(Εισήγηση στη διαδικτυακή παρουσίαση του βιβλίου του Ανδρέα Αργυρόπουλου ,"Χριστιανικός αντιδικτατορικός τύπος ").
Τὸ νὰ εὐχαριστήσω τὸν ἀδελφὸ Ἀνδρέα Ἀργυρόπουλο καὶ τοὺς ἀκαταπόνητους συναγωνιστὲς τῆς Χριστιανικῆς γιὰ τὴν τιμὴ νὰ εἶμαι ἕνας ἐκ τῶν συνομιλητῶν τῆς σημερινῆς ἐκδήλωσης εἶναι αὐτονόητο ἀλλὰ καὶ λίγο ἐκ μέρους μου· γι’ αὐτό, καταθέτοντας τὴν εὐγνωμοσύνη μου, θὰ προσπαθήσω ἀμέσως νὰ καταδυθῶ στὸν ἀφυπνιστικὸ πλοῦτο, ποὺ μᾶς χαρίζει τὸ τελευταῖο πόνημα τοῦ ἀσυμβίβαστου Ἀνδρέα.
Τὸ βιβλίο «Χριστιανικὸς ἀντιδικτατορικὸς τύπος», στὸ ὁποῖο γιὰ πρώτη φορὰ παρουσιάζεται τὸ ἄγνωστο στοὺς πολλοὺς ἀντιδικτατορικὸ ἔντυπο «Καινούριοι ὀρίζοντες», ἀπὸ ἄποψη ποσότητας ὕλης μπορεῖ νὰ χαρακτηριστεῖ «βιβλιαράκι». Ἀπὸ τὴν ἄποψη ὅμως τοῦ περιεχομένου ἀποτελεῖ ἕνα ἠφαίστειο, ἡ ἐκρηκτικότητα τοῦ ὁποίου συνεχίζει νὰ δονεῖ συνειδήσεις, ποὺ εἴτε ἀφέθηκαν στὴ σκουριὰ τῆς ἐπανάπαυσης εἴτε πασχίζουν νὰ τὴν ἀποτινάζουν. Οἱ πρῶτες ἔρχονται σὲ ἀδικαιολόγητη ἀμηχανία, οἱ δεύτερες παίρνουν ἀνάσες ἐλπίδας. Ὁ Ἀνδρέας λοιπὸν ἀποδεικνύεται γιὰ μία ἀκόμη φορὰ ἕνας ἀκούραστος σκαπανέας τῶν λησμονημένων πολύτιμων τῆς χριστιανικῆς μαρτυρίας. Μιᾶς μαρτυρίας ἀπείθαρχης στὸν πειρασμὸ τῆς βόλεψης. Αὐτῆς ποὺ κατατρύχει κάθε ὀρθόδοξο, ὅταν ἡ ὀρθοδοξία του καθηλωθεῖ ὡς ἕνα ἀκόμη σύστημα ἠθικοῦ σωφρονισμοῦ καὶ μεταφυσικῆς καταξίωσης τῆς ἰδιώτευσης.
Τὰ ἔντυπα τῶν «Καινούριων ὀριζόντων» παρουσιάζονται
μετὰ ἀπὸ μία σύντομη ἀλλὰ καίρια ἀναφορὰ τοῦ συγγραφέα σὲ πρόσωπα, ποὺ στὰ χρόνια τῆς ἑωσφορικῆς «Ἑλλάδος Ἑλλήνων Χριστιανῶν» τίμησαν τὴν χριστιανικὴ κλήση τους μὲ γενναιότητα ποὺ διαθέτει σίγουρα λίγη ἀπὸ τὴ λάμψη τοῦ ἡρωικοῦ φρονήματος μαρτύρων καὶ νεομαρτύρων. Αὐτὴ ἡ ἀντιστασιακὴ μαρτυρία τῶν χριστιανῶν, ποὺ δὲν φοβήθηκαν καὶ δὲν λύγισαν μπροστὰ στὴν ἀπειλὴ τῶν χριστεπώνυμων (!) ἐρπυστριῶν, ὁδηγεῖ σὲ ἕνα θλιβερὸ ἐρώτημα: τελικὰ τὸ ἅλας ἔχει μωρανθεῖ, ὁ λύχνος τέθηκε ὑπὸ τὸν μόδιον, ἡ μικρὴ ζύμη ἀδυνατεῖ νὰ πλάσει πιὰ τὸ φύραμα; Ἡ συγκλονιστικὴ αὐτὴ βάσανος γιὰ κάποιους ἴσως ἀγγίζει τὰ ὅρια τῆς βλασφημίας. Κι αὐτὸ γιατὶ ἡ παρουσία τῶν χριστιανῶν ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ σκοτεινὰ χρόνια τίθεται σὲ πλαίσιο ἀπολύτως ἠθικιστικό. Ἐντὸς αὐτοῦ οἱ χριστιανοὶ ἐγκαλοῦνται ὄχι γιατὶ ἀδιαφοροῦν ἐνώπιον τῆς ἀδικίας, τῆς καταπίεσης, τῆς ἐκμετάλλευσης τοῦ διπλανοῦ τους, ποὺ κατὰ τὴν πίστη τους εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ἀλλὰ ἀντίθετα ἐπειδὴ δὲν ἐπιδίδονται στὴν κατάκτηση μιᾶς ἀρετολογικῆς αὐτοβελτίωσης. Ἐγκαλοῦνται δηλαδὴ γιατὶ δὲν βυθίζονται ἀποτελεσματικότερα σὲ μιὰ ἀμόλυντη ἀπὸ τὸν πλησίον ἀτομικότητα βαυκαλιζόμενη μὲ ἠθικὰ κατορθώματα, ποὺ δὲν ἔχουν καμία ἀνάγκη ὄχι μόνο τὸν διπλανό ἀλλὰ -ὢ τῆς θρησκευόμενης ἀθεΐας- δὲν ἔχουν ἀνάγκη τελικὰ οὔτε ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεό! Ἔτσι ἡ ἰδιωτεύουσα ἠθική, ἀτομικὴ καὶ θεσμική, ἐπιπλέει ἀκίνδυνη στὴν ἐπιφάνεια τόσο τῆς καταβόθρας τοῦ καπιταλισμοῦ, ὅσο ὅμως καὶ τοῦ ἀμπαρωμένου στὰ στεγανά του προοδευτικοῦ ἀκτιβισμοῦ.
Ἡ μαρτυρία ποὺ καταθέτουν οἱ «ἀκρίτες τῆς ἀλήθειας», ὅπως τόσο ἐπιτυχημένα χαρακτηρίζουν οἱ «Καινούριοι ὀρίζοντες» τοὺς συνεπεῖς μὲ τὴν πίστη τους ἀγωνιστές, εἶναι ὄντως ριζοσπαστική, γιατὶ θέτει τὴν ἀξίνα στὴ ρίζα τῆς πρωταρχικῆς ἀσθένειας τοῦ ἀνθρώπου: τὸν πόθο τῆς ἐξουσίας. Βέβαια μὲ ἐπιπόλαια ἐκκλησιαστικὰ κριτήρια ἡ ἐξουσία ἐλέγχεται μόνο ὅταν ἐκτρέπεται σὲ αὐταρχισμὸ λησμονώντας ὅτι ἡ ἐξουσία συνιστᾶ νόσο μὲ βαθύτερα καὶ οὐσιωδέστερα αἴτια. Αὐτὸ θυμίζουν μὲ τόσο πόνο ἀλλὰ καὶ ἀνυποχώρητη εὐθύτητα αὐτοὶ οἱ ἀκρίτες. Θυμίζουν τὸν καιρὸ τῆς ἀπριλιανῆς ἀπανθρωπιᾶς, ὅτι ἡ πίστη διακυβεύεται ἐκεῖ στὰ ἀκριτικά, δηλαδὴ στὰ ἀπομακρυσμένα καὶ ξεχασμένα ἀπὸ τὴν ἐπανάπαυση καὶ τὸν συμβιβασμὸ ξέφωτα τοῦ εὐαγγελίου.
Σ’ αὐτοὺς τοὺς τόπους ὀρθώθηκε ἡ φωνὴ τοῦ παπα-Γιώργη Πυρουνάκη, τοῦ Νίκου Ψαρουδάκη, τοῦ Νικηφόρου Ζήση, τοῦ νῦν Ἀλβανίας Ἀναστάσιου, τοῦ Φιλίππων, τοῦ Πειραιῶς καὶ κάποιων μετρημένων στὰ δάχτυλα τίμιων παπάδων τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ λαοῦ, μαζὶ μὲ τὴ φωνὴ λίγων λαϊκῶν. Μιὰ φωνὴ ποὺ ὑπῆρξε γροθιὰ στὸ καλοταϊσμένο ἀπὸ ἀστικὴ ἠθικὴ χριστιανικὸ στομάχι: ἡ φωνὴ τοῦ προδομένου. Τοῦ προδομένου μάλιστα ἀπὸ τὴν ἴδια του τὴ μάνα, τὴ μάνα Ἐκκλησία, ποὺ στὴν ἐπίσημη θεσμικὴ ἔκφρασή της εἶχε νὰ ἐπιδείξει μόνο τὴν ἀντιεκκλησιαστικὴ ὑποτέλεια ὄχι σ’ ἕναν ἄθεο Καίσαρα ἀλλὰ σ’ αὐτὸν ποὺ καμωνόταν τὸν χριστιανό, δηλαδὴ στὸν πλέον ἀντίχριστο!
Τὸ ντοκουμέντο λοιπὸν ποὺ μᾶς χάρισε ὁ Ἀνδρέας ἀποτελεῖ μία πολύτιμη φιάλη ὀξυγόνου στὴν ἀποπνικτικὴ ἀτμόσφαιρα ὄχι μόνο τοῦ χουντικοῦ φαρισαϊσμοῦ ἀλλὰ καὶ κάθε ἐποχῆς κατὰ τὴν ὁποία οἱ χριστιανοὶ ἐξαργυρώνουν τὴν εὐθύνη τῆς κλήσης τους μὲ μιὰ ἐπίπλαστη εἰρήνη, ποὺ στὴν οὐσία πολεμᾶ συντριπτικὰ τὸν ἴδιο τὸν πυρήνα τοῦ εὐαγγελίου καὶ τῆς πίστης. Γιατὶ αὐτὸ ποὺ μὲ περισσῆ ἀναισχυντία στρέβλωσε καὶ γελοιοποίησε τόσο ἡ ἀπριλιανὴ στρατοκρατία, ὅσο καὶ ἡ ἐξωνημένη Ἱεραρχία, ἦταν τὸ ἴδιο τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ: ἡ ἀπελευθερωτικὴ ταύτισή του μὲ κάθε ἀδύναμο, ὑποταγμένο καὶ περιθωριοποιημένο. Τὸ ἦθος τῆς ἀντεξουσίας, ποὺ ἱδρύει ὁ Χριστός, καὶ ἡ εὐθύνη ποὺ προκύπτει ἀπὸ αὐτὸ δὲν συνιστοῦν ἁπλῶς μία ἐκκεντρικὴ ριζοσπαστικὴ ἑρμηνεία τοῦ εὐαγγελίου ἀλλὰ τὴν πεμπτουσία τῆς ζωῆς ποὺ ὁ Ἴδιος φανέρωσε. Γιὰ τὴν ἀποφυγὴ λοιπὸν τῆς παρεξήγησης, ποὺ θέλει τὴ μαρτυρία τῆς Ἐκκλησίας νὰ ἐξαντλεῖται στὴν ἀνέξοδη ἠθικολογία καὶ τὴν ἀντικοινωνικὴ μεταφυσικὴ ἐνατένιση, ἐπιτρέψτε μου νὰ ἀναφερθῶ πολὺ συνοπτικὰ στὶς συντεταγμένες τῆς ἐν Χριστῷ πολιτείας, ποὺ σταυρικὰ ἀνέδειξαν οἱ ἀνυπότακτοι χριστιανοὶ τὸν καιρὸ τῆς χούντας.
Ἕνας φωτισμένος σύγχρονος ἱεράρχης θὰ συνοψίσει ἐξαιρετικὰ τὸ ζητούμενο γράφοντας ὅτι τὸ κοινωνικὸ πρόγραμμα τῶν χριστιανῶν εἶναι τὸ τριαδικὸ δόγμα. Ἡ τριαδικότητα τοῦ Θεοῦ, ἀποκαλύπτει ὅτι ἡ ὄντως ζωή, ὅπου καὶ ὁ ἄνθρωπος κλήθηκε νὰ μετάσχει, εἶναι ἡ ζωὴ ποὺ ἐλεύθερα καὶ ἀγαπητικὰ κοινωνεῖται, εἶναι ἡ ζωὴ ποὺ ἡ κάθε ἀνεπανάληπτη μοναδικότητα αὐτοπροσφέρεται στὴν ἄλλη. Σ’ αὐτὸ τὸ ἐρωτικὸ πανηγύρι ποὺ συνιστᾶ ἡ ὕπαρξη τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ καμία ἐξουσιαστικὴ προτεραιότητα καὶ ἀνωτερότητα δὲν ὑφίσταται.
Ἡ συγκλονιστικὴ αὐτὴ ἀλήθεια γιὰ τὸν Θεὸ τῆς Ἐκκλησίας ἀποκαλύφθηκε μὲ τὴν ἀγαπητικὴ κίνηση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ νὰ σαρκωθεῖ. Ὁ μέγας τῶν ἐθνῶν Παῦλος θὰ διακηρύξει τὸν ἀπολύτως ἀντιεξουσιαστικὸ χαρακτήρα αὐτοῦ τοῦ σωτηριώδους γιὰ τὸν ἄνθρωπο ἀδειάσματος τοῦ Θεοῦ. Διακηρύσσει ὅτι ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος δὲν θεώρησε τὴν ἰσότητά Του μὲ τὸν Θεὸ κεκτημένο ἁρπαγῆς, γι’ αὐτὸ καὶ παραδίδεται ἕως θανάτου. Ἡ ἴδια ἡ ὕπαρξη λοιπὸν τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ ἔρωτας γιὰ τὸ πλάσμα Του ἀποκαλύπτουν καὶ προτείνουν ἕναν τρόπο βίου ἀγαπητικῆς ἀλληλοπεριχώρησης, ὅπου ὡς μόνη ἐξουσία ἀναδεικνύεται ἡ ἐξουσία τῆς θυσίας, τῆς συν-χώρεσης καὶ τοῦ ἀδειάσματος ἀπὸ κάθε ἀπαίτηση ἰσχύος.
Δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι καὶ οἱ τρεῖς πειρασμοὶ τοῦ Χριστοῦ ἀποτελοῦν συνιστῶσες τοῦ ἀδηφάγου ἐξουσιαστικοῦ φρονήματος. Ἡ ἐξουσία πρὶν ἱδρύσει καὶ θεσμικὰ τὴν ἰσχὺ πρὸς τοὺς ἄλλους, ξεκινᾶ ἀπὸ τὴν ἐξασφάλιση τῆς χωρὶς μόχθο ἐπιβίωσης καὶ ἀκολούθως ἰδιοποιεῖται τὴν ἀλήθεια. Ἔτσι ὅμως διαγράφεται τὸ σχέδιο «εὐτυχίας» κάθε ὁλοκληρωτισμοῦ. Τὸ δὲ πλέον παρεξηγημένο βιβλίο τῆς
Καινῆς Διαθήκης, ἡ Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννη, ἔλαβε τὴν ἀρχὴ καὶ τὸ περιεχόμενό του ἀπὸ τὴν ἄκαμπτη στάση τῶν πρώτων χριστιανῶν ἔναντι τῆς αἰσχρότερης ἔκδοσης τῆς ἐξουσίας· αὐτῆς ποὺ θεοποιεῖ τὸν ἄρχοντα. Ἐκεῖ ἡ ταύτιση τοῦ ἀντίχριστου μὲ τὴν κτηνωδία τῆς ἐξουσίας εἶναι πρόδηλη. Στὴν προοπτικὴ αὐτὴ γίνεται ἀπολύτως κατανοητὸς ὁ ἀπερίφραστος ἀφορισμὸς τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης ὅτι τελικὰ ἐξουσία ἀσκεῖται μόνο στὰ ζῶα…
Εἶναι ἀλήθεια βέβαια ὅτι ἡ συνθήκη ποὺ ἵδρυσε ἡ πτώση τοῦ ἀνθρώπου κάνει τὴν ἐξουσία νὰ θεωρεῖται ἀναγκαία. Ὅμως, σύμφωνα μὲ τὴ γνωστὴ καὶ κακοποιημένη παρότρυνση τοῦ Παύλου, ἡ ἀξίωση γιὰ ὑποταγὴ στὴν ἐξουσία προϋποθέτει ὅτι αὐτὴ πραγματώνεται ὡς διακονία Θεοῦ, ποὺ κατὰ τὸν ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητὴ ὑφίσταται μόνο γιὰ τὴν προστασία τοῦ ἀσθενέστερου ἀπὸ τὸ ἄδικο τοῦ ἰσχυρότερου.
Ὅσο τώρα γιὰ τὸ δεύτερο ζητούμενο, ποὺ προκύπτει ἀπ’ τὴν ἀνάγνωση τοῦ βιβλίου, αὐτὸ τῆς πολιτικῆς εὐθύνης, μᾶς τὸ θυμίζει στοὺς αἰῶνες καὶ πάλι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὴν πρὸς Γαλάτας παράκλησή του: «Τῇ ἐλευθερίᾳ οὖν ᾗ Χριστὸς ἡμᾶς ἠλευθέρωσε στήκετε». Ἡ ὀφειλόμενη κοινωνικὴ πραγμάτωση αὐτῆς τῆς ἐπιλογῆς συνοδεύει τὸν ἄνθρωπο ὡς εὐλογία ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Δημιουργό του. Ἡ πολιτικὴ εὐθύνη εἶναι μία ἀπὸ τὶς πολλὲς ἐκφράσεις τῆς προτροπῆς τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο νὰ ἐργάζεται καὶ νὰ φυλάσσει τὸ κόσμημα τοῦ κόσμου. Γι’ αὐτὸ ὁ Χριστός, ποὺ δὲν ἦρθε γιὰ νὰ διακονηθεῖ ἀλλὰ γιὰ νὰ διακονήσει, ζώστηκε τὸ λέντιον ἀφήνοντας ὡς ἐντολὴ στοὺς μαθητὲς-συντρόφους Του κάθε ἐποχῆς τὴν ἀνάληψη τῆς ἴδιας εὐθύνης, ὄχι γιὰ κάποιον ἀπρόσιτο οὐρανὸ ἀλλὰ γι’ αὐτὴν ἐδῶ τὴ γῆ.
Τὸ καθημερινὸ αἴτημα τοῦ χριστιανοῦ λοιπὸν «ὡς ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς» δὲν ἀφήνει περιθώρια οὔτε μεταφυσικῆς ἀπάθειας, οὔτε ἠθικῆς σταυροφορίας. Ἐμπνέει καὶ δωρίζει τὸν καθημερινὸ ἀγώνα τῆς θυσιαστικῆς ἀγάπης ὄχι γιὰ νὰ γίνει ὁ κόσμος καλύτερος ἀλλὰ γιὰ νὰ προγεύεται τὴ νίκη ἐπὶ τοῦ ἔσχατου ἐξουσιαστῆ θανάτου. Στὸ πλαίσιο αὐτὸ προφανῶς δὲν εἶναι καθόλου ἀνερμήνευτο τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ πρωτοχριστιανικὴ κοινότητα αὐτοπροσδιορίστηκε ὡς Ἐκκλησία, δηλαδὴ ὡς σύναξη, ποὺ πραγματώνει συγκεκριμένο
τύπο πολιτείας: κοινοκτημοσύνη, ἀμεσοδημοκρατικὴ ἐκλογὴ διακόνων, συνοδικότητα, τολμηρὴ ἀπαγκίστρωση ἀπὸ νομικὲς ἀγκυλώσεις καὶ κυρίως κοινὸ ποτήριο.
Ὅλα τὰ παραπάνω, ποὺ ὁ σύγχρονος ἅγιος Σωφρόνιος τοῦ Ἔσσεξ χαρακτηρίζει ἐπὶ λέξει ὡς «θεία ἀναρχία καὶ εὐαγγελικὸ κομμουνισμὸ», θάφτηκαν ἀνηλεῶς ἀπὸ τὴν ἠθικιστικὴ μικρόνοια καὶ τὴν ἰδιοτελῆ ὑποτέλεια τῆς Ἱεραρχίας στὴ ἀντιεκκλησιαστικὴ στρατοκρατία. Θύμισε ἔτσι δυστυχῶς τὸν κακὸ δοῦλο τῆς παραβολῆς τῶν ταλάντων. Αὐτὰ λοιπόν, ποὺ λησμόνησε ἢ ἑκούσια περιθωριοποίησε ἡ τότε Ἱεραρχία, ἐκφράζονται συμπυκνωμένα στὴν σκληρὴ ἀλλὰ πονετικὴ κριτικὴ τοῦ χριστιανικοῦ ἀντιδικτατορικοῦ ἀγώνα. Στὰ φύλλα τῶν «Καινούριων ὀριζόντων» ἡ συναίνεση τῆς θεσμικῆς Ἐκκλησίας στὴ δικτατορία στηλιτεύεται ὡς διάσπαση τῆς ἐνιαίας ἀνθρώπινης ὑπόστασης σὲ πνευματική, ποὺ ἐνδιαφέρεται ἀποκλειστικὰ γιὰ τὸν οὐρανὸ καὶ σὲ ὑλική, ποὺ ὑποτιμᾶται ὡς ὑποδεέστερη, ὥστε νὰ δίνεται χῶρος τελικὰ στὸν αὐταρχισμὸ τῆς χουντικῆς διακυβέρνησης. Ὁ συναγελασμὸς τῆς πλειονότητας τῶν τότε ἐπισκόπων μὲ τὴν ἐκλεκτὴ στοὺς πραξικοπηματίες
πλουτοκρατία φανερώνει τὴ φαρισαϊκὴ ὑποκρισία τους, ποὺ εὐθύνεται -προφητικὰ τότε, διεγνωσμένα σήμερα- γιὰ τὴν περιθωριοποίηση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἤθους. Τὸ ἐρώτημα τῶν ἀσυμβίβαστων χριστιανῶν ἀπὸ τὶς σελίδες τῶν «Καινούριων ὀριζόντων» προκύπτει ἀμείλικτο: «τὸ δράμα τοῦ Γολγοθᾶ καὶ τοῦ ἄδειου τάφου ἔχουν μηνύματα γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα ποὺ λιώνουν τὰ σίδερα;» Ἡ ἀπάντηση δὲν ἦρθε ποτὲ μὲ ἀποτέλεσμα ἡ σιδερόφρακτη χούντα νὰ ἐπιτελεῖ ἀνενόχλητη τὴ… «χριστιανικὴ» ἀναγέννηση τοῦ ἔθνους! Ἡ ἐξάντληση τοῦ ἐν Χριστῷ ριζοσπαστικοῦ πολιτεύματος σὲ μία ἀνώδυνη καὶ ὑποκριτικὴ τελετουργία μὲ τὴ συνδρομὴ τοῦ ἀ-νόητου ἠθικιστικοῦ καὶ γι’ αὐτὸ ἀκίνδυνου κηρύγματος κατέστησαν τὴ
μαρτυρία τῆς διακινδύνευσης τοῦ εὐαγγελίου ἕνα ἄκρως ἐξυπηρετικὸ γιὰ τὸν ἀντίχριστο Καίσαρα μουσειακὸ πτῶμα. Ὁ γελοῖος μεσσιανισμὸς τῆς χούντας συμπαρέσυρε στὴν πλήρη ἀπαξίωση τόσο τὴν ἔννοια τῆς πατρίδας, ὅσο, καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ χειρότερο, καὶ τὴ μαδημένη μὲ τὴ θέλησή της ἐκκλησιαστικὴ θεραπαινίδα της. Τὴν ἴδια ἐποχὴ σὲ ἕνα ἀλλο φασιστικὸ καθεστώς, αὐτὸ τοῦ Φράνκο, ὁ πρωθυπουργὸς τῆς Ἰσπανίας δέχεται ἐπίθεση ἀπὸ ἀντιφρονοῦντες. Αὐτὸ δίνει τὴν εὐκαιρία στὸν Νίκο Ψαρουδάκη νὰ προβεῖ οὐσιαστικὰ σὲ μία ἀνάπλαση τοῦ μύθου τοῦ μεγάλου ἱεροεξεταστῆ καταγγέλοντας τὴν ἐξουσιαστικὴ στρέβλωση τοῦ εὐαγγελίου. Ὅλα αὐτὰ ἀποδεικνύουν ἀπερίφραστα ὅτι ἡ χριστιανικὴ κριτικὴ πρὸς τὴν ἑκουσίως ὑποδουλωμένη Ἱεραρχία τῆς ἐποχῆς κάθε ἄλλο παρὰ ἕνας ἐκκεντρικός, περιθωριακὸς οὐτοπικὸς ἐνθουσιασμὸς ὑπῆρξε.
Φίλες καὶ φίλοι,
σαράντα ἑφτὰ χρόνια μετὰ τὸν ἀντίχριστο ἀπριλιανὸ ὁλοκληρωτισμὸ θεωρῶ ὅτι χρωστᾶμε αἰώνια εὐγνωμοσύνη τόσο στὸ γενναῖο καὶ δυσεύρετο ἦθος ἐκείνων τῶν τίμιων χριστιανῶν, ὅσο καὶ στὴ συνειδησιακὴ ἀνάνηψη ποὺ μᾶς προσφέρει ἡ ἔρευνα τοῦ Ἀνδρέα Ἀργυρόπουλου. Στὴν ἐποχὴ τῆς κατάρρευσης κάθε αὐτονόητου, μαζὶ καὶ τῆς ποικιλοτρόπως αἱμορροούσης πίστης, νομίζω ὅτι τέτοιες μαρτυρίες λειτουργοῦν ὡς παρηγορητικὲς βακτηρίες θάρρους καὶ ἐλπίδας. Εἶναι ἴσως καιρὸς οἱ χριστιανοὶ καὶ ἡ μάνα Ἐκκλησία νὰ ἀποδείξουμε ὅτι ἡ ἀντοχὴ τῆς ἀλήθειας τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς πολιτείας Του δὲν ὀφείλεται στὰ αἰσθήματα ἀνεκτικότητας ἔναντι ἑνὸς φολκλορικοῦ stock ἀλλὰ στὴ μεταμορφωτικὴ δυνατότητα τῆς ἀποστολικῆς προτροπῆς «ἀξίως τοῦ εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ πολιτεύεσθαι».
Ἀνδρέα σ’ εὐχαριστοῦμε πολύ. Ἀδελφοὶ καὶ συναγωνιστὲς τῆς Χριστιανικῆς εὐχαριστοῦμε ποὺ συνεχίζετε νὰ μᾶς αἱμοδοτεῖτε ἀπὸ τέτοιους θησαυρούς.