ΤΟ ΝΕΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ ΣΤΗ ΛΑΤΙΝΙΚΗ ΑΜΕΡΙΚΗ
Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΜΠΕΚΡΙΔΑΚΗ
Θεολόγου – M.Phil. Θρησκειολογίας, Εκπαιδευτικού
Για αιώνες ο Χριστιανισμός ήταν αναμφισβήτητα η θρησκεία του Δυτικού κόσμου. Φυσικά η πίστη είχε διαδοθεί από πολύ παλιά σε όλες, σχεδόν, τις ηπείρους, όμως η συντριπτική πλειοψηφία των πιστών εξακολουθούσε να ζει στις χώρες της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής. Επιπλέον, εκεί βρίσκονταν τα σημαντικότερα θεολογικά και διοικητικά κέντρα της Εκκλησίας κι από εκεί εκπορεύονταν όλες οι ιεραποστολικές προσπάθειες ευαγγελισμού του υπολοίπου κόσμου. Κυρίως, όμως, ήταν η ιδιαίτερη πνευματική και πολιτισμική κληρονομιά της Δύσης που καθόριζε αποφασιστικά το χαρακτήρα του παγκόσμιου Χριστιανισμού. Κατά την περίφημη διατύπωση του καθολικού συγγραφέα των αρχών του 20ου αιώνα Hilaire Belloc, «Η Ευρώπη είναι η Πίστη, η Ευρώπη είναι η Εκκλησία».1 Και η έως τότε πραγματικότητα όντως επαλήθευε μια τέτοια εκτίμηση.
Όμως οι καιροί άλλαξαν. Οι βεβαιότητες του παρελθόντος κλονίστηκαν και τα αυτονόητα κατέπεσαν. Έτσι, στις μέρες μας ο Χριστιανισμός μοιάζει να μεταναστεύει αργά, αλλά σταθερά, από τον ανεπτυγμένο Βορρά προς τον αναπτυσσόμενο Νότο, εισερχόμενος σε μια νέα, μη Δυτική πλέον, φάση της ιστορίας του. Την ίδια στιγμή που τα παλαιά μητροπολιτικά κέντρα του Χριστιανισμού στο δυτικό κόσμο παρακμάζουν με γοργό ρυθμό, η πίστη απλώνεται και βαθαίνει ολοένα και περισσότερο στις πρώην αποικίες, αποκτώντας, ταυτόχρονα, νέα γνωρίσματα. Στη συνέχεια θα επιχειρήσουμε να καταγράψουμε εν συντομία ορισμένα από τα επακόλουθα που ενδεχομένως να έχει μια τέτοια μετάβαση από το κέντρο προς την περιφέρεια.
Κατ’ αρχάς μπορεί να διακρίνει κανείς στο εν λόγω φαινόμενο δυο βασικές όψεις: μια ποσοτική και μια ποιοτική. Η πρώτη αφορά στην πληθυσμιακή κατανομή της χριστιανικής πίστης σε πλανητικό επίπεδο. Η δεύτερη αναφέρεται στις μεταπλάσεις και τους μετασχηματισμούς που υφίσταται το ίδιο το περιεχόμενο της χριστιανικής πίστης και μαρτυρίας, όταν έρχεται σε επαφή με τα διαφορετικά πολιτισμικά περιβάλλοντα των χωρών του Νότου.2 Μάλιστα, είναι τέτοιας έκτασης και βάθους οι αλλαγές που λαμβάνουν χώρα, ώστε δεν θα ήταν υπερβολή αν υποστήριζε κανείς πως ο Χριστιανισμός του μέλλοντος πρόκειται να είναι μια νέα θρησκεία, πολύ διαφορετική απ’ ό,τι γνωρίζαμε στο παρελθόν. Η εποχή του Δυτικού Χριστιανισμού βρίσκεται, καθώς φαίνεται, στο τέλος της. Ανατέλλει η εποχή της θρησκευτικής κυριαρχίας του χριστιανικού Νότου. Και το γεγονός αυτό πρόκειται να αναμορφώσει ριζικά τη συνολική πολιτική παρουσία της Εκκλησίας στο μέλλον.
Ας δούμε λίγο τα ποσοτικά μεγέθη. Στατιστικές μελέτες υπολογίζουν ότι μέχρι το έτος 2025 οι χριστιανοί θα αριθμούν πάνω από δυόμισι δισεκατομμύρια. Όμως είναι η παγκόσμια κατανομή των πιστών, που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον: 623 εκατομμύρια αυτών θα βρίσκονται στη Λατινική Αμερική, 595 στην Αφρική και 498 στην Ασία. Η Ευρώπη με 513 εκατομμύρια καταλαμβάνει μετά βίας την τρίτη θέση, ενώ η Βόρεια Αμερική με περίπου 250 εκατομμύρια πιστούς ακολουθεί στην πέμπτη.3 Οι προβλέψεις γίνονται ακόμη πιο δυσοίωνες για τη Δύση όσον αφορά στο απώτερο μέλλον, καθώς μέχρι το 2050 μονάχα τρία δυτικά κράτη (οι Η.Π.Α., η Ρωσία και η Γερμανία) θα βρίσκονται ανάμεσα στις δέκα πολυπληθέστερες σε χριστιανούς χώρες. Μεταξύ αυτών, στις πρώτες θέσεις θα είναι η Βραζιλία, το Μεξικό και οι Φιλιππίνες, ενώ κράτη όπως η Νιγηρία, η Δημοκρατία του Κονγκό και η Αιθιοπία θα έχουν, η κάθε μια τους, περισσότερους χριστιανούς απ’ ό,τι η Ρωσία ή η Γερμανία.4 Το ότι όλα αυτά δεν αποτελούν σενάριο μελλοντολογικής φαντασίας αποδεικνύεται από μια σειρά δεδομένων. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι οι κατ’ έτος βαπτίσεις που γίνονται σήμερα στη Νιγηρία ή στη Δημοκρατία του Κογκό είναι ήδη περισσότερες από τις βαπτίσεις που γίνονται σε χώρες όπως η Ιταλία, η Γαλλία, η Ισπανία και η Πολωνία, που είναι τα παραδοσιακά κέντρα του Ρωμαιοκαθολικισμού στην Ευρώπη. Αναφορικά με τον Καθολικισμό, –που είναι, άλλωστε, και η πολυπληθέστερη χριστιανική Εκκλησία– υπολογίζεται ότι έως το 2050 οι αριθμοί των Καθολικών πιστών θα αυξηθούν κατά 146% στην Αφρική, κατά 63% στην Ασία, κατά 42% στη Λατινική Αμερική και την Καραϊβική και κατά 38% στη Βόρεια Αμερική –όπου, σημειωτέον, η μεγάλη πλειοψηφία των Καθολικών πιστών είναι λατινοαμερικάνικης καταγωγής.5 Κατά το ίδιο διάστημα, στην Ευρώπη πρόκειται να σημειωθεί πτώση της τάξεως του 6%. Στα μέσα του 21ου αιώνα, επομένως, μονάχα ένας στους πέντε χριστιανούς δεν θα είναι μαύρος ή λατινογενής.
Σε ποιοτικό επίπεδο κάτι τέτοιο σημαίνει ότι η πολιτισμική και θεολογική ηγεμονία της Δύσης πιθανότατα έλαβε τέλος. Όσο πατερναλισμό κι αν επιδείξουν, όσον έλεγχο κι αν επιχειρήσουν να ασκήσουν τα πολιτικά και θρησκευτικά κέντρα εξουσίας του παλαιού κόσμου (π.χ. Βατικανό), το πρόσωπο του παγκόσμιου Χριστιανισμού αλλάζει άρδην, καθώς το ευαγγελικό μήνυμα γνωρίζει νέα μεγάλη απήχηση στις χώρες του Νότου, όπου αναπροσαρμόζεται σύμφωνα με τις ιδιαίτερες πνευματικές, πολιτισμικές και κοινωνικές συνθήκες κάθε περιοχής. Οπότε, εάν κάποιος ήθελε να επικαιροποιήσει τη διαπίστωση του Belloc, που είδαμε παραπάνω, θα έλεγε ότι «η Ευρώπη δεν είναι πλέον η Εκκλησία» Η Λατινική Αμερική, από την άλλη, ίσως και να είναι.
Στο βαθμό που μια τέτοια εξέλιξη είναι σχεδόν βέβαιη, το ενδιαφέρον μοιραία επικεντρώνεται στις αλλαγές που επίκεινται στο επίπεδο της ποιότητας και του νοήματος της εκκλησιαστικής εμπειρίας και μαρτυρίας. Τόσο σε ατομικό, όσο και σε συλλογικό επίπεδο. Κατά κύριο λόγο τίθεται εξαρχής ένα θέμα αυθεντικότητας της χριστιανικής πίστης. Ο Χριστιανισμός στο Νότο έχει, ως γνωστόν, ιδιαίτερα ποιοτικά χαρακτηριστικά, που τον διαφοροποιούν σημαντικά από τα ευρωπαϊκά και βορειοαμερικανικά κλασικά πρότυπα και δεδομένα. Κάτι τέτοιο είναι απολύτως φυσικό και αναμενόμενο από θρησκειολογικής απόψεως, καθώς εντός του πλαισίου της εκκλησιαστικής πραγματικότητας λαμβάνουν χώρα διαδικασίες πρόσληψης στοιχείων από τις ντόπιες κουλτούρες και παραδόσεις, με αποτέλεσμα να διενεργούνται νέες συνθέσεις. Στοιχεία χριστιανικά αναμειγνύονται με στοιχεία παγανιστικά, μαγικά ή άλλα, από τις ιθαγενείς θρησκείες, οπότε αναπόφευκτα επεισέρχεται ο προβληματισμός περί συγκρητισμού και γίνεται ορατό το ενδεχόμενο της νόθευσης του ευαγγελικού μηνύματος. Ωστόσο, ως γνωστόν, τα ζητήματα που αφορούν την καθαρότητα και την αλλοίωση της πίστης είναι εξαιρετικά σύνθετα. Η καχυποψία με την οποία συνήθως αντιμετωπίζουν οι δυτικοί ιεραπόστολοι τις χριστιανικές πραγματώσεις της περιφέρειας οφείλεται, βέβαια, στον καινοφανή χαρακτήρα που έχουν. Το στοιχείο του πρωτόγνωρου και του διαφορετικού που ενσωματώνουν, φαίνεται να τις απομακρύνει από τη συνήθη εκκλησιαστική πρακτική, την παγιωμένη στη βάση των καταξιωμένων μοτίβων του δυτικού χριστιανισμού. Όπως είναι ευνόητο, ο προβληματισμός περί συγκρητισμού, καθώς και οι όποιες επικρίσεις και επιφυλάξεις που κατά καιρούς εγείρονται από τα εκκλησιαστικά κέντρα του Βορρά μονάχα απαλλαγμένες από προκαταλήψεις και ιδεολογικές προϋποθέσεις δεν μπορούν να θεωρηθούν. Σε μεγάλο βαθμό αναπαράγουν τα στερεότυπα μιας οριενταλιστικής απεικόνισης του άλλου, του διαφορετικού, του «ιθαγενούς», που έχει τις ρίζες της στην περίοδο της αποικιοκρατίας.6 Εντούτοις, αν αναλογιστεί κανείς ότι και τα ίδια τα παραδοσιακά δυτικά μοτίβα δεν είναι παρά προϊόντα παλαιότερων συνθέσεων, που επιτελέστηκαν στο πλαίσιο της συνάντησης του ευαγγελικού μηνύματος με τις αρχαίες και μεσαιωνικές ευρωπαϊκές πολιτισμικές παραδόσεις, θα αντιληφθεί πως η όλη συζήτηση περί του τι είναι αυθεντικά χριστιανικό και τι όχι είναι εξαιρετικά πολύπλοκη και έχει μεγάλη ιστορία. Όσον δε αφορά την πραγματική ζωή, δηλαδή τη ζωντανή πίστη έξω από τα θεολογικά σπουδαστήρια και τα κονκλάβια των επισκόπων, ίσως να είναι και μια συζήτηση μάταιη.
Το βέβαιο, πάντως, είναι πως οι πληθυσμοί του Νότου μοιάζουν να έλκονται εντονότερα από το ενθουσιαστικό και χαρισματικό στοιχείο της θρησκείας, όντας πολιτισμικά περισσότερο εξοικειωμένοι με τις πραγματικότητες της έκστασης, του οραματισμού και της προφητείας. Αποδέχονται σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό την ύπαρξη υπερφυσικών δυνάμεων (αγαθοποιών ή δαιμονικών πνευμάτων), όχι μόνο σε επίπεδο θεωρητικό, όπως συμβαίνει στην, υποτίθεται, διαφωτισμένη και λογοκρατούμενη χριστιανική Δύση, αλλά ως ζωντανή πραγματικότητα, ως καθημερινό βίωμα των πιστών. Επιπλέον, απαιτούν η θρησκευτική πίστη και δέσμευση να έχουν πρακτικό αποτέλεσμα στη ζωή του πιστού, να προσπορίζουν στα μέλη της Εκκλησίας απτές ωφέλειες, ιδιαίτερα στον τομέα της θεραπείας.7 Η τάση αυτή, την οποία μπορούμε συμβατικά να αποκαλέσουμε θεραπευτισμό, αποτελεί ένα από τα ειδοποιά γνωρίσματα του νότιου Χριστιανισμού, ιδιαίτερα σε περιοχές της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής, όπου οι ιθαγενείς παραδόσεις θεραπειών με τη βοήθεια πνευμάτων είναι πολύ ισχυρές και ανθεκτικές.8 Μαζί, όμως, με την υπόσχεση της υγείας, η χριστιανική εκκλησία παρέχει στους πληθυσμούς του αναπτυσσόμενου κόσμου και μια αίσθηση παραμυθίας, προστασίας από τους ποικίλους κινδύνους, καθώς και ένα καταφύγιο μέσα στην επώδυνη αβεβαιότητα των καιρών. Σε κοινωνίες που μαστίζονται από την πείνα, την εκμετάλλευση, τη φτώχια και τη μόλυνση, είναι εύκολο να καταλάβει κανείς γιατί η πίστη οφείλει να λειτουργεί στην πράξη, και γιατί η αποδοχή ή η απόρριψή της εξαρτώνται από το κατά πόσον αυτή είναι σε θέση να εξασφαλίσει λύσεις σε μια σειρά από σοβαρά προβλήματα. Οι λαοί του Νότου επιζητούν θεραπεία ενάντια στις ασθένειες (π.χ. επιδημίες και AIDS στην Αφρική) και στα ατομικά και συλλογικά πάθη (αλκοολισμός, εγκληματικότητα, φυλετικές συγκρούσεις), ευημερία –ή τουλάχιστον ελπίδα επιβίωσης– ενάντια στην οικονομική εξαθλίωση και απελευθέρωση από τις καταπιεστικές και ακραία βίαιες πολιτικές εξουσίες. Μ’ ένα λόγο μπορούμε να πούμε ότι επιζητούν το θαύμα. Γι’ αυτό και αντιμετωπίζουν τη θρησκεία με διάθεση που θα μπορούσε να θεωρηθεί χρησιμοθηρική και εργαλειακή: αντιλαμβάνονται την πίστη πρωτίστως ως όργανο υπέρβασης των ποικίλων δεινών που τους μαστίζουν. Βέβαια, για να είμαστε απολύτως δίκαιοι, οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι ανάλογη αντιμετώπιση της θρησκείας υπάρχει και στον δυτικό κόσμο. Κι εδώ η ωφελιμιστική προσέγγιση της θρησκείας και ο θεραπευτισμός κάνουν επίσης θραύση. Η διαφορά είναι ότι στη Δύση η ευημερία και η θεραπεία δεν αναμένονται πλέον από τη χριστιανική πίστη, ούτε εξαρτώνται από τη μεσίτευση του κλήρου. Αντίθετα, συνδέονται πρωτίστως με τις θεραπευτικές μεθόδους και τεχνικές των ποικίλων εναλλακτικών θρησκευτικών σχηματισμών, των ομάδων, δηλαδή, που στο σύνολό τους συναπαρτίζουν το ισχυρό και πολύμορφο ρεύμα της Νέας Πνευματικότητας (New Spirituality). Διότι αναμφίβολα η Πνευματικότητα είναι το κυρίαρχο θρησκευτικό μέγεθος στο δυτικό κόσμο σήμερα.9 Το γεγονός ότι σπάνια προσλαμβάνει θεσμική έκφραση δεν πρέπει να μας παραπλανά αναφορικά με το βάθος και το εύρος της επιρροής που έχουν στο κοινωνικό σώμα οι αντιλήψεις και οι συμβολισμοί που απορρέουν από τους κόλπους της. Η κυριαρχία της δεν συνίσταται τόσο στο ότι έχει εκτοπίσει ή αντικαταστήσει τον Χριστιανισμό σε επίπεδο θεσμικό ή πληθυσμιακό, αλλά στο ότι έχει εγκαθιδρύσει και διαδώσει έναν νέο τύπο θρησκευτικότητας, μια «νέα θρησκευτική συνείδηση», όπως έχει ονομαστεί. Η θρησκευτικότητα αυτή («Νέα Πνευματικότητα») έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, διαχέεται στην μαζική κουλτούρα μέσω των media, και επηρεάζει καταλυτικά τη διαμόρφωση των θρησκευτικών αντιλήψεων και εμπειριών μεγάλου μέρους του κοινωνικού σώματος.10 Ταυτόχρονα, έχει διαποτίσει σε σημαντικό βαθμό το σύγχρονο Χριστιανισμό, οδηγώντας τον σε ποικίλες μεταλλάξεις. Μια εξαιρετικά σύνθετη και πολυεπίπεδη διαδικασία πρόσληψης και αφομοίωσης ποικίλων στοιχείων της Νέας Πνευματικότητας βρίσκεται σε εξέλιξη, διαδικασία που αλλάζει σταδιακά το πρόσωπο του δυτικού χριστιανισμού προς την κατεύθυνση μιας ιδιότυπης «ανατολικοποίησης». Βέβαια, είναι αλήθεια πως η διεργασία αυτή δεν είναι αποσπασματική, ούτε περιορίζεται μονάχα στο χώρο της θρησκευτικότητας, αλλά συνδέεται με την ευρύτερη μεταβολή της πολιτισμικής ταυτότητας του δυτικού κόσμου, η οποία συντελείται αργά αλλά σταθερά εδώ και μισό, τουλάχιστον, αιώνα.11 Όμως τέτοια ζητήματα δεν είναι δυνατόν να μας απασχολήσουν άλλο εδώ.
Ενώ, λοιπόν, στον αναπτυγμένο Βορρά η πραγματιστική αντιμετώπιση της θρησκείας συνδέεται κατά κύριο λόγο με τα Νέα Θρησκευτικά Κινήματα (New Religious Movements)12 και την σχετιζόμενη με αυτά πνευματική ατμόσφαιρα, στον αναπτυσσόμενο Νότο είναι στενά συνυφασμένη με την επέλαση των Εκκλησιών της Πεντηκοστής. Μάλιστα, αυτές οι τελευταίες γνωρίζουν ιδιαίτερη άνθηση στις χώρες της Λατινικής Αμερικής –χώρες κατά παράδοση Καθολικές στο σύνολό τους. Όπως επισημαίνει κάποιος ερευνητής του Χριστιανισμού στη Βραζιλία: «Η γοητεία που ασκούν οι εκκλησίες αυτές οφείλεται στο ότι παρουσιάζουν ένα Θεό που μπορείς να χρησιμοποιήσεις». Σε αντίθεση με τις παλαιές Προτεσταντικές ομολογίες και τον Καθολικισμό, όπου ο Θεός παρουσιάζεται τόσο υπερβατικός και μεγαλειώδης που πολλές φορές καταντάει απρόσιτος για τον άνθρωπο, απόμακρος από τη ζωή και την καθημερινότητα, οι ομάδες των Πεντηκοστιανών «ευαγγελίζονται ένα Θεό που υπόσχεται να επιλύσει τα προβλήματα τού καθενός από ‘μας εδώ και τώρα. Οι άνθρωποι σήμερα επιζητούν απτές λύσεις και όχι αιώνια ζωή».13 Προσφέροντας λοιπόν έκσταση και θεραπεία, δηλαδή άμεση εμπειρία και παρουσία του Θείου, οι εκκλησίες της Πεντηκοστής κάνουν θραύση παγκοσμίως, με έναν ρυθμό ανάπτυξης που πλησιάζει τα 19 εκατομμύρια νέων πιστών κάθε χρόνο! Σήμερα το 80 με 90% των Προτεσταντών της Λατινικής Αμερικής είναι Πεντηκοστιανοί. Η ιεραποστολική επιτυχία των Πεντηκοστιανών είναι πρωτοφανής ακόμη και στη Βραζιλία, τη χώρα με τη μεγαλύτερη κοινότητα Καθολικών στον κόσμο, η οποία αριθμεί 145 εκατομμύρια πιστούς. Ο αριθμός των Πεντηκοστιανών εκεί πλησιάζει τα 18 εκατομμύρια, αντιπροσωπεύοντας το 10% του συνολικού πληθυσμού της χώρας. Ενδεικτικό της έκρηξης είναι και το γεγονός ότι στην ευρύτερη περιοχή του São Paulo κατοικούν περισσότεροι Πεντηκοστιανοί απ’ ό,τι σε ολόκληρη την επικράτεια των προτεσταντικών Η.Π.Α., ενώ στις αρχές της δεκαετίας του 1990 και σε διάστημα τριών ετών δημιουργήθηκαν στο Rio de Janeiro 700 νέες κοινότητες Πεντηκοστιανών και μονάχα μία νέα Καθολική ενορία! Μάλιστα σύμφωνα με πρόσφατη απογραφή, σαράντα νέοι ευκτήριοι οίκοι Πεντηκοστιανών εγκαινιάζονται κάθε βδομάδα, γεγονός που αποκαλύπτει το βαθμό διείσδυσης της ενθουσιαστικής και θεραπευτικής θρησκευτικότητας σε μια χώρα που κατά παράδοση θεωρείται το προπύργιο του παγκόσμιου Καθολικισμού.14
Φυσικά, η πρόκληση αυτή δεν έχει μείνει αναπάντητη από την πλευρά της Καθολικής εκκλησίας. Όμως ο τύπος της αντίδρασης μάλλον αναπαράγει παρά αποκρούει τη γενική τάση: πλήθος ομάδες με χαρισματικό χαρακτήρα έχουν κάνει την εμφάνισή τους στους κόλπους των Καθολικών της Βραζιλίας, σε μια προσπάθεια να αναζωπυρωθεί το ενδιαφέρον των πιστών για τις εν πολλοίς παραγνωρισμένες μυστικές και ενθουσιαστικές όψεις του Καθολικισμού. Τονώνοντας εκ νέου τη λατρεία της Παρθένου και των αγίων, και εγκαινιάζοντας νέα προσκυνήματα, οι κινήσεις αυτές γνωρίζουν εξίσου μεγάλη επιτυχία με ‘κείνη των Πεντηκοστιανών. Αυτό, ωστόσο, τί άλλο αποδεικνύει από την ανάγκη των ντόπιων πληθυσμών για έκσταση, θεραπεία και θαύμα; Εξ αυτού και η διαπίστωση των ερευνητών ότι «με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, στο εσωτερικό της Καθολικής εκκλησίας ή έξω από αυτήν, ο Χριστιανισμός στον Τρίτο Κόσμο λαμβάνει αργά αλλά σταθερά έναν πεντηκοστιανό χαρακτήρα».15
Άλλο σημαντικό χαρακτηριστικό των εκκλησιών του Νότου είναι ο συντηρητισμός. Σε αντίθεση με τον φιλελεύθερο (liberal) και ανεκτικό Χριστιανισμό των μητροπολιτικών κέντρων της διαφωτισμένης Ευρώπης, ο Χριστιανισμός στην περιφέρεια υιοθετεί μια πολύ πιο αυστηρή και παραδοσιακή στάση, ιδιαίτερα σε ζητήματα που σχετίζονται με την ατομική ηθική, τη σχέση των δυο φύλων και τη λατρευτική τάξη. Για παράδειγμα, ο τόσο διαδεδομένος στους θεολογικούς και εκκλησιαστικούς κύκλους της Δύσης φεμινιστικός προβληματισμός γύρω από την ιεροσύνη των γυναικών απουσιάζει παντελώς στις κοινωνίες του Νότου. Αυτό δεν σημαίνει υποχρεωτικά ότι εκεί η θέση της γυναίκας στην εκκλησία είναι υποβαθμισμένη. Απλώς η προοπτική της χειροτονίας γυναικών που θα έχουν την ευθύνη της καθοδήγησης του ποιμνίου και θα προΐστανται στις εκκλησιαστικές τελετές φαντάζει αδιανόητη –αν όχι βλάσφημη. Φυσικά, ζητήματα όπως οι προγαμιαίες σχέσεις, η χρήση του προφυλακτικού ή η ερωτική συνάφεια ατόμων του ίδιου φύλου αντιμετωπίζονται με απόλυτη αυστηρότητα και αρνητισμό, στη βάση παραδοσιακών ηθικών προστακτικών, οι οποίες εν πολλοίς ακυρώνουν και κάθε περαιτέρω προβληματισμό.16 Πρέπει, βέβαια, στο σημείο αυτό να διευκρινίσουμε ότι προκειμένου να κατανοήσει κανείς ορθά την παραπάνω στάση θα πρέπει να συνυπολογίσει τις ντόπιες πολιτισμικές καταβολές, αλλά και τις ιδιαίτερες κοινωνικές συνθήκες, καθώς και το γεγονός ότι οι συγκεκριμένες κοινωνίες έχουν ελάχιστη ή δεν έχουν καθόλου πρωτογενή σχέση με το πολύπτυχο πολιτισμικό φαινόμενο που συμβατικά αποκαλείται δυτική νεωτερικότητα (Western Modernity). Οι νεωτερικές αρχές και οι αξίες εισήχθησαν εκεί ως μέρος της ιδεολογικής προπαγάνδας των αποικιοκρατών και ως εκ τούτου η αφομοίωσή τους από το ευρύτερο κοινωνικό σώμα υπήρξε αργή και επιπόλαιη. Πλάι στην εκδυτικισμένη ελίτ (η οποία είναι, στο σύνολό της, εξίσου εκκοσμικευμένη όσο και η αντίστοιχή της στο Δυτικό κόσμο) στέκει το μέγα πλήθος του λαού που θρησκεύεται βαθιά και καταφάσκει αξίες ιθαγενείς και παραδοσιακές. Σ’ αυτόν το λαό απευθύνεται και αυτόν το λαό τελικά αγγίζει ο λόγος της πίστης. Και παρατηρείται συχνά το φαινόμενο οι ανώτεροι κληρικοί των χωρών του Νότου να είναι περισσότερο ανοιχτοί σε ζητήματα όπως τα προαναφερθέντα απ’ ό,τι είναι η μεγάλη πλειοψηφία του ποιμνίου τους. Αυτό συμβαίνει διότι οι περισσότεροι έχουν λάβει ουμανιστική παιδεία, πραγματοποιώντας πολυετείς σπουδές σε Πανεπιστημιακά ιδρύματα και θεολογικά σεμινάρια της Ευρώπης και της Βορείου Αμερικής, με αποτέλεσμα να καταφάσκουν πλήρως τη νεωτερική αξιολογία –ή τουλάχιστον να έχουν εξοικειωθεί σε μεγάλο βαθμό μ’ αυτήν. Ο φιλελευθερισμός τους όμως σε θεολογικά και ηθικά ζητήματα πολλές φορές προσκρούει στην συλλογική συνείδηση και στο κοινό αίσθημα του ποιμνίου που καλούνται να διακονήσουν. Έτσι διαπιστώνουν ότι ιδέες ή θεσμοί που έχουν εξαιρετικό κύρος στο δυτικό κόσμο, όπως η ισότητα των δύο φύλων, η ανοχή στη διαφορετικότητα, ο πλουραλισμός και η συνύπαρξη των αντιθέτων δεν μπορούν να λειτουργήσουν με τον ίδιο τρόπο στις κοινωνίες του Νότου, ιδιαίτερα όσον αφορά στα ζητήματα της ηθικής συμπεριφοράς των πιστών, όπως και σε ζητήματα εκκλησιαστικής τάξης και διοίκησης. Πολλή μεγαλύτερη σημασία και απήχηση έχει εκεί το έθιμο, το χάρισμα και ο λόγος της αυθεντίας. Κατά συνέπεια, οι ντόπιοι κληρικοί βρίσκονται συχνά μπροστά στην ανάγκη να αναπροσαρμόσουν ανάλογα το έργο και την παρουσία τους. Δεν είναι, όμως, μόνο οι παραδοσιακές εκκλησιαστικές δυνάμεις του Νότου (π.χ. Καθολικισμός, Μεθοδισμός) που καλλιεργούν το συντηρητισμό. Περισσότερο συντηρητικές σε πολλούς τομείς αναδεικνύονται οι νέες εκκλησίες, είτε πρόκειται για τους Πεντηκοστιανούς της Λατινικής Αμερικής, είτε πρόκειται για τις ανεξάρτητες και χαρισματικές εκκλησίες της Αφρικής και της Ασίας. Συμπερασματικά, λοιπόν, θα λέγαμε πως ενώ ο δυτικός Χριστιανισμός γίνεται ολοένα και περισσότερο φιλελεύθερος και προοδευτικός σε ηθικά και εκκλησιαστικά ζητήματα, ενσωματώνοντας αιτήματα και ιδέες από το χώρο της νεώτερης εκκοσμίκευσης, ο Χριστιανισμός του Νότου παρουσιάζεται συντηρητικός και παραδοσιοκρατικός. Όμως, όπως είδαμε ο πρώτος φθίνει, ενώ ο δεύτερος ανθεί και θάλλει, οπότε το εγγύς μέλλον του Χριστιανισμού μάλλον διαγράφεται πιο συντηρητικό από το πρόσφατο παρελθόν του.17
Από την άλλη, είναι αλήθεια ότι τα θρησκευτικά πράγματα δεν είναι ποτέ απλά ή μονοδιάστατα, και οι ενδεχόμενες εξελίξεις δεν μπορούν να προβλεφθούν με ακρίβεια. Διότι τούτος ο συντηρητισμός σε ηθικά και εκκλησιαστικά ζητήματα, πολύ συχνά συνοδεύεται από προοδευτικές θέσεις σε θέματα ιδεολογίας, κοινωνικής δικαιοσύνης και οικονομικής πολιτικής. Κι είναι αλήθεια πως η πολιτική μαρτυρία του Χριστιανισμού στο Νότο χαρακτηρίζεται, στο σύνολό της, από ριζοσπαστικότητα και διάθεση ανατροπής των ολιγαρχικών και καταπιεστικών κατεστημένων που εκμεταλλεύονται τους λαούς του, υποτιμητικά αποκαλούμενου, Τρίτου Κόσμου. «Για να κατανοήσει κανείς την πολιτική κατάσταση στη Βραζιλία σήμερα, είναι απαραίτητο να γνωρίζει τις εξελίξεις στο χώρο της θρησκείας. Αν δεν κατανοήσεις τη θρησκεία δεν θα μπορέσεις να καταλάβεις ούτε την πολιτική», επισημαίνει η ανθρωπολόγος Regina Novaes.18 Αυτή η αλληλεπίδραση θρησκείας και πολιτικής έχει, ως γνωστόν, μεγάλη ιστορία όχι μόνο στη Βραζιλία, αλλά και σε ολόκληρη τη Λατινική Αμερική. Κατά τους αιώνες της αποικιοκρατίας η Καθολική εκκλησία λειτούργησε ως βραχίονας της πολιτικής εξουσίας, υπηρετώντας την ιδεολογία της χειραγώγησης των ιθαγενών πληθυσμών και καλλιεργώντας πνεύμα συμμόρφωσης και υποταγής ανάμεσα στο λαό. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια του εικοστού αιώνα τα πράγματα άλλαξαν και η Εκκλησία όλο και συχνότερα βρέθηκε στο πλευρό των φτωχών και των καταπιεσμένων. Υιοθέτησε τα αιτήματά τους και συμμετείχε ενεργά στους αγώνες για κοινωνική δικαιοσύνη και ελευθερία. Εμβληματική περίπτωση πολιτικής μαρτυρίας στάθηκε η λεγόμενη «Θεολογία της Απελευθέρωσης» (Liberation Theology), που τροφοδότησε τα πιο δυναμικά κοινωνικά κινήματα των sixties και των seventies.19 Ανακαλύπτοντας εκ νέου τον κοινωνικό και προφητικό πυρήνα του ευαγγελικού μηνύματος, οι θεολόγοι της Απελευθέρωσης –η πλειοψηφία των οποίων ήταν ταυτόχρονα και ιερείς– υπερασπίστηκαν το όραμα των λαών της Λατινικής Αμερικής για μια δικαιότερη κοινωνία. Κατήγγειλαν την καπιταλιστική εκμετάλλευση και διαμαρτυρήθηκαν έντονα για την κρατική βία που ασκούσαν τα ξενοκίνητα καταπιεστικά καθεστώτα. Γενναίοι εκκλησιαστικοί άνδρες με προφητική συνείδηση έγιναν η φωνή όσων δεν είχαν φωνή. Αξίζει να μνημονεύσει κανείς εδώ προσωπικότητες όπως τον Περουβιανό θεολόγο και Καθολικό (Δομινικανό) ιερέα Gustavo Gutiérrez, συγγραφέα του κλασικού Teologia de la Liberación, θεολογικού μανιφέστου του κινήματος. Τον Κολομβιανό ιερέα Camilo Torres που στα 1966 έπεσε μαχόμενος στο πλευρό των επαναστατών (ELN) ενάντια στα κυβερνητικά στρατεύματα. Προχωρώντας περισσότερο από κάθε άλλον τη σύζευξη Χριστιανισμού και Μαρξισμού, ο Torres θεωρούσε ότι είναι καθήκον του χριστιανού να αναλάβει ακόμη και ένοπλη δράση προκειμένου να επικρατήσει κοινωνική δικαιοσύνη: «η επανάσταση αποσκοπεί στην ανάδειξη μιας κυβέρνησης που θα χορτάσει τους πεινασμένου, θα ντύσει τους γυμνούς, θα αναλωθεί σε έργα φιλανθρωπίας και αγάπης προς τον πλησίον […] Γι’ αυτό και η επανάσταση αποτελεί ιερή υποχρέωση για τους Χριστιανούς, οι οποίοι προσβλέπουν σ’ αυτήν ως τον μόνο τρόπο για να επιτευχθεί η προς όλους αγάπη». Παρ’ όλο που η περίπτωση του Torres θεωρήθηκε ακραία στους κόλπους του Καθολικισμού, αντιπροσωπεύει μια κορυφαία στιγμή συνάντησης θεολογίας και πολιτικής, ευαγγελίου και επανάστασης στη Λατινική Αμερική. Να μνημονεύσει κανείς ακόμη τον έτερο μάρτυρα, Αρχιεπίσκοπο Oscar Romero, ο οποίος δολοφονήθηκε στις 24 Μαρτίου του 1980 κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας σε ένα μικρό νοσοκομειακό παρεκκλήσι στο Σαν Σαλβαδόρ. Ή τον επίσκοπο των φτωχών, Helder Pessoa Cámara, ο οποίος για μια εικοσαετία (1964-1985) αγωνίστηκε να βελτιώσει τη ζωή των «ελαχίστων αδελφών» στις παραγκουπόλεις Βραζιλία, δημιουργώντας πολυάριθμες κοινότητες βάσης. Όλα αυτά είναι εν πολλοίς γνωστά, όπως γνωστό είναι επίσης ότι με την ανάρρηση στην Αγία Έδρα του Πάπα Ιωάννη-Παύλου του Β΄, το Βατικανό, πραγματοποιώντας μια συντηρητική στροφή ενάντια στο πνεύμα της Β΄ Βατικανής Συνόδου, υπέσκαψε και εν τέλει κατόρθωσε να ανακόψει την ελπιδοφόρα πορεία του θεολογικού κινήματος της απελευθέρωσης στη Λατινική Αμερική. Σημαντικό ρόλο προς την κατεύθυνση αυτή διαδραμάτισε ο τότε Καρδινάλιος Joseph Ratzinger –σημερινός Πάπας Βενέδικτος ο ΙΣΤ΄. Νέοι, συντηρητικότεροι αρχιερείς χειροτονήθηκαν στις χώρες του Νότου και η δεκαετία του 1980 σηματοδότησε την απόσυρση του κλήρου από το προσκήνιο των πολιτικών εξελίξεων.
Εκείνη ακριβώς την περίοδο έκαναν την εμφάνισή τους οι Πεντηκοστιανοί στη Λατινική Αμερική. Ο Χριστιανισμός που ευαγγελίζονταν ήταν ατομοκεντρικός και εσωστρεφής: προωθούσε την πλήρη μετατροπή της πίστης σε ιδιωτική υπόθεση. Κατευθύνοντας όλη τη μέριμνα των πιστών αποκλειστικά και μόνο στην ατομική τους σωτηρία, και κηρύττοντας την κοινωνική ειρήνευση ως καθήκον των αναγεννημένων εν Πνεύματι Αγίω, οι εκκλησίες της Πεντηκοστής συντέλεσαν στην εμπέδωση ενός κλίματος κομφορμισμού και συναίνεσης. Ερχόμενοι σε πλήρη αντίθεση με τον πολιτικό ριζοσπαστισμό των Καθολικών θεολόγων της απελευθέρωσης, οι Πεντηκοστιακοί ιεροκήρυκες φρόντιζαν να κατευνάζουν τον εξεγερσιακό οίστρο των μαζών. Στην προσπάθειά τους αυτή ενισχύθηκαν σημαντικά από τα στρατιωτικά καθεστώτα της περιοχής, και στηρίχθηκαν οικονομικά από τις Η.Π.Α., μέσω χρηματοδοτήσεων από λόμπι συντηρητικών Ευαγγελικών της δεξιάς. «Οι Πεντηκοστιανοί ιεροκήρυκες αποδείχθηκαν αποτελεσματικότεροι (και φθηνότεροι!) από τα πολεμικά ελικόπτερα στην ειρήνευση της περιοχής», παρατηρεί με νόημα μια ιστορικός του Προτεσταντισμού στη Γουατεμάλα.20 Όπως και να ‘χει το πράγμα, βέβαιον είναι πως το κήρυγμα των εκκλησιών της Πεντηκοστής βρήκε τεράστια απήχηση τόσο στα μεσαία στρώματα του λαού, όσο και μεταξύ των φτωχών. Απογοητευμένοι οι τελευταίοι από την άνωθεν ματαίωση των συλλογικών οραμάτων και προσδοκιών του θεολογικού ακτιβισμού, πρόθυμα υπέκυψαν στη γοητεία ενός Χριστιανισμού που υποσχόταν ατομική βελτίωση και άμεση επίλυση των προβλημάτων της καθημερινότητας. «Αν ο σύζυγός σου σε κακοποιεί, δεν μπορείς να περιμένεις πότε η Βραζιλία θα γίνει μια χριστιανική ουτοπία», παρατηρούσε με ειρωνική διάθεση κάποιος μελετητής του προτεσταντισμού στη Βραζιλία.21 Όλος ο ζήλος, η ενεργητικότητα και η ένταση, που το προηγούμενο διάστημα τροφοδότησε τα επαναστατικά κινήματα της απελευθέρωσης, διοχετεύθηκε τώρα στην αναζήτηση του Θεού μέσω του ενθουσιασμού και της έκστασης. Εκτονώθηκε, μ’ άλλα λόγια, εντός των ορίων του υποκειμένου. Η απόσυρση και η ιδιώτευση προβλήθηκαν ως απαραίτητες προϋποθέσεις για τη συνάντηση Θεού και ανθρώπου, η ενδοσκόπηση και η αυτοεξέταση αντικατέστησαν την έξοδο προς την κοινωνία και το έμπρακτο ενδιαφέρον για τους φτωχούς και πάσχοντες αδελφούς ατόνησε. Όπως εύγλωττα έχει ειπωθεί: «η Καθολική Εκκλησία επέλεξε τους φτωχούς, αλλά οι φτωχοί επέλεξαν τους Πεντηκοστιανούς!»
Εντούτοις, δεν πρέπει να συμπεράνει κανείς ότι οι Προτεστάντες, και ειδικά οι Πεντηκοστιανοί, λειτούργησαν αποκλειστικά και μόνο ως Δούρειος Ίππος της εξουσίας προκειμένου να κατασταλεί ο επαναστατικός ζήλος των μαζών και να καλλιεργηθεί η απολιτική συνείδηση. Μπορεί αυτό να ισχύει ως γενική αρχή ή για τις περισσότερες των περιπτώσεων, υπάρχουν όμως και Πεντηκοστιανές εκκλησίες που αντί να προσπαθήσουν να δαμάσουν το εξεγερμένο πλήθος αποφάσισαν να αγωνιστούν στο πλευρό του, διεκδικώντας καλύτερη ζωή και δικαιότερη κοινωνία. Στη Βραζιλία, αίφνης, υπάρχει ισχυρό αριστερό Προτεσταντικό ρεύμα, με απόψεις και θέσεις πολύ προοδευτικότερες από τους Διαμαρτυρομένους π.χ. των Η.Π.Α. Ανάλογα ισχύουν και στο Περού και τη Χιλή, η οποία, σημειωτέον, έχει πολύ υψηλά ποσοστά Προτεσταντικού πληθυσμού. Αλλά και στις χώρες της Κεντρικής Αμερικής οι Προτεστάντες και οι Πεντηκοστιανοί έχουν δημιουργήσει σημαντικές σφαίρες πολιτικής επιρροής, που εκτείνονται ως την άκρα Αριστερά –υπάρχουν ακόμη και Σαντινίστας evangélicos. Η εξέλιξη αυτή, όπως είναι ευνόητο, έχει προκαλέσει δυσφορία στους κύκλους των Καθολικών πολιτικών και ακτιβιστών, οι οποίοι κατά παράδοση θεωρούν τους Προτεστάντες ξενοκίνητους, συντηρητικούς και συμβιβασμένους –πραγματική απειλή για το κύρος της Καθολικής εκκλησία ανάμεσα στο ποίμνιο. Το αποτέλεσμα είναι συγκρούσεις και αντιπαραθέσεις σε πολλά επίπεδα –ακόμη και βίαιες.22 Παράδειγμα τα όσα έχουν συμβεί στην επαρχία Chiapas του Μεξικού, όπου δεκάδες χιλιάδες Προτεστάντες εκδιώχθηκαν από τους Καθολικούς τα τελευταία τριάντα χρόνια. Οι Προτεστάντες, με τη σειρά τους, έχουν ταχθεί στο πλευρό των κυβερνητικών στη διαμάχη τους με τους αντάρτες Ζαπατίστας. Στο Εκουαδόρ, πάλι, Πεντηκοστιανοί εμπόδισαν Καθολικούς προσκυνητές να φτάσουν σε κάποιο προσκύνημα της Θεοτόκου, προκαλώντας την οργή των τελευταίων, που επιτέθηκαν και έκαψαν έναν προτεσταντικό ναό. Ο αριθμός των συγκρούσεων ολοένα και αυξάνει. Σ’ αυτό έχει συντελέσει καθοριστικά και η πληθυσμιακή ανάπτυξη των Προτεσταντών, διότι τους έχει καταστήσει πλέον αρκετά ισχυρούς, ώστε να ανταποδίδουν τις εναντίον τους επιθέσεις και προκλήσεις. Πρόκειται άραγε τα υψίπεδα του Μεξικού να μεταβληθούν στη Βόρειο Ιρλανδία της Λατινικής Αμερικής; Ίδωμεν…
Κλείνοντας τη σύντομη αναφορά μας οφείλουμε να υπογραμμίσουμε πως το στοιχείο που χαρακτηρίζει τον Χριστιανισμό στο Νότο είναι η ενεργός συμμετοχή που έχει στη διαμόρφωση της πολιτικής κατάστασης των διαφόρων χωρών –είτε αυτές βρίσκονται στη Λατινική Αμερική, στην Αφρική ή στην Ασία. Σε πλήρη αντίθεση με ό,τι ισχύει στη Δύση, όπου η Εκκλησία δεν παρεμβαίνει σε πολιτικά ζητήματα και η θρησκευτική πίστη και ένταξη θεωρείται αυστηρώς ιδιωτική υπόθεση και προσωπικό δεδομένο (με εξαίρεση τις Η.Π.Α.), ο Νότος ενδιαφέρεται για έναν Χριστιανισμό με σαφή πολιτική θέση, που να έχει άμεση εμπλοκή και λόγο στη πολιτική ζωή, επηρεάζοντας τις εξελίξεις. Αυτό ενδεχομένως να γεννάει συγκρούσεις, ταυτόχρονα, όμως, σημαίνει ότι η πίστη θεωρείται σημαντική υπόθεση, πηγή νοήματος για τον ατομικό και συλλογικό βίο και δεν είναι άτονη, επιφανειακή ή αναιμική όπως στη Δύση. Φυσικά ελλοχεύει πάντοτε ο κίνδυνος του φανατισμού, της δεισιδαιμονίας και του δημαγωγικού λαϊκισμού, όμως οι φόβοι αυτοί είναι περισσότερο φόβοι των δυτικών παρατηρητών παρά των ντόπιων πιστών. Ενώ ο πλούσιος αλλά δημογραφικά γερασμένος Βορράς θα πασχίζει να συντηρήσει μια Εκκλησία χλιαρή και εκκοσμικευμένη, άτολμη και ανασφαλή, ανίκανη να εμπνεύσει νόημα βίου ακόμη και στους ίδιους της τους πιστούς –πόσο μάλλον να λειτουργήσει ως παράγοντας κοινωνικής αναμόρφωσης– ο συγκριτικά φτωχότερος αλλά δημογραφικά ακμαιότερος Νότος θα υπερασπίζεται με πάθος τη χριστιανική ταυτότητα και θα αποζητά την αφοσίωση και τη δέσμευση, προσδίδοντας στην πίστη νέο περιεχόμενο και πρωτόγνωρο δυναμισμό. Φυσικά, το τι τελικά θα γίνει είναι άδηλο, όμως όλα δείχνουν πως το θρησκευτικό μέλλον της Δύσης δεν θα το καθορίσει η χριστιανική πίστη, τουλάχιστον όχι στο βαθμό που καθόρισε το θρησκευτικό παρελθόν της. Ποικίλες εναλλακτικές μορφές πνευματικότητας θα δίνουν πλέον τον τόνο, προϊόντα της σύνθεσης του νεώτερου αποκρυφισμού και των διαφόρων τύπων της ανατολικής θρησκευτικότητας. Αντίθετα, αν ο Χριστιανισμός έχει μέλλον, τότε αυτό βρίσκεται στο Νότο. Και θα είναι ένα μέλλον γεμάτο θρησκευτικό ζήλο, πολιτικές εντάσεις και κοινωνικές ανακατατάξεις.
2 Με τον όρο Νότος, εννοούμε εδώ τις χώρες της Λατινικής Αμερικής, της Αφρικής και της Νοτιοανατολικής Ασίας.
3 Βλ. PHILIP JENKINS, The Next Christendom: The Coming of Global Christianity, (New York: Oxford U.P., 2007, 2-3)
4 ΣΤΟ ΙΔΙΟ, 104
5 ΣΤΟ ΙΔΙΟ, 227
6 Εισαγωγικά για την οριενταλιστική προσέγγιση βλ. EDWARD SAID, Οριενταλισμός, μτφρ. Φώτης Τερζάκης, Νεφέλη, Αθήνα 1996
8Απόδειξη περί αυτού αποτελεί η τεράστια διάδοση που γνωρίζουν οι λεγόμενες Ανεξάρτητες Εκκλησίες (Independent Churches), αλλά και τα Νέα Θρησκευτικά Κινήματα (New Religious Movements) στην Αφρική. Σχετικά βλ. ΔΗΜΗΤΡΗΣ Ι. ΜΠΕΚΡΙΔΑΚΗΣ, Η Θρησκεία των Καταπιεσμένων: Τα Νέα Θρησκευτικά Κινήματα στην Αφρική, Περιοδικό ΘΕΟΣ & ΘΡΗΣΚΕΙΑ / GOD & RELIGION (τχ.8, 2000, 65-69)
9 Για τη Νέα Πνευματικότητα βλ. GORDON LYNCH, The New Spirituality: An Introduction to Progressive Belief in the Twenty-first Century, (New York: I. B. Tauris & Co Ltd, 2007), WOUTER HANEGRAAFF, New Age Religion and Western Culture: Esotericism in the Mirror of Secular Thought, (New York: State University of New York Press, 1998), ΣΤΕΛΙΟΣ ΠΑΠΑΛΕΞΑΝΔΡΟΠΟΥΛΟΣ, Οι Νέες Θρησκείες: Ιστορική Επισκόπηση και Συστηματική Θεώρηση, στον τόμο Δοκίμια Ιστορίας των Θρησκειών, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1994, 143-179
10 Για τα γνωρίσματα της Νέας Πνευματικότητας βλ. ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΕΚΡΙΔΑΚΗΣ, Εναλλακτικές Θρησκευτικές Ταυτότητες στη Μεθόριου Μοντέρνου-Μεταμοντέρνου: Η Περίπτωση της Νέας Πνευματικότητας, στον τόμο: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΑΓΡΙΠΛΗΣ (Επιμ.), Κριτικές Προσεγγίσεις στον Ορθόδοξο Πολιτισμό: Όψεις του Ελληνικού Παραδείγματος, Α. Σταμούλης, Θεσσαλονίκη 2007, 222-268
11 Συνολική θεώρηση της ευρείας αυτής πολιτισμικής μετατόπισης, από τη σκοπιά που την εννοούμε εδώ, υπάρχει στο COLIN CAMPBELL, The Easternisation of the West: A Thematic Account of Cultural Change in the Modern Era, (Boulder: Paradigm, 2007). Προσωπικά, προτιμούμε να αναφερόμαστε στο αναντίρρητο αυτό φαινόμενο –της κατίσχυσης, δηλαδή, της Πνευματικότητας επί του Χριστιανισμού– όχι με όρους αντικατάστασης, αλλά με όρους μετάλλαξης. Και τούτο διότι, κατά την άποψή μας, η γενικότερη τάση δεν είναι να εγκαταλειφθεί ο Χριστιανισμός ως συγκεκριμένη θρησκεία, αλλά μάλλον να τροποποιηθεί γενετικά, προσδεχόμενος το γονιδίωμα μιας θρησκευτικότητας άλλου γένους –για να χρησιμοποιήσουμε βιοτεχνολογικούς όρους. Η διαδικασία αυτή γίνεται σαφέστερα αντιληπτή, όταν κανείς παρακολουθήσει τις μετατροπές που έχει υποστεί η πίστη και η συνείδηση του εκκλησιαστικού πληρώματος (των Ορθοδόξων συμπεριλαμβανομένων), υπό την επίδραση της Νέας Πνευματικότητας. Πρόκειται για αλλαγές υπόγειες και διεργασίες εσωτερικές, αφανείς, σιωπηλές και ανεπαίσθητες, αφού δεν συνοδεύονται από θεσμικές ανατροπές ή αλλοιώσεις στο δόγμα και στο λατρευτικό τυπικό. Εκείνο που αλλάζει δεν είναι οι τυπικές διατυπώσεις (π.χ. Σύμβολο Πίστεως), ούτε οι παραδοσιακές θρησκευτικές κατηγορίες και σύμβολα (π.χ. Θεός, Χριστός, Αγάπη, Πίστη), αλλά ο τρόπος με τον οποίο κατανοούν και ερμηνεύουν όλα αυτά οι πιστοί. Εκ των ένδον, λοιπόν, και χωρίς εξωγενείς πιέσεις είναι που μεταβάλλεται ο χαρακτήρας του Χριστιανισμού και συντελείται η βαθμιαία μετατροπή του σε μια νέα θρησκεία, εσωτεριστικής κατευθύνσεως, με έμφαση στο μυστικισμό και την πνευματικότητα. Ωστόσο, το θέμα αυτό είναι εξαιρετικά περίπλοκο και απαιτεί λεπτομερειακή θεολογική, κοινωνιολογική και ανθρωπολογική διερεύνηση που δυστυχώς δεν έχει αναληφθεί ακόμα, στη χώρα μας, τουλάχιστον. Ενδεικτικά, μόνο, βλ. Δ. ΑΡΚΑΔΑΣ και Δ. ΜΠΕΚΡΙΔΑΚΗΣ, Λόγος Σκληρός: Κεφάλαια Τοξικής Θεολογίας, Εξάντας, Αθήνα 2001
12 Για τα Νέα Θρησκευτικά Κινήματα εισαγωγικά βλ. CHRISTOPHER PARTRIDGE, New Religions: A Guide, (New York: Oxford U.P. 2004), PETER CLARKE, New Religions in Global Perspective, (New York: Routledge 2006), LORNE DAWSON, Comprehending Cults: The sociology of New Religious Movements, (Ontario: Oxford U. P. 1998)
15 ΣΤΟ ΙΔΙΟ, 78
16 ΣΤΟ ΙΔΙΟ, 226-235
17 Πρέπει να σημειώσουμε στο σημείο αυτό ότι, όπως δείχνει η έρευνα, και στις ανεπτυγμένες δυτικές κοινωνίες ο φιλελεύθερος χριστιανισμός, ο απολύτως συμβατός και συμβιβασμένος με τη ναρκισσιστική κουλτούρα και το καταναλωτικό ήθος της ρευστής νεωτερικότητας, φαίνεται να υποχωρεί άτακτα ενώπιον ενός χριστιανισμού πιο δογματικού, ηθικά άκαμπτου και ιδεολογικά φανατικού. Σχετικά βλ. PAUL HEELAS and LINDA WOODHEAD, The Spiritual Revolution: Why Religion Is Giving Way To Spirituality (Oxford: Blackwell, 2005), 60-68
19 Εντελώς εισαγωγικά βλ. LEONARDO and CLODOVIS BOFF, Introducing Liberation Theology, transl. Paul Burns, (Kent: Burnes & Oates, 1987)
20 Βλ. VIRGINIA GARRARD-BURNETT, Protestantism in Guatemala (Austin: University of Texas Press, 1998, 21)
22 Βλ. PHILIP JENKINS, ό.π. 181-183
[Πρώτη δημοσίευση: Ψηφιακό Περιοδικό The Athens ID
(τ.1, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2008, σσ.17-30)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου