ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΘΗΚΕ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ
ΛΑΡΙΣΑΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΗ Χ. ΑΝΔΡΕΟΠΟΥΛΟΥ
Η Εκκλησία κατά τη δικτατορία 1967-1974:
Ιστορική και νομοκανονική προσέγγιση
Σε μια από τις πλέον σκοτεινές και
δυσερμήνευτες περιόδους της σύγχρονης εκκλησιαστικής ιστορίας που ανέδειξε τον πολιτικό χαρακτήρα
της εκκλησιαστικής δράσης αλλά και τον ρόλο ιδεολογικής νομιμοποίησης μιας
δικτατορίας τον οποίο διαδραμάτισαν εκκλησιαστικοί ταγοί, αναφέρεται το βιβλίο του Λαρισαίου
θεολόγου καθηγητή, δρ. Εκκλησιαστικής Ιστορίας του ΑΠΘ Χάρη Ανδρεόπουλου.
Πρόκειται για μια επιστημονική πραγματεία που έρχεται να ρίξει φώς στις σχέσεις
της διοικούσας Εκκλησίας και της Πολιτείας της περιόδου 1967 - 1974, όπως αυτές
διαμορφώθηκαν υπό το κράτος της εγκαθιδρυθείσας την 21η Απριλίου 1967
επτάχρονης δικτατορίας. Το βιβλίο παρουσιάσθηκε σε εκδήλωση που διοργάνωσε στη
Θεσσαλονίκη η εφημερίδα «Χριστιανική» και η οποία πραγματοποιήθηκε το βράδυ της
περασμένης Τετάρτης στο αμφιθέατρο της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ.
Για το βιβλίο, το οποίο τιτλοφορείται
«Η Εκκλησία κατά τη δικτατορία 1967-1974. Ιστορική και νομοκανονική προσέγγιση»
και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις "Επίκεντρο" της Θεσσαλονίκης,
μίλησαν:
- O Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης
Αρκαλοχωρίου και καθηγητής της Θεολογικής του ΑΠΘ κ. Ανδρέας (Νανάκης), ο
οποίος εξήρε, αφ΄ ενός μεν την νηφαλιότητα και την με την οποία ο συγγραφέας
προσέγγισε το «καυτό» αυτό θέμα, αφ΄ ετέρου δε την επιστημονική μεθοδικότητα με
την οποία πραγματεύθηκε την όλη μελέτη του, την οποία χαρακτήρισε σημαντική
συμβολή στην νεώτερη εκκλησιαστική ιστορία της Ελλάδος, θεωρώντας ότι μπορεί –
και πρέπει – ν΄ αποτελέσει εφαλτήριο περαιτέρω αναζητήσεων επί μέρους ζητημάτων
που αφορούν σε βαρύτατα τραύματα που κατέλιπε και στο σώμα της Εκκλησίας η
επτάχρονη δικτατορία. Ο Σεβ. Αρκαλοχωρίου επεσήμανε, επίσης, ως ιδιαίτερης
σημασίας και αξίας, το κεφάλαιο του συγγράμματος του κ. Ανδρεόπουλου που
περιλαμβάνει την αναλυτική και πολύ
προσεγμένη νομοκανονική αποτύπωση της χρονικής περιόδου 1967-1974, στη
δίνη της οποίας βρέθηκε η Εκκλησία της Ελλάδος κατά τη δικτατορία.
-
Ο επίτιμος Πρόεδρος της «Χριστιανικής Δημοκρατίας», φυσικός καθηγητής
και δημοσιογράφος κ. Μαν. Μηλιαράκης, αναφέρθηκε στους αγώνες του αειμνήστου
Προέδρου της «Χ.Δ» Νικολάου Ψαρουράκη εναντίον της δικτατορίας και των
απροκάλυπτων παρεμβάσεών της στα εσωτερικά της Εκκλησίας, παρεμβάσεων οι οποίες, όπως τόνισε ο
ομιλητής, αποσκοπούσαν στον έλεγχο της εκκλησιαστικής διοίκησης προκειμένου να
εξυπηρετηθούν οι ιδεολογικο - πολιτικές σκοπιμότητες του δικτατορικού
καθεστώτος. Η πλειονότητα των τότε αρχιερέων, ανέφερε ο κ. Μηλιαράκης, όχι μόνο
δεν στάθηκε στο ύψος του ορθοδόξου χριστιανού ποιμένα, αλλά βρέθηκαν και αρκετοί
«πρόθυμοι» που συνέπραξαν με τη δικτατορία, ευτυχώς, όμως – υπογράμμισε - υπήρξαν
και τιμητικές εξαιρέσεις ελάχιστες έστω, κι γι΄ αυτό αξιομνημόνευτες, όπως
αυτές των Μητροπολιτών Ελευθερουπόλεως Αμβροσίου (Νικολάου), Πειραιώς
Χρυσοστόμου (Ταβλαδωράκη), Κορίνθου Παντελεήμονος (Καρανικόλα) και του τότε
Ανδρούσης και νυν Αρχιεπισκόπου Αλβανίας Αναστασίου (Γιαννουλάτου), οι οποίοι
υπερασπίσθηκαν την κανονική τάξη και στάθηκαν στο πλευρό του δοκιμαζόμενου
λαού. Ο ομιλητής ευχαρίστησε τον συγγραφέα για την ουσιαστική συμβολή του στην
ανάδειξη των όσων έγιναν τη θλιβερή εκείνη περίοδο (1967-1974) έχοντας
ταλαιπωρήσει την Εκκλησία και σκανδαλίσει τους πιστούς επί δεκαετίες.
- Ο θεολόγος καθηγητής κ. Κλήμης
Πυρουνάκης, γιός του αείμνηστου αγωνιστή ιερέα παπα – Γιώργη Πυρουνάκη,
αναφέρθηκε στις διώξεις που είχε υποστεί ο πατέρας του από το δικτατορικό
καθεστώς λόγω της αντίθεσής του στη χειραγώγηση που αυτό ήθελε να επιβάλλει
στην Εκκλησία. Και εξιστόρισε σκηνές από τις σκληρές ανακρίσεις που είχε
υποστεί ο παπα – Γιώργης στην τότε ΕΣΑ («Ελληνική Στρατιωτική Αστυνομία»)
προκειμένου «να σταματήσει τα κηρύγματά του περί ελευθερίας και να περιορισθεί
στα εκκλησιαστικά», μαρτυρίες για τις απειλές που είχε δεχθεί για τη ζωή του και τη
ζωή των παιδιών του, για τα εμπόδια που του δημιουργούσε η Ασφάλεια μέχρι και
για την επιτέλεση και αυτού του ιερού καθήκοντος της Θείας Λειτουργίας, χωρίς,
ωστόσο, όλες αυτές οι διώξεις να κάμψουν το φρόνημα του παπα – Γιώργη ο οποίος
συνέχισε να οργανώνει συζητήσεις στηλιτεύοντας το ανελεύθερο καθεστώς.
-
Ο θεολόγος και γυμνασιάρχης κ. Ανδρέας Αργυρόπουλος υπογράμμισε ότι ο
συγγραφέας με την εναργή και λεπτομερή από νομοκανονικής και θεολογικής πλευράς
ανάπτυξη του υλικού του αποκωδικοποιεί πτυχές που μέχρι σήμερα παρέμεναν
ανέγγιχτες και αποσιωπημένες. Επίσης, έκανε ιδιαίτερη μνεία στους αγώνες της
«Χριστιανικής Δημοκρατίας» και του Προέδρου της Νίκου Ψαρουδάκη εναντίον του
δικτατορικού καθεστώτος και της τότε δοτής (διορισμένης) – και γι΄ αυτό
αντικανονικής – εκκλησιαστικής ηγεσίας υπό τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο Α’
(Κοτσώνη). Κλείνοντας τόνισε ότι το όλο θέμα των σχέσεων Εκκλησίας – Πολιτείας
της περιόδου της Επταετίας (1967-1974) θα πρέπει να πάψει να αντιμετωπίζεται ως
«ταμπού» και κάλεσε τη σημερινή διοίκηση της Εκκλησίας να το συζητήσει ανοικτά
και να λάβει επίσημα θέση για τα γενόμενα της περιόδου της δικτατορίας.
Ο συγγραφέας του βιβλίου κ. Χάρης Ανδρεόπουλος,
αφού ευχαρίστησε τους ομιλητές και τους διοργανωτές της εκδήλωσης (εφημ.
«Χριστιανική» και εκδ. Επίκεντρο), ανέφερε ότι στο σκοπό της μελέτης του δεν
υπήρξε επ’ ουδενί η πρόθεση να «δικάσει» –πολλώ δε μάλλον να «καταδικάσει»– τη
θεσμική Εκκλησία και τους εκπροσώπους της για τις πράξεις ή τις παραλείψεις
τους στη περίοδο της δικτατορίας των συνταγματαρχών. «Βούλησή μας ήταν», υπογράμμισε, «να μελετήσουμε επισταμένως τις ιστορικές και νομοκανονικές διαστάσεις
του θέματος και να καταλήξουμε σε τεκμηριωμένα και, όσο είναι εφικτό,
αντικειμενικά συμπεράσματα που θέτουν το ζήτημα στις πραγματικές του
διαστάσεις, εξηγούν τους λόγους συγκεκριμένων συμπεριφορών, παίρνουν θέση σε
θέματα αμφιταλαντευόμενα, ρευστά, “επικίνδυνα”, ερμηνεύουν κείμενα και ψηλαφούν
ιστορικές περιόδους εντός των οποίων διαχέεται το όλο πρόβλημα. Στόχος μας
είναι αυτά τα συμπεράσματα που έχουν προκύψει ν’ αποτελέσουν συμβολή στον
προβληματισμό για την παθολογία των σχέσεων Εκκλησίας και δικτατορίας και τις
συνθήκες υπό τις οποίες διαμορφώθηκε η σχέση αυτή στη διάρκεια της Επταετίας.
Είναι προφανές», κατέληξε, «ότι η
έκδοση αυτής της μελέτης δεν φιλοδοξεί να εξαντλήσει το θέμα παρά να
εμπλουτίσει τη σχετική βιβλιογραφία και να δώσει αφορμές για περαιτέρω διάλογο
στο επίκαιρο πολιτικά, όσο και ενδοεκκλησιαστικά, θέμα των σχέσεων Κράτους –
Εκκλησίας». Τέλος, ο συγγραφέας ανέφερε ότι θεώρησε ιδιαιτέρως τιμητική,
τόσο την αναφορά του Αρχιεπισκόπου Αθηνών κ.κ. Ιερωνύμου, για τη «νηφάλια προσέγγιση και τον
επιστημονικό τρόπο» με τον οποίο πραγματεύθηκε τη μελέτη του (αναφορά την οποία
είχε μεταφέρει ο εκπρόσωπος της Αρχιεπισκοπής στην εκδήλωση παρουσίασης του
βιβλίου στην Αθήνα, τον περασμένο Δεκέμβριο), όσο και τη συμπερίληψη του
βιβλίου του στον κατάλογο των χρησιμοποιηθεισών, ως πηγών, ιστορικών και
νομοκανονικών μελετών, της υπό τον τίτλο «Αμφιετηρίς Τεσσαρακονταετίας
Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος (Ν. 590/1977)» συνοδικής μελέτης,
η οποία δημοσιεύθηκε στο δελτίο «Εκκλησία» (τχ. 10, Νοεμβρίου 2017, σσ.
713-734) , εξεδόθη δε και σε ανάτυπο με ιδιαίτερη σελιδαρίθμηση (εκδ.
Αποστολική Διακονία, Αθήνα, 2018).
Μετά τις ομιλίες ακολούθησαν
ελεύθερες παρεμβάσεις και διάλογος ανάμεσα στον συγγραφέα, τους ομιλητές και το
ακροατήριο. Την εκδήλωση τίμησαν με την παρουσία τους καθηγητές της Θεολογικής
Σχολής, εκπαιδευτικοί της Α/θμιας και Β/θμιας
Εκπαίδευσης, κληρικοί, και φοιτητές, καθώς και εκπρόσωπος του Παναγιωτάτου
Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης κ.κ. Ανθίμου (ο εφημέριος της ενορίας του Αγ.
Ελευθερίου Ντεπό, πρεσβ. π. Δημήτριος Κοψαχείλης).
Το
βιβλίο προλογίζει ο Πρόεδρος της Εταιρείας Εκκλησιαστικού και Κανονικού
Δικαίου, ομ. Καθηγητής Εκκλησιαστικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του
Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Ιωάννης Μ.
Κονιδάρης, σημειώνοντας, μεταξύ άλλων, ότι «..έως σήμερα, έχουν γραφεί
πολλά και από πολλούς για όψεις και ζητήματα της περιόδου αυτής. Το πρώτον όμως
επιχειρείται με την παρούσα διατριβή η συνολική και συστηματική περιγραφή και
αποτίμηση της περιόδου αυτής. Η άρτια και λεπτολόγος συγκέντρωση του υλικού, η
αναλυτική εκδίπλωσή του, η παρουσίαση όλων των έως σήμερα εξενεχθεισών απόψεων
επιμέρους ζητημάτων και η κριτική θεώρησή τους, με οξυδέρκεια και ευθυκρισία,
αποτελούν ένα εγχείρημα το οποίο απαιτεί μεγάλη επιμέλεια, άριστη γνώση του
πλήθους των πηγών και της βιβλιογραφίας, εδραία επιστημονική κατάρτιση και
αντικειμενική κρίση. Τα προαπαιτούμενα αυτά πληροί η συγγραφή του κ.
Ανδρεόπουλου έτσι, ώστε η μετά χείρας διατριβή όχι μόνο να αποτελεί ένα
έργο-σταθμό για την εκκλησιαστική ιστορία, αλλά και εφαλτήριο για περαιτέρω
αναζητήσεις σε συναφείς κλάδους, όπως το εκκλησιαστικό δίκαιο ή/και η πολιτική
ιστορία του τόπου μας».
* Αξίζει να σημειωθεί ότι το βιβλίο συγκαταλέχθηκε
από την τρέχουσα ακαδημαϊκή χρονιά (2017-2018) στην κατηγορία των επιστημονικών
συγγραμμάτων (υπηρεσία διαχείρισης συγγραμμάτων «ΕΥΔΟΞΟΣ») ως εγχειρίδιο διδασκαλίας σε ΑΕΙ και συγκεκριμένα στην Ανωτάτη
Εκκλησιαστική Ακαδημία Αθηνών ανάμεσα στα επιλεγόμενα συγγράμματα για το μάθημα
του 4ου – εαρινού – εξαμήνου «Εκκλησιαστική Ιστορία της Ελλάδος».