(το κείμενο της εισήγησης στην παρουσίαση του βιβλίου "Ένας άγιος της άγονης γραμμής Οσιομάρτυς Νεόφυτος ο Αμοργίνος'' στον Αρμό της Θεσσαλονίκης το Σάββατο 16/12/2017.)
Ο ναός του Αγίου Νεοφύτου στη Χώρα της Αμοργού
Γνωρίζω τον Ανδρέα τον Αργυρόπουλο από τα
φοιτητικά μας χρόνια στο Τμήμα Θεολογίας του Πανεπιστημίου της Αθήνας, στις
αρχές της μακρινής πλέον δεκαετίας του 1980. Παρά τις αμφίσημες κατοπινές
επιβιώσεις ή μεταμορφώσεις των αιτημάτων της, η περίοδος αυτή ήταν ένα
πραγματικό σχολείο για τους εκκολαπτόμενους θεολόγους που δεν αρκούνταν στις
παραδόσεις και στα διδακτικά εγχειρίδια, πολλά από τα οποία εξακολουθούσαν να
γράφονται σε μια μιξοκαθαρεύουσα, δήθεν ακαδημαϊκή γλώσσα, τόσο ξύλινη και ανιαρή
όσο περίπου και το περιεχόμενό τους. Ήταν η περίοδος που σφραγίστηκε από το
κίνημα της «Νεοορθοδοξίας», όπως βάφτισε αστόχαστα η δημοσιογραφία της εποχής
την προσπάθεια πολλών εκπροσώπων της θεολογικής και της θύραθεν διανόησης και
της τέχνης, αφενός να αποενοχοποιήσουν
την Παράδοση την οποία είχε σφετεριστεί και κακοποιήσει η Δικτατορία με
αποτέλεσμα να ταυτιστεί εν πολλοίς με την οπισθοδρόμηση και τον συντηρητισμό,
και αφετέρου να αναδείξουν την πνευματική μαρτυρία αυτής της Παράδοσης όχι μόνο
στον στενά νοούμενο χώρο της Εκκλησίας αλλά ευρύτερα της κοινωνίας, του
πολιτισμού και της πολιτικής.
Σε αυτό το εξαιρετικά ενδιαφέρον αλλά και
απαιτητικό πλαίσιο, ο Ανδρέας διαμόρφωσε –αν λαθεύω μπορεί να με διορθώσει- τις
πνευματικές προτεραιότητές του, που μπορούν με μια αυθαίρετη απλούστευση να
συνοψιστούν στην ανάδειξη του αναγεννητικού ή και ριζοσπαστικού δυναμισμού της Ορθοδοξίας.
Διότι, για τον Ανδρέα, η Ορθοδοξία δεν αποτελεί μια ομολογιακή εκδοχή του
Χριστιανισμού ανταγωνιζόμενη τις άλλες, ούτε ταυτίζεται με τις ιστορικές τύχες
της εκάστοτε γεωγραφικής επικράτειας που τη στεγάζει ούτε, βέβαια, δίνει θρησκευτικό
πρόσημο ή άλλοθι στην κοινωνική συμβατικότητα. Αντιθέτως, είναι πηγή νοήματος
ολόκληρης της ύπαρξης του ανθρώπου, ο οποίος συνδέει τη σωτηρία του με τη
σωτηρία των άλλων, συμπαρατάσσεται ενεργά
με τους κοινωνικά πάσχοντες και τους αποκλεισμένους και αντιστέκεται
απέναντι στην επέλαση του κακού αρθρώνοντας έμπρακτο αντίλογο ελπίδας. Είναι,
τέλος, αυτή η Ορθοδοξία που, όπως διαβάζαμε φοιτητές τότε σε ένα από τα βιβλία
του Κλεμάν, αν και ρεαλιστικά γνωρίζει ότι δεν μπορεί να μεταμορφώσει τον κόσμο
σε παράδεισο, πασχίζει ώστε αυτός ο κόσμος να μην μετατραπεί σε κόλαση.
Αυτές τις πνευματικές προτεραιότητες μπόλιασαν
και την πολυετή, περιπλάνηση του Ανδρέα στον περιπετειώδη και συχνά δύσβατο χώρο
της Μέσης Εκπαίδευσης. Τις ίδιες προτεραιότητες επιβεβαιώνουν και οι μέχρι τώρα
ερευνητικές και συγγραφικές επιδόσεις του, που απλώνονται σε ένα πλατύ καμβά εποχών,
πνευματικών μεγεθών, στάσεων και προσώπων. Ανάμεσά τους αναφέρουμε εδώ το
μελέτημα για το ριζοσπαστικό μήνυμα των Τριών Ιεραρχών, κείμενο χρήσιμο όχι
μόνο για τις σχολικές επετειακές γιορτές των αγίων προστατών της Παιδείας· το
βιβλίο για την ένταξη και αξιοποίηση στη διδακτική πράξη της θεολογίας της
απελευθέρωσης, η οποία ως γνωστόν στήριξε ή και ενορχήστρωσε τους δίκαιους
αγώνες των λαών της Λατινικής Αμερικής κατά του αυταρχισμού, της πολιτικής βίας
και της οικονομικής εξαθλίωσης, επενδύοντάς τους με επιχειρήματα βγαλμένα από
τα σπλάχνα της κοινωνικής διδασκαλίας της Βίβλου· κι ακόμη τη μελέτη που
χαρτογραφεί την πολιτική αντιδικτατορική δράση των χριστιανών, κομίζοντας
στοιχεία που κλονίζουν τα απλουστευτικά στερεότυπα που θέλουν συλλήβδην την
Εκκλησία της εποχής αδιάφορη για τον επταετή εφιάλτη ή και προνομιακό
συνομιλητή και συνεργάτη των τυράννων. Ανάλογης θεματολογίας κείμενα ή
παρεμβάσεις αναρτά ο Ανδρέας στο γνωστό ιστολόγιό του «Η θεολογία μεσοπέλαγα».
Η σκέψη και τα γραπτά του Ανδρέα δεν περνούν
απαρατήρητα, ανεξάρτητα από το θετικό ή αρνητικό πρόσημο της υποδοχής τους. Πολλοί
ωφελήθηκαν, τα αγάπησαν και τα αξιοποίησαν, άλλοι τόσοι ενοχλήθηκαν, αντέδρασαν
και επιτέθηκαν στον συντάκτη τους. Ωφελήθηκαν και αγάπησαν αυτά τα βιβλία όσοι
μοιράζονται με τον Ανδρέα το όραμα που τα συνδέει, ένα όραμα, άλλοτε επώνυμο
και κατορθωμένο, άλλοτε δοκιμαζόμενο στο καμίνι της πράξης και άλλοτε ματαιωμένο
ή προσδοκώμενο: το όραμα για μια κοινωνία που τα μέλη της υπάρχουν και
συνυπάρχουν συμφιλιωμένα μεταξύ τους, με την κτίση και τον Θεό. Μια κοινωνία
που ο καθένας βλέπει, αγαπά, φροντίζει και δοξολογεί τον Χριστό στο πρόσωπο του
διπλανού, και ιδιαίτερα του αναγκεμένου, του πάσχοντα, του αποκλεισμένου, κάθε
ελάχιστου αδελφού που σταθμίζει με την παρουσία του το μέτρο της ανθρωπιάς και
της πίστης στον Θεό της Βίβλου.
Λαμβάνοντας υπόψη τις παραπάνω διαπιστώσεις για
τις καταβολές, τις δραστηριότητες, τις προτεραιότητες και τα κείμενα που μέχρι
τώρα δημοσίευσε ο Ανδρέας, μπορεί ενδεχομένως να σκεφτεί κανείς πως το
τελευταίο του πόνημα, χάρη στο οποίο συναχθήκαμε απόψε εδώ, αποτελεί μια παρέκκλιση
από την κυρίαρχη γραμμή των ενδιαφερόντων του. Μπορεί να πει επίσης πως
πρόκειται για μια ευσεβή παρασπονδία ή έστω για την εξόφληση ενός συναισθηματικού
χρέους του συγγραφέα απέναντι στους νησιωτικούς σταθμούς του αναγκαστικού
εκπαιδευτικού του νομαδισμού. Παρενθετικά, θα αναφέρω εδώ πως όταν συζητούσαμε
με τον Ανδρέα για το θέμα της τελικής εργασίας στο πλαίσιο των Προγράμματος
Μεταπτυχιακών Σπουδών του Τμήματος Θεολογίας, η αρχική σκέψη του ήταν να παρουσιάσει
την προσωπικότητα, την ποιμαντική δράση και τη διδασκαλία του Όσκαρ Ρομέρο,
εμβληματικής φυσιογνωμίας της θεολογίας της απελευθέρωσης και συμβόλου μιας
αγωνιζόμενης ποιμαίνουσας Εκκλησίας που στέκεται στο πλάι του χειμαζόμενου λαού
του Θεού και εντέλει ακολουθεί τα χνάρια του Αρχιποιμένος Χριστού μέχρι τον
Σταυρό. Θυμίζω πως ο Ρομέρο είχε από καιρό τεθεί στο στόχαστρο των ισχυρών όταν
δολοφονήθηκε μέσα στον ναό αφού ολοκλήρωσε ένα από τα πύρινα και ενοχλητικά του
κηρύγματα –τα οποία, όπως αποδεικνύει η περίπτωση του μάρτυρα ιεράρχη, δεν είναι
πάντα (και δεν θα έπρεπε να είναι ποτέ) μια ανιαρή καθηκοντολογία, διανθισμένη
με ιοβόλες πολιτικές αιχμές ούτε μαζικός εμβολιασμός φόβου στο εκκλησίασμα).
Στην πορεία, ο Ανδρέας αποφάσισε να ασχοληθεί με
τον άγιο Νεόφυτο τον Αμοργίνο, την ύπαρξη του οποίου ομολογώ πως αγνοούσα. Η
μέθοδος που ακολούθησε ο Ανδρέας, ευδιάκριτη και στη δομή του μελετήματος,
είναι γνωστή στην ακαδημαϊκή ορολογία ως σύνταξη αγιολογικού φακέλου. Και
σημαίνει την αναζήτηση, συλλογή, κατηγοριοποίηση, επεξεργασία και παρουσίαση
όλων των διαθέσιμων στοιχείων, μνημείων και μαρτυριών που αφορούν την ιστορική
παρουσία του υπό εξέτασιν προσώπου και τις τύχες της αγιολογικής του τιμής.
Δεν θα μιλήσω βέβαια για τα ακαδημαϊκά χαρίσματα
του βιβλίου –την πιστότητα στη μέθοδο, την αναδίφηση του υλικού, τη γλώσσα ή
και τη λεπτή πραγμάτευση εντάσεων που σχετίζονται με τη διεκδίκηση της
πατρότητας του αγίου ή της θεσμικής διαχείρισης της μνήμης του. Θα σταθώ σε
εκείνα τα αθέατα ή υπαινικτικά στοιχεία που δίνουν την απάντηση στην αμφιλεγόμενη
συγγένεια ή απόσταση του συγκεκριμένου μελετήματος από τα γνωστά ενδιαφέροντα ή
τις χρόνιες εμμονές του Ανδρέα.
Ποιος είναι ο άγιος Νεόφυτος, πώς παρουσιάζεται,
γιατί συγκινεί τον συγγραφέα και τι κομίζει στον σύγχρονο αναγνώστη η γνωριμία
του με αυτόν; Και πως συμβάλλει η περίπτωσή του στην τρέχουσα πνευματικότητα
και τη θεολογία γύρω από την αγιότητα;
Το βιβλίο λοιπόν μας συστήνει έναν άγιο μοναχό
που έζησε σε μια δύσκολη εποχή και σε μια δύσκολη γεωγραφία. Από ανάγκη ή από
επιλογή ταξιδεύει στην άγονη γραμμή ενός αρχιπελάγους βασανισμένου από τους ανέμους
και καταιγίδες, κατεχόμενου από έναν αλλόθρησκο δυνάστη και κατά καιρούς
απειλούμενου από ληστρικές εισβολές. Αυτά τα ταξίδια του οσίου ασκητή μοιάζουν
με μια περιπλάνηση στο όνομα του Χριστού, που αισθητοποιεί την εσωτερική του
πορεία προς την τελείωση και σίγουρα συγκινεί όποιον κάνει ανάλογα ταξίδια σήμερα
ακόμη και χωρίς τους φυσικούς κινδύνους ή τις εξωτερικές απειλές που
αντιμετώπιζε εκείνος.
Επίσης, είναι ένας μοναχός οι ασκητικοί κόποι
του οποίου στεφανώθηκαν με την αιμάτινη ομολογία της πίστης. Εξάλλου, η
μοναδική και ολιγόλογη διασωθείσα μαρτυρία, που τεκμηριώνει την ιστορική
παρουσία του Νεοφύτου, αναφέρεται ακριβώς στον βίαιο θάνατό του. Πρόκειται
συνεπώς για ένα θύμα του θρησκευτικού φανατισμού ο οποίος εδώ δίνει εκφραστικό
όχημα στη φονική ορμή της πολιτικής ισχύος.
Και έπειτα, είναι ένας άγιος του αγιολογικού ή
εορτολογικού περιθωρίου, αν αναλογιστεί κανείς πως η αγιοκατάταξή του έγινε
κοντά πέντε αιώνες από τον θάνατό του και, όπως πληροφορούμαστε από το μελέτημα του
Ανδρέα, γνωστή στη γενέτειρά του δύο χρόνια μετά τη σχετική συνοδική απόφαση το
2003.
Αυτές οι επισημάνσεις νομίζω πως δείχνουν την οργανική
σύνδεση του οσιομάρτυρος Νεοφύτου με τα πνευματικά μεγέθη και τα άλλα πρόσωπα
που έχουν κεντρίσει το ενδιαφέρον του Ανδρέα, παρά τις χρονικές αποστάσεις και
τις φαινομενικές ή πραγματικές διαφορές στις εσωτερικές εντάσεις και τις εξωτερικές
προκλήσεις που αντιμετώπιζε η Εκκλησία κάθε φορά.
Δεν γνωρίζω αν ο Ανδρέας επέλεξε αυτή τη
ακαδημαϊκά αυστηρή και περιορισμένη στα διαθέσιμα στοιχεία πραγμάτευση του
θέματός του από θεολογική ταπείνωση ή για να αφήσει τους αναγνώστες να γνωριστούν
ακαθοδήγητοι από τις δικές του σκέψεις με αυτόν τον λησμονημένο για αιώνες
αιγαιοπελαγίτη άγιο, και βασισμένοι αποκλειστικά στις ολιγόλογες αρχειακές
μαρτυρίες και στη χαρτογράφηση της τιμής που απολαμβάνει από τους συμπατριώτες
και μακρινούς πνευματικούς του
απογόνους. Το βέβαιο είναι ότι η δωρική παρουσίασή του επιτρέπει σε μας να
διατυπώσουμε και κάποιους εν προκειμένω συμπερασματικούς στοχασμούς για τη
σημασία του προσώπου και την αξία του μελετήματος στη σύγχρονη αγιολογική
γραμματεία.
Εκείνο λοιπόν που ξεχωρίζει την παρούσα
αγιολογική προσωπογραφία από τις πάμπολλες που τα τελευταία χρόνια έχουν
κατακλύσει τα ράφια των θρησκευτικών βιβλιοπωλείων είναι πως δεν αφηγείται την
ιστορία ενός χριστιανού υπερήρωα, ούτε προπαγανδίζει τα θαυματουργικά του
κατορθώματα. Η πλειονότητα των κειμένων που αναφέρονται σε σύγχρονους αγίους
εντυπωσιάζουν για τον αυξανόμενο όγκο και την αναγνωστική τους απήχηση αλλά
προκαλούν για την πνευματική ρηχότητα με την οποία χειρίζονται ή παραμορφώνουν
την αγιότητα και την πνευματική υπόσταση των βιογραφούμενων προσώπων.
Παρουσιάζοντάς τη μεν αγιότητα ως προσωπική συλλογή αρετών, ως ατομικό
κατόρθωμα ή ως δίκαιη ανταμοιβή για τους ασκητικούς κόπους. Και παρουσιάζοντας τους
αγίους ως κάτοχους και φορείς έκτακτων χαρισμάτων, θαυματοποιούς, προφήτες του
μέλλοντος, θεματοφύλακες της δογματικής πιστότητας και της ομολογιακής
καθαρότητας –ακόμη και οξυδερκείς ειδήμονες σε θέματα γεωπολιτικής. Δεν νομίζω
πως υπάρχει ίχνος υπερβολής στη διαπίστωση πως σήμερα τουλάχιστον στον ορθόδοξο
χώρο η αγιότητα βιώνεται ως υπερφυσική
δύναμη και η αγιολογική τιμή και ευλάβεια σαν ένα είδος «sacrum
commercium», δηλαδή μια ιεράς συναλλαγής που αναπτύσσει ο
πιστός με τον άγιο, γυρεύοντάς του να τακτοποιήσει τις εγκόσμιες υποθέσεις, τις
ανασφάλειές του και τις μεταφυσικές του εκκρεμότητες.
Ο «άγιος της άγονης γραμμής», όπως αναδύεται από
τις σελίδες του παρόντος βιβλίου δεν
είναι στολισμένος με έκτακτα χαρίσματα· είναι ένας απλός άνθρωπος, ένα μέλος
της πιστεύουσας κοινότητας, που αν διαφέρει σε κάτι από τα υπόλοιπα μέλη δεν
είναι οι υπερφυσικές δυνάμεις αλλά ο
υπερθετικός βαθμός της αγάπης του προς τον Χριστό, αυτής της αγάπης που
τον έκανε να αφιερώσει τη ζωή του στην τήρηση των θείων εντολών και στην μίμηση
του παραδείγματός Του, μέχρι τον μαρτυρικό θάνατο. Και αυτό τον καθιστά όχι
μόνο πιο πραγματικό και κοντινό στους αναγνώστες και στους πιστούς αλλά και
αποτρέπει νοοτροπίες και συμπεριφορές ιδιοτελούς θρησκευτικότητας ή και
νεοειδωλολατρίας που συχνά κρύβονται πίσω από το προσωπείο της ευλάβειας προς
τους οικείους και τους φίλους του Θεού.
Ευχαριστούμε τον Ανδρέα Αργυρόπουλο και γι’ αυτά
που έγραψε και για εκείνα που αποσιώπησε.
Παναγιώτης Αρ. Υφαντής
Τμήμα Θεολογίας ΑΠΘ
Δεκέμβριος
2017