Φως και σκοτάδι. Το αίτιο που καθιστά τα αντικείμενα ορατά ή άφαντα. Ο τρόπος που βλέπουμε ή δε βλέπουμε τα πράγματα, τις πραγματικότητες, τον κόσμο γύρω μας. Η στάση που επιλέγουμε να κρατήσουμε απέναντι στα γεγονότα, στα δρώμενα. Θα τα σπρώχνουμε για να γίνονται ή θα τα παρακολουθούμε να εξελίσσονται; Θα γεννηθούμε ή θα πεθάνουμε; Θα μείνουμε στη σκοτία ή θα περάσουμε στη λάμψη; Θ’ αφήσουμε το σκοταδισμό να κυριαρχήσει; Μήπως μας αξίζει μια ζωή έκπαγλη, φωταγωγημένη και αποκαλυπτόμενη;
Μνήμη και λήθη. Η καταγραφή, ή μη, της πληροφορίας στον εγκέφαλό μας. Η επιλογή μας για το τι είναι αξιομνημόνευτο, αληθινό ή άξιο για λησμονιά. Το αληθινό δεν είναι κι αλάθητο. Το αξιομνημόνευτο είναι η εκούσια δημιουργία του νέου. Η εθελουσία έξοδος από την αφάνεια. Η είσοδός μας στο φως. Είμαστε δρώντα υποκείμενα της ιστορίας κι όχι παθητικοί δέκτες, τυφλά όργανα της φήμης. Η φήμη και το φως είναι ομόριζες λέξεις. Παράγωγες δυναμικών αξιών κι εξελικτικών λόγων.
Γνώση και άγνοια. Ο τρόπος λειτουργίας του νου, που μετατρέπει την πληροφορία, την επιθυμητή κι επιλεγμένη από μας είδηση, σε χρηστικό εργαλείο ανάπτυξης του είναι μας. Η ειδοποιός διαφορά μεταξύ του είναι και του φαίνεσθαι. Του αληθινού ή του ξεχασμένου. Του σώφρονα και του άφρονα. Η αξία της εκπαίδευσης επικεντρώνεται στη λειτουργία αυτή: να βρω τα εργαλεία που μου ταιριάζουν για να αναπτύξω την κριτική μου ικανότητα, να αμφισβητήσω την υπάρχουσα επιστήμη και να δημιουργήσω το καινούριο πλαίσιο πίστης.
Μας φώτισες θα πείτε. Ας αφήσουμε τα λόγια κι ας δούμε αν έχει σήμερα κάποια αξία ένας ακόμη λόγος για τους τρεις Ιεράρχες. Λόγος πανηγυρικός ή μήπως λόγος δεκάρικος; Λόγος για το φαίνεσθαι ή για το είναι;
Λόγος για τη γνώση και το φως ή μήπως κούφια λόγια για τη λησμονιά και το σκοτάδι; Λόγος για την ολοκλήρωση της διατεταγμένης σχολικής εορτής ή απαρχή του νέου;
Όταν κάποτε υπήρξε νόμος ο οποίος αδικούσε τις γυναίκες, ο Γρηγόριος ο Θεολόγος αντέδρασε (ήταν πατριάρχης Κων/πολης) και βγήκε και είπε: γιατί αδικείται συνεχώς η γυναίκα και «πέφτει» στα μαλακά ο άντρας; Γιατί άνδρες είναι αυτοί που φτιάχνουν τους νόμους γι’ αυτό και είναι η νομοθεσία κατά των γυναικών».
Δεν μένει προσκολλημένος στο παρελθόν. Θέλει να βγει από το σκοτάδι στο φως. Και μαζί να τραβήξει κι όλο το πλήρωμα της εκκλησίας. Η παραδεδομένη αλήθεια πρέπει να αμφισβητηθεί για να έχουμε πρόοδο. Ακόμη κι η κοσμική αντίληψη της εποχής είναι πολύ πίσω από τη καινούρια πραγματικότητα που αναζητά ο χριστιανός Γρηγόριος. Και μόλις το 1952 δίνεται η δυνατότητα στις γυναίκες να ψηφίζουν για την ελληνική βουλή. Αναζήτησε το φως στην Καινή Διαθήκη : «Γαλάτες 3,28 Δεν υπάρχει πια Ιουδαίος ούτε Έλληνας, δεν υπάρχει δούλος ούτε ελεύθερος, δεν υπάρχει άντρας και γυναίκα, γιατί όλοι εσείς είστε ένα χάρη στον Ιησού Χριστό». Θα ήταν εκκοσμίκευση αν σήμερα ξανακοιτάγαμε το ρόλο της γυναίκας στην εκκλησία μας;
Όταν ο βυζαντινός αυτοκράτορας απείλησε τον Ιωάννη Χρυσόστομο ότι θα του έπαιρνε την όποια περιουσία είχε, θα τον εξόριζε και θα τον οδηγούσε στο θάνατο με βασανιστήρια: «αρπαγή περιουσίας δε φοβάμαι, γιατί δεν έχω τίποτα άλλο εκτός από λίγα τριμμένα ράσα και λίγα βιβλία. εξορία δε γνωρίζω γιατί οι τόποι δε με εμποδίζουν να προσεύχομαι…» απάντησε στον αυτοκράτορα.
Επιμένει ότι δεν είναι ο Θεός αυτός ο οποίος κάνει πλούσιο ή φτωχό ένα άνθρωπο. Η γη του Θεού είναι εξίσου για όλους. Από αυτούς όμως κάποιοι κοπίασαν πολύ και απόκτησαν πλούτη, ενώ άλλοι έγιναν πλούσιοι με αδικίες και αρπαγές, άρα σύμφωνα με την κακή προαίρεσή τους ( που δεν μπορεί να είναι θέλημα Θεού ). Γι ' αυτό προχωράει ακόμα περισσότερο λέγοντας ότι ο άνθρωπος με πλούτη πρέπει να είναι ο διαχειριστής των αγαθών που κατέχει και όχι ο κάτοχος. Αυτή τη στάση απαιτεί κι από τους χριστιανούς επισκόπους και ιερείς.
Πέρασαν τρεις αιώνες για να καταδικάσει η εν Τρούλλω Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδο (691-692 μ.Χ.) τη σιμωνία: Κανών κγ’: Μή χρηματίζεσθαι ἔνεκα τῆς μεταλήψεως. Περὶ τοῦ μηδένα τῶν εἴτε ἐπισκόπων, εἴτε πρεσβυτέρων, ἢ διακόνων, τῆς ἀχράντου μεταδιδόντα κοινωνίας, παρὰ τοῦ μετέχοντος εἰσπράττειν, τῆς τοιαύτης μεταλήψεως χάριν, ὀβολούς, ἢ εἶδος τὸ οἱονοῦν. Οὐδὲ γὰρ πεπραμένη ἡ χάρις, οὐδὲ χρήμασι τὸν ἁγιασμὸν τοῦ Πνεύματος μεταδιδόαμεν, ἀλλὰ τοῖς ἀξίοις τοῦ δώρου ἀπανουργεύτως μεταδοτέον. Εἰ δὲ φανείη τις τῶν ἐν κλήρῳ καταλεγομένων ἀπαιτῶν, ᾧ μεταδίδωσι τῆς ἀχράντου κοινωνίας, τὸ οἱονοῦν εἶδος, καθαιρείσθω, ὡς τῆς Σίμωνος ζηλωτής πλάνης καὶ κακουργίας. (Συμφωνία Κανόνων: Αποστολικοι κθ’ - Δ’ Οικ. Συν. β' - ΣΤ’ Οικ. Συν. κβ' - Ζ’ Οικ. Συν. δ', ιε', ιθ’ - Βασιλείου κ' - Γενναδίου και Ταρασίου Επιστολή) Θα ήταν εκκοσμίκευση αν σήμερα ξανακοιτάγαμε το ρόλο των ιερέων στην εκκλησία μας; Μήπως είναι φονταμενταλισμός η μη συγγραφή νέων λειτουργιών από μέρους τους ή και η μη μετάφραση των ήδη υπαρχόντων;
«Όπως ακριβώς στην τριανταφυλλιά, όταν κόψουμε το λουλούδι θα αποφύγουμε τα αγκάθια, έτσι ακριβώς και σ’ αυτήν τη σοφία του κόσμου, αφού καρπωθούμε το ωφέλιμο θα αποφύγουμε το βλαβερό» (προς τους νέους, ΒΕΠ τ.4:200) ισχυρίζεται ο Μέγας Βασίλειος αλλά και πραγματώνουν κι οι τρεις ιεράρχες σπουδάζοντας σε εθνικά ειδωλολατρικά επιστημονικά κέντρα της εποχής τους. Τολμούν τη συνύπαρξη με άλλα εκπαιδευτικά ρεύματα και μοντέλα. Αναζητούν το καλό και συμφέρον σε παράλληλους δρόμους.
Η παιδεία είναι κατ’εξοχήν συναντησιακή σχέση αγάπης και κατ’ επέκταση πράξη θάρρους, όπως συναντάται στη πραγματεία του παιδαγωγού Χρυσοστόμου. Αναφέρει: «Της τέχνης ταύτης ουκ έστι άλλη μείζων τι γάρ ίσον του ρυθμίσαι ψυχήν και διαπλάσαι νέου διανοίαν».
Συνεχίζει ο ιερός Βασίλειος: «’Έτσι λοιπόν και η ψυχή έχει πρώτα για καρπό την αλήθεια, αλλά είναι ωραίο να φοράει και την κοσμική σοφία, σαν φύλλα που προστατεύουν τον καρπό και δίνουν καλή όψη» (προς τους νέους, ΒΕΠ τ.4:200) Θα αντιστοιχούσαμε σήμερα ότι θα έπρεπε να προσλάβουμε στην ορθόδοξη θεολογία το διαφωτισμό και τη νεωτερικότητα, το σχετικισμό και τη μετα-νεωτερικότητα.
Ο φονταμενταλισμός και η εκκοσμίκευση στη θεωρία και στην πράξη των τριών ιεραρχών δεν υπάρχουν. Η ζωή τους είναι κοινωνική ευαισθητοποίηση και δυναμική ιστορική παρέμβαση. Συνεχής πρωτοπορία κι αναζήτηση χαρακτηρίζει την πορεία τους προς τα έσχατα. Επιλογή του αληθινού, του αξιομνημόνευτου, τελικά του φωτεινού.
Απομένει η δική μας επιλογή.