Πέμπτη 8 Απριλίου 2021

Αλέκος Φλωράκης:Για το "Θεό,τους Νέους και το Rock ’n Roll "του Ανδρέα Αργυρόπουλου

 Πέρασε ένας χρόνος και κάτι από την τελευταία από μια σειρά  παρουσιάσεων του βιβλίου(μετά ήρθαν οι καραντίνες) που πραγματοποιήθηκε στην Τήνο.Δημοσιεύω με χαρά την εισήγηση του εξαιρετικού Τήνιου συγγραφέα Αλέκου Φλωράκη .Τα όσα είπε με τιμούν.Στη φωτογραφία από αριστερά:Γιώργος Δημόπουλος,Ανδρέας Αργυρόπουλος ,Αλέκος Φλωράκης ,Αντώνης Μαραγκός

.

Ανδρέας Χ. Αργυρόπουλος, Ο Θεός, οι Νέοι και άλλες Rockn Roll ιστορίες

Εκδόσεις Αρμός, Αθήνα 2019



"...Στα βιβλία του, αλλά και στην αίθουσα διδασκαλίας τριάντα χρόνια και πλέον, ο Αργυρόπουλος βρίσκεται σε άμεσο και ειλικρινή διάλογο με τους νέους. Όταν ήταν νέος ο ίδιος, ένιωθε την πίστη στον Θεό σαν τρέλα ενθουσιαστική, κάτι σαν απογείωση του Ροκεντρόλ. Την ίδια αίσθηση μετέφερε και στην τάξη, δίνοντας έτσι άλλη αύρα στο εν πολλοίς βαρετό μάθημα των θρησκευτικών..."


 

Ο Ανδρέας Αργυρόπουλος είναι θεολόγος καθηγητής στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, κάτοχος δύο μεταπτυχιακών διπλωμάτων και συγγραφέας. Ρηξικέλευθος, τόσο στη σχολική τάξη όσο και στη συγγραφή, με ανοιχτό πνεύμα και κοινωνικό προσανατολισμό, έχει δώσει βιβλία θεολογικής και διδακτικής πρωτοπορίας. Η αναφορά και μόνο μερικών τίτλων ξαφνιάζουν, καθώς ανατρέπουν την κατεστημένη θεολογική αντίληψη, χωρίς να αφίστανται από το αληθές χριστιανικό πνεύμα: Χριστιανοί και πολιτική δράση κατά την περίοδο της δικτατορίας 1967-1974 (2007), Το επαναστατικό μήνυμα των Τριών Ιεραρχών (2009), Η θεολογία της Απελευθέρωσης στο μάθημα των Θρησκευτικών (2011), Θεολογία και οικολογία, Συμβολή στην περιβαλλοντική αγωγή και την αειφόρο ανάπτυξη (2011) κ.ά. Σημειώνω επίσης άρθρο του με τίτλο «Ορθοδοξία και περιθωριακά κινήματα: ορθόδοξη προσέγγιση στο κίνημα των Punks», σε συλλογική έκδοση (1999).

Το βιβλίο του Ο Θεός, οι Νέοι και άλλες Rockn Roll ιστορίες απευθύνεται κυρίως σε όσους ασχολούνται με τους νέους (γονείς, εκπαιδευτικούς, ιερείς), διαβάζεται όμως εξίσου αποδοτικά και από τους ίδιους τους νέους. Πρόκειται για δεκαπέντε μικρά δοκίμια, ζωντανά, ελκυστικά, με καθημερινή, άμεση έκφραση και παρεμβαλλόμενα παραθέματα άλλων συγγραφέων. Ιδού μερικοί από τους χαρακτηριστικούς τίτλους των δοκιμίων αυτών: «Οι νέοι έχουν ή δεν έχουν τον Θεό τους;», «Αντέχουμε το διάλογο; Τρελά λες;», «Παρεξηγημένος Χριστιανισμός. Με τους θύτες ή με τα θύματα της ιστορίας;», «Θεός ελευθερωτής ή περιφερόμενος θαυματοποιός;», «Εκκλησία: Σώμα Χριστού ή Σύλλογος Καλών Παιδιών; Καλό παιδί ή άγιος; Εδώ σε θέλω».

Προλογικά, ο συγγραφέας αρχίζει με βιωματική αναφορά: «Με τον Θεό βρεθήκαμε στο Δημοτικό... Στο κατηχητικό ψιλοχοντροβαριόμουν, το ίδιο και στις ακολουθίες της Εκκλησίας... Εκείνο το βλέμμα του Σταυρωμένου μια Μεγάλη Πέμπτη ήταν που με τράβηξε». Τρόπος έξυπνος για εκ προοιμίου ανατροπή των επιφυλάξεων που πιθανώς εγείρει το θέμα «Θεός» στην αντίληψη των νέων.

Στα βιβλία του, αλλά και στην αίθουσα διδασκαλίας τριάντα χρόνια και πλέον, ο Αργυρόπουλος βρίσκεται σε άμεσο και ειλικρινή διάλογο με τους νέους. Όταν ήταν νέος ο ίδιος, ένιωθε την πίστη στον Θεό σαν τρέλα ενθουσιαστική, κάτι σαν απογείωση του Ροκεντρόλ. Την ίδια αίσθηση μετέφερε και στην τάξη, δίνοντας έτσι άλλη αύρα στο εν πολλοίς βαρετό μάθημα των θρησκευτικών, μετατρέποντάς το από κατήχηση σε αναζήτηση: «Κάθε διδακτική ώρα, με λίγες εξαιρέσεις, ήταν για μένα ένα ροκ πάρτι... Οι συζητήσεις μας ατέλειωτες... Σαν δάσκαλος μ’ άρεσε να “ακούω” τους μαθητές και τις μαθήτριές μου».

Το από καθέδρας ύφος, η σπουδαιοφάνεια, η μεγαλοστομία πολλών κληρικών από άμβωνος, σε συνδυασμό με μια ψυχρή γλώσσα λογιοτατισμού, δεν συγκινούν τους νέους· μάλλον τους απωθούν. Η αντίθεσή τους προς το χριστιανικό κατεστημένο δεν είναι, κατά βάθος απιστία. Δεν αμφισβητούν τον Θεό ‒ή τουλάχιστον δεν ξεκινά από εκεί η αρχική αμφισβήτησή τους. Αντιστρατεύονται εκείνους που προβάλλονται ως εκπρόσωποί Του και αντιτίθενται στον τρόπο με τον οποίο τον εκπροσωπούν. Απορρίπτουν την τυπολατρία, τον εξαναγκασμό, την υποκρισία: «Οι νέοι άνθρωποι με τον Θεό δεν έχουν κανένα πρόβλημα... Με τους εκπροσώπους  Του τα έχουνε. Με εμάς δηλαδή. Τους “καθώς πρέπει” και καλά θρησκευόμενους γονείς, τους αγέλαστους θεολόγους, τους “δέκα λεπτά κήρυγμα” κληρικούς...».

Το φαινόμενο δεν είναι αποκλειστικό γνώρισμα της νεολαίας. Γενικά ο ελληνικός λαός, ήδη από τους αγωνιστές του 1821, ενώ είναι πιστός ‒και συχνά με βαθιά πίστη‒ δεν δείχνει ιδιαίτερη συμπάθεια στον κλήρο, ειδικά στον ανώτερο, στους αρχιερείς, σε όσους αρχιερείς συμπεριφέρονται «ως μιτροφορούντες Μήδοι σατράπαι» κατά τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη.

Ένα άλλο απωθητικό στοιχείο ‒και συνάμα στοιχείο παραχάραξης του αληθινού μηνύματος του Χριστού‒ είναι το κλίμα φόβου, από έναν Θεό με τιμωρητική διάθεση: «Οι ατάκες της περί του Θεού διαπαιδαγώγησης των ελληνοπαίδων», υπογραμμίζει ο συγγραφέας, «είναι γνωστές: “Σε βλέπει ο Θεός”, “Θα σε κάψει ο Θεός”, “Δε φοβάσαι τον Θεό;... Φοβικοί χριστιανοί ασορτί με τη φοβική κοινωνία. Η γλυκύτητα και η ανεκτικότητα του Ιησού, η ομορφιά και η τρυφερότητα του Θεού απουσιάζουν τελείως”.

Όμως ο πιστός δεν ακολουθεί το λόγο του Ιησού, ούτε επειδή προσδοκά ανταμοιβή στη μέλλουσα ζωή ούτε επειδή φοβάται το πυρ το εξώτερον. Ακολουθεί Εκείνον επειδή τον αγαπά, επειδή ποθεί να βιώνει κάθε στιγμή τη χαρά και τη στοργή Του. Ο φόβος είναι κακός σύμβουλος, αποπροσανατολίζει, ενώ «η αγάπη έξω βάλλει τον φόβον». Ο φόβος δημιουργεί ψοφοδεείς και τυπολάτρες χριστιανούς, δημιουργεί όμως και άθεους. Αρνούνται την ύπαρξη του Θεού, επειδή κατά βάθος φοβούνται την προοπτική της τιμωρίας. Όπως τονίζει ο συγγραφέας, «η θεολογία των αφορισμών», «των απαγορεύσεων, των εντολών, των αποκλεισμών... οδήγησε σε τραγικά αδιέξοδα».

Μία άλλη αρνητική στάση πολλών ανθρώπων είναι η αόριστη παραδοχή μιας ανώτερης δύναμης, απρόσωπης όμως και μακρινής, όπως οι ουράνιοι θεοί των πρωτογενών θρησκειών. «Πιστεύω», λένε, «ότι υπάρχει Θεός», όμως ώς εκεί. Καμία μέθεξη στο ιερό, καμία προσωπική σχέση με τον Θεό της αγάπης. «Αν φοβάσαι τον Θεό, τον αρνείσαι» τιτλοφορείται ένα από τα δοκίμια του βιβλίου.

Υπάρχει ακόμη η κατηγορία των ανθρώπων που σκανδαλίζονται από τα δεινά του κόσμου μας, εκλαμβάνοντάς τα ως ένδειξη αδιαφορίας ‒άρα απουσίας, ανυπαρξίας‒ του Θεού. Είναι εκείνοι που ζητούν ένα θαύμα για να πιστέψουν, όπως οι Ιουδαίοι όταν έλεγαν «Αν είσαι γιος του Θεού, κατέβα από το σταυρό και θα πιστέψουμε». Οι άνθρωποι αυτοί δεν αντέχουν την ελευθερία· την ελευθερία που έδωσε ο Θεός στον άνθρωπο να επιλέγει την πορεία του, όντας επομένως και υπεύθυνος γι’ αυτήν. «Η ελευθερία», γράφει ο Αργυρόπουλος, «είναι μεγάλος σταυρός αλλά και ο μοναδικός δρόμος για να φθάσεις στην αληθινή ζωή». Και αλλού: «Ο Χριστός είναι ελευθερωτής και όχι περιφερόμενος θαυματοποιός».

Πέρα από την προσωπική ελευθερία, ο Χριστός προβάλλει την ελευθερία και σε επίπεδο συλλογικό. Η κοινωνική διάσταση του Χριστιανισμού, το μήνυμα που φέρνει για ισότητα και κοινωνική δικαιοσύνη εν αγάπη, είναι στοιχείο που συχνά παραθεωρείται ή, ακόμη χειρότερα, διαστρεβλώνεται από τους λογής εκπροσώπους του. Η διοικούσα Εκκλησία γίνεται ‒έχει γίνει‒ μοχλός εξουσίας, διαπλεκόμενος με τους άλλους εξουσιαστικούς μηχανισμούς. Ωστόσο, όπως επισημαίνει ο συγγραφέας, «ο Χριστιανισμός δεν είναι εξουσία...Οφείλει να είναι η ελπίδα των περιθωριακών, των ανυπεράσπιστων, των εξορισμένων, των απόκληρων, των κατατρεγμένων, των κυνηγημένων, των πονεμένων, αυτών που διώκονται για τις ιδέες τους, αυτών που πένονται». 

Μέσα στους αιώνες, αλλά και σήμερα, οι αγώνες για έναν αυθεντικό Χριστιανισμό, βασισμένο στην ελευθερία και τη δικαιοσύνη, γνώρισαν από το πολιτικό και το θρησκευτικό κατεστημένο λυσσαλέα αντίδραση. Όμως, γράφει ο Αργυρόπουλος, «το ήθος της Εκκλησίας οφείλει να είναι διαφορετικό από το ήθος της κοινωνίας. Ο Χριστός ανέτρεψε την κοινωνική ηθική και τις κατεστημένες αντιλήψεις της εποχής του. Το ίδιο έπραξαν και οι άγιοι. Οι χριστιανοί νέοι λοιπόν δεν μπορεί να είναι τα καλά παιδιά μιας κοινωνίας της οποίας οι αξίες είναι ο εύκολος πλουτισμός, ο ατομικισμός, ο χυδαίος υλισμός, η κοινωνική ανέλιξη με κάθε τρόπο κ.λπ. Δεν μπορούν να αποδέχονται μια κοινωνία που η αξιοπρέπεια, η συλλογικότητα, η αξιοκρατία, η υπόληψη, η συνευθύνη βρίσκονται στο περιθώριο. Οφείλουν να είναι η πνευματική αλητεία της κοινωνίας».

Κλείνοντας το βιβλίο, προκύπτει το εύλογο ερώτημα: Μία τέτοια αγωνιστική στάση, στάση ελευθερίας, δικαιοσύνης και αγάπης, είναι δυνατόν να μην έβρισκε τόπο στην ελεύθερη από συμβατικότητες νεανική ψυχή;

 

                                                                               


  

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...