.
Μακαριώτατε
Πάτερ καί Δέσποτα,
Θά ἤθελα
καί ἐγώ νά ἐκφράσω μέ τή σειρά μου τήν ἱκανοποίηση μου γιά τήν ἀπόφασή Σας, ἀντιλαμβανόμενος
τούς καιρούς καί τίς ἀπαιτήσεις τους, νά μετατρέψετε τίς ἐργασίες τῆς Συνόδου
σέ ἀνοιχτό καί μόνιμο ἐργαστήρι γόνιμου θεολογικοῦ προβληματισμοῦ καί διαλόγου
πάνω σέ ζωτικά, γιά τήν πορεία τῆς κατ’ Ἀφρικήν Ἐκκλησίας, θέματα.
Θά
περιοριστῶ σέ κάποιες σκέψεις περί τῆς ἀναγκαιότητος ἐνάρξεως θεολογικοῦ
διαλόγου καί προβληματισμοῦ γιά τήν μελέτη καί διευθέτηση λειτουργικῶν θεμάτων εἰδικά
τῶν νέων ἱεραποστο- λικῶν ἐπαρχιῶν τοῦ Θρόνου.
*
Συνιστᾶ
ἀξιωματική διαπίστωση ὅτι ἡ λειτουργία ἀποτελεῖ τό εἶναι καί τήν αὐθεντική ζωή
τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία ἐπιτελεῖ τό σωστικό της ἔργο, ὄχι μέ ἐκεῖνα πού
συνήθως πράττει, οὔτε μέ ἐκεῖνα πού λέγει, ἀλλά μέ αὐτό πού εἶναι. Καί αὐτό τό «εἶναι»,
μέ ἄλλα λόγια ἡ ταυτότητα καί ἡ αὐτοσυνειδησία τῆς Ἐκκλησίας, τήν ὁποία αὐθεντικότερα
διασώζει ἡ Ὀρθόδοξη παράδοση, δέν εἶναι τίποτα ἄλλο παρά τό ὅραμα ἑνός
καινούργιου κόσμου, τῆς προσδοκώμενης Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Τό ὅραμα αὐτό πέρα ἀπό ὑπερ-βατική καί
προσδοκώμενη στά ἔσχατα πραγματικό-τητα, ἀποτελεῖ ἐν ταυτῶ καί χειροπιαστή ἐναλλακτική
πρόταση ζωῆς, ὑπέρβαση τῆς καθημερινότητας καί φθαρτότητας τίς ὁποῖες ἐκφράζει ἡ
συμβατική ζωή. Μιά ἐναλλακτική πρόταση ζωῆς πού βρίσκει τήν αὐθεντική της ἔκφραση
στήν εὐχαριστιακή λειτουργία-ἐκεῖ πού ὁ πιστός βιώνει σάν πρόγευση καί
προληπτική φανέρωση τό μεγαλεῖο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ-καί τήν ὁποία πρέπει νά
καταθέτει διαρκῶς σάν ζωντανή μαρτυρία στόν κόσμο. Ἐκκλησία χωρίς αὐτή τήν ἱερή
«ἀποστολή» δέν εἶναι Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία δέν ὑπάρχει γιά τόν ἑαυτό της, ἀλλά
γιά τόν κόσμο.
Ἡ ἱστορική
ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας βεβαιώνει ὅτι, «ὁ λόγος σάρξ ἐγένετο καί ἐσκήνωσεν ἐν
ἡμῖν». Ἡ χριστιανική Ἐκκλησία μαρτυρεῖ συγκεκριμμένη παρέμβαση τοῦ Θεοῦ
μέσα στήν ἱστορία. Ἀνέκφραστος, ἀπερινόητος, ἀόρατος, ἀκατάληπτος ὁ Θεός, ἔνσαρκη
ὅμως ἡ παρέμβασή Του στήν ἱστορία, «ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ». Τό ὅτι ὁ
Χριστός εἶναι ἱστορικό πρόσωπο σημαίνει ὅτι ἡ παρουσία Του ἐντοπίζεται σέ
συγκεκριμμένο χῶρο καί χρόνο, σέ συντεταγμένες συγκεκριμμένου πολιτισμοῦ. Δηλαδή
προσέλαβε ἐθνικότητα, γλῶσσα καί τή σύμφυτη μέ τή γλῶσσα ἐπικαιρική
κοσμοαντίληψη. Καί τοῦτο γιά νά θεώσει τό πρόσλημμα.
Ἀποδεχόμενοι
τήν ἀλήθεια ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι Σῶμα Χριστοῦ ἤ ὁ Χριστός παρατεινόμενος στούς
αἰῶνες, καταφάσκουμε τή συνέχεια τῆς ἐνανθρώπησης τοῦ Θεοῦ, δηλάδή τῆς
πρόσληψης τοῦ κτιστοῦ στόν τρόπο ὑπάρξεως τοῦ ἀκτίστου.Ὄχι συμβολικά ἤ ἠθικά, ἀλλά
μέ τόν τρόπο πραγμάτωσης τῆς ζωῆς, τόν τρόπο τῆς αἰσθητῆς κοινωνίας καί σχέσης
, τόν τρόπο τῆς βρώσης καί πόσης. Τελικά ἡ Ἐκκλησία συγκροτεῖται καί
φανερώνεται στό δεῖπνο τῆς Εὐχαριστίας.
Κατά
τόν Μάξιμο τόν Ὁμολογητή, «ὁ Θεός θέλει νά πραγματώνεται τό μυστήριο τῆς
Σάρκωσής Του παντοῦ καί πάντοτε». Ἄν δεχθοῦμε τήν ἀλήθεια τῶν λόγων αὐτῶν,
τότε ἀβίαστα καί ἀναντίρρητα συμπεραίνουμε ὅτι ἡ Ἀλήθεια καί ἡ Ζωή, ὁ Χριστός
καί ἡ Ἐκκλησία Του πρέπει νά ἐνδύονται κάθε στιγμή τήν πολιτιστική σάρκα τοῦ
κόσμου, τά οὐσιώδη κάθε λαοῦ. Καί αὐτό πού καταργεῖ γλωσσικά, ἐθνικά καί
πολιτιστικά σύνορα εἶναι ἡ φλόγα τῆς Πεντηκοστῆς πού συνεχίζει νά καίει. Κάθε
στιγμή, κάθε λεπτό εἶναι μιά Πεντηκοστή. Εἶναι μιά νέα παρουσία τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος, τό ὁποῖο δέν ἀνήκει ἀποκλειστικά καί προνομιακά σέ ἕνα πολιτισμό, σ’ἕνα
λαό καί τούς ἐκφραστές του. Τό ὅτι τό Εὐαγγέλιο ἐνδύεται τή σάρκα τοῦ κόσμου
σημαίνει ὄχι μόνον ὅτι δέν ἀπορρίπτει κανένα πολιτισμό ἐκ προοιμίου, ἀλλά
μπολιάζεται στό ὑπάρχον μέ σκοπό τή μεταμόρφωση, τή χριστοποίηση, τήν ἐκκλησιαστικοποίηση
του. Γιατί ὅτι δέν προσλαμβάνεται, ὅτι δέν θεραπεύεται, δέν σώζεται.
Κοντολογίς,
τοῦτος εἶναι ὁ σκοπός τῆς Ἐκκλησίας, τούτη καί ἡ δικιά μας στοχοθεσία:
μεταμόρφωση, χριστοποίηση καί ἐκκλησιαστικοποίηση τῶν πάντων. Μιά στοχοθεσία
πού εἶναι ἀπόρροια φυσική, συνέχεια τοῦ γεγονότος τῆς Σάρκωσης στό ἐδῶ καί
τώρα, μέ ἐπίκεντρο, αὐθεντικό ἐκφραστή του, τό δεῖπνο τῆς Εὐχαριστίας.
*
Μέ τή
χάρη τοῦ Θεοῦ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἀλεξάνδρειας, ἐδῶ καί ἀρκετές δεκαετίες, πορεύεται
στά ἔθνη, τίς φυλές καί τούς λαούς τῆς ἠπείρου καί ἀρκετές νέες ὀρθόδοξες
κοινότητες ἀναφύονται καθημερινά ἀπ’ἄκρου σ’ἄκρο της.
Τό δεῖπνο
τῆς εὐχαριστίας τελεῖται. Τό τί τελεῖται δέν ἀμφισβητεῖται. Ὅμως τό «πῶς», πρέπει
νά ἀνακρίνεται, πρέπει νά ἐλέγχεται. Τό ἄν τελικά τό «πῶς», συνοδοιπορεῖ μέ τήν
λογική τοῦ ἱστορικά σαρκωμένου Χριστοῦ, τό ἄν, γιά τίς νέες κοινότητες αὐτές εἶναι
ἕνα ὑποστατικό γεγονός, δηλαδή τρόπος ὕπαρξης πού ἀπελευθερώνει τή ζωή ἀπό τό
θάνατο.
Ἄν ἄφοβα
καί μέ εἰλικρίνεια ἔναντι Θεοῦ, Ἐκκλησίας, ἱστορίας καί ἀνθρώπου θέσουμε «τόν
δάκτυλον ἐπί τόν τύπον τῶν ἥλων», θά διαπιστώσουμε ὅτι αἱμορραγοῦν. Ἡ ἐκφραστική
τοῦ ἐπιχώριου ἐπικαιρικοῦ πολιτισμοῦ, δηλαδή ἡ πολιτιστική σάρκα τῆς ἱστορικότητας
τῆς Ἐκκλησίας, ἡ σάρκα τοῦ βίου τῶν κοινοτήτων, εἶναι ξένη πρός τίς ἴδιες τίς
κοινότητες! Εἰσαγόμενοι τρόποι ἔκφρασης τῆς πίστης, τῆς ἀλήθειας, τοῦ Εὐαγγελίου(lex credendi) καί τῆς προσευχῆς(lex orandi). Ἡ τήρηση τους στήν ἀρχή τῶν ἱεραποστολικῶν
μας ἀνοιγμάτων, ἦταν ἀναπόφευκτη καί ἀναγκαία. Ὁ προβληματισμός καί ἡ ἀντίρρησή
μας ἀφορᾶ στήν ἀπουσία συγκροτημένης προσπάθειας καί γνωριμίας μέ τούς κατά
τόπους πολιτισμούς, οἱ ὁποῖοι μποροῦν νά μᾶς δώσουν τά ἐργαλεῖα πρός τήν
κατεύθυνση τῆς ἐδῶ καί τώρα Σάρκωσης τοῦ Εὐαγγελίου, τόσο σέ ἐπίπεδο
λειτουργικό, ὅσο καί σέ ἐπίπεδο θεολογικό. Τό ἐγχείρημα, κυρίως σέ ἐπίπεδο ἐπανέκφρασης
τῆς θεολογίας, εἶναι ἀναντίλεκτα καί δύσκολο καί ριψοκίνδυνο. Ὅμως δέν εἶναι
λογικό, σέ θεωρητικό ἐπίπεδο νά ἀντιλαμβανόμαστε τήν ἀνάγκη τοῦ τολμήματος, σέ
πρακτικό ὅμως ἐπίπεδο νά ἀντιστεκόμαστε στήν ἀνανεωτική καί γεμάτη φρεσκάδα
πνοή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού θέλει καί ἀναζητᾶ νέες σαρκώσεις.
Θά
συμφωνήσω ὅτι πειραματισμοί στό χῶρο τῆς λειτουργικῆς δέν χωροῦν, ἔστω καί ἄν οἱ
πειραματιζόμενοι ἔχουν ἀγαθή προαίρεση ἤ καί γνώση. Τό διακύβευμα εἶναι ἡ ἴδια ἡ
Ἀλήθεια, ἡ ἴδια ἡ Σάρκωση.
Ἀπό τήν
ἄλλη μεριά ἡ ἐμμονή «στά παραδοθέντα» (ἀλήθεια σέ ποιούς;) εἶναι, φοβοῦμαι,
καταδικασμένη στό θάνατο, ὅσο καί ἄν οἱ ἐμμένοντες πιστεύουν (θά δεχθῶ, ἀγαθῆ
προαιρέσει) ὅτι σαρκώνουν τό Εὐαγγέλιο. Ἄς μή μᾶς διαφεύγει ὅμως ὅτι καί ἡ ἐξωμήτριος
εἶναι σύλληψη, πού ὁδηγεῖ ὅμως στήν ἀποβολή καί θέτει σέ κίνδυνο καί τή ζωή τῆς
φέρουσας.
*
Καί
τώρα τό διά ταῦτα. Νομίζω ὅτι μόνο ἕνα πράγμα μπορῶ, ἐπιθυμῶ, νομιμοποιοῦμαι
καί τολμῶ νά εἰσηγηθῶ κατ’ἀρχήν. Ὁ καθένας ἀπό ἐμᾶς μόνος καί ὅλοι μαζί σάν σῶμα,
νά κάνουμε μιά νέα ἀνάγνωση δύο
συγκεκριμμένων ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Νά δοῦμε τί μπορεῖ νά σημαίνει γιά ἐμᾶς τούς ἐπισκόπους,
τούς ἱεραποστόλους σήμερα, ἐδῶ καί τώρα, ὄχι ἐχθές καί τότε, τό «ἐπανάγαγε εἰς
τό βάθος καί χαλάσατε τά δίκτυα ὑμῶν εἰς ἄγραν» καί τό « ἔξελθε ἐκ τῆς συγγενείας σου καί
τοῦ οἴκου τοῦ πατρός σου καί δεῦρο εἰς τήν γῆν ἥν ἄν σοί δείξω.. καί ἐνευλογηθήσονται
ἐν σοί πᾶσαι αἱ φυλαί τῆς γῆς» .
Μήπως τό
πρῶτο νά σημαίνει ὅτι ὑπάρχει ἀνάγκη ἀναθεωρήσεων, ἐπανεξέτασης, ἀλλαγῆς ρότας,
νέας ἐπίπονης προσπάθειας;
Καί
μήπως τό δεύτερο, εἶναι γιά ὅλους μας ἕνα κάλεσμα γιά ἐπανανοηματοδότηση τῆς
διακονίας μας ἀπό τήν ἐκκλησιαστική μας ταυτότητα καί μόνο καί ὄχι ἀπό διάφορες
ἄλλες ταυτότητες πχ ἐθνικές, πού μᾶς κληροδοτήθηκαν καί πού πρέπει νά
σχετικοποιηθοῦν; Μήπως εἶναι κάλεσμα γιά ὑπέρβαση, γιά «κένωση» προσωπική, γιά ἀπόπειρα
οὐσιαστικῆς μετοχῆς στήν ἄλλη, τήν ὕψιστη κένωση, ἐκείνη πού θέλησε νά φτάσει
μέχρις «μορφῆς δούλου» καί τόλμησε μέχρι Σταυροῦ; Καί τέλος μήπως στήν ρίζα τῆς
παθολογίας πολλῶν πραγμάτων στήν Ἐκκλησία μας σήμερα βρισκόμαστε, ἔστω καί ἄθελά
μας ἐμεῖς; Ἄν ναί, τότε «ὁ τρώσας καί ἰάσεται».
Σέ ἐπίπεδο
πρακτικό εἰσηγοῦμαι τήν καταγραφή τοῦ τί συμβαίνει, σέ ἐπίπεδο λειτουργικῆς ζωῆς
στά διάφορα μέρη τῆς ἠπείρου. Ἀλλά καί τήν συστηματική μελέτη τῶν παραδόσεων τῶν
διαφόρων λαῶν μή λησμο-νώντας ὅτι σέ κάθε λαό, σέ κάθε πολιτισμό ἐνυπάρχουν ἀπό
καταβολῆς κεκρυμμένα, «ἐναύσματα τινά τοῦ Θείου λόγου» (Κλήμης Ἀλεξ). Ἡ
μελέτη καί ἀνάλυση τέτοιων ἐρευνῶν θά φέρει παράλληλα στήν ἐπιφάνεια καί πολλά
πρωτόγνωρα γιά τήν Ἐκκλησία θέματα ποιμαντικῆς καί κανονικοῦ δικαίου, τά ὁποῖα
τώρα προσεγγίζουμε ἀποσπασματικά, ριψοκινδυνεύ-οντας καί παρεκκλίσεις.
*
Σέ
κάποιους ἐκ τῶν παρισταμένων ἁγίων ἀδελφῶν εἶναι πολύ φυσικό νά δημιουργεῖται
προβληματισμός καί σκεπτικισμός γιά τέτοια βήματα. Τό κατανοῶ ἀπόλυτα, τό
σέβομαι. Ἀπόπειρα διαλόγου σέ λειτουργικά θέματα, λέξεις ὅπως «ἀνανέωση, ἀλλαγή,
μεταρρύθμιση, ἀναγέννηση», δημιούργησαν ἀντιδρά-σεις, κάποτε ὑπερβολικές, καί ὁδήγησαν
στήν παραγωγή πλούσιας γραμματείας. Ἐντάσεις, παρατά-ξεις, χαρακτηρισμοί.
Συντηρητικοί, μοντερνισταί κλπ. Καί σίγουρα αὐτό δημιουργεῖ ἀναστολές σέ
κάποιους ἤ καί φόβο γιά πιθανή ἀπόρριψη ἀπό κάποιους κύκλους ἐκτός τῆς ἐκκλησιστικῆς
μας δικαιοδοσίας, οἱ ὁποῖοι ἐπειδή μᾶς ἐνισχύουν ποικιλοτρόπως, θεωροῦν ὅτι
νομιμοποιοῦνται νά καθορίζουν τήν τύχη, τήν πορεία, άλλά καί τόν θεολογικό λόγο
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀλεξανδρείας. Μή γένοιτο! Ὁ λόγος δέν δένεται, τό Πνεῦμα
διαρκῶς πνέει. Αὐτός ὁ χῶρος, αὐτή ἡ πόλη, αὐτή ἡ Ἐκκλησία στοχάστηκε, πάλεψε,
θεολόγησε, τόλμησε. Ἀπό ἐδῶ ἡ Ὀρθόδοξη χριστολογία, ἀπό ἐδῶ καί ἡ ὀρθή περί
Θεοτόκου θεολογία. Δέν μποροῦμε νά ἀκοῦμε τί αὐτοί λέγουσιν, ἀλλά μᾶλλον «τί
τό Πνεῦμα λαλεῖ ταῖς Ἐκκλησίαις» σήμερα. Σάν Τοπική Ἐκκλησία ἔχουμε τό
δικαίωμα καί τήν ὑποχρέωση νά ρυθμίζουμε τά τοῦ οἴκου μας. Ἔχουμε τίς ἰδιαιτερότητές
μας, τά προβλήματά μας, πρέπει νά ἔχουμε καί τόν προσιδιάζοντα σέ ἐμᾶς τρόπο ἔκφρασης
μέσα στά πλαίσια τῆς κοινῆς λειτουργικῆς παραδόσεως που πάντοτε ἀναγνώριζε καί ἀποδεχόταν
τό τοπικό στοιχεῖο. Ἡ λατρεία εἶναι ζῶσα καί ἡ ὁμοιομορφία εἶναι χαρακτηριστικό
στοιχεῖο τῶν βιομηχανικῶν καί ἄψυχων προιόντων.
Ἐάν ἐσεῖς
ἐγκρίνετε τό ξεκίνημα μιᾶς τέτοιας προσπάθειας, σᾶς διαβεβαιῶ ὅτι θα κινηθοῦμε
μέ σύνεση καί προσοχή καί ὅτι σέ κάθε θέμα θά ζητεῖται ἡ κατάθεση τοῦ δικοῦ σας
προβληματισμοῦ γιά περισσότερη μελέτη καί ἐμβάθυνση ἀπό μεριᾶς τῆς ἁρμόδιας
Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς. Τόν τελικό λόγο, ὅπως γνωρίζουμε τόν ἔχει ὁ Προκαθήμενος, ὁ
ὁποῖος καί ἐν Συνόδῳ πάντοτε ἀποφαίνεται.
Σᾶς εὐχαριστῶ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου