Κλείσαμε τηλεφωνικά το ραντεβού μας.
Γλυκιά φωνή,
πιθανόν μεσόκοπης κυρίας,
το μόνο στοιχείο για εκείνην που κατείχα.
Ήρθε την επομένη,
στην ώρα της.
Μικρόσωμη,
μεσήλικη,
μαυροφορεμένη,
κοντοκουρεμένη.
Μου μίλησε για την χηρεία της, (24 ετών)
συνεπεία δυστυχήματος,
για την ορφάνια των παιδιών της,
για το μοναχικό, σκληρό αγώνα επιβίωσης,
για την προσπάθεια εκμετάλλευσης,
υπό εργοδοτών,
φίλων και συγγενών.
Τα παιδιά μεγάλωσαν,
το ίδιο και εκείνη.
Τον τελευταίο χρόνο συμβιώνει με έναν κύριο.
Τον αγαπά.
Αισθάνεται πως και εκείνος την αγαπά.
Ένεκεν αύτης της επιλογής,
της στέρησαν την Θεία Κοινωνία,
η άκαρδη η κοινωνία.
Δεν της ανέγνωσα συγχωρητική ευχή.
Δεν φόρεσα καν Επιτραχήλιο.
Την πήρα βιαστικά από το χέρι,
σχεδόν την τράβηξα.
Δεν ήξερε ούτε γιατί,
ούτε πού πάμε.
Μπήκαμε μέσα στο Ναό.
Κατευθύνθηκα γοργά στο Ιερό
Άνοιξα το Άγιο Αρτοφόριο
και έλαβα τεμάχιο της εκεί φυλασσόμενης Θείας Κοινωνίας.
Εξήλθα.
Κατάλαβε...
Έκανε να μιλήσει,
να οπισθοχωρήσει.
Της είπα ευγενικά,
ίσως και επιτακτικά,
"μην μιλάς,
μην κουνάς."
Υπάκουσε,
πειθάρχησε..
Χριστέ μου, να γνωρίζεις,
αν αμαρτία μου το καταλογίσεις,
πως είναι από τις ελάχιστες (αμαρτίες),
που με κάνουν περήφανο....
π.Χαράλαμπος Κοπανάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου