Το «Χριστός Ανέστη» έδιδε κι έπαιρνε. Τι χαρούμενα λόγια! Σ’ όλα τα πρόσωπα χαρά. Δεν ήτανε τώρα όπως στην αρχή. Τώρα έβλεπες ημεράδα και φως. Η Θεία Λειτουργία δεν είναι θέατρο. Είναι ζωή. «Άγγελοι μετά ανθρώπων συλλειτουργούσιν». (…)
Η Ανάσταση του Χριστού είχε γίνει, η φυλακή μας συνεχιζόταν, η «ανάσταση» η δική μας ήταν μια ελπίδα. Κι η ελπίδα είναι το ψωμί του δυστυχισμένου…
Αν η Ι. Σύνοδος μπορούσε ν’ ακούει όσα λέγονταν στη Γυάρο, τότε θα καταλάβαινε πως δεν θα υπήρχε κανένα χαμένο πρόβατο, αν πρώτα δεν υπήρχε ένας χαμένος ποιμένας! (…)
Δεν ήμουνα ευχαριστημένος με τίποτα. Το μόνο που μ’ ενθουσίαζε και με μεθούσε, ήταν η Άνοιξη, ο Απρίλης. Οι όψιμες βροχές έκαμαν ν’ ανθίσουν και τα βράχια. Κάτι αγριολούλουδα μικρά μα τόσο χαριτωμένα, τόσο όμορφα που σου μιλάγανε στην καρδιά. Δεν ήτανε λουλούδια. Ήτανε μάτια υπερκόσμιων, αγγελικών όντων με χίλιες λάμψεις κι ομορφιές. (…)
Δεν έβλεπα τη στιγμή ν’ ανοίξει η πόρτα, να χιμήξω έξω, περιπλανώμενος μόνος στα βουνά και τα λαγκάδια του ανθισμένου νησιού. (…)
Ήτανε μια πασχαλιάτικη μέρα τ’ Απρίλη γλυκειά σαν την αγάπη, αγνή σαν το χαμόγελο του μωρού, ανάλαφρη σαν αύρα. Ξεκίνησα για την ψηλή κορυφή. Τα Γιούρα. (…) Ανηφόρα ολοπράσινη, λουλούδια με τα πιο ελκυστικά χρώματα, αγριοπερίστερα που πεταγόντουσαν ξαφνικά και μια λιακάδα γλυκειά χωρίς να λιγώνει. (…)
Ανεβαίνω με κατάκοπα τα πόδια μου. Ξαφνικά άνοιξε μπροστά μου ουρανός. Είχα βγει στο ξέφωτο. Ένα μικρό ίσιωμα μερικά στρέμματα. Μονομιάς ξεκουράστηκα. Ήτανε τόσος ο ενθουσιασμός μου που άρχισα να χορεύω. Στην άλλη άκρη αυτού του ισώματος μια κατηφόρα που έφθανε κάθετα ως τη θάλασσα. (…)
Αν μπορούσα να μιλήσω στα βράχια, στ’ ανθισμένα ασπάλαθια, στο θυμάρι, στα τόσα λουλούδια, στ’ αγριοπερίστερα, στο βουνό το ίδιο, τη ζεστή αύρα, τον ήλιο. Θα τους έλεγα: Αδέλφια μου μη φοβάστε! Δεν είμαι καταχτητής για να σας κάμω κακό. Είμαι κάτι σαν και σας, ένας εξόριστος και σας αγαπώ γιατί σας νιώθω πολύ. Ελάτε να παίξουμε μαζί, να χαρούμε μαζί τη ζωή. Ελάτε να δοξάσουμε μαζί τον Δημιουργό μας. Αλήθεια, το ξέρετε πως αναστήθηκε ο Χριστός; Ελάτε να ψάλουμε όλοι μαζί: «Τον Κύριον υμνείτε και υπερυψούτε εις πάντας τους αιώνας»! Άρχισα να χορεύω και να ψάλλω: «Χριστός Ανέστη εκ νεκρών, θανάτω θάνατον πατήσας και τοις εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος». (…)
Μια προσπάθεια ακόμα και ήμουνα στην κορυφή, στο πιο ψηλό σημείο του νησιού. Όλη η κορυφή ένα μεγάλο αλώνι. (…)
Όσο πιο πολύ νοιώθεις το δημιούργημα, τόσο πιο πολύ πλησιάζεις τον Δημιουργό. Στάθηκα σε μια άκρη με δέος. Απέναντι η Άνδρος, το νησί που πέθανε εξόριστος ο Παπουλάκος. Δεξιά της η Τήνος με τα Υστέρνια φάτσα, όπου αυτοεξόριστος προσπαθεί να κάμει τον απολογισμό της αποτυχίας του ο Αρχιεπίσκοπος της Δικτατορίας κ. Ιερώνυμος. Μέσα μου Τήνος σημαίνει Ναός της Παναγίας. Νοερά επισκέπτομαι τον Ναό. Στο πρόσωπο της Παναγίας είδα τη χαρά του γονιού που βλέπει τον θρίαμβο του παιδιού του. Είχε δει τον μονάκριβο γιο της να πεθαίνει στο σταυρό σαν κακούργος! Όλα για μια στιγμή φαίνονται να χάθηκαν. Όμως να! Ο τάφος ανοικτός και άδειος! Ανέστη ο Κύριος! (…) Ο Κύριος νίκησε! Ο Κύριος ο Βασιλέας Χριστός ζει! Τα χείλη μου άνοιξαν σε προσευχή. Μια προσευχή διαφορετική από άλλες φορές. Προσευχή μαζί κι εξομολόγηση. Ίσως όχι μονάχα για μένα μα για πολλούς. Το παράπονο και ο πόνος όλου του κόσμου. Το παράπονο του ανθρώπου που καταπιέζεται, που αδικείται, που βασανίζεται σ’ ένα μπουντρούμι, που δεν έχει οικογένεια, σπίτι και πίστη, δεν είναι μήπως παράπονο και πόνος ολόκληρων λαών. (…)
- Τι προσφέραμε, Κύριε, είπα φωναχτά, σ’ αυτούς τους λαούς; Τι προσφέραμε για την ειρήνη, την ισότητα, τη δικαιοσύνη, ανάμεσα στους λαούς; Προσφέραμε το Ευαγγέλιο! Μα τι είναι το Ευαγγέλιο; Ένα κείμενο, ένα μήνυμα! Δεν είναι η πράξη, η ζωή. Δεν είναι υλοποίηση της ιδέας. Είναι βέβαια απαραίτητο να πούμε το σωστό, ν’ ανοίξουμε το δρόμο. Μα αυτό είναι το εύκολο. Αυτό δεν αρκεί. Αυτό που αξίζει είναι να προχωρήσουμε στην πράξη. Να δώσουμε στο μήνυμα σάρκα και οστά. Κι αυτό δεν έγινε. (…)
Πόλεμοι, αποικιοκρατία, φασισμός, υλοκρατία, στυγνή εκμετάλλευση των αδυνάτων και σκλαβιά, αυτή είναι η πράξη των Χριστιανών, Κύριε! Γι’ αυτό ήρθες λοιπόν στον κόσμο και γι’ αυτό ανέβηκες στο Γολγοθά; Βέβαια, η Χριστιανική ανθρωπότητα σούχει προσφέρει Ναούς, αληθινά αριστουργήματα τέχνης και πλούτου, ύμνους και τελετές. (…) Αυτά είναι λοιπόν που ζήτησες από μας; Αυτή είναι η ευάρεστη προσφορά ενώπιόν σου; Τι κρίμα, Κύριε! (…) Μέχρι πότε, Κύριε, θα βλέπεις αυτήν την κατάσταση και θα μακροδυμείς; (…)
Είπα και άλλα πολλά σε μια πυρακτωμένη εξομολόγηση. (…) Με κυρίευσε ενθουσιασμός μέγας. Νόμιζα πως είχα φτερά, πως δεν πατούσα στο χώμα. Πηγαινοερχόμουνα από το ένα σημείο στο άλλο ψάλλοντας. Χόρτασα «Χριστός Ανέστη»! Εκδικήθηκα την Ανάσταση της φυλακής με τα αυτόματα. Εδώ, μακριά από την κακία του κόσμου, στη γλυκειά Άνοιξη τα’ Απρίλη, γιόρτασα την Ανάσταση του Χριστού, τη ζωοφόρα Άνοιξη της ανθρωπότητας!
Από το βιβλίο "7 μήνες στην Ασφάλεια
και τη Γυάρο"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου