"Ἀφιερώνεις χρυσὸ ποτῆρι καὶ δὲν προσφέρης ἕνα ποτήρι νερό; Τί ὠφελεῖσαι; Κάμεις χρυσοκέντητα σκεπάσματα τῆς τράπεζας καὶ δὲν δίνεις στὸν ἴδιο μέρος ἀπαραίτητο γιὰ κατάλυμα, τί κερδίζεις ἀπ’ αὐτό;"
Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Ομιλία Ν΄στο κατά Ματθαίον (απόσπασμα)
"... Κανένας Ἰούδας, λοιπὸν καὶ κανένας Σίμωνας ἄς μὴν πλησιάση σ’ αὐτὸ τὸ τραπέζι: κι οἱ δὺο χάθηκαν ἀπὸ τὴ φιλαργυρία τους. Ἄς ἀποφύγωμε αὐτὸ τὸ βάραθρο κι ἄς μὴ νομίζωμε ὅτι μᾶς φτάνει γιὰ τὴ σωτηρία μας ἀφοῦ γδύσωμε τὶς χῆρες καὶ τὰ ὀρφανά, ποτήριο ἀπὸ χρυσὸ καὶ ἀδαμαντοποίκλιτο νὰ προσφέρωμε στὴν τράπεζα. Ἄν θέλωμε νὰ τιμήσωμε τὴ θυσία, ἄς προσφέρωμε τὴν ψυχή μας ποὺ γι’ αὐτὴν θυσιάστηκε. Αὐτὴ νὰ κάμωμε χρυσῆ. Ἄν αὐτὴ μένει χειρότερη ἀπὸ κόκκαλο καὶ μολύβι κι εἶναι μόνο τὸ σκεῦος χρυσό, ποιὸ τὸ ὄφελος;
Ἄς μὴ προσέχωμε λοιπὸν αὐτὸ μονάχα, πὼς νὰ προσφέρωμε σκεύη χρυσᾶ ἀλλὰ καὶ νὰ προέρχωνται ἀπὸ δίκαιους κόπους. Τότε εἶναι πολυτιμότερα ἀπὸ τὰ χρυσᾶ, ὅταν δὲν ἔχουν πλεονεξία. Δὲν εἶναι ἡ Ἐκκλησία χρυσοχοεῖο οὔτε ἀργυροκοπεῖο, ἀλλὰ σύναξη ἀγγέλων. Γι’ αὐτὸ ἔχομε ἀνάγκη ἀπὸ ψυχές. Γιὰ χάρη τῶν ψυχῶν δέχεται ὅλα αὐτὰ ὁ Θεός. Δὲν ἦταν τότε ἐκεῖνο τὸ τραπέζι ἀπὸ ἀσήμι οὔτε τὸ ποτήρι ἀπὸ χρυσό, ποὺ μ’ ἐκεῖνο ἔδωσε ὁ Χριστὸς στοὺς μαθητὰς του τὸ αἷμα του. Ἦσαν ὅλα ἐκεῖνα ἀκριβὰ καὶ φρικτὰ, γιατὶ ἦσαν γεμᾶτα ἀπὸ πνεῦμα.
Θέλεις νὰ τιμήσης τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Μὴν τὸ περιφρονήσης γυμνό. Μήτε νὰ τὸν τιμᾶς ἐδῶ μὲ ροῦχα μεταξωτὰ καὶ ν’ ἀδιαφορήσης, ὅταν τὸν βλέπης νὰ πεθαίνη ἔξω ἀπὸ τὴν παγωνιὰ καὶ τὴ γύμνια.
Ὁ ἴδιος ποὺ εἶπε Αὐτὸ εἶναι τὸ σῶμα μου, καὶ τὸ ἐπιβεβαίωσε μὲ τὸ λόγο του, εἶπε καὶ τὸ ἄλλο· Μὲ εἴδατε πεινασμένο καὶ δὲ μοῦ δώσαστε φαγητό. Καὶ ἀκόμα. Ἀφοῦ δὲν τὸ ἐπράξατε σ’ ἕναν ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ἀσήμαντους, δὲν τὸ ἐπράξατε οὔτε σ’ ἐμένα. Αὐτὸ δὲν χρειάζεται ροῦχα, ἀλλὰ καθαρὴ ψυχή. Ἐκεῖνο ὅμως χρειάζεται πολλὴ φροντίδα.
Ἄς μάθωμε λοιπὸν νὰ ζοῦμε πνευματικὰ καὶ νὰ τιμοῦμε τὸ Χριστό, ὅπως ἐκεῖνος θέλει. Γιατὶ ἡ πιὸ
εὐχάριστη τιμὴ γιὰ τὸν τιμώμενο εἶναι αὐτὴ ποὺ ὁ ἴδιος θέλει, ὄχι αὐτὴ ποὺ ἐμεῖς νομίζομε. Κι ὁ Πέτρος ἀπέδειξε ὅτι τὸν τιμοῦσε ἐμποδίζοντάς τον νὰ τοῦ πλύνη τὰ πόδια· αὐτὸ ποὺ ἔκανε ὅμως ἦταν ἀντίθετο τῆς τιμῆς. Κι ἐσὺ νὰ τὸν τιμᾶς μὲ τὴν τιμή, ποὺ ὁ ἴδιος ὥρισε· ξοδεύοντας τὸν πλοῦτο σου στοὺς φτωχούς. Δὲν ἔχει ὁ Θεός ἀνάγκη ἀπὸ χρυσᾶ σκεύη ἀλλὰ ἀπὸ ψυχὲς χρυσές.
δ΄. Δὲ θέλω νὰ ἐμποδίσω νὰ κατασκευάζωνται πολύτιμα ἀφιερώματα. Θεωρῶ ὅμως ὅτι μαζὶ μ’ αὐτὰ καὶ πρὶν ἀπ’ αὐτὰ ἀξίζει νὰ ἀσκοῦμε τὴν ἐλεημοσύνη. Κι αὐτὰ τὰ δέχεται, περισσότερο ὅπως ἐκείνη. Σ’ αὐτὰ ὠφελεῖται μόνο αὐτὸς ποὺ προσφέρει, σ’ ἐκείνην ὅμως κι αὐτὸς ποὺ δέχεται. Ἐδῶ μπορεῖ νὰ νομιστῆ τὸ πρᾶγμα σὰν ἀφορμὴ φιλοδοξίας, ἐνῶ ἐκεῖ ὅλα εἶναι ἐλεημοσύνη καὶ φιλανθρωπία.
Ποιὸ τὸ ὄφελος νὰ εἶναι γεμάτη ἡ τράπεζά του ἀπὸ χρυσὰ ποτήρια κι ὁ ἴδιος νὰ πεθαίνει τῆς πείνας;
Χόρτασε πρῶτα τὴν πεῖνα του καὶ τότε ὡς ἐκ περισσοῦ στόλισε καὶ τὴν τράπεζά του.
Ἀφιερώνεις χρυσὸ ποτῆρι καὶ δὲν προσφέρης ἕνα ποτήρι νερό; Τί ὠφελεῖσαι; Κάμεις χρυσοκέντητα σκεπάσματα τῆς τράπεζας καὶ δὲν δίνεις στὸν ἴδιο μέρος ἀπαραίτητο γιὰ κατάλυμα, τί κερδίζεις ἀπ’ αὐτό; Πέστε μου. Ἄν βλέπαμε κάποιον ποῦ στερεῖται τὴν ἀπαραίτητη τροφὴ καὶ ἀφίνοντάς τον νὰ εὔρη τρόπο νὰ ὑπερνικήση τὴ πείνα του, ἐμεῖς ντύναμε μονάχα μὲ ἀσήμι τὸ τραπέζι του, ἆραγε θὰ μᾶς ἀναγνώριζε τὴ χάρη καὶ δὲ θὰ δοκίμαζε μεγαλύτερη ἀγανάκτηση; Κι ἄν τὸν ἐβλέπαμε ντυμένο μὲ κουρέλια καὶ τὸ κρύο νὰ τὸν παγώνη καὶ ἀντὶ νὰ τοῦ δώσωμε ροῦχα τοῦ φτιάχνομαι χρυσοὺς κίονες λέγοντας ὅτι τὸ κάνομε γιὰ νὰ τὸν τιμήσωμε δὲ θὰ ἰσχυριζόταν ὅτι τὸν εἰρωνευόμαστε καὶ δὲ θὰ θεωροῦσε τὸ πρᾶγμα ἔσχατη ὕβρη; Σκέψου το αὐτὸ καὶ στὴν περίπτωση τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν γυρίζη πλάνης καὶ ξένος, ἔχοντας ἀνάγκη ἀπὸ στέγη, κι ἐσὺ ἀντὶ νὰ τὸν ὑποδεχτῆς στολίζης τὰ πατώματα καὶ τοὺς τοίχους καὶ τὰ κιονόκρανα καὶ κρεμᾶς ἁλυσιδες ἀπὸ λαμπάδες ἀσημένιες καὶ καθόλου δὲ θέλης νὰ κοιτάξης τὸν ἴδιο ποὺ εἶναι ἁλυσοδεμένος στὸ δεσμωτήριο.
Δὲν τὰ λέγω αὐτὰ ἐπειδὴ θέλω νὰ σᾶς ἀνακόψω ἀπὸ τέτοιες φιλοτιμίες, ἀλλὰ νὰ κάμετε αὐτὰ μαζὶ μ’ ἐκεῖνες, ἤ μᾶλλον γιὰ νὰ σᾶς συστήσω νὰ κάνετε αὐτὰ πρὶν ἀπ’ αὐτές.
Κανένας δὲν κατηγορήθηκε, ἐπειδὴ δὲν ἐνδιαφέρθηκε γι’ αὐτά. Γιὰ τὴν παραμέληση ὅμως τῶν ἄλλων αἰωρεῖται ἡ ἀπειλὴ τῆς γέενας καὶ τῆς ἄσβηστης φωτιᾶς καὶ ἡ τιμωρία μαζὶ μὲ τοὺς δαίμονοες.
Μὴ στολίζης λοιπὸν τὸ ναὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἀδιαφορεῖς γιὰ τὴ θλίψη τοῦ ἀδελφοῦ σου. Αὐτὸς εἶναι ἀπὸ κεῖνον ἀνώτερος ναός.
Καὶ τὰ κειμήλια αὐτὰ θὰ μπορέσουν νὰ τ’ ἀφαιρέσουν καὶ βασιλιὰδες ἄπιστοι καὶ τύραννοι καὶ λησταί. Ὅσα ὅμως προσφέρεις στὸν πεινασμένο ἀδελφό σου, καὶ τὸν ξένο καὶ τὸν γυμνὸ οὔτε ὁ ἴδιος ὁ διάβολος δὲν μπορεῖ νὰ τὰ κλέψη, ἀλλὰ παραμένουν σὲ θησαυροφυλάκιο ἀπαραβίαστο.
Ἄς μὴ προσέχωμε λοιπὸν αὐτὸ μονάχα, πὼς νὰ προσφέρωμε σκεύη χρυσᾶ ἀλλὰ καὶ νὰ προέρχωνται ἀπὸ δίκαιους κόπους. Τότε εἶναι πολυτιμότερα ἀπὸ τὰ χρυσᾶ, ὅταν δὲν ἔχουν πλεονεξία. Δὲν εἶναι ἡ Ἐκκλησία χρυσοχοεῖο οὔτε ἀργυροκοπεῖο, ἀλλὰ σύναξη ἀγγέλων. Γι’ αὐτὸ ἔχομε ἀνάγκη ἀπὸ ψυχές. Γιὰ χάρη τῶν ψυχῶν δέχεται ὅλα αὐτὰ ὁ Θεός. Δὲν ἦταν τότε ἐκεῖνο τὸ τραπέζι ἀπὸ ἀσήμι οὔτε τὸ ποτήρι ἀπὸ χρυσό, ποὺ μ’ ἐκεῖνο ἔδωσε ὁ Χριστὸς στοὺς μαθητὰς του τὸ αἷμα του. Ἦσαν ὅλα ἐκεῖνα ἀκριβὰ καὶ φρικτὰ, γιατὶ ἦσαν γεμᾶτα ἀπὸ πνεῦμα.
Θέλεις νὰ τιμήσης τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Μὴν τὸ περιφρονήσης γυμνό. Μήτε νὰ τὸν τιμᾶς ἐδῶ μὲ ροῦχα μεταξωτὰ καὶ ν’ ἀδιαφορήσης, ὅταν τὸν βλέπης νὰ πεθαίνη ἔξω ἀπὸ τὴν παγωνιὰ καὶ τὴ γύμνια.
Ὁ ἴδιος ποὺ εἶπε Αὐτὸ εἶναι τὸ σῶμα μου, καὶ τὸ ἐπιβεβαίωσε μὲ τὸ λόγο του, εἶπε καὶ τὸ ἄλλο· Μὲ εἴδατε πεινασμένο καὶ δὲ μοῦ δώσαστε φαγητό. Καὶ ἀκόμα. Ἀφοῦ δὲν τὸ ἐπράξατε σ’ ἕναν ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ἀσήμαντους, δὲν τὸ ἐπράξατε οὔτε σ’ ἐμένα. Αὐτὸ δὲν χρειάζεται ροῦχα, ἀλλὰ καθαρὴ ψυχή. Ἐκεῖνο ὅμως χρειάζεται πολλὴ φροντίδα.
Ἄς μάθωμε λοιπὸν νὰ ζοῦμε πνευματικὰ καὶ νὰ τιμοῦμε τὸ Χριστό, ὅπως ἐκεῖνος θέλει. Γιατὶ ἡ πιὸ
εὐχάριστη τιμὴ γιὰ τὸν τιμώμενο εἶναι αὐτὴ ποὺ ὁ ἴδιος θέλει, ὄχι αὐτὴ ποὺ ἐμεῖς νομίζομε. Κι ὁ Πέτρος ἀπέδειξε ὅτι τὸν τιμοῦσε ἐμποδίζοντάς τον νὰ τοῦ πλύνη τὰ πόδια· αὐτὸ ποὺ ἔκανε ὅμως ἦταν ἀντίθετο τῆς τιμῆς. Κι ἐσὺ νὰ τὸν τιμᾶς μὲ τὴν τιμή, ποὺ ὁ ἴδιος ὥρισε· ξοδεύοντας τὸν πλοῦτο σου στοὺς φτωχούς. Δὲν ἔχει ὁ Θεός ἀνάγκη ἀπὸ χρυσᾶ σκεύη ἀλλὰ ἀπὸ ψυχὲς χρυσές.
δ΄. Δὲ θέλω νὰ ἐμποδίσω νὰ κατασκευάζωνται πολύτιμα ἀφιερώματα. Θεωρῶ ὅμως ὅτι μαζὶ μ’ αὐτὰ καὶ πρὶν ἀπ’ αὐτὰ ἀξίζει νὰ ἀσκοῦμε τὴν ἐλεημοσύνη. Κι αὐτὰ τὰ δέχεται, περισσότερο ὅπως ἐκείνη. Σ’ αὐτὰ ὠφελεῖται μόνο αὐτὸς ποὺ προσφέρει, σ’ ἐκείνην ὅμως κι αὐτὸς ποὺ δέχεται. Ἐδῶ μπορεῖ νὰ νομιστῆ τὸ πρᾶγμα σὰν ἀφορμὴ φιλοδοξίας, ἐνῶ ἐκεῖ ὅλα εἶναι ἐλεημοσύνη καὶ φιλανθρωπία.
Ποιὸ τὸ ὄφελος νὰ εἶναι γεμάτη ἡ τράπεζά του ἀπὸ χρυσὰ ποτήρια κι ὁ ἴδιος νὰ πεθαίνει τῆς πείνας;
Χόρτασε πρῶτα τὴν πεῖνα του καὶ τότε ὡς ἐκ περισσοῦ στόλισε καὶ τὴν τράπεζά του.
Ἀφιερώνεις χρυσὸ ποτῆρι καὶ δὲν προσφέρης ἕνα ποτήρι νερό; Τί ὠφελεῖσαι; Κάμεις χρυσοκέντητα σκεπάσματα τῆς τράπεζας καὶ δὲν δίνεις στὸν ἴδιο μέρος ἀπαραίτητο γιὰ κατάλυμα, τί κερδίζεις ἀπ’ αὐτό; Πέστε μου. Ἄν βλέπαμε κάποιον ποῦ στερεῖται τὴν ἀπαραίτητη τροφὴ καὶ ἀφίνοντάς τον νὰ εὔρη τρόπο νὰ ὑπερνικήση τὴ πείνα του, ἐμεῖς ντύναμε μονάχα μὲ ἀσήμι τὸ τραπέζι του, ἆραγε θὰ μᾶς ἀναγνώριζε τὴ χάρη καὶ δὲ θὰ δοκίμαζε μεγαλύτερη ἀγανάκτηση; Κι ἄν τὸν ἐβλέπαμε ντυμένο μὲ κουρέλια καὶ τὸ κρύο νὰ τὸν παγώνη καὶ ἀντὶ νὰ τοῦ δώσωμε ροῦχα τοῦ φτιάχνομαι χρυσοὺς κίονες λέγοντας ὅτι τὸ κάνομε γιὰ νὰ τὸν τιμήσωμε δὲ θὰ ἰσχυριζόταν ὅτι τὸν εἰρωνευόμαστε καὶ δὲ θὰ θεωροῦσε τὸ πρᾶγμα ἔσχατη ὕβρη; Σκέψου το αὐτὸ καὶ στὴν περίπτωση τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν γυρίζη πλάνης καὶ ξένος, ἔχοντας ἀνάγκη ἀπὸ στέγη, κι ἐσὺ ἀντὶ νὰ τὸν ὑποδεχτῆς στολίζης τὰ πατώματα καὶ τοὺς τοίχους καὶ τὰ κιονόκρανα καὶ κρεμᾶς ἁλυσιδες ἀπὸ λαμπάδες ἀσημένιες καὶ καθόλου δὲ θέλης νὰ κοιτάξης τὸν ἴδιο ποὺ εἶναι ἁλυσοδεμένος στὸ δεσμωτήριο.
Δὲν τὰ λέγω αὐτὰ ἐπειδὴ θέλω νὰ σᾶς ἀνακόψω ἀπὸ τέτοιες φιλοτιμίες, ἀλλὰ νὰ κάμετε αὐτὰ μαζὶ μ’ ἐκεῖνες, ἤ μᾶλλον γιὰ νὰ σᾶς συστήσω νὰ κάνετε αὐτὰ πρὶν ἀπ’ αὐτές.
Κανένας δὲν κατηγορήθηκε, ἐπειδὴ δὲν ἐνδιαφέρθηκε γι’ αὐτά. Γιὰ τὴν παραμέληση ὅμως τῶν ἄλλων αἰωρεῖται ἡ ἀπειλὴ τῆς γέενας καὶ τῆς ἄσβηστης φωτιᾶς καὶ ἡ τιμωρία μαζὶ μὲ τοὺς δαίμονοες.
Μὴ στολίζης λοιπὸν τὸ ναὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἀδιαφορεῖς γιὰ τὴ θλίψη τοῦ ἀδελφοῦ σου. Αὐτὸς εἶναι ἀπὸ κεῖνον ἀνώτερος ναός.
Καὶ τὰ κειμήλια αὐτὰ θὰ μπορέσουν νὰ τ’ ἀφαιρέσουν καὶ βασιλιὰδες ἄπιστοι καὶ τύραννοι καὶ λησταί. Ὅσα ὅμως προσφέρεις στὸν πεινασμένο ἀδελφό σου, καὶ τὸν ξένο καὶ τὸν γυμνὸ οὔτε ὁ ἴδιος ὁ διάβολος δὲν μπορεῖ νὰ τὰ κλέψη, ἀλλὰ παραμένουν σὲ θησαυροφυλάκιο ἀπαραβίαστο.
http://www.sostis.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου