Το
απ’ αιώνος απόκρυφον και αγγέλοις άγνωστον μυστήριον
1. Οι θεοφάνειες στην ιστορία του Ισραήλ
και της Εκκλησίας
Το γεγονός της ενανθρώπησης στη βιβλική και πατερική παράδοση της
Εκκλησίας συγκροτεί την πλήρη αποκάλυψη του μυστηρίου του Τριαδικού Θεού. Στην Καταβασία των Χριστουγέννων «Θεός ων ειρήνης, Πατήρ οικτιρμών, της
μεγάλης βουλής σου τον άγγελον, ειρήνην παρεχόμενον απέστειλας ημίν.
όθεν θεογνωσίας προς φως οδηγηθέντες...» (Ωδή
ε΄), γίνεται λόγος για την πραγματικότητα των θεοφανειών στην ιστορία του λαού
του Θεού τόσο στην Παλαιά Διαθήκη όσο και στη ζωή της Εκκλησίας. Το μυστήριο
του Τριαδικού Θεού γινόταν σταδιακά φανερό διαμέσου των αποκαλυπτικών
θεοφανειών του άσαρκου Λόγου, του Αγγέλου της μεγάλης βουλής του Θεού και
Πατρός, ο οποίος ενεργούσε με τη δύναμη και συμπαράσταση του Αγίου Πνεύματος. Ο
υπερβατικός Θεός της Παλαιάς Διαθήκης προσωπικά σχετίζεται με την κτίση και την
ιστορία. Η παράδοξη σχέση Πνεύματος και Λόγου στη δημιουργία και στην ιστορία
του λαού του Θεού, ο Άγγελος του Γιαχβέ και οι εμφανίσεις του άσαρκου Λόγου, η Σοφία
του Θεού, οι γενεαλογίες του Ισραήλ, οι τυπολογίες παράδοξων γεγονότων, οι
νομοθεσίες και τα θαύματα, οι προρρήσεις και τα θεάματα των προφητών
δρομολογούν το πέρασμα από την Παλαιά στην Καινή Διαθήκη και στην ένσαρκη πλέον
παρουσία του Λόγου. Οι τύποι και η «μεσότητες» τερματίζονται, όταν η ίδια η ζωή
της Τριαδικής θεότητας ως Χριστοφάνεια και ένσαρκη σχέση με τον Θεό εγκαινιάζει
έναν εντελώς νέο τρόπο κοινωνίας μεταξύ κτιστού και ακτίστου. Τα χριστολογικά
γεγονότα από τη σύλληψη της Θεοτόκου και τη γέννηση του Θεανθρώπου, τη βάπτιση,
τη διδασκαλία, τα θαύματα, τον Σταυρό, την Ανάσταση, την Ανάληψη και την
αποστολή του Αγίου Πνεύματος κατά την Πεντηκοστή αποκαλύπτουν την ίδια θεοφάνεια με το θαυμαστό γεγονός της
Μεταμόρφωσης: ο Χριστός είναι Θεός και
άνθρωπος. Η αλήθεια για τον Τριαδικό Θεό αποκαλύπτεται εν Χριστώ και η
αλήθεια για τον άνθρωπο φανερώνεται στο γεγονός της θέωσης της ανθρωπότητας του
Χριστού. Η θεοφανική αυτή εμπειρία είναι η καρδιά της εκκλησιαστικής πίστης και
ζωής.
2. Οι βιβλικές ρίζες της πατερικής Χριστολογίας
Οι ρίζες του Τριαδικού δόγματος, άρα και της Χριστολογίας, βρίσκονται
στις θεοφάνειες της Παλαιάς Διαθήκης, όπου ο άσαρκος Λόγος αποκαλύπτει τη δόξα
του Τριαδικού Θεού. Όταν πλέον ο Λόγος του Θεού και Πατρός γίνεται άνθρωπος,
αποκαλύπτει τη θεϊκή δόξα στον νέο λαό του Θεού. Ο Ιησούς είναι ο Χριστός, ο σαρκωμένος Λόγος, ο
ενανθρωπήσας Υιός του Πατρός. Σε όλα τα κείμενα της Καινής Διαθήκης με τρόπο
λιτό και περιεκτικό συναντούμε διατυπώσεις του τριαδολογικού και του
χριστολογικού δόγματος: ο Χριστός είναι ο Υιός του Θεού, ο αναμενόμενος
Μεσσίας, ο Λόγος που έγινε άνθρωπος και αποκαλύπτει μέσα στην ιστορία του
κτιστού την αλήθεια για την Αγία Τριάδα. Η αλήθεια αυτή για τον Χριστό και την
Αγία Τριάδα είναι ζωή που σώζει από τη φθορά και το θάνατο και κοινωνείται μέσα στο ιστορικό σώμα του Χριστού που είναι
η Εκκλησία.
Πράγματι, πέρα από την παλαιοδιαθηκική αντίληψη για τον Θεό, ο Χριστός
προβάλλει ορισμένες αξιώσεις για το πρόσωπό του, αξιώσεις που ολοκληρώνουν την
περί Θεού αντίληψη των Εβραίων. Ο Χριστός δεν είναι ένα επόμενο στάδιο στην
θεογνωσία του εβραϊκού λαού, αλλά «το πλήρωμα του Νόμου και των Προφητών». Και
τούτο, διότι ο Χριστός έχει μιαν αποκλειστική σχέση υιότητας με τον Θεό και
Πατέρα. Στα κείμενα της Καινής Διαθήκης η σχέση υιότητας του Χριστού είναι
μοναδική και εκφράζει μιαν ιδιαίτερη προσωπική σχέση με τον Θεό και πατέρα,
διαφορετική από τη σχέση που έχουν οι άνθρωποι. Για τον λόγο αυτό, ο Χριστός
ενσαρκώνει την τελική πράξη του Θεού στην ιστορία. Ο Χριστός είναι ο «υιός του
ανθρώπου», ο εσχατολογικός κριτής της
ιστορίας και του κόσμου. Για την εβραϊκή αντίληψη η τελική κρίση της ιστορίας
είναι έργο του Θεού. Η ταύτιση του Χριστού με τον «υιό του ανθρώπου» δημιουργεί
μιαν ιδιαίτερη σχέση του Χριστού με τον Θεό. Ο Θεός διά του Χριστού θα κρίνει
τελικά την ιστορία. Ο Χριστός μετά την Ανάληψη κάθεται πλέον στα δεξιά του Θεού
και Πατρός, γεγονός που δηλώνει τη θεότητά του, αφού αξιώνει προσκύνηση και
λατρεία. Μέχρι την Δεύτερη επάνοδό του ο Χριστός, ενώ είναι απών από την
ιστορία, ενεργεί στην Εκκλησία «εν ετέρω τρόπω», με τη συμπαράσταση και
παρουσία του Αγίου Πνεύματος. Η Εκκλησία ως κοινωνία του Αγίου Πνεύματος
γίνεται το Σώμα του Χριστού.
3. Ο Χριστός φανερώνει την Αγία Τριάδα
Το προαιώνιο μυστήριο της ενανθρώπησης του Λόγου ερμηνεύει την εξ αρχής
ιδιαίτερη σχέση του Υιού με τον άνθρωπο και την κτίση ολόκληρη. Η ενανθρώπηση,
ως η άμεση ένωση της ανθρώπινης με τη θεία φύση στο πρόσωπο του Χριστού,
ταυτίζεται με τη σωτηρία του ανθρώπου και έχει ως αποτέλεσμα τη δυνατότητα
άμεσης σχέσης με τον φανερούμενο Θεό ως Τριάδα Προσώπων. Στο πρόσωπο και στο
έργο του ένσαρκου Υιού και Λόγου, ο οποίος ενεργοποίησε την κοινή θέληση της
Αγίας Τριάδος για τη σωτηρία του ανθρώπου, ολοκληρώνεται η θεία οικονομία.
Δίχως την προσωπική αυτή έλευση του Θεού δεν θα ήταν δυνατό στον κτιστό
άνθρωπο, και μάλιστα μετά την αποτυχία του Αδάμ, να προσεγγίσει και να μετάσχει
στο μυστήριο της Τριάδος των θείων Προσώπων. Ό,τι γνωρίζουμε για την Αγία
Τριάδα, το γνωρίζουμε διά μέσου της ενανθρωπήσεως του Υιού και Λόγου. Η ενανθρώπηση είναι η κατ’ εξοχήν θεοφάνεια
της Αγίας Τριάδος. Όλο το μυστήριο της οικονομίας του Χριστού
συγκεφαλαιώνεται στο γεγονός ότι ο Θεός είναι ένας και συνάμα τρία πρόσωπα, του
Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Με την ενανθρώπηση του Λόγου ο
ζωντανός και αληθινός Θεός γνωρίζεται πλέον ως η Αγία Τριάς των θείων
υποστάσεων.
Ωστόσο, ο Υιός γεννάται από τον Θεό και Πατέρα και δεν δημιουργείται. Το
δίλημμα της προέλευσης του Υιού από την κτιστή δημιουργία ή από την άκτιστη
θεότητα θα ταλανίσει την Εκκλησία κατά τον Β΄ και Γ΄ αι. Αν ο Υιός είναι κτίσμα
ή αν προέρχεται απευθείας από τη φύση του Θεού θα αποτελέσει το μέγα ερώτημα
που θα υποχρεώσει την Εκκλησία να προσδιορίσει την πίστη της στην Α΄
Οικουμενική Σύνοδο. Η αίρεση του Αρείου και η θεολογία του Μ. Αθανασίου θα
οδηγήσουν την Εκκλησία να διατυπώσει την πίστη της ότι ο Υιός είναι Θεός και η
Αγία Τριάς είναι ανεξάρτητη από τη δημιουργία των κτιστών όντων.
4. Οι
ανθρωπολογικές προϋποθέσεις: Το κτιστό και η φθορά των όντων
Το κτιστό είναι μια ύπαρξη που οφείλει την οντότητά της στην ελεύθερη
θέληση του Θεού. Συνεπώς, η κτιστή ύπαρξη δεν είναι αιώνια ούτε υπάρχει
αναγκαστικά. Η κτίση θα μπορούσε και να μην είχε υπάρξει. Εφόσον δημιουργήθηκε
εκ του μη όντος, η επιστροφή της στο μη
ον υφίσταται πάντοτε ως υπαρκτική απειλή. Η μόνη δυνατότητα για να
ξεπερασθεί η απειλή αυτή είναι η ελεύθερη σύνδεση της κτίσης και του κτιστού με
την αιτία της ύπαρξής τους, δηλαδή με την ελεύθερη θέληση του ακτίστου Θεού. Η
εξαρτημένη ύπαρξη του κτιστού με την αρνητική άσκηση της ελευθερίας της προέβη
στη διακοπή των σχέσεων της με τον άκτιστο Θεό. Αμέσως, άρχισε να βιώνει την
απειλή της τρεπτότητας, της φθοράς και του θανάτου. Η αρχική δυνατότητα του
ανθρώπου να εξομοιωθεί με τον Θεό, ώστε να ενώσει και τη δημιουργία ολόκληρη με
τη ζωή του ακτίστου σταμάτησε βίαια. Η μετέπειτα πορεία του ανθρώπου γίνεται
από την παρέμβαση του Θεού μια φιλάνθρωπη παιδαγωγία, ώστε να μπορέσει ο
άνθρωπος να ασκήσει θετικά και ελεύθερα και πάλι τον ρόλο του έναντι του
κόσμου. Ο άνθρωπος μόνος από την άλογη αλλά και την λογική κτίση είχε το
προνόμιο αυτό, να ενώσει, δηλαδή, το κτιστό με το άκτιστο. Συνεπώς, διά του
ανθρώπου έπρεπε και πάλι να γίνει η αναμόρφωση και ανόρθωση του κτιστού. Για να
ξεπεράσει ο κόσμος την εγγενή στη φύση του φθορά, λόγω της κτιστότητάς του, η
οποία έγινε μόνιμη απειλή και πραγματικότητα μετά την πτώση, χρειαζόταν την
άμεση επέμβαση του ακτίστου με την ελεύθερη συγκατάθεση του κτιστού. Καθόσον το
πρόβλημα της φθοράς και του θανάτου δεν είναι ηθικό και υπήρχε εξαρχής ως δυνατότητα,
λόγω της κτιστής και πεπερασμένης φύσης των κτιστών όντων, η σωτηρία του
κτιστού δεν αποτελούσε ένα πρόβλημα ηθικό αλλά κατ’ εξοχήν υπαρκτικό. Η
πρωτοβουλία αυτή του ακτίστου Θεού δεν θα έπρεπε να σημάνει απλώς υπακοή και
συγχώρηση ηθικού χαρακτήρα. Επομένως, ούτε ο άνθρωπος μόνος ούτε άγγελος ούτε ο
Θεός μόνος, δίχως την ελεύθερη συνεργασία και συγκατάθεση του ανθρώπου, ήταν
δυνατό να ελκύσει και πάλι το κτιστό στη ζωή του ακτίστου. Η θεώρηση αυτή της
πατερικής σκέψης ερμηνεύει και «το απ’ αιώνος απόκρυφον και αγγέλοις άγνωστον
μυστήριον» της ενανθρώπησης του Λόγου.
5. Ενανθρώπηση και θέωση
Τη λύση του δράματος και του αδιεξόδου της κτιστής ύπαρξης μέσα στην
αναγκαιότητα της φθοράς και του θανάτου παρέχει ο ίδιος ο Θεός. Η παρέμβασή του
στην ανθρώπινη τραγωδία πραγματοποιείται με πλήρη ελευθερία, δίχως να συντρίψει
ή να εξουθενώσει την ελευθερία και ακεραιότητα του ανθρώπου. Η λύση της
Χριστολογίας στο αδιέξοδο της οικονομίας του Αδάμ θα έπρεπε να σημάνει υπέρβαση
του θανάτου μέσα από την ίδια τη φύση του κτιστού, η οποία και εθελούσια τον
υπέστη. Η υπέρβαση της φθοράς χρειαζόταν να αγκαλιάσει ολόκληρη την ανθρωπότητα
και όχι κάποιο μεμονωμένο άνθρωπο. Χρειαζόταν νέος Αδάμ που να διαθέτει τέτοια
υπόσταση, ώστε και να αποτελεί τον προσωπικό φορέα της θεϊκής παρέμβασης και να
σχετίζεται και να ενσωματώνει κατά κάποιο τρόπο στην ύπαρξή του όλα τα
ανθρώπινα πρόσωπα, υπερβαίνοντας τις ποικίλες διαιρέσεις της κτιστής ύπαρξης.
Ακόμη η ανθρώπινη ύπαρξη, στην οποία θα πραγματοποιούνταν η σωτήρια επέμβαση,
έπρεπε να ήταν πλήρης και ακέραιη και κατά το σώμα και κατά την ψυχή. Μάλιστα η
υπέρβαση του θανάτου θα έπρεπε να γινόταν κτήμα και των ήδη νεκρών. Η ανθρώπινη
ύπαρξη, που θα δέχονταν την παρουσία του άκτιστου Θεού, θα έπρεπε να ήταν
αποδεσμευμένη από την αμαρτία. Οπωσδήποτε, μια τέτοια σωστική ενέργεια μέσα
στην ίδια τη φύση και τη λειτουργία της ανθρωπότητας, ούτε άγγελος ούτε
οποιοσδήποτε άνθρωπος ήταν δυνατό να κατορθώσει παρά μόνον ο ενανθρωπήσας Θεός.
Στην προοπτική της κατ’ εικόνα και ομοίωσιν Θεού πλάσης του ανθρώπου, σύσσωμη η
πατερική παράδοση διέγνωσε δυναμικά την αρχετυπική σχέση του Λόγου του Θεού με
την ανθρώπινη ύπαρξη. Με αυτές τις ανθρωπολογικές προϋποθέσεις η θεολογία των
Ελλήνων Πατέρων της Εκκλησίας διέκρινε γιατί ο Υιός ενανθρώπησε και όχι ο Πατήρ
ή το Πνεύμα. Η παράδοξη παρέμβαση του Υιού περιλαμβανόταν κατά κάποιο τρόπο στη
θετική ανέλιξη της οικονομίας του Αδάμ ως σταδιακής ένωσης κτιστού και
ακτίστου. Η «αρχέγονη» εκείνη Χριστολογία, δίχως να αλλάζει προσανατολισμό,
μετατρέπεται τώρα, λαμβάνοντας υπ’ όψιν το τραγικό δεδομένο της πτώσης και της
φθοράς του ανθρώπινου γένους. Η ενανθρώπηση υπήρξε ο απόλυτος και πρωταρχικός
σκοπός του Θεού στην πράξη της δημιουργίας. Το ανθρώπινο γένος «και προ του
θανάτου θνητόν ως εκ ρίζης τοιαύτης» είχε ανάγκη ολοκλήρωσης και ένωσης με το
Αρχέτυπο. Το χριστολογικό γεγονός δεν έχει απόλυτη αιτία την πτώση του Αδάμ και
το φθόνο του διαβόλου, αλλά αποτελούσε εξαρχής το τέρμα της τελείωσης του
πρώτου ανθρώπου. Η ιστορία της θείας οικονομίας είναι θεολογία γεγονότων, που
συντείνουν απαρχής προς το τέλος και, ως εκ τούτου, δεν εγκλωβίζεται
μονοσήμαντα στο σωτηριολογικό σχήμα «πτώση-απολύτρωση», αλλά εκτείνεται από τη
δημιουργία μέχρι τα έσχατα της Βασιλείας. Γι’ αυτό ακριβώς και η εν Χριστώ
σωτηρία δεν είναι, απλώς, η απεμπλοκή από το προπατορικό αμάρτημα, αλλά η
πραγμάτωση του αρχικού σκοπού της ένωσης κτιστού και ακτίστου. Η σωτηρία αυτή
δεν εξαντλείται στη θεραπεία της έκπτωτης φύσης αλλά συντελείται στην εν Χριστώ
ζωή της θεώσεως. Η σωτηρία είναι και θέωση, όταν το μυστήριο της οικονομίας
συγκεφαλαιώνεται στη θεογνωσία που αποκαλύπτει το πρόσωπο του Υιού και στην
κοινωνία της Αγίας Τριάδος.
6. Η Θεοτόκος και η συνεργία Θεού και
ανθρώπου στο έργο της ενανθρώπησης
Η διήγηση της Παλαιάς Διαθήκης στο σύνολό της περιστρέφεται ουσιαστικά
γύρω από το γενεαλογικό δένδρο της Θεοτόκου και, συνεπώς, του ίδιου του
Χριστού. Η εκλογή της Παρθένου Μαρίας είναι το τέρμα μιας μακράς σειράς εκλογών
και υιοθεσιών, που δεν πραγματοποιούνται με αυθαίρετη επιβολή, αλλά με την
ελεύθερη συμβολή και συγκατάθεση των δικαίων της Παλαιάς Διαθήκης. Ο ρόλος τον
οποίο διαδραμάτισε η Παναγία στην ενανθρώπηση του Χριστού έχει καίριες
ανθρωπολογικές συνέπειες στην οικονομία της σωτηρίας. Η Παναγία Θεοτόκος δεν
υπήρξε απλώς ένα φυσικό όργανο της ενσάρκωσης. Η προσωπικότητα και ο ρόλος της
είναι αχώριστος από το σωτηριώδες έργο του Υιού της. Η συγκατάθεσή της στην
ενανθρώπηση του Υιού υπήρξε η σύμπτωση
της ανθρώπινης με τη θεία θέληση ως ένα υπαρξιακό γεγονός αλληλοπεριχώρησης
μεταξύ κτιστού και ακτίστου. Ο Θεός Λόγος έζησε ως άνθρωπος ως μέρος του
σώματός της. Στην ορθόδοξη «Θεοτοκολογία» δεν παρατηρείται καμία αποδέσμευση
και αυτονόμηση από τη Χριστολογία, όπως αντίθετα συμβαίνει με τη λεγόμενη
Μαριολογία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Η Παναγία, μόνη μέσα από όλη τη
δημιουργία, κατόρθωσε τον σκοπό για τον
οποίο υπάρχει η κτίση: να φθάσει στην πληρέστερη εγγύτητα με τον Θεό, να
χωρέσει τον αχώρητο. Ολόκληρη η δημιουργία και αυτοί ακόμη οι άυλοι και νοεροί
άγγελοι, διά της Θεοτόκου έχουν, πλέον, πρόσβαση στο γεγονός του Χριστού.
Το μυστήριο της ενανθρώπησης ως ένωση κτιστού και ακτίστου στην υπόσταση
του Λόγου συνιστάται από την ενέργεια και χάρη του Αγίου Πνεύματος στην Παρθένο
Μαρία. Θείος και ανθρώπινος παράγοντας συμβάλλουν αποφασιστικά με τον ιδιαίτερο
τρόπο τους στην πραγματοποίησή του, ώστε η αλήθεια της ενανθρώπησης εξαρτάται
από την εν Χριστώ ακεραιότητα και πληρότητα και της θεότητας και της
ανθρωπότητας. Η πρωτοβουλία βεβαίως της ενανθρώπησης ανήκε στην ελεύθερη
ευδοκία του Τριαδικού Θεού. Αν όμως η ανθρωπότητα δεν συμμετείχε και αυτή
ελεύθερα στην ενσάρκωση του Υιού, τότε η όλη διαδικασία θα ήταν οπωσδήποτε
αναγκαστική. Εφόσον καμία σχέση ουσίας δεν υφίσταται ανάμεσα στον άκτιστο Θεό
και τον κτιστό άνθρωπο, μία βίαιη πρόσληψη του κτιστού, δίχως την ελεύθερη
αποδοχή και συγκατάβασή του, δεν θα αποτελούσε παρά συντριβή και υπαρκτικό
εκμηδενισμό της ανθρώπινης φύσης. Η θεϊκή ευδοκία και πρωτοβουλία αναζητούσε ως
αναγκαίο όρο την ελεύθερη και ενεργητική ανταπόκριση του ανθρώπου. Ο όρος της
ελεύθερης αυτής διαδικασίας εκπληρώνεται στο πρόσωπο της Παρθένου Μαρίας και
σημαδεύει το γεγονός της θείας ενσάρκωσης, αναδεικνύοντας τον ενανθρωπήσαντα
ελεύθερη προσωπική ύπαρξη, που προέρχεται και από την ελεύθερη συγκατάθεση της
ανθρωπότητας. Η αρχή αυτή της συνεργίας Θεού και ανθρώπου εκπληρώνεται και για
τον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά στο μυστήριο της ενσωμάτωσής του στο σώμα του
Χριστού. Η μυστηριακή χάρη συνεργεί με την ελεύθερη ασκητική συγκατάθεση του
πιστού στο έργο της σωτηρίας.
7. Ο Χριστός και το Άγιον Πνεύμα
Μια άρρητη αμοιβαιότητα και περιχώρηση συνδέει τον Χριστό με το Άγιο
Πνεύμα. Ο Ιησούς αναδεικνύεται ο κατ’ εξοχήν Πνευματοφόρος, ο κεχρισμένος του Πνεύματος. Σε Αυτόν ως
Θεό προαιωνίως αλλά και ως άνθρωπο, πλέον, αναπαύεται το πλήρωμα των ενεργειών
και των χαρίτων του Πνεύματος. Δίχως να φανερώνει το πρόσωπό του, το Άγιο
Πνεύμα μαρτυρεί τον Χριστό ως Θεό σε όλα τα στάδια της επίγειας οικονομίας του
και, αμοιβαίως, ο Χριστός αποκαλύπτει τη θεότητα του Αγίου Πνεύματος. Με την
ενανθρώπηση του δεύτερου Αδάμ ανακαινίζεται ο άνθρωπος και επιστρέφει σ’ αυτόν
το αρχέγονο δώρημα του Πνεύματος. Τώρα πλέον το Άγιο Πνεύμα εισάγεται στην
κτιστή ύπαρξη ολότελα προσωπικά λόγω της υποστατικής ένωσης του Λόγου. Διά του
Αγίου Πνεύματος η ανθρώπινη φύση του Χριστού γίνεται στην Εκκλησία πηγή ακένωτη
των ενεργειών της Αγίας Τριάδος προς σύμπασα την ανθρωπότητα και την κτίση. Με
την αποστολή και δράση του Παρακλήτου, μετά την Ανάληψη, το γεγονός του Χριστού
επεκτείνεται λαμβάνοντας καθολική διάσταση, γιατί δεν υπόκειται πλέον στους
περιορισμούς του χώρου και του χρόνου. Διά του Αγίου Πνεύματος ο Χριστός
γίνεται η συλλογική Προσωπικότητα, η
οποία περιλαμβάνει ελεύθερα και ενοποιεί χαρισματικά κάθε ανθρώπινη ύπαρξη. Ο
νέος αυτός τρόπος της διαρκούς παρουσίας του Χριστού στον κόσμο ενεργοποιείται
μετά την Πεντηκοστή και συνιστά τη βάση και αποτελεσματικότητα των μυστηρίων
της εκκλησιαστικής κοινότητας. Το ιδιαίτερο αυτό έργο του Πνεύματος κάνει τον
Χριστό να μερίζεται αμερίστως και να μετέχεται από πολλούς χριστοειδείς, από
τις πολλές ανθρώπινες υπάρξεις. Ο Χριστός είναι πλέον παρών στη ζωή της
Εκκλησίας διά των Μυστηρίων και αποκαλύπτεται στους καθαρούς στην καρδιά ως
παρόμοια θεοφάνεια με εκείνη των μαθητών στο Θαβώρ.
Περιοδικό Εφημέριος, Δεκέμβριος 2013, σσ. 4-9.