"Νέα της Λέσβου", 22 Απριλίου 2011
Από το πλήθος των θεμάτων της Καινής Διαθήκης που σχετίζονται με τη Μεγάλη Εβδομάδα διάλεξα να σταθώ στην αγωνία στη Γεθσημανή. Γιατί; Ίσως γιατί το θέμα είναι «ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο», όπως θα έλεγε και ο μεγάλος Γερμανός (Nietzsche). Ίσως και γιατί η λέξη αγωνία είναι η πιο κατάλληλη, για να περιγράψει το συναίσθημα που διακατέχει μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας, καθώς προσπαθεί αυτές τις ημέρες να κατανοήσει τι τέξεται η επιούσα μέσα από όλα όσα γράφονται περί «αναδιάρθρωσης».
Η αφήγηση της αγωνίας στη Γεθσημανή βρίσκεται στο 26ο κεφάλαιο του Κατά Ματθαίον Ευαγγελίου, στο 22ο του Κατά Λουκάν, στο 14ο του Κατά Μάρκον. Εκεί αναφέρεται ότι ο Ιησούς, έχοντας φθάσει με τους μαθητές του στον κήπο, προχωρεί πια μόνος του. Η ψυχή του «περίλυπος εστί… έως θανάτου». Στο σημείο αυτό και τα τρία κείμενα αφηγούνται έναν διάλογο - εσωτερικό μονόλογο που αποτυπώνει το μέγεθος της αγωνίας.
«Πάτερ μου, ει δυνατόν εστίν, παρελθέτω απ εμού το ποτήριον τούτο» γράφει ο Ματθαίος, «Πάτερ, αν θέλης, ν' απομακρύνης το ποτήριον τούτο απ' εμού» γράφει ο Λουκάς, «Αββά ο πατήρ, πάντα δυνατά σοι, παρένεγκε το ποτήριον απ' εμού τούτο» γράφει ο Μάρκος. Πλήθος είναι τα ερμηνευτικά σχόλια δια μέσου των αιώνων, τα οποία έχουν γραφεί γι’ αυτή την φράση. Δεν έχει νόημα εδώ να περιγράψουμε τις διαμάχες των θεολογικών ερμηνειών που σχετίζονται με τη φύση ή τις φύσεις και το πρόσωπο του Χριστού. Αυτό που έχει ίσως μεγαλύτερη σημασία εδώ είναι να παρατηρήσουμε ότι η φράση αυτή αποτελεί αντανάκλαση κάθε ανθρώπινης θέλησης που αιχμάλωτη μέσα στην μερικότητά της είναι καταδικασμένη στην αγωνία.
Ωστόσο, τα κείμενα δεν στέκονται στην αγωνία. Προχωρούν, δείχνοντας την υπέρβασή της. «Πάτερ μου, ει δυνατόν εστίν, παρελθέτω απ εμού το ποτήριον τούτο· πλην ουχ ως εγώ θέλω αλλ’ ως συ» συμπληρώνει το Ευαγγέλιο του Ματθαίου, «Πάτερ, αν θέλης, ν' απομακρύνης το ποτήριον τούτο απ' εμού· πλην ουχί το θέλημά μου, αλλά το σον ας γείνη» συμπληρώνει το Ευαγγέλιο του Λουκά, «Αββά ο πατήρ, πάντα δυνατά σοι, παρένεγκε το ποτήριον απ' εμού τούτο· αλλ' ου τί εγὼθέλω, αλλ' ει τι συ» συμπληρώνει ο Μάρκος. Το «συ» ή το «σον» στις παραπάνω φράσεις δεν σηματοδοτεί απλώς ένα άλλο «εγώ», σηματοδοτεί τη διαλεκτική υπέρβαση του «εγώ» και της μερικότητας του θελήματος. Η αγωνία αίρεται στον βαθμό που το ανθρώπινο θέλημα υπερβαίνει τη μερικότητά του. Η υπέρβαση της μερικότητας συνιστά τη θεραπεία και τη δύναμη του θελήματος.
Το ζήτημα του θελήματος με τον έναν ή τον άλλο τρόπο αποτελεί βασικό ζήτημα μεγάλων θρησκευτικών παραδόσεων, όπως της χριστιανικής και βουδιστικής παράδοσης. Επίσης, αποτελεί σημαντικό ζήτημα μεγάλων φιλοσοφικών έργων τόσο της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας όσο και της νεότερης. Με τις εργασίες τους ο Arthur Schopenhauer (Die Welt als Wille und Vorstellung) και ο Friedrich Nietzsche (Der Wille zur Macht) καθιστούν δικαίως το ζήτημα του θελήματος (“Wille”) κεντρικό ζήτημα της φιλοσοφικής ανάλυσης. Στο παρόν κείμενο δεν θα προχωρήσουμε παραπέρα σε αυτή. Θα περιοριστούμε στο να επισημάνουμε ότι σκέψεις και συναισθήματα κρατούν το θέλημα του κάθε άνθρωπου εγκλωβισμένο και αιχμάλωτο μέσα στην μερικότητα, η οποία όσο υπάρχει είναι καταδικασμένη πάντοτε να πληγώνεται και να πληγώνει. Η μερικότητα αυτή του θελήματος είναι ικανή να οδηγήσει ακόμη και μία ολόκληρη κοινωνία στην χρεοκοπία και την αποσύνθεση, καθώς οι επιδιώξεις των μελών της θα υπονομεύουν το συλλογικό συμφέρον. Αυτή άλλωστε είναι και η αγωνία που ζει στις ημέρες μας η ελληνική κοινωνία. Το θέλημα των μελών της, τόσο των πολιτικά και οικονομικά ισχυρών όσο και των πολιτικά και οικονομικά αδύναμων, εγκλωβισμένο μέσα στη μερικότητα, υπονομεύει το συλλογικό της συμφέροντος. Όσο το θέλημα θα παραμένει εγκλωβισμένο και αιχμάλωτο μέσα στο πάθος της μερικότητας, κοινωνία και πρόσωπα θα είναι καταδικασμένα στην αγωνία. Η υπέρβαση της αγωνίας δεν βρίσκεται παρά μόνο μέσα στην άρση της μερικότητας του θελήματος: «ουχί το θέλημά μου, αλλά το σον».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου