίνησης στις δυνάμεις της ακινησίας, φυσικής ή άλλης δεν έχει σημασία. Το ωραίο καράβι, με το σταυρό στην κορφή, έπαψε πλέον να αρμενίζει στα δάκρυά μας. Το ερώτημα, βέβαια, -κρίσιμο όσο ποτέ- είναι τι γίνεται σε μια τέτοια περίπτωση όπου τα πράγματα αντιστρέφονται. Έχω την αίσθηση, ότι η ανάγκη μας, πλέον, μας σπρώχνει σε μια νέα α-τοπία, πέρα και πάνω από τον τόπο που βαφτίσαμε οίκο. Σε μια νέα α-ταξία, πάνω από τη τάξη που ονομάσαμε κιβωτό. Άλλωστε, «όταν ακούς “τάξη”», καταπώς λέει ο Ελύτης, «ανθρώπινο κρέας μυρίζει». Διαπίστωση, που κάνει πολλούς μας, νομίζω, να συμφωνήσουμε με την άλλη ποιητική φωνή, που παραδέχεται ότι: «χαμένα πάνε εντελώς τα λόγια των δακρύων». Δεν έχει περάσει, άλλωστε, πολύς καιρός από τότε που οι περισσότεροι γίναμε μάρτυρες, αυτόπτες και αυτήκοοοι, παθόντες και μαθόντες(;) -τηλεοπτικώ τω τρόπω εξάπαντος, όπως άλλωστε και στον έρωτα και στο θάνατο-, μιας κίνησης που θέλησε να βάλει την ελληνική κοινωνία στο θαύμα. Παιδιά στους δρόμους, σε μια διαδικασία συνάντησης με την αβεβαιότητα του μέλλοντός τους, την απουσία του παρόντος τους. Και απέναντί τους εμείς και οι άλλοι, σε περίπτωση ο ίδιος μας ο εαυτός. Ένας εαυτός, που μοιάζει του καλλιτέχνη, ο οποίος «μαλακωδώς εφησυχασθείς επί μακρόν», καθώς τραγουδά ο Αλκίνοος στη Νεροποντή του, «επανεξετάζει την κατάσταση πριν ξεχαστεί εκ νέου». Και οφείλω να σημειώσω εδώ, πως πρέπει να μας τρομάζει αφάνταστα τούτο το «μαλακωδώς». Δεν πρόκειται για το νεοελληνικό μας, «ω φίλε αγαθέ», τη νεοελληνική μας «καλημέρα»∙ τη βαφτισμένη και ως «μαγκιά» της απαίδευτης καθημερινής-καιροσκοπικής μας συνήθειας. Ούτε βεβαίως για μια απλή ύβρη, την οποία αφήνουμε χωρίς συστολή και εξάπαντος λόγω «αρχοντιάς» -έτσι ονομάζουμε τελευταία τον πολιτισμικό μας νεοπλουτισμό- να πέσει χάμω. Αλλά πρόκειται στ’ αλήθεια για κείνη την άκρως επικίνδυνη ασθένεια, τη βιβλική αδυναμία, που έχει τις ρίζες της στο περίφημο ρήμα μαλακύνω, τουτέστιν μαλάσσω ή μαλακίζω, το οποίο σημαίνει πως με τη στάση αυτή «καθιστώ τι μαλθακόν, αδύνατον, ασθενές, χείράς τε και πόδας περιδέσει πίλων ή υφασμάτων τινών μαλακύνειν». Εξ ου και τομαλακώδης, συνηρημένο του μαλακοειδής, για το οποίο με γλαφυρότητα μας μιλάει ο Στέφανος Βυζάντιος. Και δεν χωρά καμία αμφιβολία, πως τούτο το μαλακώδης και το ομόσκηνό του μαλακωδώς, συνδέονται αχωρίστως και αδιαιρέτως, ατρέπτως και ασυγχύτως, με τη μικρολογία και την ωμότητα. Διαθέσεις και τρόποι, που κατά Ιωάννη Χρυσόστομο ευθύνονται για τη δέσμευση της αληθινής όρασης των ανθρώπων, για την αφαίμαξη της αρετής, την απώλεια του κάλλους και τέλος την αυτοπαράδοση του εαυτού στη «βλακεία» και την «κακοτεχνία». Εικόνες, που δίχως άλλο αποκαλύπτουν την ολοκληρωτική ερήμωση που ακολουθεί την ύπαρξη, η οποία αποκόπηκε από τη μητρική της γη. Την ύπαρξη, που λησμόνησε τη «μυθολογία» των ασκημένων, των γεγυμνασμένων αισθητηρίων και πνίγηκε στην πλήξη και την απραξία.
Έτσι, λοιπόν, ο νεαρός και η νεαρή, ο κάθε νεαρός και η κάθε νεαρή, χαμένοι μέσα στο σύστημα που τους περιβάλλει, έγιναν ήρωες παρά τη θέλησή τους. Το θέμα, βέβαια, στη δική μας περίπτωση, είναι πως το πλοίο παίρνει κλίση και κινδυνεύει να βουλιάξει αύτανδρο εντός του λιμένος. Μια εικόνα-πραγματικότητα, που με έναν άλλο τρόπο παρατηρεί και ο Ιγκόρ Στραβίνσκυ, στη Μουσική Ποιητική του, εβδομήντα χρόνια πριν, όταν δίνοντας διαστάσεις γενικού κανόνος στην περίπτωση, σημειώνει, πως «Τα επαναστατικά ξεσπάσματα βέβαια δεν είναι ποτέ εντελώς αυθόρμητα. Υπάρχουν πάντα πονηροί άνθρωποι που προκαλούν επαναστάσεις για συμφεροντολογικούς σκοπούς. Πρέπει να φυλάγεσαι πάντα μη τυχόν και παρεξηγηθείς από εκείνους που σου καταλογίζουν προθέσεις που εσύ δεν είχες». Βέβαια, πως να προφυλαχθεί ένας νεκρός; Πως να προφυλαχθούν όλοι εκείνοι που δώσανε τον εαυτό τους και συνεχίζουν να δίνουν τον εαυτό τους στο μυστήριο της δημιουργίας. Η προτροπή μού θυμίζει κάπως εκείνη την περίφημη ιστορία με τον Διογένη τον κυνικό, ο οποίος στρίβοντας σε μια γωνία δέχθηκε το χτύπημα του καλαμιού ενός ανθρώπου που ερχότανε από την άλλη μεριά του δρόμου και ο οποίος του φώναξε δυνατά: «πρόσεχε». Τότε ο Διογένης γύρισε και του είπε: «γιατί, πρόκειται να με ξαναχτυπήσεις;».
Κύριε κοσμήτορα, κύριοι συνάδελφοι, «η αντίσταση ξαναγεννά. Η Εξουσία φθείρει, καταστρέφει τα ζωογόνα κύτταρα του ανθρώπου. Χρειάζεται ισχυρή παιδεία για ν’ ανθέξει κανείς στην έννοια της Εξουσίας και της επιτυχίας», καταπώς λέγει ο Μάνος Χατζιδάκις.
Χρειάζεται, λοιπόν, δύναμη για να αντέξουμε την εξουσιαστικότητα της αντιδημιουργικότητας. Την αμαρτία του ενσυνείδητου γκρεμίσματος. Την κατά Ιγνάτιο Θεοφόρο κακοτεχνία.
Ως εκ τούτου εύχομαι στις φοιτήτριες και στους φοιτητές μας να «χαθούν» μέσα στη δημιουργία. Να διακονήσουν το πολύτροπο της γνώσης και να αντλήσουν νόημα από το κέντρο της συνάντησης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου