"Η Εκκλησία δεν είναι μια κλειστή εταιρεία σεσωσμένων, που απολαμβάνουν, αποκλειστικά αυτοί, τα δώρα του Θεού και διεκδικούν να εξασφαλίσουν ανέσεις, προνόμια και κοσμική εξουσία." Αναστάσιος Αλβανίας
Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2024
Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2024
Ανδρέα Βιτούλα:Ὁ ἅγιος Μηνᾶς ἀπελευθερωτὴς – ἐνάντια στὴ βεβαιότητα καὶ τὴν ἀποκλειστικότητα.
Ομιλία για την απελευθέρωση της Καστοριάς.
Ὁ
ἅγιος Μηνᾶς ἀπελευθερωτὴς –
ἐνάντια στὴ βεβαιότητα καὶ τὴν ἀποκλειστικότητα
γι
Γιὰ
μία ἀκόμη χρονιὰ μᾶς ἀξιώνει ὁ Θεὸς νὰ ἐορτάζουμε τὴν ἀπελευθέρωση τῆς πόλης
μας ἀπὸ τὸν Ὀθωμανὸ δυνάστη. Τὰ γεγονότα εἶναι γνωστά: τὸ πρωὶ τῆς 11ης
Νοεμβρίου τοῦ 1912, μετὰ ἀπὸ πεντακόσια εἰκοσι ἑφτὰ χρόνια σκλαβιᾶς, ἡ πόλη τῆς
Καστοριᾶς ἀπελευθερώνεται ἀπὸ τὸν ἑλληνικὸ στρατὸ καὶ τὸ ἴδιο συμβαίνει κατὰ τὶς
ἀπογευματινὲς ὧρες τῆς ἴδιας ἡμέρας στὸ ἤδη ἐγκαταλελειμμένο ἀπὸ τὴν τουρκικὴ
διοίκηση Ἄργος Ὀρεστικό.
Μπορεῖ
κατὰ τοὺς ἱστορικοὺς ἡ ἀπελευθέρωσή μας νὰ συνέβη, μεταξὺ ἄλλων, καὶ ἐπειδὴ εἶχε
ἐπέλθει τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου γιὰ τὴν καταρρέουσα ὀθωμανικὴ αὐτοκρατορία, ἀλλὰ
οἱ χριστιανοὶ πίσω ἀπὸ τὰ γεγονότα ἀναγνωρίζουν πάντα τὴν πρόνοια καὶ τὴ
φιλάνθρωπη παρέμβαση τοῦ Θεοῦ. Διότι ὁ Θεὸς τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι μιὰ ἀφηρημένη
φιλοσοφικὴ ἔννοια, οὔτε μιὰ ἀδιάφορη γιὰ τὸν κόσμο ὑπερβατικὴ ἀρχή. Ὁ Θεὸς τῆς Ἐκκλησίας
εἶναι ἡ ζωντανὴ τριαδικὴ κοινωνία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος, ὁ ὁποῖος πάντοτε εἰσέρχεται στὴν ἱστορία, μὲ μόνο σκοπὸ τὴν ἀπελευθέρωση
τοῦ πλάσματός Του ἀπὸ ποικῖλες ὅσες αἰχμαλωσίες.
Ὁ
Θεὸς τῆς Ἐκκλησίας αποκαλύπτεται ὡς ὁ Θεὸς τοῦ Ἀβραὰμ καὶ τοῦ Ἰσαὰκ καὶ τοῦ Ἰακώβ.
Δηλαδὴ ὡς ὁ Θεὸς ποὺ σχετίζεται μὲ συγκεκριμένα ἱστορικὰ πρόσωπα κατὰ τὴ
συγκεκριμένη ἱστορική τους διαδρομή. Ἡ φανέρωσή Του στὸν Ἀβραὰμ
πραγματοποιηθήκε μὲ σκοπὸ νὰ ἐλευθερωθεῖ τὸ ἀνθρώπινο γένος ἀπὸ τὴ δουλεία στὰ
σκοτάδια τῆς εἰδωλολατρικῆς ἄγνοιας. Τὸ ἴδιο κάνει καὶ στὸν Μωυσῆ αἰῶνες ἀργότερα.
Μόνο ποὺ σὲ αὐτὸν δὲν ἀποκαλύπτεται ὡς ἐλευθερωτὴς ἀπὸ τὴν πνευματικὴ ὑποδούλωση
στὰ εἴδωλα, ἀλλὰ ὡς ἐλευθερωτὴς τοῦ λαοῦ Του ἀπὸ τὴν τυραννία τῶν Αἰγυπτίων. Σὲ
πάμπολλες περιπτώσεις ὁ Θεὸς ἐπενέβη καὶ συνεχίζει νὰ ἐπεμβαίνει διακριτικὰ στὴν
ἱστορία, πάντοτε γιὰ νὰ πραγματοποιήσει μιὰν ἀπελευθέρωση πνευματικὴ ἢ ὑλική. Ἀποκορύφωμα
βέβαια τῆς ἀπελευθερωτικῆς δράσης τοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο εἶναι ἡ ἐνανθρώπησή Του, ἡ
Ἀνάσταση καὶ ἡ Ἀνάληψή Του, ποὺ λύτρωσε τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὸν χειρότερο
καὶ πλέον ἀνίκητο μέχρι τότε τύραννο - τὸν θάνατο.
Ὁ
Θεὸς λοιπὸν τῶν Πατέρων ἡμῶν εἶναι Θεὸς ἐλευθερωτής. Καὶ στὴ σύγχρονη ἱστορία
τοῦ τόπου μας, κορυφαία στιγμὴ τῆς ὁποίας σήμερα ἐορτάζουμε, αὐτὸ τὸ κατεξοχὴν
χαρακτηριστικὸ τοῦ Θεοῦ μας ἐπαληθεύτηκε στὸ πρόσωπο ἑνὸς μέχρι τότε ἄγνωστου
σχεδὸν ἁγίου, τοῦ ἁγίου Μηνᾶ, καθὼς δὲν ἀποτελεῖ ἁπλῶς μιὰ χρονικὴ σύμπτωση οὔτε
καὶ τυχαῖο γεγονὸς ὅτι Ἄργος Ὀρεστικὸ καὶ Καστοριὰ ἀπελευθερώθηκαν τὴν ἡμέρα τῆς
μνήμης του. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ σημερινὴ ἡμέρα εἶναι μιὰ πρώτης τάξεως εὐκαιρία, γιὰ
νὰ συνειδητοποίησουμε, μὲ ἀφορμὴ τὸ πρόσωπο τοῦ ἁγίου Μηνᾶ, δύο σημαντικὲς ἀλήθειες
τῆς πίστης μας.
Ἡ
πρώτη ἀπὸ αὐτὲς εἶναι ὁ τρόπος δράσης τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός μας ἐπιλέγει νὰ δρᾶ μέσῳ
ἄγνωστων, καταφρονεμένων, ἀνυπόληπτων, δηλαδὴ ταπεινῶν ἀνθρώπων. Ὅλη ἡ Παλαιὰ
Διαθήκη εἶναι γεμάτη ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ πρωταγωνίστησαν ἐξερχόμενοι ἀπὸ τὴν ἀφάνεια,
πολλὲς φορὲς ἀπὸ τὰ πλοκάμια τῆς ἁμαρτίας τους καὶ γενικὰ ἀπὸ γωνιὲς τῆς ζωῆς
καὶ τῆς ἱστορίας μὴ ἀναμενόμενες, ἀλλὰ καὶ ἀταίριαστες γιὰ τὴν ἠθικὴ τῶν ἰσχυρῶν
καὶ τῶν ἔνδοξων αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Ἄλλωστε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ποὺ ἐπέλεξε γιὰ
συνεργάτες του δώδεκα ἄσημους ἀνθρώπους τοῦ ἁπλοῦ λαοῦ, εἴπε ὅτι ὁ λίθος ποὺ ἀποδοκίμασαν
καὶ πέταξαν σὰν ἄχρηστο οἱ οἰκοδόμοι, αὐτὸς ὁ λίθος ἔγινε τὸ στήριγμα ὅλου τοῦ
οἰκοδομήματος. Ἕνας τέτοιος ἁπλὸς καὶ ἄσημος ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ἦταν καὶ ὁ νεαρὸς
Αἰγύπτιος στρατιώτης τοῦ ρωμαϊκοῦ στρατοῦ Μηνᾶς, ὁ ὁποῖος ἀπαρνήθηκε τὴν ἐπαγγελματική
του σταδιαδρομία στὸν ρωμαϊκὸ στρατό, ὅταν αὐτὴ ἔπαψε νὰ εἶναι ἡ προάσπιση τοῦ
δικαίου καὶ μεταβλήθηκε σὲ ὄργανο ἀνομίας καὶ τυραννίας ἐναντίον τῶν χριστιανῶν.
Ὅταν ὁ Μηνᾶς συνειδητοποίησε ὅτι ἡ στρατιωτική του ὑπηρεσία θὰ γινόταν τὸ ἄδικο
ἐργαλεῖο ἐξόντωσης τῶν χριστιανῶν, κατέθεσε τὴ στολὴ καὶ τὸν ὀπλισμό του καὶ
κατέφυγε στὸ βουνά. Ἔγινε ἀντάρτης. Ἀντάρτης τοῦ Χριστοῦ ἀσυμβίβαστος μὲ τὶς ἐπιδιώξεις
τῆς τυφλωμένης ἐξουσίας.
Δὲν
ἀποσύρθηκε ὅμως στὰ βουνὰ γιὰ νὰ γλιτώσει ἀπὸ τὶς συνέπειες τῆς γενναίας ἐπιλογῆς
του, οὔτε γιὰ νὰ σώσει ἁπλῶς τὸν ἑαυτό του. Ἔφυγε γιὰ νὰ προετοιμαστεῖ, ὥστε στὴν
κατάλληλη στιγμὴ νὰ μαρτυρήσει τὴν πίστη καὶ τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ ἐνώπιον τοῦ
λαοῦ καὶ τοῦ ἡγεμόνα τῆς πόλης καὶ μάλιστα κατὰ τὴν ἐπίσημη στιγμὴ ποὺ ἄρχοντες
καὶ λαὸς γιόρταζαν πανηγυρικὰ τὰ εἴδωλα. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι τόσο τὸ πλῆθος,
ὅσο καὶ ὁ τοπικὸς ἡγεμόνας δὲν γνώριζαν ποιὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ τολμᾶ νὰ ὁμολογεῖ
τὴν ἀπαγορευμένη πίστη στὸν Χριστὸ ἐν μέσῳ λατρευτικῆς ἔξαρσης καὶ πανηγυρισμοῦ
τῶν εἰδωλολατρικῶν θεῶν. Ὁ Μηνᾶς τοὺς ἦταν παντελῶς ἄγνωστος, διότι μετὰ τὴν ἐγκατάλειψη
τῆς ἰδιότητας τοῦ στρατιώτη, ἀσκήτευε γιὰ χρόνια στὰ ὄρη. Αὐτὸς ὁ «ἀνύπαρκτος»,
ὅπως χαρακτηριστικὰ ὀνομάζει τοὺς ταπεινοὺς ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, μαρτύρησε μὲ
θάρρος τὸν Χριστὸ στὴν ὑπαρκτὴ δύναμη καὶ δόξα τῶν εἰδώλων συντελώντας καὶ αὐτός,
ὅπως τὰ ἐκατομμύρια τῶν ἁγίων μαρτύρων,
στὴν ἀπελευθέρωση τοῦ κόσμου ἀπὸ τὴν ὀργιαστικὴ ἀνοησία καὶ ἐξευτελιστικὴ γιὰ τὸν
ἄνθρωπο αἰσχρότητα τῶν εἰδώλων.
Ὅμως
ὁ Μηνᾶς, ὁ γενναῖος φίλος τοῦ Χριστοῦ, χίλια ἑξακόσια χρόνια μετὰ τὸ μαρτύριό
του, ἂν δὲν ἦταν σχεδὸν ἄγνωστος γιὰ κάποιους στὸν τόπο μας, σίγουρα δὲν
τιμώταν ὅπως ἄλλοι ἅγιοι τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸς λοιπὸν ὁ ἄγνωστος ἀρχαῖος μάρτυρας τοῦ
Χριστοῦ ἐπελαύνει ὡς ἀόρατος ἀλλὰ ζωντανὸς καβαλάρης - ὁδηγὸς τῶν ἑλληνικῶν
στρατευμάτων καὶ ἐλευθερωτὴς στὴν ἀκριτικὴ αὐτὴ περιοχὴ τῆς Μακεδονίας. Ἡ ὁποία,
πρέπει νὰ σημειώσουμε, ὅτι στοὺς χρόνους τῆς βασιλεύουσας Κωνσταντινούπολης,
διατηροῦσε ἐξαιρετικὴ σχέση μὲ τὰ θεολογικὰ πράγματα καὶ γράμματα. Παρ’ ὅλα αὐτὰ
ὅμως ἡ μνήμη τοῦ ἁγίου μεγαλομάρτυρα Μηνᾶ δὲν εἶχε ποτὲ τὴ διεισδυτικότητα ποὺ
τῆς ἄξιζε στὴ ψυχὴ τῶν προγόνων μας. Ἔφτασε ὅμως ἡ ὥρα. Ἡ ὥρα ποὺ ὁ ἄγνωστος γιὰ
τὴν πνευματικὴ οἰκογένεια τῆς Μητρόπολης Καστορίας Μηνᾶς θὰ λάμψει ὡς ἐλευθερωτής
της ἐπαναλαμβάνοντας τὴν σοφὴ ἐπιμονὴ τοῦ Θεοῦ νὰ γίνονται συνεργάτες Του αὐτοὶ
ποὺ ὁ κόσμος, καὶ πάλι κατὰ Ἀπόστολο Παῦλο, θεωρεῖ παρακατιανοὺς καὶ
περιφρονημένους.
Αὐτὸ
τὸ ἱστορικὸ παράδειγμα λοιπὸν τοῦ ἁγίου μεγαλομάρτυρα Μηνᾶ ἂς μᾶς προβληματίσει
γενικότερα πέρα ἀπὸ τὸ θαυμαστὸ γεγονὸς τῆς ἐθνικῆς μας ἀπελευθέρωσης. Ἂς μᾶς
βάλει σὲ σκέψη σχετικὰ μὲ τὸ ποιοὺς τελικὰ ἐπιλέγει κάθε φορὰ στὴ ζωή μας ὁ Θεὸς
γιὰ νὰ μᾶς μιλήσει. Ἐκτὸς ἀπὸ ἀνθρώπους μεγαλοσχήμονες καὶ ἰσχυρούς, μὲ κύρος,
γνώσεις καὶ ἀναγνωρισιμότητα, γιατὶ ὄντως κανέναν δὲν ἀπορρίπτει ὁ Θεός, εἶναι
πολὺ σοβαρὸ τὸ ἐνδεχόμενο νὰ μᾶς μιλᾶ καὶ μὲ ἐκεῖνους ποὺ ἐμεῖς ὑποτιμοῦμε, ποὺ
τοὺς θεωροῦμε ἀκόμη καὶ ἀνήθικους καὶ ἄθεους. Αὐτὸ δὲ τὸ τελευταῖο ἐνδεχόμενο ἀπαντᾶται
πάμπολλες φορὲς στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας. Ἂν προσέξουμε μόνο τὸ Εὐαγγέλιο καὶ
σὲ ποιοὺς ὁ Χριστὸς βρῆκε τελικὰ τὴν πίστη, ἀνέλπιστα γιὰ τοὺς πολλοὺς «εὐσεβεῖς»,
θὰ δοῦμε ὅτι ὁ κατάλογος τῶν ἐξωτερικὰ ἀσεβῶν, καὶ γι’ αὐτὸν τὸν λόγο
παραγκωνισμένων, εἶναι μεγάλος: νὰ θυμηθοῦμε μόνο τὸν εἰδωλολάτρη ἑκατόνταρχο,
τὴ Σαμαρείτιδα, τὴ Συροφοινίκισσα, τὸν λεπρὸ Σαμαρείτη, τοὺς
περιθωριοποιημένους ἄστεγους καὶ ταλαιπωρημένους τοῦ μεγάλου δείπνου, τὸν
συσταυρωθέντα ληστή. Ὅλοι τους εἶχαν ἕνα κοινὸ χαρακτηριστικό, σὰν τὸν ἅγιο Μηνᾶ
τόσο στὴν ἐπίγεια ζωή του, ὅσο καὶ στὴ σύνδεσή του μὲ τὴν τοπική μας ἱστορία: ἦταν
ξεχασμένοι ἀπὸ τοὺς πολλοὺς ἀλλὰ ὄχι ἀπὸ τὸν Θεό.
Τὸ
δεύτερο χαρακτηριστικό, ποὺ ἀφορᾶ στὸν ἐλευθερωτή μας ἅγιο Μηνᾶ, καὶ θὰ πρέπει ἐπίσης
νὰ μᾶς προβληματίσει μιὰ τέτοια λαμπρὴ ἡμέρα, δὲν εἶναι ἄσχετο μὲ ὅσα ἤδη ἀναφέρθηκαν
καὶ εἶναι τὸ ἑξῆς: ὁ ἅγιος Μηνᾶς δὲν ἦταν ἐθνικὰ Ἕλληνας. Ἦταν Αἰγύπτιος. Καὶ
μάλιστα δὲν ἴσχυε στὴν περίπτωσή του οὔτε αὐτὸ ποὺ ἴσχυσε γιὰ ἄλλους ἁγίους: ὅτι
δηλαδή, ἐνῶ δὲν ἦταν Ἕλληνες, μετεῖχαν ὅμως τῆς ἑλληνικῆς παιδείας. Κι αὐτὸ δὲν
ἴσχυε γιὰ τὸν Μηνᾶ, διότι ἦταν ἕνας ἁπλὸς στρατιώτης τοῦ ρωμαϊκοῦ στρατοῦ καὶ ὡς
τέτοιος δὲν φαίνεται νὰ ἔλαβε ἰδιαίτερη ἑλληνικὴ παιδεία.
Καὶ
ἀπὸ τὸ σημεῖο αὐτὸ ἀρχίζουν τὰ μεγάλα μυστήρια τοῦ Θεοῦ μας, που δὲν πρέπει νὰ
προσπερνοῦμε εὔκολα. Τὴν ἡμέρα τῆς ἐθνικῆς ὑπερηφάνειας τοῦ ἀργείτικου καὶ
καστοριανοῦ λαοῦ, τὴν ἡμέρα ποὺ ἡ ἐθνικὴ καταπίεση καὶ ἀπομόνωση ἔλαβε τέλος, τὴν
ἡμέρα ποὺ οἱ παπποῦδες καὶ οἱ γιαγιάδες μας ξαναανάσαιναν ἐλεύθεροι πιά, τὴν ἡμέρα
ποὺ ἡ γαλανόλευκη ξανακυμάτισε πανηγυρικὰ στοὺς δρόμους καὶ τὰ μπαλκόνια, αὐτὴ
τὴν ἡμέρα τῆς ἐθνικῆς ἀνάστασης τὴν δώρισε μὲ περίσσεια εὐλογία… ἕνας Αἰγύπτιος!
Ναι! Ἕνας μὴ Ἕλληνας χαρίζει τὴ λευτεριὰ στοὺς ὑπόδουλους καὶ ταλαιπωρημένους Ἕλληνες!
Γιατί; Ἦταν τυχαῖο; Ὄχι βέβαια· διότι ὁ χριστιανὸς δὲν θεωρεῖ τίποτε τυχαῖο, ἀλλὰ
πιστεύει ὅτι τὰ πάντα εἶναι γεγονότα τῆς πρόνοιας καὶ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γιὰ τὰ
πλάσματά Του καὶ τὴν σωτηρία τους.
Ὁ
εὐλογημένος τόπος μας δὲν θὰ πρέπει ποτὲ νὰ ξεχάσει ὅτι ἡ δικαιολογημένη ἐθνική
του ὑπερηφάνεια δὲν ἦταν μόνο ἀποτελέσμα τῆς πολιτικῆς καὶ στρατηγικῆς ἱκανότητας
τῶν ἡγετῶν του, ἀλλὰ πρωτίστως δῶρο τοῦ Θεοῦ. Δὲν θὰ πρέπει ἐπίσης νὰ ξεχάσει ὅτι
ἡ εὔλογη καὶ καλοδεχούμενη χαρὰ καὶ ἐθνικὴ ἔξαρση ποτὲ δὲν πρέπει νὰ γίνει ἕνα ὑπερφίαλο
καὶ ἀντιχριστιανικὸ ἐθνικιστικὸ ἰδεολόγημα, ποὺ τρέφεται μὲ ἀντίθεες - ἀντιευαγγελικὲς
ἀνοησίες περὶ ἀνωτερότητας τῆς ἑλληνικῆς φυλῆς καὶ ἄλλων τινῶν, ποὺ οἱ ἅγιοι
Πατέρες τῆς πίστης μας καταδικάζουν ὡς αἵρεση, δηλαδὴ ὡς βλασφημία κατὰ τοῦ
Χριστοῦ καὶ τοῦ Εὐαγγελίου. Δὲν θὰ πρέπει νὰ ξεχαστεῖ ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς κάθε
φυλῆς καὶ ἔθνους ἡ παραίνεση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ὅτι «δὲν ἔχουμε ἐδῶ μόνιμη
πατρίδα, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμε». Καὶ ἡ μέλλουσα εἶναι ἤδη παροῦσα σὲ
κάθε θεία λειτουργία, στὴν ὁποία δὲν ἰσχύει καμία διάκριση τοῦ κόσμου «κι αὐτό, γιατὶ ὅσοι βαφτιστήκατε στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ἔχετε ντυθεῖ τὸν
Χριστό. Δὲν ὑπάρχει πιὰ Ἰουδαῖος καὶ Ἕλληνας, δὲν ὑπάρχει δοῦλος καὶ ἐλεύθερος,
δὲν ὑπάρχει ἄνδρας καὶ γυναῖκα· ὅλοι σας εἶστε ἕνας, χάρη στὸν Ἱησοῦ Χριστό», ὅπως
ἐπισημαίνει ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν Παῦλος.
Ἡ
πατρίδα καθενὸς εἶναι ἕνα δῶρο τοῦ Θεοῦ, δῶρο ἰδιαιτερότητας, πολιτισμοῦ,
σχέσης. Ἡ πατρίδα εἶναι ἡ ἱστορική μας μάνα. Στὴν ἀγκαλιά της πρωτοείδαμε τὸ φῶς,
μάθαμε νὰ βαδίζουμε, νὰ συλλαβίζουμε, μᾶς ἔδωσε ρίζα καὶ ἑαυτό, τὰ σπλάχνα της κάποτε
θὰ γίνουν ἡ τελευταία μας κατοικία. Γιὰ ὅλα αὐτὰ χρωστοῦμε εὐγνωμοσύνη. Ἄνθρωπος
ποὺ δὲν ἀγάπησε πατρίδα, δὲν ἀγάπησε τὸν ἑαυτό του. Ὅμως εἶναι ἄλλο αὐτὸ καὶ ἄλλο
ὁ ἀρρωστημένος ἐθνικισμός, ποὺ κατὰ τοὺς ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι
συλλογικὸς ἐγωισμός, εἶναι ἐπαναφορὰ τῆς εἰδωλολατρίας, ἀφοῦ λατρεύεται ἕνα σχῆμα
τοῦ κόσμου τούτου, ὅταν μάλιστα αὐτὴ ἡ νοσηρὴ ἀγάπη ὑπερβαίνει ἀκόμη καὶ τὴν ἀγάπη
τοῦ Θεοῦ. Μόνη ἀληθινὴ πατρίδα τοῦ χριστιανοῦ εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπὶ
γῆς τὸ ἱερό της θυσιαστήριο. Ἂν ἡ ἐγκόσμια πατρίδα δὲν παραπέμπει στὴν οὐράνια,
ἀπὸ μάνα καταντᾶ μητριά. Ὁ ἴδιος ὁ σαρκωθεὶς Κύριός μας θέλοντας νὰ τονίσει τὸν
κίνδυνο ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ αἵματος καὶ τῆς σαρκικῆς συγγένειας εἶπε τὸν φοβερὸ
λόγο ὅτι ὅποιος ἀγαπᾶ πατέρα, μάνα καὶ τέκνα παραπάνω ἀπὸ Ἐκεῖνον, δὲν εἶναι ἄξιος
νὰ καλεῖται μαθητής Του. Καὶ πάλι, ὅταν κάποια γυναῖκα μακάρισε τὴ βιολογικὴ μητέρα
Του, τὴν Παναγία, ποὺ ἀπὸ τὴ σάρκα της ἔλαβε τὸ ἅγιο σῶμα Του, ὁ Χριστὸς τὴ
διόρθωσε λέγοντας ὅτι μακάριοι δὲν εἶναι οἱ σαρκικοὶ συγγενεῖς, ἀλλὰ ὅσοι ἀκοῦν
καὶ φυλάγουν τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Δηλαδή, οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ δὲν ἐγκλωβίζονται
στὶς φθαρτὲς καὶ περιορισμένες σχέσεις αἵματος, δὲν ἀναγνωρίζουν ὡς συγγενεῖς
καὶ ἀδελφοὺς μόνο αὐτοὺς ποὺ ἀνήκουν στὴ σαρκικὴ ἢ φυλετικὴ οἰκογένειά τους, ἀλλὰ
ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ἀνεξαρτήτως καταγωγῆς καὶ ἄλλων διακρίσεων, ποὺ ἐπέβαλε ἡ
πτώση καὶ ἡ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸν Θεό, ὅπως θὰ μᾶς ποῦν οἱ ἅγιοι Γρηγόριος ὁ
Θεολόγος καὶ Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής. Διότι ὁ Χριστὸς ἔλαβε ἀπὸ τὸ πανάγιο σῶμα τῆς
Θεοτόκου τὴν καθολικότητα τῆς ἀνθρώπινης φύσης. Δηλαδὴ ὁλόκληρο τὸν ἄνθρωπο ὅπως
ὁ Ἴδιος τὸν ἔπλασε καὶ δὲν προσέλαβε ἁπλῶς κάποια εξωτερικὰ καὶ ἰδιαίτερα ἐπίκτητα
χαρακτηριστικά της. Ἄλλωστε οἱ ἀπάνθρωπες συνέπειες τοῦ παρερμηνευμένου
συνδρόμου τοῦ «περιούσιου λαοῦ» συνεχίζει νὰ σκοτώνει στὸ ὄνομα τῆς δύναμης καὶ
τῆς καθαρότητας… Ἔλαβε λοιπὸν ὁ σαρκωθεὶς Θεὸς τὸν ὅλον ἄνθρωπο χωρὶς τὶς
διαιρέσεις, ποὺ ἐπινόησε ὁ ἐγωισμὸς καὶ ἡ σκληρότητα τῆς καρδιᾶς στὸ διάβα τῆς ἱστορίας.
Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἀνακαίνισε τὸ ἀνθρώπινο γένος μεταπλάθοντάς το σὲ μία οἰκογένεια,
ὥστε ὁ πλοῦτος τῆς διαφορετικότητας τῶν πολιτισμῶν νὰ φανερώνει τὴν ποκιλία καὶ
τὴν ὀμορφιὰ τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ὄχι ἀλληλοσπαρασσόμενους
διαχωρισμοὺς καὶ κατασκευασμένες δῆθεν ἀνωτερότητες. Ἂν ἡ ἀγάπη δὲν εἶναι ικανὴ
νὰ ὑπερβαίνει τὰ ὅρια τοῦ ἑαυτοῦ, τῆς συγγένειας καὶ ὅποιας ἄλλης σχέσης στὴν ὁποία
ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται οἰκειότητα, ἂν δὲν μπορεῖ νὰ φτάσει καὶ νὰ ἀγκαλιάσει ἀκόμη
καὶ τὸν ἀπολύτως ξένο καὶ διαφορετικὸ ἐχθρό, ὅπως ὁ ἵδιος ὁ ἐνσαρκωμένος Θεὸς ἔπραξε
καὶ παρήγγειλε, τότε εἶναι μιὰ ἀγάπη ὑποκριτική, κούφια καὶ οὐσιαστικὰ κάλπικη.
Ἔτσι λοιπόν, κατεξοχὴν κατὰ τὴ σημερινὴ ἡμέρα,
ποὺ δοξολογοῦμε τὸν ἅγιο Θεό μας γιὰ τὸ δῶρο τῆς ἀπελευθέρωσης τῆς πατρίδας
μας, νὰ μὴν παραβλέπουμε ὅτι ὁ ἐλευθερωτής μας ἅγιος Μηνᾶς μᾶς θυμίζει ἀπὸ τὴ
μιὰ ὅτι ἡ πατρίδα εἶναι εὐλογία, γιατὶ ἂν δὲν ἦταν τέτοια, δὲν θὰ ἦταν ἄξια ἀπελευθέρωσης·
ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη, μᾶς θυμίζει ὅτι ἡ ὀρθὴ ἀγάπη στὴν πατρίδα εἶναι αὐτὴ ποὺ
δὲν κλείνεται αὐτάρεσκα στὸν ἑαυτό της, ἀλλὰ αὐτὴ ποὺ ἀποτελεῖ εὐκαιρία καὶ
παράδειγμα γιὰ τὴν ἀγάπη τῆς μίας κοινῆς πατρίδας ὅλων τῶν πλασμάτων τοῦ
Δημιουργοῦ, ποὺ εἶναι ἡ Βασιλεία Του. Δὲν εἶναι τυχαῖο ἄλλωστε ποὺ αὐτὸ τὸ ἦθος
ἔπλεξε τὸν νικητήριο στίχο:
μελίσσι ἀπὸ τὴν κάθε μιὰ πατρίδα,
κινᾶμε νὰ λυτρώσουμε τὴ γῆ,
ὅταν οἱ Ἕλληνες γιὰ μιὰ ἀκόμη φορὰ ἀπέκρουαν
τὴν τυραννία, αὐτὴ τὴ φορὰ μὲ τὴν ἀποκρουστικὴ μορφὴ τοῦ ἰταλικοῦ φασισμοῦ, εἴκοσι
ὀκτὼ μόλις χρόνια μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση, ποὺ σήμερα γιορτάζουμε.
Ἀξίζει λοιπὸν τιμὴ αἰώνια σὲ ὅσους πρόσφεραν τὴν
ζωή τους θυσία γιὰ τὴ δική μας ἐλευθερία!
Δόξα
στὸν ἅγιο Θεὸ ποὺ μᾶς ἔκρινε ἄξιους τῆς ἐπίγειας ἐλευθερίας, γιὰ νὰ τὴν
προσανατολίζουμε συνεχῶς «εἰς τὴν ἐλευθερίαν
τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ».
Σάββατο 22 Ιουνίου 2024
Γιώργος Κρανιδιώτης:Ο χριστιανός δεν μπορεί να είναι πολιτικά αδιάφορος ή ουδέτερος. Για το βιβλίο του Ανδρέα Αργυρόπουλου Χριστιανισμός και πολιτική
Ο χριστιανός
δεν μπορεί να είναι πολιτικά αδιάφορος ή ουδέτερος
Για το βιβλίο
του Ανδρέα Αργυρόπουλου Χριστιανισμός και
πολιτική, Αρμός, Αθήνα, 2023, σ. 196.
Γιώργος Κρανιδιώτης
Το κίνημα της
«Χριστιανικής Δημοκρατίας»
Στο πρώτο μέρος του βιβλίου του, ο Ανδρέας
Αργυρόπουλος αναφέρεται στο κίνημα της «Χριστιανικής Δημοκρατίας» (ΧΔ), το
οποίον ιδρύθηκε από τον αείμνηστο Νίκο Ψαρουδάκη (1917-2006) το 1953. Εν
αντιθέσει προς τα «χριστιανοδημοκρατικά κόμματα της Ευρώπης», τα οποία ήταν
δεξιά (φιλελεύθερα ή συντηρητικά), η ιδεολογία της ΧΔ ήταν αριστερή. Ο
«χριστιανικός κοινωνισμός» (σοσιαλισμός) της αντετίθετο και στον καπιταλισμό
και στον «υπαρκτό» σοσιαλισμό, σύμφωνα δε με τον εισηγητή του, «επιζητεί τη μελέτη και τη λύσι των
κοινωνικών προβλημάτων με το φως του Χριστιανισμού, και τη δημιουργία μιας νέας
Πολιτείας -της Χριστιανικής Πολιτείας- και ενός νέου τρόπου της κοινωνικής
ζωής, ενός νέου κοινωνικού συστήματος -του Χριστιανικού Κοινωνικού συστήματος.
Το νέο αυτό κοινωνικό σύστημα θα είναι σύστημα ελευθερίας, δικαιοσύνης και
αδελφότητας, απαλλαγμένο ολότελα από κάθε εκμετάλλευσι ανθρώπου από άνθρωπο,
από κάθε αδικία, αθλιότητα, φτώχεια, αμάθεια, μίσος και δουλεία».[1]
Η αντιδικτατορική
και μεταδικτατορική δράση του Ψαρουδάκη και της ΧΔ υπήρξε πλούσια και
αναγνωρίστηκε απ’ όλο το δημοκρατικό πολιτικό φάσμα, η δε σημασία της ήταν
τεράστια, ανεξαρτήτως της εκάστοτε εκλογικής επίδοσης του κόμματος. Και τούτο
διότι, κατά τη διάρκεια της Επταετίας, το μεγαλύτερο μέρος της Εκκλησίας
(χριστιανών και λαϊκών) είχε συμμαχήσει ή συμβιβαστεί με τη χούντα, γεγονός που
επέφερε την απαξίωση της Εκκλησίας στα μάτια του λαού. Η αντίσταση λοιπόν της
ΧΔ, και ειδικά του Ψαρουδάκη, ευτυχώς απέτρεψε την πλήρη ταύτιση, στη λαϊκή
συνείδηση, της Εκκλησίας με το καθεστώς των Συνταγματαρχών.
Χριστιανική
πολιτική παρέμβαση
Ακολούθως, ο κ. Αργυρόπουλος εξετάζει το θέμα
της χριστιανικής πολιτικής παρέμβασης. Και εκκινεί από μια θεμελιώδη διδασκαλία
του Μεγάλου Βασιλείου, ο οποίος, ακολουθώντας τον Αριστοτέλη, δέχεται πως ο
άνθρωπος είναι ζώο πολιτικό και «συναγελαστικό». Άλλως ειπείν, οι άνθρωποι
εμφορούνται από μια φυσική
κοινωνικότητα και η συνομάδωσή τους δεν είναι απλώς και μόνον απόρροια υλικών
αναγκαιοτήτων. Η θέση αυτή θυμίζει τη θεωρία του αναρχικού Κροπότκιν περί
αλληλοβοήθειας: οι άνθρωποι (και εν γένει τα ζώα) συναγελάζονται, όχι μόνο για
καθαρά υλικούς λόγους, αλλά και για να απολαύσουν τα παιχνίδια και τις άλλες
χαρές της κοινωνικής ζωής.[2]
Δεδομένου ότι ο
Θεός είναι κοινωνία προσώπων, οι
πιστοί καλούνται να ζουν εν αμοιβαία αγάπη και ελευθερία, κατά το πρότυπο της
Αγίας Τριάδος. Ο χριστιανός και η Εκκλησία αγωνίζονται τόσο για την προσωπική
όσο και για την κοινωνική μεταμόρφωση, για την αλλαγή τόσο του εσωτερικού όσο
και του εξωτερικού κόσμου, για τη «συνολική
αναδόμηση της μέσα μας και της έξω μας ζωής»,[3]
όπως το διατυπώνει ο σπουδαίος νεοέλληνας διανοητής και χριστιανός
μαρξιστής Κωστής Μοσκώφ. Η λύτρωση δεν μπορεί να βιώνεται μόνο σε ένα ατομικό
επίπεδο. Κάτι τέτοιο παραβλέπει τη διαλεκτική
ατομικού-κοινωνικού, ότι δηλαδή ατομικό και κοινωνικό τελούν σε μια
αδιάσπαστη σχέση αλληλοσύνδεσης, αλληλεπίδρασης, αλληλοδιαπλοκής και
αλληλοανάδρασης (αμοιβαίας ενίσχυσης ή εξασθένησης).
Στο σημείο αυτό,
αναφαίνεται η χρησιμότητα της έννοιας της «δομική αμαρτίας». Η Θεολογία της
Απελευθέρωσης ονομάζει δομική αμαρτία το σύνολο των άδικων κοινωνικών και
πολιτικών δομών οι οποίες αποκρυσταλλώνουν τις ιστορικές σχέσεις της ατομικής
και συλλογικής καταπίεσης. Δομική και προσωπική αμαρτία βρίσκονται σε μια
διαλεκτική σχέση, αμοιβαίας διαπλοκής και αλληλεξάρτησης. Όπως γράφει ο Άγγελος
Γουνόπουλος: «Οι εξωτερικές αμαρτωλές
κοινωνικές δομές αποτελούν το σύμπτωμα της εσωτερικής προσωπικής αμαρτίας του
εγωισμού, που εκδηλώνεται στην ειδωλολατρία του χρήματος και την επιθυμία της
κυριαρχίας. Οι αμαρτωλές κοινωνικές δομές επιτελούν όμως μια διαλεκτική
λειτουργία. Γίνονται έτσι ταυτόχρονα, εκτός από συνέπειες, και αιτίες της
προσωπικής αμαρτίας, αφού, με τη σειρά τους, φτωχαίνουν τον άνθρωπο,
αλλοτριώνοντας ή εμποδίζοντας τη δημιουργική του φύση».[4]
Την έννοια
αυτή, της δομικής αμαρτίας, έχει υπόψη του και ο κ. Αργυρόπουλος, όταν λέει: «[Ν]αι μεν απαιτείται στήριξη και αλληλεγγύη
σε προσωπικό επίπεδο προς τους πάσχοντες αδελφούς και αδελφές μας, αλλά
ταυτόχρονα είναι αναγκαίος ο αγώνας για μια δικαιότερη και πιο ανθρώπινη
κοινωνία, όπου καθένας θα μπορεί να ζει αξιοπρεπώς. Μια κοινωνία που κανείς δεν
στερείται και δεν υποφέρει. Η αγάπη για τους χριστιανούς δεν είναι ακίνδυνος
συναισθηματισμός ή επιφανειακή συμπάθεια, είναι δράση, έχει πρακτικά
αντικρίσματα. Ευθύνη του χριστιανού είναι να μάχεται την αμαρτία, που δεν είναι
μόνο ιδιωτικό γεγονός, ατομική υπόθεση αλλά και κοινωνική κατάσταση, που έχει
μπολιάσει τους θεσμούς, νόμους και κοινωνικές δομές. Από την αμαρτία αυτή
πρέπει οι κοινωνίες να απελευθερωθούν».[5]
Ο χριστιανός δεν δικαιούται να είναι εκτός ιστορίας
και να αδιαφορεί για το πολιτικό γίγνεσθαι. Γράφει ο κ. Αργυρόπουλος: «Σε μια εποχή που τα θύματα των πολέμων, της
ανεργίας, της πείνας, των ναρκωτικών, του ρατσισμού και της έλλειψης
ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης είναι εκατομμύρια σε όλον τον κόσμο, ο χριστιανός
δεν έχει απλά δικαίωμα, αλλά καθήκον να παλέψει για τη σωτηρία του Άλλου. Σε
καμιά περίπτωση δεν μπορεί να κλείνει τα μάτια του μπροστά στην εξαθλίωση των
συνανθρώπων του. Και για τα θύματα μιας συγκεκριμένης πολιτικής, όπως τα
παραπάνω, οφείλει να παρέμβει και πολιτικά. Η προφητική του ιδιότητα ως πιστού
δεν του αφήνει περιθώρια για αδιαφορία, ουδετερότητα και συμβιβασμούς. [...] Οι
μεγάλοι Πατέρες αλλά και οι Μητέρες της Εκκλησίας μας, οι άγιοι και οι αγίες
κινούνταν και κινούνται μέσα στην ιστορία, δεν ήταν αποκομμένοι από τη ζωή και
τις όποιες εξελίξεις».[6]
Ο χριστιανός επιβάλλεται να μην παραμένει ουδέτερος
στην ταξική πάλη και απαθής ενώπιον της κοινωνικής αδικίας, αλλά να παίρνει
θέση, τουτέστιν να στρατεύεται στο πλευρό των αδυνάτων και των κατατρεγμένων.
Αλλιώς, είναι συνένοχος. Προς επίρρωσιν τούτου, ο κ. Αργυρόπουλος παραπέμπει σε
δύο εντυπωσιακά χωρία από τον Χρυσόστομο και τον Φλωρόφσκυ: «Κι αν ακόμη η αδικία έγινε από άλλον, πήρες
και συ μέρος σ’ αυτήν. [...] Γιατί όποιος μπορεί να εμποδίσει αυτόν που αδικεί
και δεν το κάνει, δεν είναι λιγότερο υπεύθυνος από εκείνον που αδικεί»,[7] κηρύσσει
ο πρώτος, ενώ ο δεύτερος προειδοποιεί πως «όποιος
παραμένει απαθής ενώπιον της Ιστορίας, δεν μπορεί ποτέ να είναι καλός
χριστιανός».[8]
Η
κοινωνική-πολιτική δράση δεν αναιρεί
τον προσωπικό πνευματικό αγώνα του χριστιανού. Απεναντίας, αποτελεί τη φυσική
του συνέχεια και ολοκλήρωση. Γιατί το κοινωνικό είναι μια διάσταση του
πνευματικού. Ο συγγραφέας καυτηριάζει μια, δυστυχώς ευρέως διαδεδομένη, κίβδηλη
«πνευματικότητα»: «Η σωτηρία για πολλούς
Ορθοδόξους νοείται ατομικά. Η Εκκλησία θεωρείται χώρος ατομικής ανάπαυσης και όχι
δυναμική στάση ζωής, τόπος βολέματος και όχι διακονίας. Η πνευματικότητα για
πολλούς έχει ταυτισθεί με την “απάθεια” των ανατολικών θρησκειών. Η χριστιανική
εσχατολογία έχει υποκατασταθεί με την προσδοκία μιας μεταθανάτιας ατομικής
αμοιβής για τη μέχρι τότε πορεία “ηθικών προδιαγραφών”».[9]
Πνευματικός αγώνας ουδόλως σημαίνει φυγή από τον κόσμο και περιφρόνηση της
παρούσας ζωής, στο πλαίσιο ενός νοσηρού μυστικισμού ή ευσεβισμού. Μία τέτοια
στάση, στην πραγματικότητα, εδράζεται σε έναν ξένο προς την Ορθοδοξία δυϊσμό πνεύματος-ύλης ή ψυχής-σώματος.
Μία ουσιώδης διαφορά του ορθόδοξου χριστιανισμού από την αρχαιοελληνική σκέψη
είναι η ιερότητα και ο σεβασμός που ο πρώτος αποδίδει στην ύλη. Ενώ για τον Πλωτίνο π.χ. «[η
ύλη] είναι η ουσία του Κακού ... το πρωταρχικό Κακό και το καθαυτό Κακό»
(Πλωτίνου, Ἐννεὰς πρώτη, 8:3), ο
Δαμασκηνός αναφωνεί: «Δεν θα πάψω να
σέβομαι την ύλη, δια της οποίας συντελέστηκε η σωτηρία μου» (Ιωάννου
Δαμασκηνού, Πρός τούς διαβάλλοντας τάς ἁγίας εἰκόνας
Λόγος Α', 16). Είναι άραγε τυχαίο ότι, στον Πλωτίνο, η υποτίμηση της ύλης
συνδυάζεται με την πολιτική αδιαφορία; Σύμφωνα με τον τρίτο μεγάλο αρχαίο
φιλόσοφο (μετά τους Πλάτωνα και Αριστοτέλη),
ο θείος άνδρας, που ζει τη ζωή των θεών, αποστρέφεται τις πολιτικές
ασχολίες σαν κοσμικό περισπασμό, δεν
ζει τη ζωή του καλού καγαθού άνδρα
την οποία υποδεικνύει η πολιτική αρετή (βλ. Ἐννεὰς πρώτη, 2:7).
Κατά τον
Γερμανό μαρξιστή φιλόσοφο Ερνστ Μπλοχ, ο αληθής μυστικισμός είναι επαναστατικός, γιατί δεν εννοεί τη θρησκεία σαν
αυτοαποξένωση, ήγουν σαν εκμηδένιση του ανθρώπου από ένα επέκεινα που βρίσκεται
πέραν αυτού, αλλά επιζητεί να άρει τον χωρισμό και να ενώσει τον άνθρωπο με το
επέκεινα, και μάλιστα προς χάριν του ανθρώπου και εντός του ανθρώπου. Ένα
υποκείμενο, λοιπόν, που σκέπτεται στα σοβαρά τον εαυτό του σε προσωπική ένωση με τον ύψιστο Κύριο δεν
κάνει καθόλου για δούλος. Ο μυστικισμός, εξυψώνοντας το άτομο, προσέβαλε την
κοινωνική καταπίεση, γι’ αυτό και άσκησε επιρροή στις επαναστάσεις του τέλους
του Μεσαίωνα και της αρχής των Νέων Χρόνων.[10]
Πέραν όσων ήδη
αναφέρθηκαν, ο χριστιανός οφείλει να μάχεται την κοινωνική αδικία και για τη διευκόλυνση της ατομικής του
σωτηρίας. Όπως υποστηρίζει ο Μπερδιάγεφ, ο χριστιανός πρέπει να αγωνίζεται για
την εγκαθίδρυση εκείνου του κοινωνικού καθεστώτος που είναι το λιγότερο
επιζήμιο για την ανθρώπινη ψυχή. Ασφαλώς, τα πάθη δεν είναι δυνατόν να
εξαφανιστούν ολοκληρωτικά και οριστικά από τον αμαρτωλό κόσμο μας· ωστόσο,
είναι εφικτό να συρρικνωθούν στο πλαίσιο μιας δίκαιης, αταξικής κοινωνίας.[11]
Παρομοίως, ο Μπλοχ ισχυρίζεται ότι, προκειμένου να ασκηθεί η υποκειμενική
ηθική, είναι απαραίτητη μια καλή οργάνωση της κοινωνίας. Οι ανταγωνιστικές
συγκρούσεις που ανήκουν στη δομή της ταξικής κοινωνίας δεν επιτρέπουν στον
προλετάριο να δράσει ηθικά, ακόμη κι όταν το θέλει.[12] Κατ’
επέκτασιν, και ο χριστιανός δεν μπορεί να επιδιώξει την αγιότητα μέσα σε μια
κοινωνία που τον ανατρέφει ως εγωιστή και τον αναγκάζει να παραβεί τις εντολές
του Θεού.
Η θεολογία δεν
πολιτικοποιείται, γιατί είναι από τη φύση της πολιτική. Ο κ. Αργυρόπουλος
θεμελιώνει, πέραν πάσης αμφισβητήσεως, τη θέση του αυτή στη Βίβλο και τους
Πατέρες, ανατρέχοντας στις πηγές. Οι Πατέρες ασχολήθηκαν πολύ με το κοινωνικό
πρόβλημα (όπως παλαιότερα οι Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης), χωρίς ωστόσο να το
απολυτοποιούν, βλέποντάς το ως μια πτυχή της αγάπης. Ο συγγραφέας θέτει και το
ζήτημα της συνέπειας και της ειλικρίνειας του χριστιανού: «ο Χριστιανός αρνούμενος την πολιτική στράτευση που εμπνέεται από τις
ευαγγελικές αρχές ενίοτε έρχεται σε αντίθεση με τα όσα πράττει σε προσωπικό
επίπεδο. Κάποιος, λόγου χάρη, που λέει πως βιώνει την άσκηση και την ταπείνωση,
πώς μπορεί να αποδέχεται ένα πολιτικό σύστημα καταπίεσης, εκμετάλλευσης και
αδικίας; Ένας άνθρωπος που πιστεύει στην ελευθερία του Χριστού, πώς μπορεί να
ανέχεται ή το χειρότερο να συνεργάζεται με ένα αυταρχικό ή δικτατορικό
καθεστώς;»[13]
Όπως υπομιμνήσκει ο Γάλλος θεολόγος Ολιβιέ Κλεμάν: «Αν δεν υπάρχει ψωμί για όποιον πεθαίνει από την πείνα, αν δεν υπάρχει
ελευθερία για τον πολιτικό κρατούμενο, αυτά είναι σημάδια ότι η χριστιανική μας
δράση ψεύδεται προς το πνεύμα».[14]
Συνελόντι
ειπείν, όπως γράφει ο Ρώσος φιλόσοφος Βλαντιμίρ Σολόβιεφ και παραθέτει ο κ.
Αργυρόπουλος: «αποστολή όλων [των
χριστιανών] είναι να συνεργαστούν, ώστε να πάψει η κοινωνία να είναι ένα χάος,
μια πρόγευση της κόλασης, και να γίνει ένα προμήνυμα της ουράνιας αρμονίας, μια
απαρχή του κόσμου που επεθύμησε ο Θεός και πρέπει να φιλοτεχνήσει με τη χάρη
του Χριστού ο άνθρωπος».[15]
Διότι, όπου πάσχει και ένας άνθρωπος, εκεί συμπάσχει ο Θεός!
Χριστιανισμός
και Αριστερά
Στους χώρους της Αριστεράς, κυριαρχεί συχνά ένας
δογματισμός και μια μίζερη ή/και επιθετική, εμμονική αντιθρησκευτικότητα, η
οποία, κατά τον συγγραφέα, είναι γέννημα της αμάθειας, και αποτελεί την άλλη
όψη του νομίσματος της αρρωστημένης, φανατικής θρησκευτικότητας. Δεν πρέπει να
λησμονούμε πως ο χριστιανισμός διαχρονικά εκφράστηκε, όχι μόνο με τους
εξουσιαστές και τους δυνάστες, αλλά και με τους μάρτυρες, τους ήρωες και τους
προφήτες του. Ας μας επιτραπεί μια ιστορική αποτίμηση: η μεγαλύτερη κοινωνική
επανάσταση στην Ευρώπη, από πλευράς θυμάτων της καταστολής (100.000!) ήταν ο
Πόλεμος των Χωρικών τον 16ο αιώνα, με πρωτεργάτη τον Γερμανό κληρικό και
θεολόγο Τόμας Μύντσερ. Αν τώρα εγκύψουμε στην προσωπικότητα του Μύντσερ, θα
διαπιστώσουμε ότι ήταν μυστικιστής· υπερασπιζόταν τη γνησιότητα των άμεσων
προσωπικών αποκαλύψεων του Θεού στον άνθρωπο (μέσω οραμάτων ή ενυπνίων), και
δίδασκε την υπεροχή του Πνεύματος έναντι του Γράμματος, την ησυχαστική
αυτοεγκατάλειψη στο θείο θέλημα και την αξία της σταυρικής κένωσης, των
δοκιμασιών και του μαρτυρίου. Η επαναστατική πολιτική του Μύντσερ εξαρτάται σε
μεγάλο βαθμό από τη μυστικιστική του πνευματικότητα. Η επιτυχημένη πολιτική
επανάσταση προϋποθέτει την εσωτερική πνευματική μεταμόρφωση, και αντιστρόφως η
ατομική πνευματική αλλαγή προαπαιτεί τον εξωτερικό κοινωνικό μετασχηματισμό. Οι
δύο τούτες στιγμές είναι αχώριστες και αλληλένδετες στο πλαίσιο της διαλεκτικής εσωτερικού-εξωτερικού /
πνευματικού-υλικού / ατομικού-κοινωνικού.[16],[17]
Αναζητώντας
τις ρίζες της κομμουνιστικής αρχής «από τον καθένα ανάλογα με τις ικανότητές
του, στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του», φθάνουμε ασφαλώς στην
κομμουνιστικά οργανωμένη πρωτοχριστιανική κοινότητα. Πολύ αργότερα, την
αρχέγονη Εκκλησία μιμήθηκε και το «Κράτος του Θεού», το οποίον ιδρύθηκε από
Ιησουίτες μοναχούς τον 17ο αιώνα στην Παραγουάη: «Ένα κράτος ισότητας,
πρότυπο κοινωνικής συμβίωσης στην παγκόσμια ιστορία, που αποτελούνταν από
αυτοδιοικούμενες κοινότητες ιθαγενών πλήρως οργανωμένες που διέθεταν σχολείο,
ωδείο, εκκλησία, αγροτικές καλλιέργειες και κτηνοτροφικές μονάδες, αποθήκες
τροφίμων. Μια κοινωνία όπου δεν υπήρχαν φυλακές, ούτε οι κάτοικοι
χρησιμοποιούσαν κάποιο νόμισμα, αφού ο καθένας είχε όσα χρειαζόταν. Ένα κράτος
που άντεξε στον χρόνο πάνω από 150 χρόνια παρά τις διώξεις και τις επιθέσεις
από τις ληστρικές συμμορίες των λευκών κατακτητών».[18]
Μαρξ-Ένγκελς
για τη θρησκεία
Ο νεαρός Μαρξ συλλαμβάνει τη θρησκεία
διαλεκτικά, ως έχουσα έναν διττό-αντιφατικό
ρόλο: από τη μια να εκφράζει την πραγματική δυστυχία, και να δικαιολογεί και να
νομιμοποιεί την καθεστηκυία τάξη πραγμάτων, από την άλλη να λειτουργεί ως
διαμαρτυρία, κριτική, ακόμη και εξέγερση εναντίον της υπάρχουσας κοινωνίας.
Αργότερα, οι Μαρξ-Ένγκελς εντάσσουν τη θρησκεία στην ιδεολογία, δηλαδή στην πνευματική παραγωγή ενός λαού, η οποία
αποτελεί απλώς αντανάκλαση της υλικής διαδικασίας της ζωής. Η θρησκεία
πρόκειται λοιπόν να εξαλειφθεί με την ανατροπή των κοινωνικών σχέσεων που τη
γέννησαν, όπερ καθιστά απορριπτέες, ως μη αναγκαίες, τις απαγορεύσεις και τις
διώξεις εναντίον της. Μάλιστα, ο Ένγκελς, τις θεωρεί και επιζήμιες,
υποστηρίζοντας ότι δεν υπάρχει καλύτερο μέσο ενίσχυσης και προαγωγής της
θρησκείας από την απαγόρευση ή δίωξή της. Οπωσδήποτε, ο μαρξικός αθεϊσμός
διαφοροποιείται σαφώς από τον δογματικό αθεϊσμό του Μπακούνιν. Γι’ αυτό και, σε
αντίθεση με τους αναρχικούς οπαδούς του τελευταίου, οι Μαρξ-Ένγκελς (όπως και
οι Λούξεμπουργκ-Λένιν) δεν θέτουν τον αθεϊσμό ως προαπαιτούμενο για την
προσχώρηση ενός ατόμου στον επαναστατικό σοσιαλισμό. Ο Ένγκελς έγραψε μελέτες
για τον Πόλεμο των Χωρικών, την Αποκάλυψη
του Ιωάννη και τον πρώιμο χριστιανισμό, τον οποίον παραλληλίζει με τον
επαναστατικό σοσιαλισμό των ημερών του, ενώ, εν αντιθέσει προς τους αστούς
φιλοσόφους του Διαφωτισμού, αποφεύγει να ταυτίσει τη θρησκεία με την αντίδραση
και τον υλισμό με την επανάσταση.[19]
Μαρξισμός
και χριστιανισμός εμφανίζουν εκλεκτικές
συγγένειες, κάποιες εκ των οποίων θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι οι εξής:
α) ο κομμουνισμός, β) η καταγγελία της ειδωλοποίησης του χρήματος, γ) το
προβάδισμα της ιστορίας έναντι της φύσης, δ) η εσχατολογική-τελεολογική σύλληψη
της ανθρώπινης ουσίας και η αρχή της ελπίδας, ε) η εξύψωση της ανθρώπινης
ελευθερίας, και στ) η κριτική του αστικού ατομικισμού.[20]
Επίσης, όπως παρατηρεί ο Ιταλός άθεος κομμουνιστής, μαθηματικός Lucio Lombardo
Radice (1916-1982), τόσο για τον χριστιανισμό όσο και για τον ιστορικό υλισμό,
κέντρο είναι ο άνθρωπος. Γράφει σχετικά: «Είναι
γεγονός ότι ο Χριστιανισμός, ακόμη και αν υποθέσουμε ότι είναι μια θρησκεία
είναι, οπωσδήποτε μια διαφορετική θρησκεία από όλες τις άλλες. […] Είναι η μόνη
θρησκεία ή καλλίτερα η πίστη του σημερινού ανθρώπου που έχει στο κέντρο τον
άνθρωπο. Αυτός είναι, πιστεύω, ο λόγος της ιστορικής συνάντησης των επαναστατών
της ιστορικο-υλιστικής και χριστιανικής απόκλισης. Και οι μεν και οι δε
στοιχηματίζουν στον άνθρωπο».[21]
Συνεργασία
χριστιανών - μαρξιστών
Στην πορεία της
ιστορίας, υπήρξαν κοινωνικές επαναστάσεις που εμπνεύστηκαν από τον
χριστιανισμό, αλλά και άλλες που στράφηκαν εναντίον του, ακριβέστερα εναντίον
των εκκλησιαστικών θεσμών, οι οποίοι, είτε συνιστούσαν αυτοί οι ίδιοι φορείς
καταπίεσης, είτε λειτουργούσαν ως πυλώνες στήριξης των άδικων εξουσιών. Έτσι,
οι διωγμοί κατά της Εκκλησίας σε επαναστατικές περιόδους πρέπει να ερμηνεύονται
και βάσει του εκάστοτε πολιτικού και κοινωνικοοικονομικού πλαισίου. Φέρ’
ειπείν, στη Γαλλία, πριν την Επανάσταση, ο Κλήρος ήταν ιδιοκτήτρια και
προνομιούχος τάξη που εκμεταλλευόταν τον λαό. Απεναντίας, στην Ελλάδα, ο
κατώτερος (τουλάχιστον) κλήρος υπήρξε ανέκαθεν σάρκα από τη σάρκα του λαού,
συνέπασχε τα βάσανά του λαού, και συμμετείχε ενεργά (μαζί με ένα αξιοσέβαστο
κομμάτι των αρχιερέων) σε όλους τους εθνικοαπελευθερωτικούς και κοινωνικούς
αγώνες, με έσχατο λαμπρό παράδειγμα την Εθνική Αντίσταση κατά της γερμανικής
κατοχής (1941-1944).
Όπως είπαμε, ο
μαρξισμός, για φιλοσοφικούς και τακτικούς λόγους, δεν τάσσεται υπέρ της δίωξης
ή απαγόρευσης της θρησκείας. Σύμφωνα με τη Ρόζα Λούξεμπουργκ: «Οι Σοσιαλδημοκράτες [...] θεωρούν τη
συνείδηση και τις προσωπικές απόψεις ιερές. Κάθε άνθρωπος μπορεί να έχει όποια
πίστη και όποιες απόψεις τού φαίνονται κατάλληλες να εξασφαλίσουν την ευτυχία.
Κανείς δεν έχει δικαίωμα να διώκει ή να επιτίθεται στην ιδιαίτερη θρησκευτική
άποψη των άλλων. Αυτό πιστεύουν οι σοσιαλιστές».[22]
Αλλά, η μεγάλη αυτή επαναστάτρια και θεωρητική του μαρξισμού προχωρεί ακόμη
παραπέρα: Επικαλούμενη αγιογραφικά χωρία, αποδεικνύει πως η εχθρότητα του
Κλήρου προς τους σοσιαλιστές είναι ακατανόητη, δεδομένου ότι οι τελευταίοι
δρουν απολύτως σύμφωνα με τις εντολές του Ιησού Χριστού, όταν αγωνίζονται για
την εγκαθίδρυση μιας κοινωνίας ισότητας, ελευθερίας και αδελφότητας.[23]
Έτσι, ανοίγει την πόρτα σε μια πιθανή συμμαχία μαρξιστών και χριστιανών,
ενάντια στην πολιτική τυραννία και την κοινωνική αδικία.
Σημαντικοί
μαρξιστές θεωρητικοί έχουν κατά καιρούς εκφραστεί υπέρ μιας τέτοιας
συνεργασίας. Κατά τον Χορκχάιμερ, ο διαχωρισμός των ανθρώπων με κριτήριο τις
θρησκευτικές τους προτιμήσεις δεν είναι πρωταρχικός, όταν βασικό ζητούμενο
είναι οι ιστορικές ενέργειες που θα συντελέσουν στην άρση της καταπίεσης.[24]
Για τον Λούκατς, η συνεργασία μαρξιστών-χριστιανών, παρά τις διαφορές τους, όχι
μόνον είναι επιθυμητή, αλλά κι επιβάλλεται από το μέγεθος και τον επείγοντα
χαρακτήρα των προβλημάτων που αντιμετωπίζει σήμερα η ανθρωπότητα.[25]
Ο Μπλοχ βάζει ως προϋποθέσεις της συνεργασίας οι μεν χριστιανοί να παραμένουν
δεσμευμένοι στη λύτρωση των απόβλητων και κατατρεγμένων, οι δε μαρξιστές να
διατηρούν την προσήλωσή τους στο «θερμό ρεύμα» της ελπίδας.[26]
Σύμφωνα με τον σύγχρονο Έλληνα μαρξιστή Γιώργο Ρούση, η μονομερής αντιμετώπιση
της θρησκείας και δη του χριστιανισμού μόνο σαν αποχαυνωτικού οπίου και η
παράβλεψη του ελπιδοφόρου χαρακτήρα του και της επαναστατικής του δυναμικής
απορρέει από μία ντετερμινιστική, μη διαλεκτική ανάγνωση του υλισμού.
Αντιθέτως, η άρνηση του ντετερμινισμού και η ανάδειξη του ρόλου της ανθρώπινης
συνείδησης ως αναγκαίας προϋπόθεσης κάθε επανάστασης επιτρέπουν την αναγνώριση
και εκτίμηση της θετικής πλευράς του χριστιανισμού.[27] Για
τον Φιντέλ Κάστρο, η φράση «η θρησκεία
είναι το όπιο του λαού» έχει ιστορική αξία και ήταν ασφαλώς σωστή στη
συγκεκριμένη στιγμή που ειπώθηκε, αλλά δεν πρέπει να ληφθεί σαν δόγμα ή απόλυτη
αλήθεια· επίσης, δεν υπάρχει αντίφαση ανάμεσα στην ιδιότητα του χριστιανού και
την ιδιότητα του κομμουνιστή.[28]
Μία τέτοια περίπτωση επαναστάτη που ήταν συγχρόνως χριστιανός και κομμουνιστής
ήταν ο Μίκης Θεοδωράκης (κατά δήλωσή του).[29]
Αλλά κι από την
πλευρά των χριστιανών, η αγωνιστική αντάμωση με τους άθεους που νοιάζονται για
τον άνθρωπο και συμπάσχουν με τα θύματα της ιστορίας δεν στερείται θεολογικών
ερεισμάτων. Κατά τον Μέγα Βασίλειο, «ὁ ζητῶν εἰρήνην, Χριστὸν ἐκζητεῖ, ὅτι αὐτός ἐστιν
ἡ εἰρήνη».[30] «Σε μια τέτοια προοπτική, γράφει ο
αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος, οι
χριστιανοί θα μπορούσαμε να διακρίνουμε σε κάθε άνθρωπο που επιδιώκει ειλικρινά
την ειρήνη και αγωνίζεται γι΄ αυτήν όχι μόνο έναν συνοδοιπόρο, αλλά έναν
αναζητητή του Χριστού, φίλο πολύτιμο».[31]
Ο Τίλλιχ διακρίνει μια «υποβόσκουσα Εκκλησία» σε κινήματα που δεν ανήκουν μεν
στην επίσημη Εκκλησία ή/και την εχθρεύονται, πλην όμως μάχονται για την
κοινωνική δικαιοσύνη.[32]
Το οικολογικό
πρόβλημα
Ο συγγραφέας κλείνει το βιβλίο του με αναφορές
στην οικολογική καταστροφή, την οποία θεωρεί αποτέλεσμα, αφενός της «αποπνευμάτωσης»
και εργαλειακής θέασης της φύσης σαν αντικειμένου προς κυριάρχηση και
εκμετάλλευση, αφετέρου της κεφαλαιοκρατικής καταλήστευσής της. Καταγράφει τις
χριστιανικές συμβολές στα κινήματα της πολιτικής οικολογίας και τονίζει ότι η
σωτηρία του πλανήτη είναι αδύνατη χωρίς αλλαγή κοινωνικοοικονομικού μοντέλου.
[1] Νίκος Ψαρουδάκης, Η επανάστασις της Αγάπης, Λύσις του κοινωνικού προβλήματος υπό το φως
της χριστιανικής κοινωνιολογίας, β΄ έκδοσις, Αθήναι, 1959, σ. 5.
[2] Βλ. Πιοτρ Κροπότκιν, Αλληλοβοήθεια - Ένας παράγοντας της
εξέλιξης, μτφρ. Ευμορφία Στεφανοπούλου, Καστανιώτης, Αθήνα, 2009.
[3] Κωστής Μοσκώφ, Η πράξη και η σιωπή, Καστανιώτης, Αθήνα, 1983, σ. 132.
[4] Άγγελος Γουνόπουλος, Η Θεολογία της Απελευθέρωσης στην
ενσαρκωμένη Λατινική Αμερική, περιοδικό
νέος Ερμής ο Λόγιος, τ. 11, 2015, σ. 227.
[5] Ανδρέας Αργυρόπουλος, Χριστιανισμός και πολιτική, Αρμός,
Αθήνα, 2023, σσ. 48-9.
[6] Ό.π., σ. 73.
[7] Ιωάννης Χρυσόστομος, Εις την Γένεσιν Ομιλία 33, 3, PG 53,
309.
[8] Γεώργιος Φλωρόφσκυ, «Πορεία της
Ρωσικής Θεολογίας», Θεολογία, αλήθεια και ζωή, Πνευματικόν Συμπόσιον, σ.
29. Παράθεμα στο: Αργυρόπουλος, ό.π.,
σ. 194-5.
[9] Αργυρόπουλος, ό.π., σ. 71.
[10] Ernst Bloch, Ο αθεϊσμός στον χριστιανισμό, μτφρ. Πέτρος Γιατζάκης, Άρτος Ζωής,
Αθήνα, 2019, σσ. 140-5.
[11] Nicolas Berdiaeff, Χριστιανισμός και κοινωνική πραγματικότητα,
μτφρ. Βασίλειος Γιούλτσης, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη, σ. 130.
[12] Ernst Bloch, Φυσικό δίκαιο και
ανθρώπινη αξιοπρέπεια, μτφρ. Θανάσης Γκιούρας, ΚΨΜ, Αθήνα, 2015, σσ.
339-340.
[13] Αργυρόπουλος, ό.π., σ. 75.
[14] Ολιβιέ Κλεμάν, Ορθοδοξία και
Πολιτική, μτφρ. Γιάννης Λάππας-Γιάννης Ζερβός, Μήνυμα, Αθήνα, 1985, σ. 17.
[15] Βλαντιμήρ Σολοβιώφ, Η Ορθόδοξη Χριστολογία για τα κοινωνικά
προβλήματα, Σύνορο τχ. 40 (Χειμώνας 1966-1967), σ. 275.
[16] Γιώργος Κουτσοδιάκος, Τόμας Μίντσερ, ο εξεγερμένος προφήτης, Firebrand,
Αθήνα, 2021, σσ. 48-9, 103-4.
[17] Alberto
Toscano, The Resurrections of Thomas
Müntzer. Preface to: Thomas Müntzer, Sermon
to the Princes, translated by Michael G. Baylor, Verso, London, 2010, p.
xvi.
[18] Αργυρόπουλος, ό.π., σ. 128.
[19] Βλ. Γιώργος Κρανιδιώτης, Μαρξισμός
και χριστιανισμός: εκλεκτικές συγγένειες, Κρίση 2023, 14: 11-45.
[20] Ό.π.
[21] Lucio Lombardo Radice, Πρόλογος
στο βιβλίο του Vittorio Messori Υπόθεση
Ιησούς, μτφρ. Μάρκος Ρούσσος-Αλέκα Γρηγοριάδου, Πορεία Πνευματική, Αθήνα,
1980, σσ. 12-3.
[22] Rosa Luxemburg, Socialism and The Churches. First
Published: by the Polish Social Democratic Party in 1905. Διαθέσιμο στα Αγγλικά στον δικτυακό
τόπο: https://www.marxists.org/archive/luxemburg/1905/misc/socialism-churches.htm
[23] Ό.π.
[24] Max Horkheimer, Το πρόβλημα της αλήθειας, μτφρ. Στέφανος Ροζάνης, Έρασμος, Αθήνα,
2015, σσ. 64-5.
[25] Γκέοργκ Λούκατς, Επιστολή για
τη σχέση μεταξύ μαρξισμού και χριστιανισμού, Világosság IX, 8-9, σ. 547.
Μτφρ. στο περιοδικό Μαρξιστική Σκέψη,
τόμος 33, σσ. 431-2.
[26] Bloch, Ο αθεϊσμός στον χριστιανισμό, ό.π., σσ. 586-7.
[27] Γιώργος Ρούσης, Χριστιανισμός - Μαρξισμός: Βίοι Παράλληλοι, Γκοβόστης, Αθήνα,
2021, σσ. 48-70.
[28] Ο
Φιδέλ και η Θρησκεία: συνομιλίες με τον Φράι Μπέττο, Γνώσεις, Αθήνα, 1987.
Απόσπασμα από το βιβλίο, αναρτημένο στον ηλεκτρονικό σύνδεσμο:
https://yperboles.wordpress.com/category/αριστερά/κομμουνισμός-και-θρησκεία/
[29] Μίκης Θεοδωράκης, Συνέντευξη τύπου
ενόψει της παρουσίασης στον Καθεδρικό Ναό Αθηνών της μουσικής σύνθεσής του για
το έργο του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού Ακολουθία
εις Κεκοιμημένους, Αθήνα, 29 Μαρτίου 2007. Απόσπασμα από τη συνέντευξη,
αναρτημένο στον ηλεκτρονικό σύνδεσμο:
https://xristianiki.gr/μίκης-θεοδωράκης-το-αγαπάτε-αλλήλου/
[30] Βασίλειος Καισαρείας, Ὁμιλία
εἰς τὸν ΛΓ΄ Ψαλμόν, PG 29, 376C.
[31] Αλβανίας Αναστάσιος, Συνύπαρξη, ειρήνη, φύση, φτώχεια,
τρομοκρατία, αξίες, Αρμός, Αθήνα, 2015, σ. 31.
[32] Paul Tillich, Το δικαίωμα στην ελπίδα, Ομιλία στη Harvard Memorial Church, 2
Μαρτίου 1965. Στο: Paul Tillich, Η ελπίδα
ενάντια στην ελπίδα, μτφρ. Δ. Μ. Μόσχου, Firebrand, Αθήνα, 2023, σσ. 34,
55.