Τρίτη 21 Μαΐου 2013

«Μικρά Ασία. Προσφυγικά ατελεύτητα»



Ένα νέο βιβλίο του Μητροπολίτου Αρκαλοχωρίου κ. Ανδρέα Νανάκη για τα αίτια και τις συνέπειες της Μικρασιατικής καταστροφής, 90 Χρόνια μετά τον ξεριζωμό

Του Χάρη Ανδρεόπουλου *


Το νέο βιβλίο του Μητροπολίτου Αρκαλοχωρίου κ. Ανδρέα Νανάκη δεν αποτελεί μια επιστημονική μονογραφία μόνον, σαν τις πολλές αντίστοιχες που μας έχει χαρίσει υπό την ιδιότητα του καθηγητού Εκκλησιαστικής Ιστορίας του Νεωτέρου Ελληνισμού στο Τμήμα Θεολογίας του ΑΠΘ. Ολοκληρώνοντας κανείς την ανάγνωση αυτού του βιβλίου νιώθει πλουσιότερος σε γνώσεις ιστορικές αλλά και κατακλύζεται από συναισθήματα, τα οποία έχουν την προσωπική σφραγίδα του συγγραφέως, αλλά δεν αφορούν μόνον αυτόν. Αφορούν μια πολυβασανισμένη γενιά του Ελληνισμού, τη γενιά της προσφυγιάς του ΄23, τους Ρωμιούς, οι οποίοι μετά τη Μικρασιαστική καταστροφή αναγκάσθηκαν ν΄ αφήσουν  πίσω τους χώματα ιερά της Ρωμιοσύνης, πατρίδες ευλογημένες και δοξασμένες, που έμειναν και παραμένουν αλησμόνητες. Ο Μητροπολίτης Αρκαλοχωρίου κ. Ανδρέας γράφει, προκειμένου, όχι απλώς να συμβάλλει στη διατήρηση αυτής της μνήμης, αλλά για να την εμπλουτίσει ιστορικά και να την τονώσει συναισθηματικά. Παράλληλα δε για να επισημάνει ότι και ο αιώνας που διανύουμε μαστίζεται και δοκιμάζεται από προσφυγικά ατελεύτητα, καθώς το δράμα της προσφυγιάς βιώνεται από χιλιάδες συνανθρώπων μας σ΄ όλο τον πλανήτη και να τονίσει το χρέος μας, ως χριστιανών, να πλησιάζουμε και να διακονούμε τους πρόσφυγες συνανθρώπους μας, με πρότυπο τον Χριστό, τον «εκ βρέφους ως ξένον ξενωθέντα εν κόσμω».  
Ο τίτλος του νέου βιβλίου, το οποίο κυκλοφόρησε προσφάτως από τις εκδόσεις Αντ. Σταμούλη της Θεσσαλονίκης: «Μικρά Ασία. Προσφυγικά ατελεύτητα». Πρόκειται για ένα ιστορικό πόνημα που αρθρώνεται σπονδυλωτά με μια σειρά μικρασιατικών κειμένων του συγγραφέα, στα οποία καταγράφεται σύνολη η πορεία, η πνευματική και πολιτισμική κυριαρχία του μικρασιατικού Ελληνισμού, όπως αυτή εκφράσθηκε, με κέντρο την Κωνσταντινούπολη, στους αιώνες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, αλλά και μετά την Αλωση (1453) και μέχρι το διάστημα πριν τη Μικρασιατική καταστροφή (1922), όταν, παρά τους κατά καιρούς διωγμούς ο Ελληνισμός, το Γένος μας εξακολουθούσε να ζει, να δημιουργεί και να διαφυλάττει την πολιτιστική και πνευματική παρακαταθήκη της Ρωμιοσύνης με πόλο αναφοράς και στήριγμα το Οικουμενικό μας Πατριαρχείο, σε ρόλο εθναρχούσας Εκκλησίας. 
Το βιβλίο το οποίο αποτελείται από επτά κεφάλαια και 240 σελίδες συνολικά πραγματεύεται καίρια εκκλησιαστικά, πολιτικά, ιδεολογικά και κοινωνικά δρώμενα που σημάδεψαν στο διάβα της ιστορίας την πορεία του μικρασιατικού Ελληνισμού, με επίκεντρο την εποχή που διαμόρφωσε τις ιδεολογικοπολιτικές συνθήκες που οδήγησαν στη Μικρασιατική καταστροφή όσο και τη μετά ταύτα περίοδο για το δράμα που βίωσαν οι πρόσφυγες και τα προβλήματα προσαρμογής που αντιμετώπισαν αναφορικώς με την ενσωμάτωσή τους στον εθνικό κρατικό κορμό.  
Ξεκινώντας με μια αναδρομή στην ιστορία του αρχαιοελληνικού κόσμου, της αυτοκρατορίας του Μεγάλου Αλεξάνδρου, τη ρωμαϊκή εποχή και εστιάζοντας στην περίοδο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας των δέκα αιώνων, ο συγγραφέας υπογραμμίζει ότι ο Ελληνισμός στη ευρύτερη αυτή περιοχή αποτελεί την κυρίαρχη πολιτισμική και πνευματική ταυτότητα στην οποία εντάσσονται οι αλλόγλωσσοι, κυρίως σλαβόφωνοι και βλαχόφωνοι, προκειμένου να δρέψουν τα πολλά και ακριβά αγαθά που τους προσπόριζε ο ελληνικός πολιτισμός. Περαιτέρω ο σεβασμιώτατος Αρκαλοχωρίου επεξεργάζεται τα αίτια της πτώσεως της Αυτοκρατορίας της Κωνσταντινουπόλεως (1453) και αναλύει τη νέα, μετά την πτώση, ιστορική πραγματικότητα κατά την διάρκεια της οποίας ο ελληνορθόδοξος κόσμος βρέθηκε κάτω από την κυριαρχία των Οθωμανών. Επισημαίνοντας εν προκειμένω τον τιτάνιο αγώνα που αναλαμβάνει το Οικουμενικό Πατριαρχείο για να διασώσει το ορθόδοξο φρόνημα και την ορθόδοξη συνείδηση τόσο των Ελληνορθοδόξων, όσο και των ορθοδόξων άλλων εθνοτήτων, όπως των Σέρβων και Βουλγάρων, οι οποίοι συσπειρωμένοι πλέον στο Φανάρι αγωνίζονται για να διασώσουν την πίστη τους και μαζί μ΄ αυτή τα ήθη, τα έθιμα και τις παραδόσεις τους, τα συστατικά δηλαδή στοιχεία που τους διαφοροποιούν από τους μουσουλμάνους. 
Φθάνοντας στα νεώτερα χρόνια και στην περίοδο του 19ου αιώνος κατά την οποία υπό την επίδραση του ευρωπαϊκού αναπτύχθηκε ο νεοελληνικός διαφωτισμός, οι εκπρόσωποι του οποίου έθεσαν ως πρόταγμα τη δημιουργία του εθνικού κράτους της Ελλάδος, ο συγγραφέας, κάνοντας λόγο για προσκόλληση του νεοελληνικού διαφωτισμού στην κλασσική Ελλάδα και αποστροφή του προς την Αυτοκρατορία της Κωνσταντινουπόλεως, αναζητά στην αποστροφή αυτή τα ιδεολογικά δεδομένα της συρρικνώσεως του Ελληνισμού, κυρίως δε την απώλεια της Μικράς Ασίας, ενώ ιδεολογικά σπέρματα της Μικρασιατικής καταστροφής ανιχνεύει στην ανακήρυξη της ελλαδικής επικρατείας σε αυτοκέφαλη Εκκλησία το 1833, με πρωτεργάτη τον Θεόκλητο Φαρμακίδη. Σε ιδιαίτερο υποκεφάλαιο αναλύεται η ιδεολογικοπολιτική αντιπαράθεση ανάμεσα στο Βενιζέλο και τον Βασιλιά Κωνσταντίνο για το θέμα της Μικράς Ασίας. Με τον πρώτο να θεωρείται από τον συγγραφέα ως ο εκφραστής του εθνικού μεγαλοϊδεατισμού που επιδιώκει τη δημιουργία ενός διευρυμένου εθνικού κράτους που θα συμπεριλάβει εντός του το ζωτικότερο τμήμα της Μικράς Ασίας και του εκεί Ελληνισμού και τον δεύτερο να εκλαμβάνεται ως εκφραστής ενός εσωστρεφούς πατριωτισμού της παλαιάς Ελλάδος με τους αντιβενιζελικούς υποστηρικτές του στην κρίσιμη στιγμή της μικρασιατικής εκστρατείας να προβάλλουν το σύνθημα του «Οίκαδε» και της μικράς και εντίμου Ελλάδος. Το 1920 ο Βενιζέλος χάνει τις εκλογές και το 1922 η Μεγάλη Ιδέα συντρίβεται στο Σαγγάριο. Ορισμένοι έχουν την εκτίμηση ότι αν έμενε ο Βενιζέλος, τα πράγματα θα ήταν όχι μόνο καλύτερα, αλλά θα διασωζόταν η Μεγάλη Ελλάδα. Αποψη η οποία - όπως ομολογεί ο ίδιος - έχει επηρεάσει και τον συγγραφέα.    
Στο βιβλίο αφιερώνεται ξεχωριστό κεφάλαιο για τον Ποντιακό Ελληνισμό, και το πλούσιο πολιτιστικό παρελθόν του, όπως αυτό αποτυπώθηκε μέσα από τη ποντιακή διάλεκτο, τα λαμπρά εκκλησιαστικά του καθιδρύματα, όπως η Παναγιά του Σουμελά, ο άγιος Γεώργιος του Περιστερεώτα, το περίλαμπρο Φροντιστήριο της Τραπεζούντας που σταμάτησε τη λειτουργία του με τη Μικρασιατική καταστροφή, η οποία σηματοδότησε την τελευταία πράξη της τραγωδίας με την οποία ολοκληρώθηκε η γενοκτονία (1914 – 1922) των Ελλήνων του Πόντου. Ο Μητροπολίτης Αρκαλοχωρίου εκτιμώντας ότι η ιστορία του Ποντιακού Ελληνισμού δεν διδάσκεται επαρκώς στο σημερινό σχολείο εισηγείται την αλλαγή του πλαισίου της διδακτέας ύλης στο ιστορικό μάθημα, θεωρώντας ότι ένα ιστορικό παρελθόν με πολιτιστικό μέγεθος όπως αυτό του Ποντιακού Ελληνισμού, θα πρέπει να  αναδειχθεί και καταστεί διδακτέα ύλη στα σχολεία, έτσι ώστε τα πρόσωπα, η γλώσσα, τα μνημεία, τα εκκλησιαστικά καθιδρύματα ν΄ αποτελέσουν εθνικά σύμβολα και σημεία εθνικής αναφοράς για την ιστορία του χθες και του απωτέρου παρελθόντος του εθνοκρατικού συνόλου που θα εδράζεται σε μια τόσο εύσχημη ιστορία, όπως αυτή του Ποντιακού Ελληνισμού.
Στη διάρκεια όλης αυτής της ιστορικής πορείας του εξωελλαδικού Ελληνισμού, εν μέσω πολλών και κάποτε ανυπερβλήτων δυσκολιών και ιστορικών αντιξοοτήτων  (σφαγών, διωγμών, καταπιέσεων, εξισλαμισμών») υπάρχει στο Γένος μια συνέχεια πολιτιστική και πνευματική που κράτησε το φως της καντήλας ακοίμητο. Σε δύσκολες ιστορικές στιγμές μπορεί να τρεμόσβηνε, αλλά δεν έσβησε κι αυτό είναι που έχει σημασία, θα υπογραμμίσει ο Μητροπολίτης Αρκαλοχωρίου, επισημαίνοντας, ωστόσο, τη σκληρή, οδυνηρή αλήθεια: ότι η Μικρασιατική καταστροφή υπήρξε πληγή  αθεράπευτη, γιατί για πρώτη φορά στην τρισχιλιετή του ιστορία – από την εποχή που στην γη αυτή γεννήθηκαν και καλλιέργησαν θαλερό πολιτισμό μεγάλες πνευματικές μορφές του αρχαίου Ελληνισμού, όπως ο Θαλής ο Μιλήσιος, ο Ηράκλειος ο Εφέσιος, ο Ηρόδοτος ο Αλικαρνασσεύς, κ.α. μέχρι την τραγωδία της Μικρασιατικής καταστροφής – ο Ελληνισμός απώλεσε την αυτοκρατορική του οικουμένη, με ότι αυτό συνεπάγεται για την ταυτότητά του. «Αυτό δεν σημαίνει», θα παρατηρήσει ο συγγραφέας «ότι το αποτέλεσμα που διαμορφώθηκε με την Επανάσταση του 1821, την αρχή των εθνοτήτων και την εθνική ιδεολογία, το σημερινό κράτος, δεν υπήρξε μεγάλο επίτευγμα. Αντιθέτως», θα υπογραμμίσει, «το μετά τη Μικρασιαστική καταστροφή ελληνικό κράτος των Βαλκανικών πολέμων και του Μακεδονικού αγώνα είναι ένα μεγάλο δημιούργημα. Η γενιά της Επαναστάσεως του 1821 αλλά και η γενιά των Βαλκανικών πολέμων του 1912 – 13 επιτέλεσαν το χρέος τους. Απελευθέρωσαν με το αίμα τους και κατοχύρωσαν με τις διεθνείς συνθήκες τη σημερινή ελληνική επικράτεια από την οποία λείπει η Μικρά Ασία που υπήρξε το θύμα όχι μόνο των εσωτερικών μας περιπετειών και συγκρούσεων, αλλά και των αγώνων για τη συγκρότηση και οριοθέτηση των εθνικών κρατών». Θα καταθέσει, όμως, και τον κρίσιμο ιστορικό προβληματισμό: «Το γεγονός της συγκρότησης του νεοελληνικού κράτους είναι ισοδύναμο με την απώλεια μιας οικουμενικής και αυτοκρατορικής πορείας του Ελληνισμού;», εκφράζοντας, παράλληλα, την - εν είδει προσδοκίας - αισιοδοξία ότι «αν οι οραματισμοί για την Ευρωπαϊκή Ενωση γίνουν πραγματικότητα τότε μπορούμε να ελπίζουμε στο ξαναλειτούργημα των Εκκλησιών της Μικράς Ασίας, στην επανένωση των δύο πλευρών του Αιγαίου…».      
Σε ιδιαίτερο, επίσης, κεφάλαιο του βιβλίου καταγράφονται ζητήματα αναφορικά με τα προβλήματα κοινωνικής εντάξεως που αντιμετώπισαν εγκαθιστάμενοι στην Ελλάδα οι προσφυγικοί πληθυσμοί των Ρωμιών των οποίων τη μεγάλη αγάπη στη γενέτειρα γη και τη βαθιά προσήλωση στη θρησκευτική πίστη επισημαίνει ο συγγραφέας, μέσα από προσωπικά του βιώματα με πρόσφυγες, ελληνόφωνους, τουρκόφωνους, σλαβόφωνους και αρβανιτόφωνους της πρώτης γενιάς. Εχοντας βιώσει ο Μητροπολίτης Αρκαλοχωρίου την καθημερινή ζωή του προσφυγικού συνοικισμού Ατσαλένιου – Νέων Κλαζομενών στο Ηράκλειο, στον οποίο γεννήθηκε και μεγάλωσε θα τονίσει ότι ο όρος «πατρίδα» μπορεί να σημαίνει για τους πρόσφυγες και την εθνική επικράτεια, πρωτίστως, όμως, ή και παράλληλα, η πατρίδα σηματοδοτεί τον τόπο της γεννήσεώς τους και τον πλησιόχωρο προς αυτόν τόπο, ενώ για το θρησκεύειν τους θα υπογραμμίσει ότι «η σχέση τους με την Εκκλησία ήταν όπως η αναπνοή μας ή η ανάγκη να πιούμε νερό. Ηταν πολιτισμός, παράδοση. Ηταν λιβάνι, θυμίαμα, νηστεία, προσευχή, λειτουργία, εσπερινός και χαιρετισμοί της Παναγιάς…».
Διαβάζοντας το συγκεκριμένο κεφάλαιο θυμήθηκα, συνειρμικά, σκηνές από τη βιωματική ταινία «Πολίτικη Κουζίνα», του Τάσου Μπουλμέτη, Εκεί όπου, όταν το ζευγάρι των προσφύγων που εβίωσαν τον διωγμό που υπέστησαν οι Έλληνες της Πόλης το 1964 και ζεί πλέον με το γιο τους στα Πατήσια της Αθήνας, έχοντας καλέσει στο σπίτι του για ευχέλαιο τον - ανυποψίαστο για τη προέλευσή τους - ιερέα της ενορίας, τον ακούν έκπληκτοι να τους λέει ότι «γέμισαν Τούρκους τα Πατήσια…». Τότε, με έκδηλη τη πίκρα στα πρόσωπα για τη προσβολή της ταυτότητάς τους, ως Ρωμιών, θα του απαντήσουν χωρίς περιστροφές (τους ρόλους ενσαρκώνουν λίαν παραστατικά οι εξαίρετοι ηθοποιοί Ιεροκλής Μιχαηλίδης και Ρένια Λουϊζίδου) πως «δεν είμαστε Τούρκοι. Ελληνες είμαστε, Χριστιανοί Ορθόδοξοι. Ρωμιοί από την Πόλη!», απάντηση μέσα από την οποία αναδεικνύεται το μεγάλο παράπονο των ανθρώπων εκείνων που οι Τούρκοι τους έδιωξαν ως Ελληνες και μερίδα Ελλήνων τους υποδέχθηκε ως Τούρκους... 
Και έμεινα με την αίσθηση ότι όπως ο Κωνσταντινουπολίτης Τάσος Μπουλμέτης έστησε τη θαυμάσια ταινία του για ν’  αναδείξει μια πονεμένη, πραγματική ιστορία της Ρωμιοσύνης των προσφάτων χρόνων, έτσι κι ο Αλατσατιανός (Αλάτσατα: πόλη κειμένη στη χερσόνησο της Ερυθραίας απέναντι από τη Χίο, σε απόσταση 10 περίπου χλμ. από τον Τσεσμέ / Κρήνη) στη καταγωγή, εκ μητρός, Μητροπολίτης Αρκαλοχωρίου και πανεπιστημιακός καθηγητής κ. Ανδρέας Νανάκης, μ΄ αφορμή τα ενενηντάχρονα (1922– 2012) της Μικρασιατικής καταστροφής, έγραψε το πόνημά του αυτό, για την ιστορία και τους καημούς της προσφυγιάς, αποσκοπώντας στη διατήρηση της μνήμης του πονεμένου Ελληνισμού. Για να  συνεχίσει να παραμένει – εκεί στην Πόλη – ακοίμητο της καντήλας το φώς. Του οικουμενικού Ελληνισμού η καρδιά. Της Ρωμιοσύνης η ψυχή.  
Σημείωση: Ο Χάρης Ανδρεόπουλος (xaan@theo.auth.gr) είναι θεολόγος καθηγητής Β/θμιας, αρθρογράφος της εφημερίδος «Ελευθερία» Λαρίσης και συνεργάτης της Πύλης Εκκλησιαστικών Ειδήσεων «Αmen.gr».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...