ΥΔΡΟΧΟΪΚΟΣ ΧΡΙΣΤΟΣ
ΚΑΙ
ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ
Συμβολή στη Μελέτη του Σύγχρονου Συγκρητισμού
Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΜΠΕΚΡΙΔΑΚΗ
Θεολόγου – MΡhil. Θρησκειολογίας – Εκπαιδευτικού
Α. ΣΥΓΚΡΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΜΟΝΤΕΡΝΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
Καταστατικό γνώρισμα των μετανεωτερικών και παγκοσμιοποιημένων καιρών μας είναι, ως γνωστόν, ο πλουραλισμός. Οι μεγάλες αφηγήσεις (grand narratives or meta-narratives) της νεωτερικής περιόδου, τα σύνθετα, δηλαδή, θεωρητικά μοντέλα που αξίωναν καθολική ερμηνεία της πραγματικότητας, απώλεσαν το γνωσιολογικό και κοινωνικό τους κύρος. Τη θέση τους κατέλαβε ένα πλήθος από μικρές αφηγήσεις (little or mini narratives), ερμηνείες, δηλαδή, που δεν ισχυρίζονται ότι συλλαμβάνουν την απόλυτη αλήθεια, αλλά που απλώς εκπροσωπούν «μικρές αλήθειες», επιμέρους προσεγγίσεις και υποκειμενικές οπτικές γωνίες. Από τη στιγμή, λοιπόν, που η κατηγορία της «απόλυτης αλήθειας» απόμεινε κενή νοήματος, η μόνη δυνατότητα που υπάρχει είναι η συνύπαρξη πολλών, διαφορετικών και ενίοτε αντιφατικών «σχετικών αληθειών», οι οποίες εκτίθενται στη διάθεση και στην κρίση της ατομικής βούλησης. Μέσα σ’ ένα τέτοιο πλαίσιο, οι ιδέες της διαφορετικότητας, της πολυπολιτισμικότητας, της ετερογένειας και της συμβίωσης βρίσκονται στην κορυφή της αξιολογικής πυραμίδας, που προσδιορίζει τον συλλογικό βίο των σύγχρονων κοινωνιών. Το κύρος των ιδεών αυτών θεωρείται αναντίρρητο και αναμένεται να γίνουν αποδεκτές περίπου ως αυτονόητες από τους πολίτες. Για το λόγο αυτό, άλλωστε έχουν προσλάβει ευρεία θεσμική κατοχύρωση και συνιστούν ουσιαστικά στοιχεία της ιδεολογικής ταυτότητας των δυτικών κοινωνικών. Η συλλογική συνείδηση στις κοινωνίες αυτές μοιάζει να έχει αποδεχτεί την αναγκαιότητα της επικράτησης ενός κλίματος ανεκτικότητας και αποδοχής της διαφορετικότητας, τόσο στο χώρο της ευρύτερης κοινωνικής και οικονομικής δραστηριότητα, όσο και στο πεδίο του πολιτισμού και της διακίνησης των ιδεών.
Ωστόσο, υπάρχουν δυο σημαντικά ζητήματα, που συνήθως διαφεύγουν της προσοχής, και τα οποία σχετίζονται με την ίδια τη φύση και την καταγωγή εννοιών όπως η ανεκτικότητα και ο πλουραλισμός. Το πρώτο συνδέεται με το γεγονός ότι οι συγκεκριμένες έννοιες έχουν το νομιμοποιητικό τους θεμέλιο στην ιδέα της οντολογικής και αξιολογικής ισότητας. Μ’ άλλα λόγια, για να ριζώσουν και ν’ αναπτυχθούν προϋποθέτουν ένα πνευματικό και κοινωνικό περιβάλλον που να ευνοεί τον σχετικισμό. Εντός αυτού του πλαισίου κάθε αίσθηση ανωτερότητας και υπεροχής μιας παράδοσης έναντι των άλλων δυσφημείται ως ρατσιστική και οφείλει να μετριάζεται. Ομοίως, κάθε αξίωση για αποκλειστικότητα στην κατοχή της αλήθειας φαντάζει αλαζονική και στηλιτεύεται ως μισαλλοδοξία. Το δεύτερο ζήτημα σχετίζεται με το γεγονός ότι τόσο σε επίπεδο θεωρητικό όσο και σε επίπεδο κοινωνικής πραγματικότητας, η ανεκτικότητα, η πολυφωνία και η συνύπαρξη ευνοούν συνήθως τη δημιουργία συνθέσεων και ανακράσεων σε όλα τα επίπεδα. Στην εποχή μας ιδιαίτερα, ο κανόνας αυτός αποδεικνύεται από το γεγονός ότι σε πλείστους όσους τομείς, από τη μόδα μέχρι τη μουσική και από τη γαστρονομία έως τη μεταφυσική διενεργούνται διαρκώς συνθέσεις και συνδυασμοί. Κι αυτό δεν συμβαίνει μονάχα στο χώρο της μαζική κουλτούρας. Ακόμη και οι επιστημονικές θεωρίες, καθώς και η τεχνολογική έρευνα δεν έχουν μείνει ανεπηρέαστες από την επικρατούσα τάση σύγκρασης και ανάμειξης ετερογενών στοιχείων. Στο χώρο της θρησκευτικότητας, όμως, που κυρίως μας ενδιαφέρει εδώ, επισυμβαίνουν οι πλέον έντονες διεργασίες δανεισμού και ανάμειξης. Παρατηρείται, μ’ άλλα λόγια, και στη μετανεωτερική περίοδο το γνωστό από την ιστορία των θρησκειών και των πολιτισμών φαινόμενο, που έχει μείνει γνωστό ως συγκρητισμός. Ολοένα και περισσότερο οι παραδοσιακοί θρησκευτικοί οργανισμοί αισθάνονται υποχρεωμένοι να εγκαταλείψουν τις πάγιες αξιώσεις τους για καθολικό και απόλυτο κύρος των αληθειών που πρεσβεύουν και να καταστούν ανοιχτοί στην προοπτική της συνάντησης με εννοήσεις ή τύπους εμπειριών που προέρχονται από άλλες θρησκείες ή άνθησαν σε διαφορετικά πολιτισμικά περιβάλλοντα. Στην επιστήμη των θρησκειών με τον όρο συγκρητισμός εννοούμε τη διαδικασία εκείνη κατά την οποία στοιχεία από διαφορετικές πνευματικές παραδόσεις απομονώνονται από το φυσικό τους συμφραζόμενο και αναμειγνύονται μεταξύ τους, δημιουργώντας καινοφανείς θρησκευτικές συνθέσεις. Η διαδικασία αυτή λαμβάνει συνήθως χώρα σε μεταβατικές περιόδους, κατά τις οποίες τα παλιά γεωγραφικά σύνορα αίρονται, η επικοινωνία ανάμεσα στους λαούς γίνεται ευκολότερη και οι διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στους πολιτισμούς τείνουν να ξεθωριάσουν. Εποχές κατά τις οποίες ο παλιός κόσμος ψυχορραγεί, ενώ ο νέος είναι ακόμη αγέννητος. Κλασικό παράδειγμα τέτοιας εποχής για το δυτικό κόσμο είναι η Ελληνιστική περίοδος. Τότε οι πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές εξελίξεις που δημιούργησε η εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Περσία (αλλά και η κατοπινή ίδρυση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας) έθεσαν τις προϋποθέσεις για την έλευση θεών από την Ανατολή (Ίσις, Όσιρις, Ώρος, Σέραπις από την Αίγυπτο, Μίθρας από την Περσία, Μεγάλη Θεά και Άττις, από τη Φρυγία, Ταμμούζ και Άδωνις από την Ανατολική Μεσόγειο κ.α.). Νέες θρησκευτικές λατρείες ιδρύθηκαν, προέκυψαν νέες μυθολογικές και συμβολικές κατασκευές, ενώ νέες μυστηριακές τελετές διαμορφώθηκαν στη βάση της συνάντησης των επήλυδων θεών με τους αυτόχθονες. Παρόμοια παραδείγματα συγκρητιστικής αλληλεπίδρασης ανάμεσα στις θρησκείες υπάρχουν αναρίθμητα, όχι μονάχα από το χώρο της Δύσης, αλλά και από την Ανατολή, την Ασία, ιδιαίτερα στα πλαίσια γεωγραφικά εκτεταμένων αυτοκρατοριών, όπως η Περσική, η Κινεζική και η Ινδική.
Αλλά ας γυρίσουμε στο σήμερα. Αν θα θέλαμε να εντοπίσουμε στην εποχή μας το κατ’ εξοχήν πεδίο, όπου συντελούνται εκτεταμένες και αλλεπάλληλες διεργασίες σύνθεσης και συγκρητισμού, τότε οφείλουμε να στρέψουμε την προσοχή μας στο ευρύ και πολύμορφο θρησκευτικό και πολιτισμικό φαινόμενο που συμβατικά αποκαλείται Νέα Πνευματικότητα (New Spirituality). Στο χώρο αυτής της απελεύθερης από δογματικές δεσμεύσεις και θεσμικούς εγκλωβισμούς θρησκευτικής έκφρασης, βασικός κανόνας είναι ο ερανισμών στοιχείων –αντιφατικών, πολλές φορές– απ’ όλο το εύρος της παγκόσμιας πνευματικότητας και ο κατά βούληση συνδυασμός τους, προκειμένου να ικανοποιηθούν οι ψυχολογικής τάξεως ανάγκες και απαιτήσεις του ατόμου-πολίτη των σύγχρονων κοινωνιών. Τα μεταμοντέρνα προτάγματα του πλουραλισμού, του εκλεκτικισμού και της σύνθεσης, βρίσκουν, επομένως, εδώ την ιδεώδη εφαρμογή τους. Το μονοσήμαντο της θρησκευτικής ένταξης και η αποκλειστικότητα της πίστης θεωρούνται πλέον παρωχημένες αξιώσεις, ενώ το προσωπικό γούστο αναβιβάζεται σε κριτήριο της αλήθειας. Όλες οι θρησκευτικές παραδόσεις θεωρούνται ισότιμες και νομιμοποιούνται ως διαφορετικά μονοπάτια που καταλήγουν στην ίδια κορυφή (Θεότητα). Καθένας μπορεί να επιλέξει ελεύθερα σε πιο μονοπάτι θα βαδίσει, ενδέχεται να αλλάξει μονοπάτι στην πορεία, αν διαπιστώσει ότι εκείνο που ακολουθεί τον δυσκολεύει και φυσικά αναγνωρίζει και στους άλλους το δικαίωμα να κάνουν τις δικές τους επιλογές. Στη βάση ενός τέτοιου εκδημοκρατισμού της μυστικής εμπειρίας η θρησκευτική δέσμευση δεν κατανοείται πλέον ως πίστη (faith), δηλαδή ως συνεπή αφοσίωση σε αρχές και αξίες, σε δόγματα και εντολές μιας θρησκείας, αλλά ως πνευματική αναζήτηση (spiritual quest), δηλαδή ως προσωπική πορεία προς το Απόλυτο. Από το σημείο αυτό κι έπειτα, η ιδιοτροπία αντικαθιστά τη συλλογικότητα και η αυθαίρετη επιλογή παίρνει τη θέση της υπακοής σε άνωθεν δεδομένους κανόνες.
Δεν σκοπεύω να επιχειρήσω μια εφ όλης της ύλης ανάλυση της συγκρητιστικής φυσιογνωμίας της νέας θρησκευτικής ιδεολογίας στο σημείο αυτό. Εκείνο που με ενδιαφέρει είναι η επικεντρωμένη μελέτη του, κυρίαρχου στο θρησκευτικό τοπίο του καιρού μας, φαινομένου του συγκρητισμού μέσα από την εξέταση μιας όσο το δυνατόν πιο αντιπροσωπευτικής περίπτωσης (case study). Ως τέτοια περίπτωση επέλεξα το πεδίο της χριστολογίας, και πιο συγκεκριμένα τις εναλλακτικές εννοιολογήσεις και συμβολισμούς που σχετίζονται με το πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Και τούτο διότι θεωρώ ότι, αναλύοντας τις χριστολογικές αντιλήψεις που αναπτύσσονται μέσα στο πνευματικό κλίμα του New Age, μπορεί κανείς να αναχθεί –μέσω μιας σχετικά σύντομης οδού– σε σημαντικά συμπεράσματα για το είδος και τον γενικό προσανατολισμό του νεοθρησκειακού συγκρητισμού. Η μελέτη της περίπτωσης του Ιησού, θέλω να πω, εξασφαλίζει στην ανάλυση υψηλό βαθμό μεταφρασιμότητας, διότι εστιάζει σε μια μορφή η οποία υπερβαίνει κατά πολύ τη θρησκευτική καταγωγή της (Ιουδαιοχριστιανισμός), και λειτουργεί ως γέφυρα προς εναλλακτικούς και σύγχρονους τύπους θρησκευτικότητας. Διότι ακόμη και σήμερα, σε μια εποχή που η θρησκεία υποχωρεί ενώπιον της πνευματικότητας πυροδοτώντας διαδικασίες σταδιακής αλλαγής θρησκευτικού «παραδείγματος», το πρόσωπο του Χριστού διατηρεί την υψηλή ιεροφανειακή του ποιότητα και δυναμική. Αυτό δεν ισχύει για άλλες χριστιανικές παραστάσεις, αντιλήψεις, σύμβολα και θεσμούς. Αίφνης ο συμβολισμός της Κόλασης και του Παραδείσου έχει απολέσει μεγάλο μέρος της κοινωνικής του επιρροής. Το ίδιο συμβαίνει με την αντίληψη περί Τελικής Κρίσης, ως θρησκευτικού συμβόλου που συσχετίζει στενά την προσωπική πίστη και ηθική με τις έννοιες της τιμωρίας και της επιβράβευσης. Κλασικές ηθικές κατηγορίες όπως αμαρτία και ενοχή, ή θεολογικές, όπως ορθοδοξία και αίρεση, πολύ λίγα πλέον σημαίνουν για το σύγχρονο άνθρωπο. Χωρίς νόημα έχουν απομείνει επίσης οι έννοιες της Θείας εντολής, του ιερού κανόνα και της πνευματικής υπακοής για να αναφέρω μερικά μόνο ενδεικτικά παραδείγματα. Το πρόσωπο του Ιησού, αντίθετα, συνεχίζει να συνιστά ιεροφανειακό τόπο με ευρεία ακτινοβολία. Για το λόγο αυτό, άλλωστε, έχει αναπτυχθεί και μια ποικιλία ερμηνειών γύρω από τη σημασία του. Τέτοιες ερμηνείες κυκλοφορούνται, φυσικά, και μέσα στο πνευματικό περιβάλλον του New Age. Εδώ η μορφή του Ιησού ερμηνεύεται ενταγμένη οργανικά μέσα σε ένα θρησκευτικό συμφραζόμενο, το οποίο είναι ριζικά και καταστατικά διαφορετικό από ‘κείνο της Εκκλησίας.
Β. ΟΙ ΘΕΩΡΗΤΙΚΕΣ ΣΥΝΙΣΤΩΣΕΣ ΤΗΣ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗΣ ΧΡΙΣΤΟΛΟΓΙΑΣ
Στους κόλπους του πολυσυλλεκτικού ρεύματος της Νέας Εποχής (New Age Movement) η εικόνα του Ιησού μοιάζει με μεγάλο ψηφιδωτό, το οποίο απαρτίζεται από πολύχρωμες ψηφίδες, προερχόμενες, όμως, από διαφορετικά θρησκευτικά περιβάλλοντα. Στη συνέχεια θα επιχειρήσω να σκιαγραφήσω τους θεωρητικούς άξονες βάσει των οποίων έχει κατασκευαστεί το ψηφιδωτό αυτό. Επίσης θα δοκιμάσω να συνοψίσω τα κύρια γνωρίσματα της εναλλακτικής αυτής εικόνας του Ιησού. Ως κείμενο αναφοράς για τη συγκεκριμένη μελέτης έχω επιλέξει το βιβλίο της Alice Bailey, Από τη Βηθλεέμ στο Γολγοθά. Οι λόγοι που με οδήγησαν στη συγκεκριμένη επιλογής σχετίζονται τόσο με την παλαιότητα του εν λόγω κειμένου (εκδόθηκε το 1937) και την ειδική θεματολογία του (ιστορία και ερμηνεία του προσώπου και του έργου του Ιησού) όσο και με το γεγονός ότι το κύρος του είναι μεγάλο στους ερμηνευτικούς κύκλους του ρεύματος του Εσωτερικού Χριστιανισμού –με το οποίο θα ασχοληθούμε στη συνέχεια. Κυρίως, όμως, θεωρώ το συγκεκριμένο κείμενο ενδεδειγμένο διότι σ’ αυτό συνοψίζονται σε ικανοποιητικό βαθμό, αν όχι όλοι, τουλάχιστον οι περισσότεροι και κυριότεροι άξονες της χριστολογίας του κινήματος της Νέας Εποχής –πρωτοπόρο στέλεχος του οποίου υπήρξε, άλλωστε, η Bailey. Το γεγονός ότι προέρχεται από την ευρύτερη θεοσοφική παράδοση διόλου δεν αναιρεί τη «νεοεποχήτικη» ταυτότητά του. Αντίθετα, μάλιστα, την εγγυάται και την επιτείνει, αφού η θεοσοφική κίνηση υπήρξε μια από τις κυριότερες πηγές που τροφοδότησαν και συνεχίζουν να τροφοδοτούν το νεότερο κίνημα του New Age.
Η Bailey ξεκινάει την μελέτη της για το πρόσωπο και το έργο του Ιησού Χριστού με τρόπο, ο οποίος φανερώνει πως διατηρεί συγκεκριμένες προκατανοήσεις αναφορικά με αυτό. Είναι χρήσιμο να τις εντοπίσουμε εν συντομία, διότι ως ένα βαθμό ερμηνεύουν τις τοποθετήσεις που πρόκειται να ακολουθήσουν. Η αφετηριακή παρατήρηση της συγγραφέως σχετίζεται με τη διαπίστωση μιας απώλειας: ο σύγχρονος Χριστιανισμός, διατείνεται, έχει σε μεγάλο βαθμό χάσει το αληθινό του περιεχόμενο και έχει μεταβληθεί σε κλειστό δογματικό σύστημα με τυποποιημένη λατρευτική ζωή, αποκλείοντας την αμεσότητα της θρησκευτικής εμπειρίας. Η εξέλιξη αυτή έχει, κατά τη γνώμη της, οδηγήσει στην μονοσήμαντη επικέντρωση από την πλευρά της Εκκλησίας στα εξωτερικά στοιχεία της πίστης και την συνακόλουθη περιθωριοποίηση ενός, υποτιθέμενα βαθύτερου, μυστικού πυρήνα. Στον πυρήνα αυτό, η Bailey διακρίνει ένα corpus «εσωτερικών αληθειών» για τη Θεότητα και τον κόσμο, οι οποίες συγκροτούν μια «θεία γνώση». Η γνώση αυτή, όμως, δεν είναι ειδικά Χριστιανική, αλλά υπάρχει, όπως χαρακτηριστικά σημειώνεται, «από αμνημονεύτων χρόνων». Αυτή η απόκρυφη γνώση ή «σοφία» γίνεται κατανοητή από την ίδια ως η κοινή ουσία όλων των θρησκευτικών παραδόσεων: από «τους αρχαίους δασκάλους, τους σοφούς της Ινδίας, τους Μάγους της Περσίας και της Βαβυλώνος, τους οραματιστές και τους προφήτες του Ισραήλ, τους ιεροφάντες της Αιγύπτου και της Αραβίας» έως «τους φιλοσόφους της Ελλάδος και της Δύσης». Η μυστική αυτή γνώση εκδιώχθηκε από τα επίσημα ιερατεία και, τελικά, λησμονήθηκε, ισχυρίζεται η Bailey. Όμως, ο σύγχρονος αναζητητής της αλήθειας για το Χριστιανισμό και το πρόσωπο του Ιησού οφείλει να ανατρέξει σ’ αυτήν και να την μελετήσει: «πρέπει να εισχωρήσουμε στο νόημα του συμβόλου σ’ εκείνο που ενσωματώνει και να μετατοπίσουμε την προσοχή μας από τον κόσμο των εξωτερικών μορφών [θρησκευτικών τύπων] στον κόσμο των εσωτερικών πραγματικοτήτων». Αυτή η μετάβαση πιστεύεται πως είναι δυνατόν να συντελεστεί μονάχα με το λεγόμενο «ξεδίπλωμα της συνειδήσεως», τη διεύρυνση, δηλαδή, των γνωστικών δυνατοτήτων του ανθρώπου. Πρόκειται, ουσιαστικά, για μια κατάδυση στο εσωτερικό του υποκειμένου, όπου κατοικεί το πλήρωμα της Θεότητας, αφού «ο άνθρωπος ζει με την ενσάρκωση του Θεού μέσα του». Η μύηση στην απόκρυφη σοφία των θρησκειών χαιρετίζεται από την Bailey για δυο λόγους. Πρώτον, διότι συνιστά μια ελπιδοφόρα προοπτική ατομικής πραγμάτωσης, και δεύτερον διότι είναι η βάση για τη διαμόρφωση της «ερχόμενης παγκόσμιας θρησκείας». Έτσι, η ανατολή μιας «νέας εποχής» στην κατανόηση του Χριστιανισμού και του προσώπου του ιδρυτή του συνυφαίνεται αξεδιάλυτα με την επίτευξη εκ μέρους του ατόμου «μιας πιο αληθινής γνώσης, [μιας] ανακαλύψεως της δικής του θειότητας». Η εκ νέου ανακάλυψη της αρχαίας γνώσης θα φέρει ριζικές αλλαγές τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο.
Από τα παραπάνω γίνεται σαφές ότι βρισκόμαστε ενώπιον μιας Αποκρυφιστικής κατανόησης του Χριστιανισμού, που τον συμπιέζει στα όρια της ατομικής μυστικής εμπειρίας και ουσιαστικά τον ακυρώνει ως ιδιαίτερη θρησκευτική παράδοση: «Η αληθινή Εκκλησία είναι η βασιλεία του Θεού πάνω στην γη, απαλλαγμένη από κάθε διακυβέρνηση κληρικών και αποτελούμενη από όλους ανεξαιρέτως φυλής και πίστεως, που ζουν με το εσωτερικό φως, που ανακάλυψαν το γεγονός του μυστικού Χριστού μέσα στις καρδιές τους και προετοιμάζονται να βαδίσουν τον Δρόμο της Μυήσεως». Είναι, επομένως, εύκολο να διακρίνει κανείς μια σειρά από τυπικά θεοσοφικά μοτίβα που χαρακτηρίζουν τις θεωρητικές προϋποθέσεις της Bailey. Τα σημαντικότερα αυτών είναι τα εξής:
1ον Αποστροφή προς τις θεσμοποιημένες εκφορές του θρησκευτικού, θεωρούμενες ως ανασχετικές της ατομικής πρόσβασης στο Θείο.
2ον Η αυθεντική πνευματικότητα αντιμετωπίζεται, στο πλαίσιο αυτό, ως κάτι το διαφορετικό από τη θρησκεία –πιο συγκεκριμένα, συνδέεται με την πεμπτουσία, το μυστικό βάθος κάθε θρησκείας.
3ον Ανασυσταίνεται η Philosophia Perennis, η θεωρία, δηλαδή, εκείνη, που ανακαλύπτει, μια ενιαία σοφία, έναν πυρήνα κοινών αληθειών, πίσω από την πολλαπλότητα της θρησκευτικής έκφρασης.
4ον Το Θείο χάνει την υπερβατική του αυτοτέλεια και τοποθετείται εντός των ορίων του υποκειμένου, υπό τη μορφή «θεϊκού σπινθήρα» εγκλωβισμένου στο υλικό σώμα.
5ον Η αυτογνωσία, στο πλαίσιο αυτό, ταυτίζεται με τη θεογνωσία.
6ον Η διεύρυνση της συνείδησης αναδεικνύεται σε κυρίαρχη γνωσιολογική μέθοδος που εξασφαλίζει την πρόσβαση στο Απόλυτο..
7ον Η μυστική εμπειρία απολυτοποιείται, θεωρούμενη ως η πλέον αυθεντική μορφή θρησκευτικότητας, γεγονός που, εκτός των άλλων, εκβάλλει στην εξατομίκευση και εσωτερίκευση του θρησκευτικού.
Όλα αυτά τα μοτίβα συνιστούν καταστατικά credo στο χώρο της Νέας Πνευματικότητας. Ταυτόχρονα, όμως, γνωρίζουν ευρεία διάδοση μέσω των Media, με αποτέλεσμα να αποτελούν πλέον μέρος της θρησκευτικής κουλτούρας και ιδεολογίας των δυτικών κοινωνιών. Αναφορικά με το υπό εξέταση θέμα, τώρα, θα λέγαμε πως λειτουργούν ως αξονικές προκείμενες γύρω από τις οποίες οικοδομείται η εναλλακτική εικόνα του Ιησού. Αυτή θα εξετάσουμε με περισσότερες λεπτομέρειες στη συνέχεια.
Γ. AQUARIAN CHRIST: ΤΟ ΑΡΧΕΤΥΠΟ «ΥΔΡΟΧΟΪΚΟΣ ΧΡΙΣΤΟΣ»
Έχοντας κατά νου τις ανωτέρω αρχές προχωρούμε στην εξέταση της ερμηνείας του προσώπου του Ιησού, που υιοθετεί η Bailey. Κατά βάση, λοιπόν, ο Ιησούς Χριστός αντιμετωπίζεται ως παράπλευρος σωτήρας με τον Βούδα, τον Κρίσνα και τους λοιπούς θεϊκούς σωτήρες της Εγγύς Ανατολής, καθώς η ζωή του φαίνεται να παρουσιάζει πολλές αναλογίες με τους βίους όλων εκείνων. Πρόκειται για την ευρύτατα διαδεδομένη New Age άποψη ότι ο Ιησούς ήταν μια ακόμη ενσάρκωση (avatar) της Θείας Ουσίας –όπως ήταν, άλλωστε, κι όλοι οι μεγάλοι μύστες των διαφόρων θρησκειών. Τα πέντε στάδια της ιστορικής του πορείας (Γέννηση, Βάπτιση, Μεταμόρφωση, Σταύρωση και Ανάσταση-Ανάληψη) γίνονται από τη συγγραφέα αντιληπτά ως αρχέτυπα στάδια μύησης, από τα οποία οφείλουν να περάσουν όλοι οι πνευματικοί αναζητητές προκείμενου να ενωθούν με την Θεότητα. Τη μύηση αυτή η Bailey ορίζει ως «μια διαβαθμισμένη και συνειδητή σειρά διευρύνσεων της συνειδήσεως, σταθερά αυξανόμενη επίγνωση της θεότητος και όλων της των περιπλόκων συμπερασμάτων». Κι αφού, όπως συμπληρώνει, αυτές «οι διευρύνσεις της συνειδήσεως αποκαλύπτουν προοδευτικά στον άνθρωπο τις ιδιότητες της ανώτερης και κατώτερης του φύσεως», η μίμηση του Χριστού αποκτάει αποκλειστικά ατομοκεντρική τροπή, γινόμενη αντιληπτή πρωτίστως ως διαδικασία αυτογνωσίας και αυτοπραγμάτωσης. Με τον τρόπο αυτό, ο Ιησούς Χριστός μετατρέπεται από ιστορική προσωπικότητα σε μυθικό ήρωα, σε αρχέτυπο της πορείας του ανθρώπου προς το Θείο που λανθάνει εντός του. «Η μοναδικότητα του έργου του Χριστού βρίσκεται στο γεγονός ότι Αυτός ήταν ο πρώτος που διαδραμάτισε το σύνολο των τελετουργικών τυπικών της μυήσεως, ευρύτατα μπροστά στον κόσμο, δίδοντας έτσι στην ανθρωπότητα απόδειξη της θειότητος συγκεντρωμένης σ’ ένα πρόσωπο, έτσι ώστε όλοι να μπορούν να δουν, να μπορούν να γνωρίσουν, να πιστεύσουν και να ακολουθήσουν τα βήματά Του. Οι ίδιες ιστορίες λέγονται για τον Ηρακλή, τον Μπαλντούρ, τον Μίθρα, τον Βάκχο και τον Όσιρι, για να αναφέρουμε μόνο λίγους από ένα μεγάλο αριθμό», σημειώνει χαρακτηριστικά η Bailey.
Συνεπής στη θεοσοφική της προπαιδεία, η συγγραφέας προχωρεί ακόμη περισσότερο, επιδιδόμενη σε μια εσωτεριστική, ακραία αλληγορική και ανιστορική ερμηνεία των γεγονότων-σταθμών της ζωής του Ιησού. Στη Γέννηση βλέπει την παραδειγματική ενσάρκωση της αιώνιας «Χριστικής Αρχής», του λεγόμενου «Κοσμικού Χριστού», της Θείας Ουσίας, δηλαδή, που ενυπάρχει σε όλα τα όντα –έστω κι αν αυτά δεν το έχουν συνειδητοποιήσει. «Αυτή είναι η δοξασία της Ενοποιήσεως. Ο Θεός ενυπάρχων στο σύμπαν –ο κοσμικός Χριστός. Θεός ενυπάρχων στην ανθρωπότητα αποκαλυφθείς δια του ιστορικού Χριστού. Θεός, ενυπάρχων στο άτομο, ο ενοικών Χριστός, η ψυχή». Ο Χριστός, επομένως, δεν είναι ιστορικό πρόσωπο (δεν ταυτίζεται με τον Ιησού), αλλά μια απρόσωπη Θεία Αρχή, ο ίδιος ο θεϊκός σπινθήρας που συνέχει το παν. Το ίδιο αλληγορικά ερμηνεύονται και όλα τα έμψυχα ή άψυχα που σχετίζονται με την Γέννηση: η Παρθένος Μαρία συμβολίζει την ύλη εντός της οποίας σιγοκαίει ο θεϊκός σπινθήρας, ο μνήστωρ Ιωσήφ θεωρείται «σύμβολο της δομικής-δημιουργικής όψεως του θεού Πατρός», το σπήλαιο συμβολίζει «τα τέσσερα βασίλεια της φύσεως», τα δώρα που πρόσφεραν οι Μάγοι συμβολίζουν «τα τρία μέρη του ανθρώπου –φυσικό, συναισθηματικό και νοητικό», και πάει λέγοντας. Αλληγορικά εννοιολογείται και η Βάπτιση. Μ’ αυτήν επιτελείται, σύμφωνα με τη Bailey, ο συμβολικός εξαγνισμός της κατώτερης φύσης του ανθρώπου, ώστε να μπορέσει να αφυπνιστεί και να λάμψει εντός της το θεϊκό στοιχείο: «Το βάπτισμα του Ιησού είναι συμβολικό του εξαγνισμού της συνειδήσεως του ανθρώπου, ακριβώς όπως ο Χριστός και το βάπτισμά Του συμβόλισαν για μας το Θείον μέσα στον άνθρωπο και τον εξαγνισμό που ακολουθεί την δραστηριότητα εκείνου του Θείου Πνεύματος της κατώτερης φύσεως». Βρισκόμαστε, στο σημείο αυτό, ενώπιον κλασικής Γνωστικής διάκρισης ανάμεσα στον «Ιησού», δηλαδή, στην συγκεκριμένη, ιστορική ανθρώπινη ύπαρξη και στο «Χριστό», ήτοι στην Θεϊκή Αρχή που ενοίκησε στο θνητό του σώμα κατά τη Βάπτιση (Δοκητισμός). Τη διάκριση αυτή υιοθέτησε τόσο η θεοσοφία, όσο και το New Age. Ως τρίτη μύηση εκλαμβάνει η Bailey τη Μεταμόρφωση του Χριστού στο όρος Θαβώρ. Ερμηνευμένη κι αυτή συμβολικά κατανοείται ως αποκάλυψη του εσωτερικού φωτός (Εαυτός) στην ενότητά του με την Θεότητα. Τουτέστιν ως έκφανση της διαδικασίας αυτοπραγμάτωσης και ολοποίησης του υποκειμένου: «Ο Χριστός [...] κατά την μεταμόρφωση ενοποίησε μέσα Του τον Θεό και τον Άνθρωπο και συγχώνευσε την αναπτυγμένη Προσωπικότητά Του με την Ατομικότητά Του. Αντιπροσώπευσε την έσχατη δυνατότητα που μπορούσε να ποθήσει η ανθρωπότητα. Οι δυαδικότητες, που τόσο στενάχωρα εκφράζει η ανθρωπότης, συνέπεσαν σ’ Αυτόν και κατέληξαν σε σύνθεση τέτοιας τελειότητος ώστε για πάντα, Αυτός καθόρισε τον στόχο της φυλής μας». Τέταρτη μύηση θεωρείται η Σταύρωση. Το ίδιο μοτίβο της ανιστορικότητας, της αλληγορίας και του μυθικού αρχετύπου επαναλαμβάνεται κι εδώ: «Η Σταύρωση και ο Σταυρός του Χριστού είναι τόσο αρχαία όσο και η ίδια η Ανθρωπότητα. Και τα δύο είναι σύμβολα της αιώνιας θυσίας του Θεού, καθώς βυθίζει τον Εαυτό του μέσα στην μορφική όψη της φύσεως και γίνεται κατ’ αυτό τον τρόπο τόσον εγκόσμιος όσο και υπερβατικός [...] Ο κοσμικός Χριστός υπήρξε προ πάσης αιωνιότητος. Ο κοσμικός αυτός Χριστός είναι θεότης ή πνεύμα που σταυρώθηκε στο διάστημα. Προσωποποιεί την αυτοθυσία ή την θυσία του πνεύματος πάνω στον σταυρό της ύλης, της μορφής ή της ουσίας, για να μπορέσουν να ζήσουν όλες οι θείες μορφές συμπεριλαμβανομένης και της ανθρώπινης». Αυτή είναι η υποτιθέμενη κοσμολογική σημασία της Σταύρωσης. Υπάρχει, όμως, και μια ανθρωπολογική τοιαύτη. Σύμφωνα μ’ αυτήν ο Χριστός πέθανε επί του σταυρού «για να μάς δείξει ότι η θεότης μπορεί να εκδηλωθεί και να εκφραστεί αληθινά, μόνο όταν ο άνθρωπος, σαν άνθρωπος [sic], αποθάνει για να μπορέσει να ζήση ο κρυμμένος Χριστός. Η κατώτερη σαρκική φύση [...] πρέπει να αποθάνει για να μπορέσει να φανερωθεί η ανώτερη θεία φύση σ’ όλη της την ομορφιά [...] Ο Χριστός έπρεπε να πεθάνει ώστε αμέσως και ολόκληρη η ανθρωπότητα να μάθει το μάθημα ότι με την θυσία της ανθρώπινης φύσεως μπορεί να ‘σωθεί’ η θεία όψη». Οι ομοιότητες της αντίληψης αυτής τόσο με τη νεοπλατωνική διδασκαλία, όσο και με τις απωανατολικές ανθρωπολογικές και σωτηριολογικές παραδόσεις είναι, νομίζω, εξόφθαλμες. Φτάνουμε, έτσι, στην τελική μύηση, την οποία αντιπροσωπεύει η Ανάσταση και η Ανάληψη του Ιησού. Δι’ αυτών συμβολίζεται ο θρίαμβος του θεϊκού Εαυτού, η εμπειρία της ουσιαστικής ένωσης και ταύτισης με το Απόλυτο· όταν όλοι οι φραγμοί του Εγώ έχουν πλέον αρθεί, η εσωτερική θεότητα αφυπνίζεται μέσω μιας διαδικασίας ολοποίησης του υποκειμένου. «‘Η ανάσταση δεν είναι η έγερση των νεκρών από τους τάφους τους», παρατηρεί η Bailey, «αλλά το πέρασμα από τον θάνατο της αυτο-απορροφήσεως στην ζωή της ανιδιοτελούς αγάπης, η μετάσταση από το σκοτάδι του εγωιστικού ατομισμού προς το φως του συμπαντικού πνεύματος, απ’ το ψέμα στην αλήθεια, από τη σκλαβιά του κόσμου στην ελευθερία του αιώνιου’». Και προσθέτει: «αναστηνόμαστε στην αιώνια ζωή και γινόμαστε μέλη των αθανάτων, όταν γίνουμε κατάλληλοι για συνεργάτες του Χριστού στο βασίλειό Του. Όταν χάνουμε την συνείδηση του ξεχωριστού ατόμου και αποκτούμε, κατά θείο τρόπο, επίγνωση του συνόλου». Γίνεται απ’ αυτά φανερό ότι το γεγονός της Ανάστασης κατανοείται και ερμηνεύεται με όρους Απωανατολικούς (Νεοβεδαντικούς, πιο συγκεκριμένα), ως ενορατική εμπειρία της αδιαφοροποίητης ενότητας Εαυτού-Θείου.
Δ. Η ΘΡΗΣΚΕΙΟΛΟΓΙΚΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗΣ ΧΡΙΣΤΟΛΟΓΙΑΣ
Η παραδειγματική περίπτωση εναλλακτικής χριστολογικής σύνθεσης, την οποία παρουσιάσαμε εδώ, έχει συγκεκριμένες θρησκευτικές καταβολές. Εύκολα γίνεται αντιληπτό ότι η ερμηνευτική προσέγγιση της Bailey είναι βαθιά επηρεασμένη τόσο το Γνωστικισμό και το Νεοπλατωνισμό, όσο και από τη μονιστική και ολιστική θρησκευτική φιλοσοφία του (Νέο)Βεδαντισμού (Advaita Vedanta), στη Θεοσοφική-Εσωτεριστική εκδοχή της. Πιο συγκεκριμένα, η διάκριση ανάμεσα στον Χριστό, θεωρούμενο ως εκπρόσωπο του ανώτερου θεϊκού κόσμου (Κοσμική Αρχή) και στον άνθρωπο Ιησού, θεωρούμενο ως γήινο ξενιστή της ουράνιας υπόστασης παραπέμπει ευθέως στο Δοκητισμός και στη διδασκαλία του Βαλεντίνου για τους Αιώνες. Η αποκλειστικά συμβολική και αλληγορική ερμηνεία των φάσεως της ιστορικής πορείας του Χριστού, ως «μυήσεων», ως παραδειγματικών, δηλαδή, «μαθημάτων» προς τους ανθρώπους, παραπέμπει επίσης στον Δοκητισμό του Απελλή. Η απολυτοποίηση της γνωσιολογίας συγκλίνει προς την κεντρική διδασκαλία των Γνωστικών ότι ο Χριστός ήταν ένας πνευματικός διδάσκαλος, ένας θεϊκός απεσταλμένος που λύτρωσε την ανθρωπότητα δια της γνώσεως του Ύψιστου Αγαθού Θεού, την οποία έφερε στον κόσμο. Η εμμονή στον πνευματικό χαρακτήρα της λύτρωσης, η οποία κατανοείται ως απελευθέρωση της αθάνατης ατομικής ψυχής από τα δεσμά της ύλης έχει σαφείς Νεοπλατωνικές ρίζες. Παραπέμπει επίσης στις σχετικές αντιλήψεις του Καρποκράτη, του Μάνη και του Σατορνείλου. Τέλος, τυπικά Γνωστική είναι και η ταύτιση θεογνωσίας και αυτογνωσίας, με παράλληλη αδιαφορία για την σωτηρία του υλικού κόσμου.
Από την άλλη πλευρά, η συγκατάταξη του Ιησού στις Avataras («καθόδους», ενσαρκώσεις) του Θείου είναι, όπως είπαμε, τυπικά θεοσοφική και έχει την προέλευσή της στη θρησκευτική περί μετενσαρκώσεως παράδοση της Ινδίας. Ο μονοσήμαντα γνωσιολογικός χαρακτήρας της διδασκαλίας του Χριστού, καθώς και το περιεχόμενο αυτής της διδασκαλίας (διεύρυνση της συνείδησης, κατάδυση εντός του υποκειμένου προς ανεύρεση του Θεϊκού Εαυτού με ταυτόχρονη απέκδυση του Εγώ, και όλα τα υπόλοιπα που είδαμε παραπάνω), σε συνδυασμό με την περιγραφή της λύτρωσης με όρους αυτοπραγμάτωσης, ενοποίησης και ολοποίησης του υποκειμένου είναι δάνεια από την πνευματική παράδοση του Νεοβεδαντισμού. Το ίδιο ισχύει και για κάποια άλλα από τα στοιχεία της υδροχοϊκής χριστολογίας, όπως είναι η σχετικοποίηση της θεσμοποιημένης θρησκευτικής έκφρασης, η απαξίωση των ιερατείων, η συναφής πρόταξη της αδιαμεσολάβητης εμπειρικής προσέγγισης του Απολύτου και η συνακόλουθη απολυτοποίηση του μυστικισμού.
Οι παραπάνω θεμελιακές παράμετροι που συνθέτουν τη θρησκειολογική φυσιογνωμία της υδροχοϊκής χριστολογίας πλαισιώνονται με επιμέρους αντιλήψεις, οι οποίες δεν συναντώνται μεν στο κείμενο της Bailey, αλλά γνωρίζουν ευρύτατη διάδοση στους κύκλους του New Age. Μια τέτοια αντίληψη, για παράδειγμα, είναι εκείνη που διατείνεται πως ο Ιησούς, πριν ξεκινήσει τη δημόσια δράση του, ταξίδεψε στην Αίγυπτο, στην Ινδία, στο Θιβέτ ή αλλού, όπου μυήθηκε στην Αιώνια Σοφία και διδάχτηκε από αρχαίους μύστες τους βασικούς άξονες της διδασκαλίας του. Γνωστή επίσης είναι και η σύγχρονη παραφιλολογία περί της δήθεν Ελληνικής καταγωγής του Ιησού –που στα βασικά της σημεία αναπαράγει την προπαγάνδα του αρχαίου εθνικού φιλοσόφου Κέλσου. Συχνά-πυκνά τέτοιες απόψεις προβάλλονται από τους χρεοκοπημένους διαύλους της δημοσιογραφικής ευήθειας ωσάν να ήταν η τελευταία λέξη της επιστήμης, προς εντυπωσιασμό των αδαών και προς εκτόνωση του ρατσιστικού οίστρου ορισμένων εκπροσώπων του μεταλλαγμένου (New Age) αρχαιοελληνικού δωδεκαθεϊσμού. Να σημειώσουμε, τέλος, και τη θεωρία περί των απογόνων του Ιησού, η οποία γνώρισε σημαντική προβολή τα τελευταία χρόνια. Σύμφωνα με την πιο επεξεργασμένη εκδοχή της ο Ιησούς δεν πέθανε στο σταυρό, αλλά διέφυγε και παντρεύτηκε τη Μαρία τη Μαγδαληνή. Οι απόγονοι του «ιερού ζεύγους» επέζησαν κι έτσι η γραμμή αίματος του Ιησού διαπέρασε το μεσαίωνα και τους Νέους Χρόνους και φτάνει μέχρι τις μέρες μας. Αυτό το «μεγάλο μυστικό» έπρεπε να κρατηθεί κρυφό με κάθε θυσία, διότι η αποκάλυψή του θα έθετε υπό αμφισβήτηση ολόκληρο το οικοδόμημα της χριστιανικής Εκκλησίας. Την υπόθεση αυτή πρώτος διατύπωσε κατά τρόπο συστηματικό ο Michael Baigent στις αρχές της δεκαετίας του ’80, έγινε όμως ευρέως γνωστή μέσα από το best seller του Dan Brown Κώδικας Da Vinci και την κινηματογραφική διασκευή που ακολούθησε.
Όλα αυτά δεν ενδιαφέρουν άμεσα το θέμα μας, καθώς κινούνται μεν εντός του γενικότερου πνευματικού κλίματος της Νέας Εποχή, δεν ανήκουν, ωστόσο στον σκληρό πυρήνα των χριστολογικών αντιλήψεων του κινήματος. Αντίθετα, εκείνο που ενδιαφέρει στο σημείο αυτό είναι να εξαχθούν ορισμένα συμπεράσματα αναφορικά με την ταυτότητα του νεοθρησκειακού συγκρητισμού, με αφορμή την εξέταση των αντιλήψεων αυτών, που επιχειρήσαμε παραπάνω. Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι εκείνο που ουσιαστικά συμβαίνει κατά τη διαδικασία πρόσληψης του «συμβόλου Ιησούς Χριστός» από την εναλλακτική πνευματικότητα είναι η εκ βάθρων αναθεώρηση της καταγωγικής σημασίας του. Ορισμένα εξωτερικά και περιγραμματικά γνωρίσματα του προσληφθέντος γίνονται αποδεχτά (εν προκειμένω, η χρονολογική τοποθέτηση της δράσης του Χριστού, η παρουσία του θεϊκού στοιχείου στην προσωπικότητα και το έργο του, οι μεγάλοι σταθμοί της ζωής και διδασκαλίας του κ.α.), φορτίζονται, όμως, με αλλότριο περιεχόμενο. Απογυμνώνονται από τον ιστορικό ρεαλισμό τους και αναδεικνύονται σε αλληγορικά ισοδύναμα μιας μεταφυσικής πραγματικότητας, της οποίας η δόμηση και οι εσωτερικές προϋποθέσεις υπακούουν σε θρησκευτικές προϋποθέσεις πολύ διαφορετικές από τις χριστιανικές. Το αποτέλεσμα είναι να έχουμε χριστιανικά μοτίβα, μορφές και ονόματα, αλλά το περιεχόμενο να είναι ξένο προς τον Χριστιανισμό, προερχόμενο από τη θρησκευτική σύνθεση της Νέας Εποχής. Δομικά υλικά της πνευματικότητας αυτού του τύπου είναι η ανιστορικότητα, ο μυστικισμός, ο εσωτερισμός, ο γνωστικισμός, ο μονισμός και ο ολισμός –και είδαμε πως αυτά εφαρμόζονται στην περίπτωση του Ιησού και τι είδους εικόνα περί αυτού διαμορφώνουν. Στο πλαίσιο του νεοθρησκειακού συγκρητισμού τα δανεισμένα από το Χριστιανισμό –ή απ’ οποιαδήποτε άλλη θρησκευτική παράδοση– στοιχεία διατηρούν μεν μια χαλαρή και επιφανειακή σχέση με την καταγωγική περιοχή τους, όμως ο σημασιολογικός τους προσανατολισμός έχει μεταβληθεί αποφασιστικά. Είναι, τρόπον τινά, σκιές του παλιού εαυτού τους, καπνισμένα κάτοπτρα, ανίκανα να επιτελέσουν με πιστότητα τον αρχικό τους προορισμό. Αποκομμένα από τις ρίζες τους, τοποθετούνται εντός των ορίων ενός διαφορετικού πλαισίου, όπου αποκτούν νέο περιεχόμενο και καλούνται να εξυπηρετήσουν αλλότριους στόχους και λειτουργίες. Η χριστολογία που σκιαγραφήσαμε παραπάνω διακρίνεται, επομένως, ριζικά από τη χριστολογία της Εκκλησίας, καθώς οι όποιοι ισομορφισμοί που τυχόν εντοπίζονται μεταξύ των δύο είναι εντελώς εξωτερικού χαρακτήρα, περιορίζονται στο επιδερμικό επίπεδο της ορολογίας, ενώ εξ επόψεως θεωρητικών προϋποθέσεων και περιεχομένου το χάσμα που της χωρίζει είναι μέγα. Η διάσταση που υπάρχει ανάμεσα στα δυο κοσμοθεωρητικά και συμβολικά συστήματα, εκείνο του Χριστιανισμού από τη μια, και της Νέας Πνευματικότητας από την άλλη, νομίζω πως θα φωτιστεί ακόμη περισσότερο εάν κανείς στραφεί στο εναλλακτικό θρησκευτικό μόρφωμα που στεγάζεται υπό τον όσο Εσωτερικός Χριστιανισμός. Θα κλείσω, λοιπόν, την παρούσα ανάλυση με μια σύντομη αναφορά στη θρησκειολογική φυσιογνωμία του ρεύματος αυτού σε αντιπαραβολή με το χριστιανικό κοσμοείδωλο. Νομίζω πως κάτι τέτοιο συνεισφέρει στη νοηματική σύνδεση όλου-μέρους, διότι μας επιτρέπει να εντάξουμε την εναλλακτική εικόνα του Υδροχοϊκού Χριστού, που είδαμε παραπάνω, στο γενικότερο πλαίσιο μιας εναλλακτικής ερμηνείας του συνόλου της Χριστιανικής παράδοσης.
Ε. ΜΙΑ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΠΑΡΕΚΒΑΣΗ:
Ο ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Τι είναι, λοιπόν, Εσωτερικός Χριστιανισμός; Πολύ συνοπτικά, είναι η αντίληψη που θεωρεί ότι στον βαθύτερο πυρήνα, στην καρδιά της διδασκαλίας του Ιησού βρίσκονται κάποιες θεμελιώδεις πνευματικές αλήθειες, οι οποίες συγκροτούν ένα ιερό corpus μυστικής γνώσης σχετικά με το Θείο, τον άνθρωπο και τον κόσμο και είναι κοινές σε όλες τις θρησκευτικές παραδόσεις της ανθρωπότητας. Με την πάροδο του χρόνου, ωστόσο, αυτές οι απόκρυφες αλήθειες λησμονήθηκαν ή εξοστρακίστηκαν από το οργανωμένο ιερατείο, καθώς ο Χριστιανισμός μετατρεπόταν βαθμιαία σε θεσμικό καθίδρυμα και αποκτούσε συγκροτημένη δογματική διδασκαλία. Αυτή η μετάλλαξη του Χριστιανισμού από «μονοπάτι εσωτερικής ανάπτυξης» σε εξουσιαστικό «θρησκευτικό σύστημα» θεωρείται ότι σηματοδοτεί μια προδοσία του αρχικού μηνύματος του Ιησού και συνιστά αλλοίωση των αρχών και προθέσεών του. Όσο, όμως, κι αν περιθωριοποιήθηκε και ξεχάστηκε, η μυστική γνώση διασώθηκε συγκαλυμμένη και μεταμφιεσμένη στα έργα των μεγάλων μυστικών του Χριστιανισμού σε Ανατολή και Δύση. Εκεί, θεωρούν οι θιασώτες της προσέγγισης αυτής, παρουσιάζονται οι βασικοί άξονες της κοσμοθεωρίας του Εσωτερικού Χριστιανισμού και αναθερμαίνεται το ενδιαφέρον των μυημένων για την άμεση, εμπειρική προσπέλαση του Θείου. Τρεις είναι οι κεντρικοί πυλώνες γύρω από τους οποίους οικοδομείται η θεωρητική κατασκευή του Εσωτερικού Χριστιανισμού. Ο πρώτος αναφέρεται στη σχέση Θεότητας-κόσμου, ο δεύτερος στη σχέση Θεότητας-ανθρώπου και ο τρίτος στην απολυτρωτική οδό της μυστικής γνώσης. Ας τους δούμε αναλυτικότερα.
Το πρώτο επίπεδο αφορά την οντολογία. Εδώ προτάσσεται απολύτως και επιτακτικά η ενότητα και η μοναδικότητα της Θείας ουσίας. Αυτή τοποθετείται στο κέντρο όλων των όντων, ως κρηπίδα του Είναι. Το Θείο είναι απρόσωπο και λανθάνει στο εσωτερικό των υλικών μορφών και σωμάτων, περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή για να εκδηλωθεί και να πραγματωθεί. Τίποτα, κανένα ον, καμιά ύπαρξη, καμιά μορφή ύλης ή ενέργειας δεν είναι αποκομμένη ή ουσιαστικά διαφορετική από τη Θεότητα. Ο κόσμος δεν είναι παρά η άλλη του Θεού, απορρέει απ’ αυτόν, είναι τρόπον τινά, η ορατή προβολή του Αοράτου. Θεότητα και κόσμος, μ’ άλλα λόγια, ουσιαστικά ταυτίζονται, καθόσον το Θείο είναι το έσχατο δομικό και συστατικό στοιχείο του κόσμου και ο κόσμος η εξωτερική στοιβάδα της Θεότητας. Δεν δικαιούμαστε, επομένως, να μιλάμε για δυο πραγματικότητες (Θεία και κοσμική), αλλά για μια και μοναδική, που αγκαλιάζει το παν, είναι το Παν. Βεβαίως, δεν παύουν να υπάρχουν αναρίθμητα διαφορετικά όντα, δισεκατομμύρια μορφές και επίπεδα ύπαρξης, ωστόσο όλα ενοποιούνται και συνδέονται επί τη βάσει της κοινής ουσίας τους, που είναι, όπως είπαμε, Θεϊκή. Λειτουργούν ως μάσκες, ως προσωρινά και φθαρτά ενδύματα της Θεότητας. Μέσα σ’ αυτό το γιγάντιο παιγνίδι των μεταμφιέσεων, η πολλαπλότητα είναι η άλλη όψη της ενότητας, η ετερότητα είναι μονάχα ένα πρόσχημα για την αέναη ανακύκληση του Ταυτού.
Το δεύτερο επίπεδο αφορά την ανθρωπολογία. Σύμφωνα με την παράδοση του Εσωτερισμού ο μακρόκοσμος έχει το αντίστοιχό του στον μικρόκοσμο. Αυτό σημαίνει ότι ο εσώτατος πυρήνας του ατόμου (ψυχή ή πνεύμα) είναι ομοούσιος με την Θεότητα, είναι ο Θεϊκός σπινθήρας που κατοικεί εντός του ανθρώπου. Γύρω απ’ αυτόν συσσωρεύονται διαδοχικές στοιβάδες ενεργειακών και υλικών πραγματώσεων, που συνθέτουν την ανθρώπινη σωματικότητα, αλλά και τον κόσμο των συναισθημάτων, των ορμέφυτων και των επιθυμιών– κοντολογίς, ό,τι στη Δύση έχουμε συνηθίσει ν’ αποκαλούμε «προσωπικότητα» ή «Εγώ». Όλα αυτά δεσμεύουν και φυλακίζουν τον Ανώτερο Θεϊκό Εαυτό, τον καταδικάζουν σε λήθη και απραξία. Όχι διότι είναι από τη φύση τους κακά (αφού όπως, είπαμε, τα πάντα είναι πλήρη Θεότητας), αλλά διότι εμποδίζουν αυτήν την Θεότητα να εκδηλωθεί, να λάβει συνείδηση του Εαυτού της και να λάμψει. Υπάρχει, άραγε, τρόπος το Θεϊκό στοιχείο στον άνθρωπο να απαλλαγεί από τους υλικούς και ψυχικούς περιορισμούς που το καταδυναστεύουν, το καθηλώνουν και το αλλοτριώνουν; Υπάρχει, μ’ άλλα λόγια, η ελπίδα ο άνθρωπος να λυτρωθεί από τους επικαθορισμούς του ιστορικού όντος και να ενωθεί με το Απόλυτο σε μια κατάσταση άφατης μακαριότητας; Η Εσωτεριστική παράδοση στη διαχρονία της (από τον αρχαίο Ερμητισμό και το Γνωστικισμό, μέχρι το New Age) απαντά καταφατικά στο ερώτημα αυτό. Εδώ ακριβώς επεισέρχεται το ζήτημα της μυστικής γνώσης.
Η γνωσιολογία είναι η καρδιά του Εσωτερικού Χριστιανισμού. Η γνώση είναι η πεμπτουσία της μυστικής αναζήτησης, και η απόκτησή της είναι ένα μακρύ μυητικό ταξίδι στα άδυτα της απόκρυφης σοφίας. Σύμφωνα με την τελευταία, η γνώση του Θεού ταυτίζεται με την γνώση του Εαυτού. Εφόσον, όπως είπαμε, ο Θεός δεν είναι κάτι άλλο, ξεχωριστό ή εξωτερικό, αλλά βρίσκεται μέσα μου δεν έχω παρά να στραφώ στον εαυτό μου για να τον γνωρίσω. Οπότε η θεογνωσία ταυτίζεται με την αυτογνωσία, και το αντίστροφο. Ουσιαστικά δεν γνωρίζω κάτι καινούργιο, αλλά ανακαλύπτω αυτό που πάντοτε υπήρχε εκεί, αλλά εγώ δεν είχα την ικανότητα να το διακρίνω. Με τη βοήθεια φωτισμένων πνευματικών οδηγών και προσφεύγοντας σε τεχνικές προσευχής και διαλογισμού ο άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να άρει από τους πνευματικούς οφθαλμούς του το πέπλο που καλύπτει την έμφυτη Θεότητά του. Η γνώση επομένως, είναι μύηση, μυστική ανάβαση προς τη Θεότητα ή μάλλον κατάβαση στα βάθη του Εαυτού –που είναι το ίδιο. Είναι συνειδητοποίηση του άπειρου Θεϊκού δυναμικού, με το οποίο είναι προικισμένο κάθε υποκείμενο, είναι ενεργοποίηση όλων των θαυμαστών ικανοτήτων και προσόντων που έχει ο άνθρωπος. Όμως δεν πρόκειται για διανοητική, επιστημονικά τεκμηριωμένη γνώση. Εδώ η λογική υπερβαίνεται, ώστε να κυριαρχήσουν η ενορατική σύλληψη και η άμεση εμπειρία. Η αλήθεια δεν είναι προϊόν λογικών συλλογισμών, αλλά προϊόν βιώματος, είναι η ίδια η ζωή κοιταγμένη από άλλη οπτική γωνία. Αυτός είναι και ο λόγος που η απόκρυφη γνώση θεωρείται πως οδηγεί στη ολόπλευρη πνευματική ανάπτυξη, στην αποδέσμευση από τους υλικούς καθορισμούς, ώστε ο άνθρωπος να ενωθεί με το Απόλυτο –πιο σωστά: να γίνει το Απόλυτο, να θεωθεί (divination). Γνώση επομένως, στο πλαίσιο του Εσωτερισμού, σημαίνει απελευθέρωση από τη φυλακή του κόσμου, σημαίνει αφύπνιση, λύτρωση εν ζωή, εδώ και τώρα πραγμάτωση του Θείου στην ανθρώπινη συνείδηση.
Η ερμηνευτική του Εσωτερικού Χριστιανισμού προκύπτει, όπως τονίσαμε, από ένα κοσμοείδωλο τελείως διαφορετικό από το Ιουδαιοχριστιανικό –με το οποίο, ως γνωστόν, συνδέεται η θεολογία και εμπειρία της Εκκλησίας εδώ και 2000 χρόνια. Με τις θέσεις της τελευταίας επί των ζητημάτων που θίξαμε παραπάνω θα κλείσω την παρούσα μελέτη. Αυτό το κάνω όχι με πρόθεση απολογητική ή πολεμική –τακτικές, άλλωστε, τις οποίες θεωρώ θεολογικά άκυρες και επιστημολογικά ξεπερασμένες– αλλά με σκοπό να αναδείξω και να φωτίσω όσο γίνεται καλύτερα τη θρησκειολογική ιδιαιτερότητα των δυο μεγεθών.
Για τη θεολογία της Εκκλησίας, λοιπόν, ο Θεός είναι κυρίως και πρωτίστως προσωπικός. Τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδας δεν είναι επιμέρους εκβλαστήσεις κάποιας κοινής απρόσωπης ουσίας, αλλά τρεις διακριτές, αυτεξούσιες και ανεπανάληπτες υποστάσεις που σχετίζονται μεταξύ τους εν ελευθερία και αγάπη. Ο αγέννητος Πατήρ γεννά αχρόνως τον Υιό και εκπορεύει το Πνεύμα το Άγιο, επειδή θέλει να το κάνει, και όχι επειδή κάτι τον αναγκάζει να το κάνει. Δεν του το υπαγορεύει, δηλαδή, κάποιος φυσικός καθορισμός, κάποια έμφυτη επιταγή που απορρέει από την απρόσωπη Θεία ουσία. Στην πραγματικότητα, η ίδια η έννοια της Θείας ουσίας είναι ως ένα βαθμό ασαφής και προβληματική από θεολογικής απόψεως, καθώς δεν μπορεί να κατανοηθεί ανεξάρτητα από τα συγκεκριμένα πρόσωπα, που την υποστασιάζουν. Γι’ αυτό και η εκκλησιαστική παράδοση του Αποφατισμού κάνει λόγο για «υπερούσιον ουσία», ομολογώντας την άγνοιά της για το Είναι του Θεού. Εκείνο που την ενδιαφέρει είναι κυρίως ο τρόπος ύπαρξης του Θεού και αυτός είναι προσωπικός. Ο περίφημος ορισμός του κατά Ιωάννη Ευαγγελίου: «ο Θεός αγάπη εστί» δεν αναφέρεται στην ουσία του Θεού, δεν υπονοεί ότι ο Θεός είναι σχέση, ενότητα κατά τρόπο αφηρημένο, αλλά αποκαλύπτει ότι ο Θεός είναι πρόσωπο που επιζητά την κοινωνία, έχει, δηλαδή, στραμμένη την όψη του διαρκώς προς-το-Άλλο-του.
Το Άλλο του Θεού είναι ο κόσμος. Σύμφωνα με το κοσμοείδωλο του Ιουδαϊσμού και κατά συνέπεια και για τη θεολογία της Εκκλησίας, Θεός και κόσμος είναι δυο εντελώς διαφορετικές οντολογικές πραγματικότητες. Ο Θεός είναι άκτιστος, ενώ ο κόσμος κτιστός. Που σημαίνει ότι είναι δημιούργημα του Θεού, αποτέλεσμα της ελεύθερης βούλησης και πράξης του. Δεν προκύπτει ως αναγκαστική απορροή της Θείας ουσίας, ούτε είναι η αλλοτριωμένη εκδοχή της Θείας φύσης. Κάλλιστα θα μπορούσε να μην υπάρχει, εάν ο Θεός είχε αποφασίσει να μην τον δημιουργήσει. Από τη στιγμή όμως που είναι Θείο δημιούργημα είναι «καλός λίαν». Η υλικότητα δεν ταυτίζεται με την αρνητικότητα, το κακό ή την έκπτωση, αφού δεν υπάρχει κάποια «αρχή του κακού», οντολογικά ισοδύναμη, αν και αντίρροπη με τη Θεότητα –όπως, για παράδειγμα, συμβαίνει στον Περσικό δυαλισμό. Το σύμπαν πλάστηκε για να συνυπάρχει με τον Θεό, όχι για να τον φυλακίσει εντός του, κατά τα πρότυπα της Νεοπλατωνικής και Γνωστικής κοσμολογίας. Η απομάκρυνση του κόσμου από τον Θεό και η συνακόλουθη παράδοσή του στη φθορά και στον θάνατο ήρθε ως αποτέλεσμα της ανθρώπινης βούλησης, ελευθερίας και εκλογής, δεν ήταν κάποια αναγκαία φάση στη πορεία της συμπαντικής νομοτέλειας. Κατ’ αναλογία, ο άνθρωπος έχει πλαστεί «κατ’ εικόνα και ομοίωση» του Θεού, όχι με την έννοια ότι διαθέτει εντός του κάποιον Θεϊκό πυρήνα, αλλά με την έννοια ότι είναι κι αυτός, όπως και ο Δημιουργός του, αυτεξούσιος, ελεύθερος και δημιουργικός. Σε κάθε περίπτωση είναι κτίσμα και παραμένει κτίσμα ακόμη και όταν καταξιωθεί να φτάσει στη θέαση του Απολύτου –στην κατάσταση που η παράδοση της Ανατολικής Εκκλησίας περιγράφει με τον όρο θέωση. Διότι η θέωση δεν κατανοήθηκε ποτέ από τους Πατέρες της Εκκλησίας ως αυτοπραγμάτωση, ως επίτευγμα, δηλονότι, της ατομικής θέλησης και προσπάθειας, αλλά αντίθετα αντιμετωπίστηκε ως χάρισμα και υιοθεσία, δηλαδή ως κατά χάριν πρόσληψη του κτίσματος από τον Κτίστη. Είναι πρωτίστως μια χειρονομία δωρεάς, ενέργεια του προσωπικού Θεού που κινείται εξ αγάπης προς το πλάσμα του, και δευτερευόντως «συνενέργεια» του ανθρώπου. Δεν προϋποθέτει ταυτότητα ουσιών, αλλά σύμπτωση θελήσεων. Επιπλέον, ακόμη και τα ακρότατα της αγιότητας να επιτύχει ο άνθρωπος, το οντολογικό χάσμα που τον χωρίζει από τον Θεό δεν γεφυρώνεται ποτέ –και αυτό είναι ένα ακόμη κομβικό σημείο που διακρίνει ριζικά την Εσωτεριστική από την Εκκλησιαστική ανθρωπολογία.
Εδώ επεισέρχεται και το ζήτημα της πίστης. Σε αντίθεση με τον εσωτερικό Χριστιανισμό, η Εκκλησία δεν προτάσσει την γνώση, αλλά την πίστη. Βέβαια, και η πίστη είναι μια μορφή γνώσης, όμως πρόκειται για γνώση άλλης τάξεως. Δεν είναι αναζήτηση σταδίων μυητικής ανόδου, ούτε προϋποθέτει επίγνωση της εσωτερικής δομής του Εαυτού και του Απολύτου, αλλά σηματοδοτεί την αυτοπαράδοση στο ανεξιχνίαστο θέλημα του Τριαδικού Θεού. Υποδηλώνει εμπιστοσύνη στην Θεία επαγγελία για την καθολική απολύτρωση σύμπασας της κτίσης από τη φθορά, την αδικία και το θάνατο, με την έλευση της τρισένδοξης Βασιλείας του Μεγάλου Ελέους. Κι όσο κι αν η πίστη φέρει πάντοτε εντός της το σπέρμα του παράλογου και του αυθαίρετου, είναι αυτό ακριβώς το άλμα στο παράλογο, το αβέβαιο και το ανέλπιστο που διασώζει την ελπίδα για έναν καλύτερο κόσμο. Βέβαια, η πίστη, όπως την αντιλαμβάνεται η παράδοση της Εκκλησίας, δεν είναι ποτέ αποτετελεσμένο γεγονός, άπαξ και διαπαντός κατακτημένο ιδίωμα της ύπαρξης. Αντίθετα είναι διαρκής διάλογος με την απιστία, εσωτερική και ιστορική αναμέτρηση με τον πειρασμό της αναζήτησης βεβαιοτήτων. Είναι σθεναρή αντιρρόπηση των απονεκρωτικών δυνάμεων του μηδενός. Για να το πω με την ορολογία των Πατέρων, είναι σχοινοβασία: τα πάντα διακυβεύονται ανά πάσα στιγμή. Κι επειδή είναι τόσο βασανιστική μέσα στο απολυτρωτικό της μεγαλείο, η πίστη έχει καταντήσει παντελώς ακατανόητη και είδος εν αχρηστία σε εποχές πνευματικής παχυσαρκίας και πολύτροπου ναρκισσισμού, όπως η σημερινή.
Για τη θεολογία της Εκκλησίας η πίστη στον Τριαδικό Θεό και η ελπίδα της επερχόμενης Βασιλείας του είναι αξεδιάλυτα συνυφασμένη με την αγάπη. Η υπέρτατη παρακαταθήκη του Χριστού είναι η διπλή εντολή της αγάπης: προς τον Θεό και τον πλησίον. Γνώρισμα όσων θέλουν να ονομάζονται και να είναι μαθητές και φίλοι του Χριστού δεν είναι η ενδοσκοπική αυτάρκεια, αλλά η έξοδος προς συνάντηση του προσώπου του Άλλου, του πλησίον και αδελφού, αλλά και ριζικά ξένου και διαφορετικού. Χρέος τους ορίζεται όχι η ατομική λύτρωση –δραπέτευση, διαφυγή από τον Τρόμο της Ιστορίας– αλλά η εναγώνια μέριμνα για τις ανάγκες του συνόλου. Η ευαγγελική φράση ότι «η βασιλεία του Θεού εντός υμών εστί» (Λουκ. 17:21) δεν σημαίνει ότι ο Θεός ενοικεί εντός μας, ως μύχια έκλαμψη αθανασίας (κυρίαρχη ερμηνεία στους κύκλους του New Age), αλλά ότι θα βασιλέψει ανάμεσά μας. Το άγιο θέλημά του πραγματώνεται στις μεταξύ μας σχέσεις αλληλεγγύης και αγάπης εν Χριστώ. Η έλευσή της Βασιλείας, συνεπώς, δεν προϋποθέτει την εκπνευμάτωση του ανθρώπου, δεν είναι γεγονός εσωτερικής τάξεως, που διενεργείται μυστικά και σιωπηλά μέσα στην ψυχή του ανθρώπου –ειδάλλως η θεολογία της Εκκλησίας δεν θα έκανε λόγο για ανάσταση σωμάτων. Αντίθετα, είναι το έσχατο ιστορικό συμβάν: αυτό που θα καταλύσει την ιστορία και συνάμα θα την ολοκληρώσει, χαρίζοντάς της το τελειωτικό της νόημα, που είναι ο Χριστός. Γι’ αυτό και η απαρχή της Βασιλείας, που είναι η Ανάσταση του Ιησού, δεν κατανοήθηκε ποτέ από την Εκκλησία ως άσαρκο σύμβολο της πνευματικής ανάτασης του ανθρώπου, αλλά εορτάστηκε ως ο θρίαμβος της ζωής πάνω στο θάνατο. Συλλογικό, λοιπόν, και όχι ατομικό το όραμα της σωτηρίας για τον Χριστιανισμό. Θα διερωτηθεί, όμως, κανείς εδώ: μα δεν είναι στοιχείο και μάλιστα σημαντικό της χριστιανικής παράδοσης ο μοναχισμός, ο αναχωρητισμός και η αναζήτηση στενότερης, μυστικής, σχέσης με τον Θεό; Βεβαιότατα, με την εξής διευκρίνιση. Σ’ ολόκληρη την ιστορία του Ανατολικού μοναχισμού, η μοναστική κλίση αντιμετωπίστηκε ως έκτακτο χάρισμα του Θεού σε συγκεκριμένους ανθρώπους και ποτέ ως μονόδρομος σωτηρίας. Έσχατο κριτήριο αυθεντικότητας του ενάρετου βίου υπήρξε για την Εκκλησία μονάχα η αγάπη. «Αρχή και τέλος αρετής απάσης η αγάπη», γράφει ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, διευκρινίζοντας, ταυτόχρονα, ότι αγάπη δεν σημαίνει συναισθηματισμός, αλλά «το τα κοινή συμφέροντα ζητείν», το να μεριμνά, δηλαδή, κανείς έμπρακτα για το καλό των άλλων. Άλλωστε δεν ήταν ίδιος ο Κύριος (Ματθ. 25:31-46), που με αξεπέραστη σαφήνεια υπέδειξε ως απόλυτα κριτήρια σωτηρίας την αγάπη, την ευθύνη και τη μέριμνα για τον πλησίον;
Δεν θα μακρύνω άλλο τη συγκριτική μου παρέκβαση. Κλείνω με την παρατήρηση ότι όσο διαφορετικά κι αν είναι τα δυο κοσμοθεωρητικά μοτίβα που βρίσκονται πίσω από τις δυο ερμηνευτικές προσεγγίσεις για το πρόσωπο του Ιησού (Εκκλησιαστική και Εναλλακτική) η μεταξύ τους αλληλεπίδραση δεν μπορεί να αποκλειστεί. Αντίθετα μάλιστα, η αναφορά στον Εσωτερικό Χριστιανισμό έδειξε, νομίζω, με ποιο τρόπο διενεργούνται και πώς λειτουργούν οι διαδικασίες πρόσληψης και σύνθεσης αλλότριων στοιχείων από ποικίλες θρησκευτικές και πολιτισμικές παραδόσεις στο πλαίσιο του σύγχρονου συγκρητισμού.