Ένα απόσπασμα από την εισήγηση του φυσικού και δρ. Θεολογίας στο διεθνές συνέδριο: “Θεολογία και Σύγχρονη Φυσική: Ο άνθρωπος ανάμεσα στο μυστήριο του Θεού και το μυστήριο του Σύμπαντος”
Το σκοτάδι της υπεροψίας
Όσοι ασχολούνται συστηματικά με τις σχέσεις επιστήμης και θρησκείας συναντούν συνήθως μια τυπολογία τριών κατηγοριών αυτών των σχέσεων: τη συγκρουσιακή, την αρμονική και την ασυμπτωματική. Σύμφωνα με την πρώτη, η επιστημονική έρευνα είναι από τη φύση της αντιθετική στη θρησκεία και αναπόφευκτα συγκρούεται μαζί της. Κατά τη δεύτερη οπτική, θρησκεία και επιστήμη λειτουργούν σε συμφωνία μεταξύ τους, αλληλοσυμπληρούμενες και αλληλοενισχυόμενες. Όσον αφορά την τελευταία εκδοχή, πρόκειται για δύο ασύμβατους μεταξύ τους χώρους, που εξετάζουν εντελώς διαφορετικά και μη τεμνόμενα πεδία…
Υπάρχουν παραδείγματα που πείθουν για την εμπεδωμένη πεποίθηση στους κόλπους της επιστημονικής κοινότητας ότι οι εκ των προτέρων διαμορφωμένες αντιλήψεις, αυτό που λέμε στράτευση δηλαδή, αποτελούν σαφή απειλή για την επιστημονική ανάπτυξη και ακόμα ότι σε ένα ανελεύθερο (κοινωνικά, θρησκευτικά ή πολιτικά) περιβάλλον, όπου οι ιδέες δεν μπορούν να διακινηθούν απρόσκοπτα, δύσκολα προκύπτει η καινοτομία ή η υπέρβαση των αδιεξόδων και ανθούν οι στρεβλώσεις… Γι’ αυτό και στους επιστημονικούς χώρους προκαλείται ένα είδος αλλεργίας σε κάθε επιχείρηση ιδιοποίησης των συνεπειών του επιστημονικού έργου από εξωεπιστημονικούς παράγοντες.
Το πολλαπλό παράδοξο
Στον χώρο της ορθοδοξίας συναντά κανείς ένα πολλαπλό παράδοξο. Καταρχήν, εκδηλώνεται μια καχυποψία απέναντι στη σύγχρονη επιστημονική σκέψη ως προϊόν ενός αλλότριου πολιτισμού, του δυτικού, αλλά και ως μέσον ανομολόγητων σχεδίων που στοχεύουν στον εξανδραποδισμό του θρησκευτικού θεσμού και της εθνικής υπόστασης. Την ίδια στιγμή όμως τα επιτεύγματα αυτής της σκέψης, τα τεχνολογικά προϊόντα και οι ανέσεις, χρησιμοποιούνται γενικευμένα και κατά κόρον σχεδόν από όλους όσοι αναθεματίζουν τη διείσδυση του τεχνοκρατικού πνεύματος στη σύγχρονη πραγματικότητα.
Επιπλέον, οι επιστημονικές κατακτήσεις κατά κανόνα αντιμετωπίζονται με παγερή αδιαφορία. Η επιστημονική γνώση θεωρείται περιττή για την ολοκλήρωση της πνευματικής συγκρότησης των θρησκευόμενων, με αποτέλεσμα να επικροτείται -συνειδητά ή ασυνείδητα- η αμάθεια και η ημιμάθεια. Η κριτική σκέψη απομειώνεται και το πλήρωμα καθίσταται έτσι ευεπίφορο σε συνωμοσιολογίες και τερατολογίες. Η χορεία των γνωσιολογικών παραδόξων συμπληρώνεται και με ένα ακόμα, ηθικού περισσότερο χαρακτήρα, αλλά συναφούς με τα προηγούμενα. Η υπεράσπιση του περιεχομένου της διδασκαλίας της αγάπης να γίνεται με κραυγές και υποτιμητικούς χαρακτηρισμούς για τους διαφωνούντες, μη αποβλέποντας στην προσέγγισή τους αλλά κατά βάση στην απαξίωσή τους.
Κι όμως, μέσα στη χριστιανική παράδοση που υποτίθεται ότι στεντόρεια υπερασπιζόμαστε, υφίσταται ένα πλούσιο δυναμικό, αναξιοποίητο κατά τα πρότυπα και το παράδειγμα που έχει να προσφέρει. Οι Καππαδόκες Μέγας Βασίλειος και Γρηγόριος Νύσσης αφομοίωσαν τις επιστημονικές γνώσεις της εποχής τους και ερμήνευσαν την εξαήμερο δημιουργία με έναν αριστοτεχνικό συνδυασμό θεολογικών και επιστημονικών παρατηρήσεων. Ο Ιωάννης Δαμασκηνός συμπεριέλαβε την κοσμολογία της δικής του εποχής στη δογματική του διδασκαλία. Ο Γρηγόριος Παλαμάς χρησιμοποίησε επιχειρήματα από τη φυσική και τα μαθηματικά για να θεμελιώσει την αλήθεια των λόγων του…
Αφορμές συνάντησης
Μέσα στο πνεύμα αυτής της παρακαταθήκης, πιστεύουμε ότι οι φοβικές αντιδράσεις δεν έχουν θέση. Οι αντιρρήσεις, ακόμα και οι απόψεις που προβάλλονται ως αθεϊστικές, δεν θα πρέπει να λαμβάνονται σαν απειλή, αλλά ως πνευματικές προκλήσεις που οφείλουν να διατηρούν ακμαία τα αντανακλαστικά της έρευνας και να γίνονται αφορμές για διάλογο και συνάντηση. Μετά από τόσες κατακτήσεις της επιστημονικής σκαπάνης, μπορεί να δικαιούται ο επιστημονικός νους να μην περιορίζεται μόνο στο “πώς” των πραγμάτων αλλά και να τολμά να απλώνεται και στο “γιατί”. Ας μη θεωρηθεί βλασφημία κάτι τέτοιο, αλλά απλώς ως απόρροια των τεράστιων αλμάτων που έχουν συντελεστεί. Και ας μην ξεχνάμε ότι οι ευαισθησίες και επιφυλάξεις για το έργο της επιστήμης δεν αποτελούν αποκλειστικό προνόμιο μόνο των θρησκευόμενων αλλά και όσων εμπλέκονται ενεργά σ’ αυτό. Το παράδειγμα της βιοηθικής είναι εξαιρετικά εύγλωττο για τις ανησυχίες των ίδιων των ερευνητών σχετικά με τα αποτελέσματα του μόχθου τους.
Η εκκλησία και η θεολογία οφείλουν από τη φύση τους να είναι ανοιχτές και εξωστρεφείς. Να αντιλαμβάνονται τις ανησυχίες και τα ερωτηματικά των ανθρώπων, όπως κι αν διατυπώνονται. Με μια λέξη, να διαλέγονται. Μέσα στον διάλογο αυτόν -ειδικά με τον σύγχρονο κόσμο- κεφαλαιώδη θέση καταλαμβάνει η επιστήμη. Ήδη, μεγάλες μορφές της σύγχρονης θεολογίας, όπως ο π. Δ. Στανιλοάε και ο μητροπολίτης Περγάμου, έχουν τονίσει τη ζωτικότητα της συνειδητοποίησης αυτής της αναγκαιότητας. Η άγνοια, οι ξύλινες τοποθετήσεις και η υπεροψία προφανώς προδίδουν το φιλάδελφο πνεύμα που οφείλει να μαρτυρηθεί, αμαυρώνουν την εν ημίν ελπίδα που πρέπει να διακηρυχθεί και συσκοτίζουν τη διάθεση διακονίας προς τον συνάνθρωπο που προέρχεται από ανθρώπους διαφορετικών αφετηριών.
Το κείμενο δημοσιεύτηκε επίσης στην Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
http://blogs.auth.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου