Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2011

Γιώργος Κουτσοδιάκος:Πώς να νικήσω αυτόν τον άγριο καιρό...








Αισθάνομαι μόνος, αλλά τη νύχτα
νοιώθω ένα φοβερό συνωστισμό νεκρών
που θέλουν να εκφρασθούν.
Όμως ο λόγος μου είναι αδύνατος
και ξεψυχισμένος.

(μ. Κοσμάς)




Ταξιδεύοντας με τις συγκοινωνίες μέσα στο λεκανοπέδιο, από τη μία πλευρά της ανατολής μέχρι και την άλλη πλευρά του βορρά. Στάση του λεωφορείου και η αφεντιά μου είναι απορροφημένη σε θεολογικής ακροάσεως ραδιοφωνική εκπομπή καλού φίλου ενώ παράλληλα διαβάζει και βιβλίο, ανάλογου ενδιαφέροντος.

Εισβάλει ξαφνικά φουριόζος ένας νέος άνθρωπος και κάθεται σφήνα δίπλα μου. Μου πιάνει αμέσως την κουβέντα.

Συγνώμη φίλε μου, λέει, αλλά είμαι άνεργος, άστεγος και να, πήρα αυτά εδώ τα γλυκά (σιροπιαστά) για να συνέλθω λιγάκι...

Θέλεις και εσύ λίγο;
Να, πάρε αυτό εδώ το κουτάλι και δοκίμασε...
Το κουτάλι αχρησιμοποίητο και το κουτί με τα σιροπιαστά γλυκά μόλις το είχε ανοίξει μπροστά μου.

Βγάζω τα ακουστικά και παρατάω το βιβλίο που διάβαζα.

Μίλαγε τόσο γρήγορα... προσπαθούσα να τον παρακολουθήσω.

Δυο γυναίκες νέες, βορείων προαστίων, κρυφογελούσαν μέσα στο λεωφορείο με την κατάντια του.
Ήταν σχεδόν φανερό ότι ήταν πρεζάκι και ότι ήθελε τα γλυκά για να ξενερώσει...

Με μια απίστευτη ταχύτητα διηγιόταν περιστατικά από την πρόσφατη ζωή του καθώς γευόταν τα φρέσκα του γλυκά , ενώ παράλληλα κράταγε μπροστά μου και το κουτί με τα γλυκά, μήπως και αλλάξω γνώμη ή πεινάσω και θελήσω να δοκιμάσω.
Ήμουν χορτάτος...

Κάποτε (μου είπε) δούλευα σκληρά και πάρα πολλές ώρες τη μέρα. Έβγαζα ένα πολύ καλό μεροκάματο και να έβλεπες πόσο γρήγορος ήμουν στη δουλειά μου...
Τότε ήμουν και πιο παχύς.
Μην με βλέπεις έτσι, μου λέει, είμαι μεγάλος, γύρω στα 32.

Κι όμως φαινόταν μικρότερος.
Λευκό δέρμα, λεπτός, μαλλί καστανό με κοτσίδα, μαύρο σκούφο, τζίν παντελόνι, μαύρα μποτάκια.

Πλησίαζα στον προορισμό μου....
Ξαφνικά άρχισε να μου διηγείται, πως είχε ένα ατύχημα, μια μετωπική σύγκρουση με κάποιο αυτοκίνητο και πως έχασε κάποια δόντια του (τραπεζίτες), τα οποία και δεν μπορούσε να αντικαταστήσει.

Άρχισε να κλαίει σαν μωρό παιδί και να μου λέει πώς ο πατέρας του έπαθε έμφραγμα όταν αυτός είχε την μετωπική σύγκρουση με το αυτοκίνητο.
Ίσως και να είχε νοσηλευτεί μετά το ατύχημα.... όμως δεν του το ανέφερε.
Συνέχιζε κλαίγοντας να μου λέει ότι κάποτε ζούσαν όμορφα και καλά, μέχρι που πήγανε στα βόρεια προάστια και ισχυριζόταν ότι εκεί καταστραφήκανε!
Του έλεγα εγώ του πατέρα μου πως δεν έπρεπε να έρθουμε εδώ... Καθώς εγώ πατούσα το κουμπί της στάσης. Είχα φτάσει, έπρεπε να κατεβώ.

Παίχτηκαν και κάποια άλλα στο μεταξύ, για τα οποία όμως συμφέρει καλύτερα το να μην τα θυμάσαι καν από το να κάθεσαι και να γράφεις για αυτά.

Τον αποχαιρέτησα λοιπόν καθώς κατέβαινα από το λεωφορείο και τον άφηνα μέσα στους λυγμούς του.

Περπατούσα σε αυτές τις ήσυχες, καταπράσινες συνοικίες των βορείων προαστίων και δεν μπορούσα να μαζέψω του νου από την καρδιά μου.
Αναρωτιόμουν τι να ήταν αυτό το ελάχιστο που έκαψε τόσο πολύ την καρδιά μου. Αυτό το πρεζάκι, είχε ανοίξει τη δική του καρδιά μπας και συναντήσει την δική μου.

Δεν γνωρίζω σε ποια βιολογική διάθεση βρισκόταν ο οργανισμός του εκείνη τη στιγμή και σίγουρα δεν ήταν αυτό που με απασχολούσε.
Όση ώρα μου μιλούσε, έγερνε λίγο και το κεφάλι του, χωρίς να με πιέζει όμως, προς τον ώμο μου, σαν να ήθελε να το ξεκουράσει.
Έμοιαζε σαν να εξομολογιόταν με λυγμούς κάτω από ένα αόρατο πετραχήλι, καθώς άφηνε την αφεντιά μου εν μέσω φλογερών αποριών.
Μπορεί ένας άνθρωπος να προτιμήσει το πάθος του από το να πεθάνει της πείνας; Ή μπορεί να μοιραστεί και τα δυο αν χρειαστεί; Το πρώτο ως εξομολόγηση το δεύτερο ως ανθρωπιά;
Το δικό του πάθος είχε ανάγκη από κάποιο γλυκό εκείνη τη δεδομένη στιγμή, και όμως, είχε την αρχοντιά να περιμένει για να προσφέρει την πρώτη μπουκιά σε μένα.

Δεν είχα τίποτα να του προσφέρω. Η μόνη ελάχιστη «προσφορά» μου ήταν να τον ακούσω, ενθυμούμενος και κάτι ακόμα εις βάρος μου. Ότι όταν ο Ντοστογιέφσκι συναντούσε τους διάφορους παρίες στα φτωχικά σοκάκια της Ρωσίας και δεν είχε να τους προσφέρει τίποτα άλλο (εφόσον τους τα είχε μοιράσει όλα), έσκυβε απλά και τους φιλούσε το χέρι. Ενώ αυτοί, με δέος του έλεγαν, πως, κανένας άλλος δεν τους το έχει ξανακάνει αυτό μέχρι τώρα στη ζωή τους!

Συνέχισα το δρόμο μου, ευχόμενος ότι, μια τέτοια εξομολογητική καρδιά δεν μπορεί να μην συναντηθεί κάποια στιγμή με Αυτόν που κράταγε αυτό το αόρατο πετραχήλι όλη αυτή την ώρα.
Γιατί, είναι ορισμένες φορές, που το μετάνιωμα υπάρχει ακόμα και πριν από τη συνάντηση μαζί Του.
Κάποτε, κάποιος άσωτος συναντήθηκε με Αυτόν πριν ακόμα να συναντηθεί μαζί Του. Μόλις σκέφτηκε και δήλωσε μέσα στην καρδιά του αυτό το ηρωικό «θα σηκωθώ και θα πάω στον πατέρα μου...»1 ήταν ήδη απελευθερωμένος.

Οι φλεγόμενες απορίες μένουν όμως. Όπως για το ποιός τελικά είναι ο άσωτος της ιστορίας. Το «εξομολογημένο» πρεζάκι; Οι κυρίες των βορείων προαστίων; Η αφεντιά μου; Όλοι μας μαζί; Κανένας; Δεν ξέρω, αλλά πιστεύω ότι το 32χρονο πρεζάκι έφυγε απελευθερωμένο εκείνο το απόγευμα για το σπίτι του πατέρα του.
Και εγώ, σαν άλλος μούτσος, σαν νεωκόρος συνεχίζω να μηρυκάζω την βρωμιά του κόσμου, αλλά και να σωπαίνω. Ποιός άραγε θα με πιστέψει; 2



1 . Λουκάς 15:18
2 . Δαυίδ Μπάκας, «ο αλλοδαπός χρόνος της σιωπής», Αθήνα 1999.







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...