ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ
Κατόπιν προσκλήσεως τῆς Α. Θειοτάτης Παναγιότητος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, συνεκλήθη εἰς Ρόδον, τό 2ον Φόρουμ Καθολικῶν καί Ὀρθοδόξων μεταξύ 18ης καί 22ας Ὀκτωβρίου 2010, μέ κύριον θέμα «Σχέσεις Ἐκκλησίας καί Πολιτείας: Ἱστορικαί καί Θεολογικαί προοπτικαί». Τό Φόρουμ ἐπραγματοποιήθη τῇ εὐγενεῖ φιλοξενίᾳ τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Ρόδου κ. Κυρίλλου, ἐκ μέρους τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Τῆς συναντήσεως προήδρευσαν οἱ Σεβ. Μητροπολίτης Σασίμων κ. Γεννάδιος (Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον) καί Καρδινάλιος κ. Péter Erdö (Πρόεδρος τοῦ Συμβουλίου τῶν ἐν Εὐρώπῃ Ἐπισκοπικῶν Συνελεύσεων τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας).
Ἐν συνεχείᾳ πρός τήν θετικήν ἐμπειρίαν τοῦ 1ου Φόρουμ Καθολικῶν καί Ὀρθοδόξων τό ὁποῖον ἐπραγματοποιήθη ἐν Τρέντῳ, Ἰταλία (11-14 Δεκεμβρίου 2008), καί ἠσχολήθη μέ τό θέμα «Ἡ Οἰκογένεια: ἕν ἀγαθόν διά τήν ἀνθρωπότητα», δέκα ἑπτά (17) ἀντιπρόσωποι τῶν ἐν Εὐρώπῃ Ἐπισκοπικῶν Συνελεύσεων τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας ὁμοῦ μετά ἰσαρίθμων ἐκπροσώπων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἐν Εὐρώπῃ, ἐξήτασαν ἐπισταμένως τάς σχέσεις Ἐκκλησίας καί Πολιτείας ἐν Εὐρώπῃ.
Κατά τά δύο τελευταῖα ἔτη ἐπεσημάνθη ἡ ἀνάγκη διά συνεργασίαν μεταξύ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς τοιαύτης ἐν Εὐρώπῃ, αἱ σχέσεις τῶν ὁποίων ἔχουν ἀναπτυχθεῖ εἰς ἀξιοσημείωτον βαθμόν, ὡς ἄλλωστε ὑποδηλοῖ καί ἡ ἐν λόγῳ οἰκουμενική πρωτοβουλία. Ἐκ προοιμίου διευκρινίζεται ὅτι τό ἄτυπον Φόρουμ δέν ἀποσκοπεῖ οὐδόλως εἰς τήν ὑποκατάστασιν τοῦ ἔργου τῆς Διεθνοῦς Μικτῆς Θεολογικῆς Ἐπιτροπῆς ἐπί τοῦ θεολογικοῦ Διαλόγου μεταξύ τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς καί τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἤτις, ὡς γνωστόν, συνεστήθη τό 1980.
Ὡσαύτως ἐπεσημάνθη ὅτι ὁ μοναδικός σκοπός τοῦ Φόρουμ συνίσταται εἰς τήν ἐπικέντρωσιν καί ἐξέτασιν ἀνθρωπολογικῶν, κοινωνικῶν καί πολιτιστικῶν ζητημάτων, ἅτινα ἀποτελοῦν τήν λυδίαν λίθον διά τό παρόν καί τό μέλλον τῆς Εὐρώπης καί τῆς ἀνθρωπότητος, ἀποβλέποντας, τοιουτοτρόπως, εἰς τήν υἱοθέτησιν κοινῶν θέσεων ἐν σχέσει πρός τοπικά, κοινωνικά καί ἠθικά προβλήματα καί προκλήσεις. Ἐπίσης, ὑπεγραμμίσθη ὅτι ὑφίστανται συγκλίνουσαι ἀπόψεις μεταξύ τῶν δύο Ἐκκλησιῶν ὡς πρός τά ἀνωτέρω θέματα, ἐτονίσθη δέ ὅτι διά τῆς στενῆς καί μόνον συνεργασίας τῶν δύο Ἐκκλησιῶν δύνανται Αὗται νά εὐαισθητοποιήσουν τάς κοινωνίας εἰς τήν Εὐρώπην καί τόν λοιπόν κόσμον πρός τήν προβληματικήν πού Αὗται συμμερίζονται.
Αἱ ἐργασίαι ἐπραγματοποιήθησαν ἐν ὁλομελείᾳ καί ἐν πνεύματι ἀμοιβαίου σεβασμοῦ καί ἀδελφικῆς συνεργασίας.
Αἱ δύο ἀντιπροσωπεῖαι ἠσχολήθησαν ἐπισταμένως μέ τήν θεολογικήν προοπτικήν, ὑπογραμμίσασαι τάς προαναφερθείσας σχέσεις. Αἱ συζητήσεις περιεστράφησαν εἰς τά ποικίλα μοντέλα, τύπους καί λύσεις πού τά διάφορα Κράτη ἐν Εὐρώπῃ ἔχουν υἱοθετήσει ὅσον ἀφορᾷ εἰς τό νομικόν πλαίσιον διά τάς σχέσεις των μεταξύ Ἐκκλησίας καί Πολιτείας εἰς τάς ἀντιστοίχους χώρας, βάσει τῶν ὁποίων ἐρυθμίσθησαν αἱ συναφεῖς ποιμαντικαί, κοινωνικαί, ἐκπαιδευτικαί καί ἄλλαι πτυχαί καί δομαί. Ἐνδελεχοῦς ἐξετάσεως ἔτυχον αἱ κάτωθι παράμετροι:
α) Σχέσεις Ἐκκλησίας καί Πολιτείας ἀπό θεολογικῆς καί ἱστορικῆς προοπτικῆς,
β) Τρόποι διά τῶν ὁποίων αἱ Ἐκκλησίαι βιώνουν τάς σχέσεις των πρός τήν Πολιτείαν, καί
γ) Ἡ προσφορά τῆς Ἐκκλησίας διά τοῦ διακονικοῦ ἔργου αὐτῆς πρός τήν κοινωνίαν.
Συγκεκριμένως, διά τοῦ Φόρουμ ἐτονίσθησαν τά ἑξῆς:
1. Ἡ Ἐκκλησία, θεανδρικός ὀργανισμός, καίτοι περιορίζεται ἐντός τῶν πλαισίων τῆς κτίσεως ὅπου καί ἐκδιπλοῦται ἡ ἀποστολή της, συνάπτει τόν χρόνο μέ τήν αἰωνιότητα. Δέν ἀγνοεῖ, μήτε ἀρνεῖται, οὔτε ἀπορρίπτει τήν ἱστορίαν ἀλλά ἐπωφελεῖται ἐξ αὐτῆς, δεδομένου ὅτι ἡ ἀποστολή της δέν εἶναι ἁπλῶς ἐσχατολογική, ἀλλά ἐν ταυτῷ καί ἱστορική διά τούς ἀνθρώπους πού ζοῦν ἐν τῇ ἱστορίᾳ, καί ἐντός τῶν πεπερασμένων χωροχρονικῶν πλαισίων. Ἡ Ἐκκλησία τυγχάνει μυστήριον, σημεῖον καί μέσον αἰσθητοποιήσεως τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ εἰς τόν κόσμον, ἀλλά, ἐπιπλέον, ἀποτελεῖ τήν πραγματικότητα τῆς κοινωνίας πού ἀνήκει εἰς τήν ἱστορίαν. Ἡ Ἐκκλησία, ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, συνεχίζει τό θεόσδοτον, διά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἔργον τῆς διαδόσεως τοῦ Εὐαγγελίου εἰς τόν κόσμον ἕως τῆς συντελείας τούτου (Βλπ. Ματθ. 28,19). Ὡς ἐκ τούτου, ἡ Ἐκκλησία εἶναι μέρος τῆς κοινωνίας, τελοῦσα ἐν ἀλληλεγγύῃ πρός τό ἀνθρώπινον γένος, καί ἀναπτύσσει εἰδικάς σχέσεις πρός τά ἑκασταχοῦ Κράτη.
2. Μέτ̉̉ αἰσθημάτων ἱκανοποιήσεως οἱ μετέχοντες εἰς τό Φόρουμ παρατηροῦν ὅτι ὁ σεβασμός τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας, ὡς θεμελιώδους δικαιώματος τοῦ ἀτόμου, ἔχει διευρυνθεῖ εἰς τήν συνείδησιν τῶν πολιτῶν τῆς Εὐρώπης, ὅπως, ἄλλωστε, πιστοποιεῖται ἔκ τινων Εὐρωπαϊκῶν νομικῶν καταστατικῶν κειμένων, ὡς ἡ Συνθήκη διά τήν προστασίαν τῶν Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων τοῦ 1950, ἥτις υἱοθετήθη καί ἐπεκυρώθη ὑπό 47 Κρατῶν – Μελῶν τοῦ Συμβουλίου τῆς Εὐρώπης, καί ἡ Χάρτα τῶν Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων τῆς Νικαίας (2000), ἡ ὁποία ἱσχύει εἰς τά 27 Κράτη - Μέλη τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως, καθώς ἐπίσης καί εἰς ἕτερα ἐθνικά Συντάγματα. Πολλά Κράτη τῆς Εὐρώπης ἔχουν υἱοθετήσει νέα δημοκρατικά Συντάγματα, ὡς καί νόμους περί θρησκευτικῆς ἐλευθερίας καί περί τῶν θρησκευτικῶν Κοινοτήτων, γεγονός τό ὁποῖον διασφαλίζει τό δικαίωμα πάντων τῶν πολιτῶν νά ἐπαγγέλωνται τήν θρησκείαν των, μέ τήν παράλληλον ἐπίδειξιν σεβασμοῦ πρός τήν πίστιν τῶν ἄλλων. Ἕτερα δέ Κράτη τῆς Εὐρώπης ἔχουν προσαρμόσει τάς σχετικάς νομοθεσίας των πρός τήν κατεύθυνσιν τῆς ἱκανοποιήσεως τῶν κοινῶν ἀναγκῶν, ὅσον ἀφορᾷ εἰς τήν θρησκευτικήν ἐλευθερίαν, εἰδικῶς δέ πρός τήν θεώρησιν τῆς ἐκτελέσεως τῆς φιλανθρωπίας καί τῶν κοινωνικῶν δραστηριοτήτων πού, ὡς ὀργανικόν τμῆμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀποστολῆς, τελοῦν ὑπό τήν εὐθύνην τῆς Ἐκκλησίας.
3. Διεπιστώθη δέ ὅτι, βάσει τῶν προβλεπομένων εἰς τό Ἄρθρον 17 τῆς Συνθήκης τῆς Λισαβῶνος (2007), τινά Κράτη - Μέλη τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως ἀναγνωρίζουν ὅτι αἱ Ἐκκλησίαι ὑπόκεινται εἰς τήν νομοθεσίαν, ἡ ὁποία βασίζεται εἰς τά ἐθνικά σχετικά θεσπίσματα καί οὕτως ἀναγνωρίζεται ἡ συμβολή τῶν Ἐκκλησιῶν εἰς τήν διαμόρφωσιν τῆς ταυτότητος τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ γίγνεσθαι. Ὡσαύτως, ἡ Εὐρωπαϊκή Ἕνωσις ἀναλαμβάνει τήν εὐθύνην τῆς διεξαγωγῆς καί διασφαλίσεως ἑνός ἀνοικτοῦ καί διαφανοῦς διαλόγου μεταξύ Ἐκκλησίας καί Πολιτείας.
Ἀπό καιροῦ εἰς καιρόν, ἕκαστον Εὐρωπαϊκόν κράτος ἔχει συνάψει εἰδικάς σχέσεις πρός τήν Ἐκκλησίαν καί τάς τοπικάς Θρησκευτικάς Κοινότητας. Ὡς εὐκόλως ἐξάγεται, εἰς συγκεκριμένας ἐποχάς, ἡ Ἐκκλησία, πού ἀποτελεῖ τήν μεγάλην πλειοψηφίαν τῶν πολιτῶν εἰς μίαν περιοχήν, ἀπολαμβάνει πολλάκις ἀξιόλογον σεβασμόν ἐκ μέρους τοῦ Κράτους, τό ὁποῖον υἱοθετεῖ τήν ὡς ἄνω στάσιν, συνεκτιμώντας τήν ἐν γένει συνεισφοράν τῆς Ἐκκλησίας εἰς τήν ζωήν τῶν ἀνθρώπων (πολιτῶν). Ἀπό τήν πλευράν τῶν Ἐκκλησιῶν, αὗται ἀποδίδουν τήν πρέπουσαν προσοχήν εἰς τό γεγονός ὅτι, συμφώνως πρός τό Εὐρωπαϊκόν νομικόν πλαίσιον καί τήν ἀρχήν τῆς βοηθείας, τό νομικόν καθεστώς τῶν Ἐκκλησιῶν τυγχάνει βαθειά ριζωμένον εἰς τήν ἰδιαιτέραν κατά περίπτωσιν ἐθνικήν νομοθεσίαν, ὡς καί εἰς τάς πολιτισμικάς πτυχάς ἑκάστης ἐξ αὐτῶν. Οἱαδήτις περίπτωσις ἰσοπεδώσεως ἐν προκειμένῳ δέν θά ἀνταπεκρίνετο εἰς τάς ἰδιαιτέρας ἀνάγκας τῶν σχέσεων μεταξύ Ἐκκλησίας καί Πολιτείας, ὅπως αὗται καταγράφωνται εἰς τάς ἱστορικάς δέλτους.
Οἱ μετέχοντες εἰς τό Φόρουμ φρονοῦν ὅτι ἡ ἀναγνώρισις εἰς Ἐκκλησίαν τινά ρόλου «κυριάρχου» ἤ «κρατικῆς» τοιαύτης δέον ὅπως μή συντελῇ εἰς τήν ἐμπέδωσιν νομικῆς τινός διακρίσεως εἰς βάρος τῶν λοιπῶν Ἐκκλησιῶν καί τῶν μελῶν τῶν μειονοτικῶν Θρησκευτικῶν Κοινοτήτων, τῶν ὁποίων ἡ θρησκευτική ἐλευθερία δέον ὅπως διασφαλίζηται πλήρως, ὅπερ συνεπάγεται τό δικαίωμά των εἰς τήν ἀκώλυτον θρησκευτικήν ἔκφρασιν τῆς πίστεώς των μέ κάθε μέσον πού ἅπτεται τῆς ἀτομικῆς των ἐλευθερίας.
4. Τά πλεῖστα ὅσα Κράτη ἐν Εὐρώπῃ ἔχουν ἤδη εἰσάγει ἕν σύστημα καταγραφῆς (registration system) διά τάς Θρησκευτικάς Κοινότητας. Δεδομένου ὅτι ἐλάχιστα κριτήρια πληροῦνται - ὅπως ὁ ἀριθμός τῶν μελῶν αὐτῶν, τά ἔτη τῆς παρουσίας των εἰς τήν χώραν-θά ἠδύνατο αὗται νά περιγραφοῦν ὡς ἐμπίπτουσαι εἰς τήν περίπτωσιν τῆς μή ἐνσωματουμένης θρησκείας-λατρείας. Ὁψέποτε παρατηρεῖται διακριτός τις ρόλος καί διαχωρισμός μεταξύ Ἐκκλησίας καί Πολιτείας εἰς τάς χώρας ἐκείνας, ὅπου ὑφίσταται ἀναγνώρισις ἐπισήμου Θρησκείας, αὗται θεωροῦνται ὡς πολιτιστικοί ὀργανισμοί πού διέπονται ἀπό τό ἀστικόν δίκαιον, ὅπερ, μερικάς φοράς, συνιστᾷ ἀντίφασιν πρός τό δικαίωμα τοῦ αὐτοπροσδιορισμοῦ τῶν Θρησκευτικῶν Κοινοτήτων.
Ἡ ἐλευθερία τῆς Ἐκκλησίας διασφαλίζεται ὁσάκις ἡ τελευταῖα τελεῖ ὑπό καθεστώς αὐτοπροσδιαρισμοῦ περί τῆς ταυτότητός της. Εἰς τά πλεῖστα Εὐρωπαϊκά νομικά συστήματα, αἱ ἐκκλησιαστικαί δομαί ἀπολαμβάνουν τῆς ἀναγνωρίσεως ὑπό τοῦ ἀστικοῦ δικαίου ὡς νομικά πρόσωπα. Ἐκφράζομεν τήν εὐχήν ὅπως ἡ ὡς ἄνω μορφή ἀναγνωρίσεως τύχῃ γενικῆς υἱοθετήσεως καί ἐφαρμογῆς.
5. Εἰς τήν Εὐρώπην, τό σύστημα τοῦ «χωρισμοῦ», τό ὁποῖον διασφαλίζει τήν συνεργασίαν μεταξύ τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Κράτους, τυγχάνει τό πλέον διαδεδομένον. Ὑπό τόν ὅρον «χωρισμός», ἐννοεῖται μᾶλλον ἡ διάκρισις μεταξύ τοῦ πολιτικοῦ καί τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πεδίου, παρά ἡ ἀμοιβαῖα περιφρόνησις, καθώς, εἰς διαφορετικήν περίπτωσιν, ἡ ἀνωτέρω πραγματικότης δέν θά ἦτο δυνατόν νά ἐπιτευχθῇ. Τό Κράτος καί ἡ Ἐκκλησία, ἐντός τῶν ἰδικῶν των πλαισίων, τελοῦν ἀνεξάρτητοι καί αὐτόνομοι ὁ εἷς ἐκ τοῦ ἑτέρου. Ἡ ὡς ἄνω λεχθεῖσα ἀνεξαρτησία καί αὐτονομία θά πρέπει νά ἐπιτρέπῃ τήν εἰδικήν καί ἁρμονικήν συνεργασίαν μεταξύ τῶν δύο πλευρῶν. Ἡ ἀνάγκη διά συνεργασίαν ἐπιβάλλεται ἐκ τῆς ἰδίας τῆς ἀποστολῆς τῆς Ἐκκλησίας, ἥτις δέν περιορίζεται εἰς τήν λειτουργικήν μόνον ζωήν, ἀλλά περιλαμβάνει, μεταξύ ἄλλων, τήν ἐκπαίδευσιν, τό φιλανθρωπικόν ἔργον καί τήν προαγωγήν τοῦ κοινοῦ καλοῦ καί τῆς κοινωνικῆς εὐημερίας.
Μετά πολλῆς ἱκανοποιήσεως διαπιστοῦται ὅτι εἰς πολλά Εὐρωπαϊκά κράτη, αἱ Ἐκκλησίαι ἀπολαμβάνουν τῆς ἐλευθερίας συστάσεως σχολείων καί παροχῆς πνευματικῆς βοηθείας πρός τούς πάσχοντας εἰς τά νοσοκομεῖα καί τάς φυλακάς, καθώς καί τῆς δυνατότητος ἐξασκήσεως ἀντισταθμιστικῶν ὑπηρεσιῶν εἰς τόν Στρατόν.
6. Αἱ Ἐκκλησίαι ἡμῶν θά ἐπεθύμουν μίαν πλέον ἐνεργόν συμμετοχήν εἰς συζητήσεις πού ἀφοροῦν ἠθικά ζητήματα διά τό μέλλον τῆς κοινωνίας. Συμφώνως πρός αὐτάς, τά Εὐρωπαϊκά Κράτη δέν δύνανται νά παραθεωρήσουν τάς Χριστιανικάς ρίζας των χωρίς νά ὁδηγηθοῦν εἰς τήν καταστροφήν, καθώς τά ὡς ἄνω ζητήματα ἀποτελοῦν τήν λυδίαν λίθον διά τό μέλλον ἡμῶν ἐντός ἑνός παγκοσμιοποιουμένου κόσμου. Αἱ Ἐκκλησίαι εἶναι πρόθυμοι νά ἀρθρώσουν ἠχηρόν λόγον ὅσον ἀφορᾷ εἰς τήν προστασίαν τοῦ δικαιώματος εἰς τήν ζωήν τῶν ἀγεννήτων παιδίων, τήν προστασίαν τῶν ἡλικιωμένων πού βαδίζουν πρός τήν δύσιν τῆς ζωῆς των, τόν θεσμόν τῆς οἰκογενείας, ὡς αὕτη γίνεται ἀντιληπτή ὑπό τό πρῖσμα τῆς Χριστιανικῆς θεωρήσεως τοῦ γάμου, τήν πρόνοιαν πρός τούς περιθωριοποιουμένους, τήν ἀποδοχήν τῶν προσφύγων, ὡς ἐπίσης καί τήν διαφύλαξιν τῆς πολιτιστικῆς καί τῆς γλωσσικῆς ταυτότητος τῶν χωρῶν τῆς Εὐρώπης. Αἱ Ἐκκλησίαι ἔχουσι τήν ὑποχρέωσιν νά εὐαισθητοποιοῦν (οὕς δεῖ) ἐν σχέσει πρός τά ἀνωτέρω ζητήματα καί νά ὑπερασπίζωσι τήν ἀξιοπρέπειαν τοῦ ἀνθρωπίνου ὄντος, τοῦ δημιουργηθέντος κατ̉ εἰκόναν καί καθ̉ ὁμοίωσιν τοῦ Θεοῦ. Πλέον συγκεκριμένως, αἱ Ἐκκλησίαι ἐπαναβεβαιοῦν τό δικαίωμα τῆς κατά συνείδησιν ἐνστάσεως τῶν παρεχόντων ἰατρικάς ὑπηρεσίας, οἵτινες ἀντιτίθενται εἰς τήν πρακτικήν τῶν ἐκτρώσεων καί τῆς εὐθανασίας.
7. Ἀναφορικῶς δέ πρός τάς συνθήκας διαβιώσεως, ἀξιοσημείωται διαφοραί ὑφίστανται μεταξύ τῶν ἡμετέρων Ἐκκλησιῶν. Τινές ἐξ αὐτῶν λαμβάνουν χρηματοδότησιν ἐκ τοῦ Κρατικοῦ προϋπολογισμοῦ. Ἀλλαχοῦ ἐν Εὐρώπῃ ἐφαρμόζεται τό σύστημα πληρωμῆς ἐκκλησιαστικοῦ φόρου, τόν ὁποῖον εἰσπράττουν αἱ Ἐκκλησίαι συμφώνως πρός τά ὑπό τοῦ νόμου προβλεπόμενα. Ἐνῷ ἄλλαι βασίζονται εἰς τάς ἐθελοντικάς προσφοράς τῶν πιστῶν. Διά τάς περισσοτέρας ἐξ αὐτῶν, ἡ τελευταία περίπτωσις τυγχάνει ἡ πλέον σημαντική πηγή εἰσοδήματος. Κατά τήν διάρκειαν τῶν τελευταίων ἐτῶν, ἐφαρμόζεται ἐπίσης τό σύστημα τῆς ὑποχρεωτικῆς φορολογήσεως, ὅπερ ἐπιτρέπει τμῆμα τῶν εἰσπραχθέντων νά ἀποδίδεται εἰς τήν Ἐκκλησίαν διά τήν ἐξάσκησιν τοῦ φιλανθρωπικοῦ ἔργου αὐτῆς. Εἰς συγκεκριμένα Εὐρωπαϊκά Κράτη, εἰς τήν προσπάθειαν τῆς ἐκτελέσεως τῆς ποιμαντικῆς, φιλανθρωπικῆς καί κοινωνικῆς ἀποστολῆς των, αἱ Ἐκκλησίαι ἀναμένουν τήν ἐπιστροφήν τῶν περιουσιακῶν των στοιχείων, ἅτινα ἡρπάγησαν κατόπιν σχετικῆς πρωτοβουλίας τῶν ἐκεῖσε Κομμουνιστικῶν καθεστώτων.
8. Οἱ μετέχοντες εἰς τό Φόρουμ ἐπιμένουν εἰς τήν ἐλευθερίαν τῆς ἐκπαιδεύσεως, τονίζοντες ὅτι ἡ εὐθύνη διά τήν πραγμάτωσιν ταύτης βαρύνει πρωτίστως τούς γονεῖς, οἵτινες δέον νά ἀποφασίζουν διά τήν ἀγωγήν τῶν τέκνων αὐτῶν. Τό Κράτος δέον ὅπως ἀποφεύγῃ τήν ἐπιβολήν οἱαδήτινος ἰδεολογίας ἐν τοῖς πλαισίοις τοῦ σχολικοῦ συστήματος ἐπί τοῦ ὁποίου ἔχει τήν καθόλου εὐθύνην. Ἡ Ἐκκλησία διατηρεῖ τό φυσικόν καί ἀπαράγραπτον δικαίωμα τῆς παροχῆς χριστιανικῆς ἐκπαιδεύσεως εἰς τά τέκνα τῶν οἰκογενειῶν πού ἐπιθυμοῦν τοῦτο, ἐν ἁρμονίᾳ πρός τάς Χριστιανικάς παραδόσεις καί ἀρχάς αὐτῆς. Ἡ θρησκευτική ἐκπαίδευσις δέον ὅπως ᾖ ἐφικτῆ εἰς τά δημόσια σχολεῖα καί πάντοτε ἐν συμφωνίᾳ πρός τάς Ἐκκλησίας. Τά Ἐκκλησιαστικά Σχολεῖα τε καί Ἰνστιτοῦτα θρησκευτικῆς ἐκπαιδεύσεως δέον ὅπως ἐποφελῶνται ἐκ τῆς κρατικῆς οἰκονομικῆς συνδρομῆς καί ἀρωγῆς, ὡς ἄλλωστε συμβαίνῃ καί διά τά δημόσια σχολεῖα, δεδομένου ὅτι τά ἐκκλησιαστικά καθιδρύματα ἀποσκοποῦν εἰς τήν διάπλασιν ὑπευθύνων πολιτῶν πού δροῦν διά τήν προώθησιν τῆς εὐημερίας τοῦ κοινωνικοῦ συνόλου.
9. Ἀπευθύνομεν ἔκκλησιν πρός τούς πολίτας τῶν χωρῶν μας διά τήν ἀποφυγήν τῶν κινδύνων πού διατρέχουν οὗτοι διαβιοῦντες ἐντός μιᾶς ἐκκοσμικευμένης κοινωνίας, ἄνευ ἠθικῶν σημείων ἀναφορᾶς καί προσανατολισμοῦ ἀνταξίου διά τήν ἀνθρωπότητα. Ἡ διαβίωσις αὕτη ἐντός μιᾶς ἐκκοσμικευμένης κοινωνίας δέν δύναται νά ἐπιτευχθῇ ἄνευ σχέσεως πρός τήν ἀντικειμενικήν πραγματικότητα τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, οὕτε, ἐπίσης, χωρίς τήν πραγμάτωσιν τῆς ἀνάγκης τῶν ἀνθρώπων νά διαβιοῦν καί νά ὑπάρχουν ἐντός μιᾶς τοιαύτης κοινωνικῆς πραγματικότητος. Τοῦτο δέν δύναται νά περιορίζεται ἁπλῶς καί μόνον εἰς τήν ἐπιδίωξιν τῆς ὑλικῆς εὐημερίας, ἀλλά, μᾶλλον, συμπεριλαμβάνει τήν διαδικασίαν πρός ἀναζήτησιν τοῦ νοήματος τῆς ζωῆς διά μέσου μιᾶς ἀτελευτήτου πνευματικῆς ἐρεύνης. Ἡ εἰκών τοῦ ἀνθρώπου, ὡς αὕτη ἐμφανίζεται εἰς τάς δημοσίους συζητήσεις καί προβάλλεται διά τῶν μέσων μαζικῆς ἐνημερώσεως, τυγχάνει ἀλλοτρία πρός τήν ὡς ἄνω ἀναζήτησιν διά τήν ἀλήθειαν, καθώς μόνον ἡ ἱκανοποίησις τῶν ἐπιθυμιῶν αὐτοῦ λαμβάνεται σοβαρῶς ὑπ̉ ὄψιν. Τό νομικόν σύστημα, εἰς τό ὁποῖον βασίζονται τά Κράτη καί, ἐπομένως, καί αἱ σχέσεις μεταξύ τῶν πολιτῶν, δέν δύναται νά ἐξαρτᾶται ἐκ τῶν εὐμεταβλήτων γνωμῶν τῶν ἀνθρώπων, οὔτε καί ἐκ τῆς δράσεως ὁμάδων πού ἀσκοῦν πίεσιν πρός τοῦτο. Τό ὡς ἄνω σύστημα δέον ὅπως ἑδράζηται ἐπί τῆς βάσεως τῶν ἀναλλοιώτων ἀνθρωπίνων ἀξιῶν. Ἐπί πλέον, ἐπαναβεβαιοῦμεν ὅτι αἱ προαναφερθεῖσαι αὗται ἀρχαί τυγχάνουν ἐνδογενεῖς τοῦ ἀνθρωπίνου γένους καί προηγοῦνται τοῦ νόμου καί τοῦ Κράτους. Ἡ θρησκευτική ἐλευθερία εὑρίσκεται εἰς τό κέντρον τῶν θεμελιωδῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων, δεδομένου ὅτι αὕτη παρέχει εἰς τόν ἄνθρωπον τήν δυνατότητα τῆς ἐλευθέρας ἀναζητήσεως τῆς ἀληθείας καί τῆς δράσεώς του ἐπί τῇ βάσει αὐτῆς. Δι̉ αὐτῆς τῆς ἐλευθερίας, ἐπιρρίπτεται φῶς εἰς τό σχέδιον τοῦ Δημιουργοῦ, Ὅστις ἐπιθυμεῖ τήν ἐλευθέραν ἐπιστροφήν ἡμῶν πρός Αὐτόν.
Αἱ Ἐκκλησίαι μέ τήν σειράν των, ἀναλαμβάνουν τήν προσπάθειαν νά ὑπερασπισθῶσι τάς ὡς ἄνω ἀξίας, αἵτινες ἀντιπροσωπεύουν τήν μήτραν τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ καί κουλτούρας. Ἐλπίζομεν ὅτι τά μέλη τῶν ἡμετέρων Ἐκκλησιῶν θά καταβάλλουν κάθε δυνατήν προσπάθειαν, εἰς ὅλα τά ἐπίπεδα τῆς κοινωνικῆς ζωῆς, διά τήν προώθησιν τοῦ Χριστιανικοῦ ὀράματος περί τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, οὕτως ὥστε ἡ συμπεριφορά τῶν ἀνθρώπων καί αἱ ἐπιλογαί τῶν νομοθετῶν νά τελοῦν ὑπό τήν ἔμπνευσιν τοῦ ὡς ἄνω ὁράματος. Τυγχάνει δέ ἐπιβεβλημένη ἡ ἀναζωογόνησις τῶν Χριστιανικῶν ἀξιῶν καί ἡ ἐφαρμογή των εἰς τάς συγχρόνους ἀνάγκας τῆς Εὐρωπαϊκῆς κοινωνίας.
10. Ὑποβάλλεται τό αἴτημα ὅπως αἱ Κυβερνήσεις καί οἱ πολιτικοί τῶν διαφόρων ἐν Εὐρώπῃ Κρατῶν δεσμευθοῦν πρός τήν κατεύθυνσιν τῆς διασφαλίσεως τῆς ἐν Εὐρώπῃ Θρησκευτικῆς ἐλευθερίας καί τῆς προαγωγῆς της εἰς τόν κόσμον, καταπολεμοῦντες κάθε μορφήν διακρίσεως πού ἑδράζεται εἰς θρησκευτικά καί μόνον κριτήρια.
Ἀντιμέτωποι πρός τό φαινόμενον τῆς πολυπολιτισμικότητος εἰς τήν Εὐρώπην, τονίζομεν ἐντονώτερον τήν ἐπείγουσαν ἀνάγκην κάθε κοινωνίας ὅπως πρωτίστως ἐπιστρέψῃ εἰς τάς χριστιανικάς ρίζας καί τάς ἀρχάς τῆς φυσικῆς ἠθικῆς, αἵτινες δέον ὅπως ἀποτελέσουν τήν βαθμίδαν, ἐπί τῆς ὁποίας θά ἑδρασθῇ κάθε μορφή ἁρμονικῆς ἐπιβιώσεως τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.
Ἐπί δέ τούτοις, ἐκφράζομεν τήν ἐπιθυμίαν καί τήν ἀποφασιστικότητα ἡμῶν ὅπως συνεργασθῶμεν μέ τάς Κρατικάς ἀρχάς εἰς τάς ἡμετέρας χώρας, συμβάλλοντες, τοιουτοτρόπως, εἰς τήν σφυρηλάτησιν τῆς κοινωνικῆς συνοχῆς καί παρέχοντες εἰς τούς ἀνθρώπους ἕνα λόγον ἑλπίδος καί προοπτικῆς διά τό μέλλον.
Οἱ συμμετέχοντες εἰς τό Φόρουμ ἀπήλαυσαν κατά τήν διάρκειαν τῶν ἐργασιῶν τήν ἀδελφικήν καί συγκινητικήν φιλοξενίαν τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας, καί δή τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Ρόδου κ. Κυρίλλου. Ἀμφότεραι αἱ πλευραί ἐλπίζουν ὅτι ἡ αἴσθησις τῆς Χριστιανικῆς ὑπευθυνότητος θά ἐπαυξηθῇ ὅσον ἀφορᾷ εἰς τόν ρόλον πού διαδραματίζουν αἱ Ἐκκλησίαι εἰς τόν κόσμον καί ἐν συναφείᾳ πρός τάς προκλήσεις τῶν καιρῶν.
Μετά μεγάλης χαρᾶς καλοσορίζομεν τήν ἀπευθυνθεῖσαν ἡμῖν πρόσκλησιν τῆς Α. Σεβασμιότητος, τοῦ Καρδιναλίου-Πατριάρχου Λισαβῶνος κ. Joseph Polycarpo νά διοργανώσῃ τό 3ον Φόρουμ Καθολικῶν-Ὀρθοδόξων εἰς Πορτογαλίαν τό 2012, ὅθεν ἐλπίζομεν ὅτι θά ἔλθωμεν ἐγγύτερα ὅσον ἀφορᾷ εἰς τάς θεολογικάς καί πνευματικάς θεωρήσεις διά τό κοινό καλόν τῶν ἡμετέρων Ἐκκλησιῶν καί πρός διακονίαν τῆς κοινωνίας.
Ἐν Ρόδῳ, τῇ 21ῃ Ὀκτωβρίου 2010.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου