Σε ελάχιστες ημέρες θα γιορτάσουμε το σωτήριο γεγονός της Γέννησης του Χριστού, τη σοβαρότητα του οποίου, απειλεί να επισκιάσει μια συνηθισμένη τάση ρομαντικής προσέγγισης. Δεν είναι μια τάση αθώα, αλλά αποτελεί παρέκκλιση από την ορθόδοξη παράδοση ( ας παραβλέψουμε εδώ τον άκρατο καταναλωτισμό των ημερών ). Κάτω από τα πιο ψηλά χριστουγεννιάτικα δένδρα και τις πιο φαντασμαγορικά στολισμένες και φωτισμένες πλατείες κρύβεται η απουσία μιας αυθεντικής ζωής.
Η Εκκλησία όμως, συνεχώς μας καλεί σε μια δυναμική πορεία κατά της εκτροπής αυτής και πάντα μας προφυλάσσει από κάθε είδους μονομέρειες και μονοφυσιτισμούς που γεννούν τέτοιες εκτροπές. Όπλα της είναι τα βιβλικά κείμενα, η υμνολογία και η αγιογραφία της. Με τον τρόπο που προσεγγίζει ή αποδίδει το μυστήριο της Γέννησης και στις τρεις αυτές φανερώσεις της, κρατάει και αυτό και εμάς στην αλήθεια. Από τη μια δεν το υποβαθμίζει σε μια ρομαντική ιστορία και από την άλλη δεν μας αφήνει περιθώρια να το βλέπουμε απλά σαν κάτι το διατηρητέο και απαραίτητο για τα έθιμα του τόπου μας .Θεωρώντας το μυστήριο της Γέννησης στις πραγματικές του διαστάσεις, μας καλεί να το βιώσουμε βαθιά μέσα μας.
Σήμερα όμως ο λόγος για την εικόνα της Γέννησης. Ας αναφέρουμε πρώτα δύο γενικές εκτιμήσεις.
Α) Στη βυζαντινή εικόνα της Γέννησης, μέσα σε μια συμφωνία χρωμάτων, διαστάσεων, θεμάτων και μορφών αποτυπώνεται η ισορροπία. Κυριαρχεί το θεανθρώπινο. Όλος ο Θεός παρών στην εικόνα και όλος ο άνθρωπος. Η εικόνα δεν ιστορεί ένα γεγονός, στο οποίο δρα μόνον ο Θεός ή μόνον ο άνθρωπος. Ο Θεός ευδοκεί και γίνεται άνθρωπος και ο άνθρωπος (στο πρόσωπο της Θεοτόκου) συνευδοκεί στο να συναντηθεί με το Θεό. Και όλη η κτίση μετέχει σ΄αυτή τη συνευδοκία. Για να γίνει ο άνθρωπος Θεός .
Β) Στην εικόνα συμπορεύεται ένας διάχυτος δραματικός τόνος με ένα χαρμόσυνο. Ο πρώτος υποβάλει μια σιωπηλή προσκύνηση και ο δεύτερος ωθεί σε δοξαστικά σκιρτήματα. Έχουμε να κάνουμε και εδώ με τη γνωστή χαρμολύπη της Μ. Εβδομάδας. Και αυτή η ανάμιξη βιωμάτων είναι που εξασφαλίζει την ισορροπία. Με άλλα λόγια, από κάθε πτυχή της εικόνας αναδύεται η θεανθρωπότητα, με βάση την οποία εξασφαλίζεται το ενιαίο μυστήριο της σωτηρίας μας. Κάθε πτυχή της υποβάλλει το μυστήριο, το οποίο ενεργείται εντός της ιστορίας όχι μια χρονική στιγμή αλλά απ΄αιώνων και στο διηνεκές. Γι΄ αυτό στη βυζαντινή εικόνα της Γέννησης, όσο παράδοξο κι αν φαίνεται , αλληλοπεριχωρούνται Γέννηση, Θεοφάνια, Σταύρωση, Ταφή και Ανάσταση. Όλα δηλαδή τα γεγονότα της θείας οικονομίας. Γι΄αυτό και ο προσκυνητής της εικόνας της Γέννησης ενώ προσκυνά τη Γέννα δεν χάνει την προοπτική της που είναι η σταύρωση, το πάθος, η ταφή και η ανάσταση. Δηλαδή ο πιστός ξεφεύγει από κομματιάσματα, απελευθερώνεται από το χρόνο διαβαίνει μέσα απ΄όλα σώζεται μέσα απ΄ όλα και προσκυνεί τον όλο Χριστό.
Μετά από τις γενικές αυτές εκτιμήσεις ας προσεγγίσουμε αναλυτικότερα την εικόνα.
Στη βυζαντινή εικόνα, σε αντίθεση με τη Δυτική, το σκηνικό της παράστασης δεν περιλαμβάνει στάβλο, άχυρα κ.λ.π. Ένα βουνό, ένα σπήλαιο, μια φάτνη-μνήμα, δυο ζώα είναι τα κύρια στοιχεία του σκηνικού αυτού, μέσα στο σπήλαιο. Έξω απ΄αυτό η Θεοτόκος, ο Ιωσήφ, οι άγγελοι, οι ποιμένες, οι μάγοι, το αστέρι, λίγα πρόβατα και δένδρα προσθέτουν το δικό τους χρώμα.
Αρχίζουμε με το βουνό. Είναι παρόμοιο με αυτό της Αναστάσεως. Αν και βραχώδες, είναι εύχαρι ειρηνόχυτο και φωτεινόχρωμο όπως λέει κι ο Φώτης Κόντογλου. Λούζεται όχι από μια εξωτερική πηγή φωτός, αλλά από το ίδιο το απαστράπτον γεγονός της Γέννησης του Χριστού που είναι η ανατολή στον κόσμο του νοητού ηλίου της δικαιοσύνης. Θα έλεγε κανείς απλά πως μοιάζει με σκηνή οπότε είναι προφανής η αναγωγή στο λόγο του Ιωάννη «ο Λόγος σάρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν» ή στο λόγο της Αποκάλυψης «και ιδού η σκηνή του Θεού μετά των ανθρώπων». Είναι το μεσσιανικό όρος του Ησαία, το όρος Σιών, δηλαδή η Εκκλησία. Μέσα σ’ αυτήν και γι’ αυτήν γεννιέται ο Μεσσίας. Με το τριγωνικό του σχήμα το βουνό, ακολουθώντας τις πλευρές του από τη βάση προς την κορυφή ( όπου βρίσκεται ο αστέρας), μας παραπέμπει στην Άνω Ιερουσαλήμ. Στο κέντρο του βουνού, ζωγραφίζεται το σπήλαιο και στο κέντρο του τοποθετείται ο Χριστός «κείμενος εν φάτνη».Το σπήλαιο σε αντίθεση με το βουνό είναι σκοτεινό. Το σκοτάδι του συμβολίζει το πνευματικό σκοτάδι , την απουσία φωτός προ της ελεύσεως του Χριστού. Σ’ αυτό το σκοτάδι έλαμψε το Φως-Χριστός. Επιπλέον το σκοτάδι αυτό συμβολίζει τον Άδη τον οποίο θα φωτίσει με την ανάστασή του ο Χριστός, ο «ήλιος της δικαιοσύνης».
Τρίτο στοιχείο του σκηνικού είναι η φάτνη. Βρίσκεται στο κέντρο του σπηλαίου και μέσα της είναι σπαργανωμένο το «παιδίον» Ιησούς. Όμως δεν είναι τυλιγμένος παρά με νεκρικά οθώνια. Η φάτνη δεν είναι φυσική αλλά κτιστή σαν μνήμα. Αυτό το κάνει ο ορθόδοξος αγιογράφος για να δείξει την προοπτική της Γέννησης, δηλαδή το Πάθος την Ταφή και την Ανάσταση. Το βρέφος-Χριστός δεν είναι ένα γυμνό στρουμπουλό μωρό (όπως το βλέπουμε σε Δυτικές εικόνες) αλλά είναι μάλλον σα νεκρός. Και μάλιστα έχει έκφραση ώριμου άνδρα που εκφράζει τη σοφία του θεανθρώπου. Εδώ υπηρετείται το δόγμα ότι ο Υιός του Θεού ανέλαβε ολόκληρη τη φύση του ανθρώπου, στην οποία ανήκει και η θνητότητά του.
Άλλο στοιχείο της εικόνας με βαθύ νόημα είναι το βόδι και ο όνος .Είναι μια ζωγραφική υπενθύμιση των σκληρών προφητικών λόγων του Ησαία κατά του Ισραήλ και της αποστασίας του : « γνώρισε το βόδι τον Κύριό του και ο όνος την φάτνη του Κυρίου του .Όμως ο Ισραήλ δεν θέλησε να με γνωρίσει ». Θα μπορούσε να δει κανείς και άλλο συμβολισμό. Στον όνο να δει την ταπεινή μεσσιανική πορεία του Χριστού και στο βόδι, που ήταν ζώο θυσίας, να δει την κατάληξη αυτής της πορείας, τη θυσία. Η παρουσία των δύο αυτών ζώων στην εικόνα δένει την Παλαιά με την Καινή Διαθήκη. Επίσης απευθύνει ένα ξεκάθαρο μήνυμα στους πιστούς που προσκυνούν την εικόνα : Μην υστερήσετε έναντι των αλόγων ζώων, που γνωρίζουν τον Κύριό τους. Αυτό το βρέφος είναι ο Μεσσίας. Αναγνωρίστε τον.
Καίρια και επιβλητική θέση στην εικόνα (όπως και στο σχέδιο της σωτηρίας) κατέχει η Θεοτόκος. Έχει τις μεγαλύτερες διαστάσεις από όλα τα πρόσωπα στην εικόνα γιατί είναι η πρωταγωνίστρια στο σχέδιο της σωτηρίας. Συνήθως ζωγραφίζεται ανάλαφρα μισοξαπλωμένη. Με αυτό υπονοείται η απουσία πόνων κατά τον τοκετό καθώς διδάσκει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ότι η Γέννηση του Χριστού ήταν φυσική και υπερφυσική και «υπέρ νόμον κυήσεως». Το πρόσωπό της εκπέμπει μητρικότητα και τρυφερότητα όχι μόνο προς το βρέφος αλλά και προς την οικουμένη προς την οποία εισήγαγε τον «πρωτότοκον πάσης κτίσεως». Έχει συνείδηση του τόκου που έφερε στον κόσμο. Γι΄ αυτό και η απόστασή της είναι τέτοια και τόση από το Χριστό όση επιβάλλει η γνώση από τη μια ότι είναι το σπλάχνο της και από την άλλη ότι είναι και δικός της Θεός. Είναι συνεσταλμένη, σιωπηλή και σεμνή Παρθένα. Όχι αγέρωχη μαντόνα-καλλονή της Δυτικής τέχνης. Μια γλυκιά μελαγχολία απλώνεται στο πρόσωπό της, καθώς είναι μέτοχη της οδύνης και του σταυρού του τέκνου της. Συνήθως βρίσκεται στην κορυφή λόφου μπροστά από το σπήλαιο, καθώς ο ύμνος την περιγράφει ως «όρος αλατόμητον» και «όρος άγιον».
Ο Ιωσήφ τοποθετείται έξω από το σπήλαιο, απόμακρα, στο τέλος της εικόνας (κάτω δεξιά). Βρίσκεται εκτός του σπηλαίου όπως ήταν και εκτός της διαδικασίας σύλληψης του Χριστού. Δεν είναι εξισωμένος με την Παναγία ούτε στέκεται δίπλα της όπως συμβαίνει στη Δυτική ζωγραφική, όπου απουσιάζει η θεολογία και εξανθρωπίζεται το μυστήριο. Για μας ο Ιωσήφ δεν είναι το τρίτο μέλος μιας κλειστής τριμελούς αγίας οικογένειας, αλλά το πρόσωπο στο οποίο το σχέδιο του Θεού ανάθεσε μία και μόνη λεπτή διακονία : την προστασία της Παναγίας και του Χριστού κατά τα ανθρώπινα. Αν θέλουμε να εντοπίσουμε την οικογένεια του Χριστού στην εικόνα, παρατηρούμε το Χριστό στο κέντρο (αρχηγός της οικογένειας), τη Θεοτόκο τον Ιωσήφ, τους ποιμένες, τους μάγους και η οικογένεια συνεχώς διευρύνεται με τον κάθε πιστό που προσκυνά την εικόνα. Παράλληλα διαγράφεται και το εορτολόγιο της εκκλησίας : Την πρώτη ημέρα των Χριστουγέννων γιορτάζουμε τον Χριστό, τη δεύτερη την Παναγία, την τρίτη τον Ιωσήφ. Μετά τα νήπια της Βηθλεέμ, τον Δαυίδ, τον Ιακώβ, τον Μ. Βασίλειο κ.λ.π. Παρατηρώντας, βλέπουμε τον Ιωσήφ πολύ σκεπτικό. Βασανίζεται από αμφιβολίες. Γίνεται μάρτυρας γεγονότων που δεν μπορεί να συλλάβει ο νους. Στον Ακάθιστο Ύμνο αναφέρει ο ποιητής : « ζάλην ένδοθεν έχων λογισμών αμφιβόλων ο σώφρων Ιωσήφ εταράχθη». Θεωρεί τη Θεοτόκο «κλεψήγαμον». Αποτελεί αιώνιο σύμβολο όσων αρνούνται άλλον κόσμον υπέρ φύσιν, άλλη γέννηση πλην της φυσικής. Στους δικούς του ανθρώπινους προβληματισμούς, οι οποίοι κατά βάθος εκφράζουν την αθωότητά του, προστίθενται και οι πειρασμοί του διαβόλου, μεταμορφωμένου σε ποιμένα. Του υποδεικνύει την κατάξερη, κυρτωμένη ράβδο του ( υπόλοιπο της παλιάς του δύναμης) και είναι σα να του λέει : Όσο μπορεί να βλαστήσει αυτή η ράβδος, τόσο μπορεί να γεννήσει η Μαρία χωρίς άνδρα. Ο Ιωσήφ προς στιγμήν περνάει ένα φοβερό δράμα. Όμως «χρηματισθείς υπό αγγέλου και τους προφήτας ερευνήσας» υπερβαίνει τις αμφιβολίες. Βεβαιώνεται «ότι Θεόν γεννήσει η Μαρία ανερμηνεύτως». Ωστόσο, η βυζαντινή εικόνα υπενθυμίζει την τραγικότητα της ανθρώπινης αμφιβολίας που η υπέρβασή της επιτυγχάνεται μόνο με το φωτισμό του πνεύματος και τον προσωπικό άθλο της πίστης.
Άλλα πρόσωπα της εικόνας είναι οι μάγοι. Αν και ο ερχομός τους στη Βηθλεέμ δεν συμπίπτει χρονικά με τη Γέννηση, ο αγιογράφος τους θέλει παρόντες σ΄αυτήν. ( Τόπος και χρόνος στη βυζαντινή αγιογραφία συναιρούνται. Ελευθερώνονται από τις δικές τους διαστάσεις ). Είναι οι σοφοί που ζητούσαν να διαπεράσουν τα όρια του κτιστού κόσμου. Αναζητούσαν το Θεό. Πίσω από την ιστορία των μάγων προβάλει η διαθήκη των εθνών, στα οποία ο Λόγος ήταν παρών εν σπέρματι προ της σαρκώσεώς του και τώρα η διαθήκη αυτή βρίσκει το σκοπό της. Οι μάγοι εκφράζουν τους αιώνιους αναζητητές της αλήθειας που μέσα από τις περιπέτειες της σκέψης τους αλλά και την ταπείνωσή τους βρίσκουν την αλήθεια στο πρόσωπο του Χριστού. Οι μάγοι καταθέτουν στο Χριστό τα δώρα τους : Χρυσό, γιατί ο Χριστός είναι ο αιώνιος βασιλεύς των πάντων. Λιβάνι, γιατί είναι Θεός. Σμύρνα, γιατί ήρθε με σκοπό το πάθος την ταφή και την ανάσταση ( η σμύρνα είναι μύρο που άλειφαν τους νεκρούς ). Το βλέπουμε και στην υμνογραφία : «Σήμερον ο Θεός δι΄αστέρος μάγους εις προσκύνησιν άγει, προμηνύοντας Αυτού την τριήμερον ταφήν ως εν χρυσώ και σμύρνη και λιβάνω». Η παρουσία τους στην εικόνα παραπέμπει στις Μυροφόρες. Όπως εκείνες ξεπέρασαν το φόβο εκείνες τις ώρες της εγκατάλειψης του Θεού από τα πλάσματά του, και διέσωσαν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, αυτοί ξεπέρασαν την τυραννία του εγώ και τα δεσμά των εθνικιστικών και άλλων προκαταλήψεων.
Άλλο θέμα συνδεδεμένο με τους μάγους, είναι ο αστέρας. Δεν ενδιαφέρει εδώ ο προσδιορισμός της ταυτότητάς του. Δεν μπαίνει ο πιστός στη διαδικασία να ξεκαθαρίσει αν πρόκειται για σύνοδο αστέρων ή άλλο αστρικό φαινόμενο. Τον αρκεί απλά ότι είναι ένα Θείο σημάδι, όργανο που διακονεί το μυστήριο και δίνει στίγμα για το γεγονός που συντελείται στη γη. Ο ιερός Χρυσόστομος λέει πως ήταν άγγελος για να δηλώσει ότι το τεχθέν είναι Θεός και άνθρωπος. Είναι Αυτός που ενώνει ουρανό και γη, όπως η φωτεινή δέσμη που πηγάζει από τον αστέρα. Όντας στη γη δεν απουσιάζει από τον ουρανό. Το ψάλλουμε και στον Ακάθιστο Ύμνο : «όλως ήν εν τοις κάτω και των άνω ουδόλως απήν ο απερίγραπτος Λόγος, συγκατάβασις γαρ θεϊκή ού μετάβασις δε τοπική γέγονε».
Ωραίο θέμα που συμπληρώνει το σκηνικό είναι οι ποιμένες. Είναι αυτοί που έρχονται από τα κοντινά μέρη. Αναγνωρίζουν, το σημείον, το «παιδίον κείμενον εν τη φάτνη». Έτσι η Γέννηση που ξέφυγε από την προσοχή των ειδικών θεολόγων των Ιουδαίων, έγινε γνωστή στους ταπεινούς και ανυποψίαστους ποιμένες. Η παρουσία τους στην εικόνα, πέρα από το γεγονός ότι είναι ιστορικά- βιβλικά δικαιολογημένη, παραπέμπει στον καλό ποιμένα που οδηγεί τα λογικά πρόβατα «προς σέλας ζωηφόρον» όπως λέει και ένα τροπάριο της εορτής.
Οι άγγελοι, μεγαλοπρεπείς και έκπληκτοι, είναι παρόντες στην εικόνα, όπως ήταν και στη Γέννηση. Περιβάλλουν το σπήλαιο και ψέλνουν το γνωστό δοξολογικό ύμνο. Δοξολογούν το μυστήριο. Ένα μυστήριο στο οποίο πρωταγωνιστές είναι ο Θεός και ο άνθρωπος (Θεοτόκος) και όχι φυσικά οι άγγελοι. Εκείνοι απλά το διακονούν. Μας εκπλήσσει το γεγονός ότι αν και είναι κοντά στο Θεό, δεν τοποθετούνται εντός του σπηλαίου, γιατί στην ουσία είναι εκτός του μυστηρίου. Και πάλι στον Ακάθιστο Ύμνο ψάλλουμε : «Πάσα φύσις αγγέλων κατεπλάγη το μέγα της σης ενανθρωπίσεως έργον…». Και το θέμα δένει με την ευχή του Αγιασμού των Θεοφανείων : «Τα άνω τοις κάτω συνεορτάζει και τα κάτω τοις άνω συνομιλεί».
Τέλος, κάτω αριστερά στην εικόνα συναντάμε τη σκηνή του λουτρού. Δυο γυναίκες, μια ηλικιωμένη μαία και η νεαρή βοηθός της η Σαλώμη, λούζουν το βρέφος Ιησού. Στο σύνολό της η σκηνή παραπέμπει στο βάπτισμα. Πέραν όμως αυτού αποτελεί έκφραση της σάρκωσης του Λόγου. Ο Χριστός, όπως όλα τα νεογνά, πλένεται. Είναι πλήρης και τέλειος άνθρωπος. Δεν είναι φάντασμα. Δεν εμφανίσθηκε φαινομενικά. Κατά δόκησιν όπως λέμε. Έγινε άνθρωπος και προσέλαβε όλα τα ανθρώπινα. Γι΄αυτό και όπως λέει ο ειρμός της Ε΄ ωδής των Θεοφανίων, καθαρίζεται αν και δεν είχε ανάγκη καθαρμών.
Προσπαθήσαμε απλά και σύντομα να προσεγγίσουμε την ορθόδοξη εικόνα της Γέννησης του Χριστού. Σε κάποια σημεία έγιναν αναφορές στη Δυτική τέχνη. Αυτό έγινε όχι για να μειωθεί αυτή, αλλά καταδειχτεί το μεγαλείο της δικής μας τέχνης που μας εκφράζει και μας μιλά. Η ορθόδοξη εικόνα παιδαγωγεί. Διδάσκει με νοηματική πληρότητα και δογματική ακρίβεια το μυστήριο της σάρκωσης του Λόγου. Οι αγιογράφοι και οι υμνωδοί αποτυπώνουν, εκφράζουν και κάνουν δοξολογία ό,τι ομολογεί η Ορθόδοξη Εκκλησία και με τα έργα τους μας προσκαλούν σε λυτρωτική οικείωση των δωρεών και των αγαθών που απέρρευσαν απ΄αυτά. Λόγω της σημαντικότητας του γεγονότος της Γέννησης η Εκκλησία μας τοποθέτησε μόνιμα την εικόνα της στο Δωδεκάορτο, ψηλά στο τέμπλο. Στις τοιχογραφίες προτιμάται η ιστόρηση της προς τα ανατολικά γιατί ο τεχθείς Χριστός είναι ο νοητός ήλιος της δικαιοσύνης που ανέτειλε στον κόσμο.
Καλά Χριστούγεννα και χρόνια πολλά.
Εξαιρετικό Δημήτρη!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή