(απόσπασμα από το βιβλίο των ΔΗΜΗΤΡΗ ΑΡΚΑΔΑ και ΔΗΜΗΤΡΗ ΜΠΕΚΡΙΔΑΚΗ, Λόγος
Σκληρός: Κεφάλαια Τοξικής Θεολογίας, εκδ. Εξάντας, Αθήνα 2001, σσ.47-61)
[…] Κατά τρόπο αυτονόητο, η Εκκλησία ενδιαφέρεται και μεριμνά για τα προβλήματα της κοινωνίας, όχι μόνο διότι τα μέλη της τυχαίνει να είναι συνάμα και πολίτες, αλλά γιατί από την ίδια της τη φύση είναι οικουμενική και η παρέμβασή της σωτηριολογική, δηλαδή αγκαλιάζει τον όλο άνθρωπο και τις ανάγκες του. Το κριτήριο του ενδιαφέροντός της δεν είναι ιδεολογικό, αλλά ακραιφνώς θεολογικό. Αυτό σημαίνει ότι το αίτημα για κοινωνική δικαιοσύνη και απελευθέρωση οφείλει να κατανοείται και ν’ αρθρώνεται στα όρια της Εκκλησίας κατά τέτοιο τρόπο που να αποστασιοποιείται τόσο από τα κοινωνικά κινήματα της ευρύτερης ουμανιστικής παράδοσης (σοσιαλισμός, αναρχισμός, κομμουνισμός) όσο και από τα –προτεσταντικής καταγωγής και πουριτανικής εμπνεύσεως– σχεδιάσματα Χριστιανοδημοκρατικής πραγμάτωσης. Προκειμένου να επικεντρωθεί στις θεολογικές προϋποθέσεις της κοινωνικής δικαιοσύνης, η Εκκλησία οφείλει να περάσει από τον Μαρξ στον Μάρκο (τουτέστιν από την ιδεολογία στη θεολογία) –και όχι αντίστροφα, όπως συμβαίνει με κάποιες τάσεις της Θεολογίας της Απελευθέρωσης ή του Χριστιανοσοσιαλισμού. Αυτά φανερώνουν ασυγχώρητη μονομέρεια στην κατανόηση του προσώπου και της διδασκαλίας του Χριστού (όσο κι αν οι κοινωνικές συνθήκες δικαιολογούν, σε πολλές περιπτώσεις, κάτι τέτοιο). Ο Χριστός δεν ήταν κοινωνικός ανατροπέας, αναρχικός ή κομμουνιστής, όπως δεν ήταν και ο γλυκερός δασκαλάκος της αντιδραστικής ευσέβειας και της «υγιούς ηθικής», όπως θέλουν να μάς τον παρουσιάσουν οι ποικιλώνυμοι θιασώτες τού συντηρητισμού. Τέτοιου είδους νοσηρές προκατανοήσεις και επικίνδυνες ιδεολογικοποιήσεις του προσώπου και του έργου του Θεανθρώπου, πολλές φορές χρησιμοποιήθηκαν για να στηρίξουν αριστερά ή δεξιά ολοκληρωτικά ιδεολογήματα. Η συνείδηση της Εκκλησίας, αντιθέτως, διασώζει τον πυρήνα του κοινωνικού κηρύγματος της Καινής Διαθήκης, εντάσσοντάς το, ταυτόχρονα, στο όλο πλαίσιο της Ορθόδοξης Χριστολογίας. Μια διαπίστωση, που, εκτός των άλλων, υπογραμμίζει ότι η απαίτηση για κοινωνική δικαιοσύνη είναι για την Εκκλησία ζήτημα πνευματικής και όχι υλικής τάξεως. Είναι ζήτημα αποκατάστασης της σχέσης του ανθρώπου με το πρόσωπο του Κυρίου, δηλαδή, σε τελική ανάλυση, ζήτημα προσευχής και δράσης. Εδώ το νηπτικό αίτημα και το κοινωνικό πρόταγμα συναντιούνται. Η προσευχή προετοιμάζει τη στροφή προς τον πλησίον, ανοίγει την πόρτα της αγάπης. Κάθε Κυριακή οι πιστοί καλούνται να υπερνικήσουν την κεντρομόλο δυναμική των ατομικοτήτων τους, καθώς προσεύχονται για τους αδελφούς, δέονται στον Κύριο «υπέρ πλεόντων, οδοιπορούντων, νοσούντων, καμνόντων, αιχμαλώτων και της σωτηρίας αυτών». Υπό την προοπτική αυτή, η αγωνιώδης μέριμνα για τον «ελάχιστο αδελφό» δεν μπορεί να συκοφαντείται ως εκχώρηση στην ιδεολογία, αφού δεν είναι παρά το θεολογικώς αυτονόητο. Η Εκκλησία δεν κατατρύχεται από τα ψευδαισθητικά οράματα της οριστικής εξάλειψης της αδικίας από προσώπου γης. Ο λόγος του Ιησού «πάντοτε γαρ τους πτωχούς έχετε μεθ’ εαυτών» (Μαρκ. 14:7) μαρτυρεί προς την κατεύθυνση αυτή. Το γεγονός αυτό, όμως, δεν δικαιολογεί, όπως είπαμε, την αδιαφορία για τον πόνο του άλλου, ούτε μπορεί να λειτουργεί ως άλλοθι για τη διαιώνιση της αδικίας εκ μέρους των εξουσιαστών. Προσοχή, η παθητικότητα είναι συνενοχή.
Το ζητούμενο, λοιπόν, είναι πώς θα εκφραστεί σήμερα θεολογικά το λησμονημένο αίτημα της προφητικής συνείδησης για κοινωνική δικαιοσύνη. Σε παλαιότερες εποχές και σε διαφορετικά πολιτισμικά και κοινωνικοοικονομικά συμφραζόμενα η Εκκλησία προέτασσε την φιλανθρωπία ως τον κατ’ εξοχήν τρόπο άμβλυνσης της επικρατούσας αδικίας. Η ίδια, μάλιστα, έσπευδε να αναπληρώσει την ελλειμματική κοινωνική μέριμνα από την πλευρά της πολιτείας, επιστρατεύοντας το κύρος της και τους μηχανισμούς που είχε στη διάθεσή της.
Στις μέρες μας, όμως, η εκκλησιαστική φιλανθρωπία είναι ανεπαρκής ως μέτρο αντιμετώπισης του προβλήματος, στο βαθμό που δεν συνοδεύεται από τη δέουσα θεολογική κριτική των αιτιών που το δημιούργησαν. Το λέμε αυτό γιατί η φιλανθρωπία από μόνη της δεν έχει τίποτα το ιδιαζόντως εκκλησιαστικό, καθώς επιτάσσεται από όλες τις θρησκείες και εφαρμόζεται σε όλους τους πολιτισμούς. Επιπλέον, φιλανθρωπικά ιδρύματα υπάρχουν και στα πλέον στυγνά και ολοκληρωτικά καθεστώτα, ενώ τα διάφορα charities και τα πολύχρωμα φιλανθρωπικά gala των πλουσίων fashion victims κυριών αποτελούν εδώ και αιώνες θεσμό στις χώρες του υπαρκτού καπιταλισμού. Φιλανθρωπικές δραστηριότητες του είδους αυτού –απομεινάρια του Προτεσταντικού ηθικισμού– προσφέρονται ως ιδανική μέθοδος απενοχοποίησης των αεί «φιλοπλουτούντων» πλουσίων και συντελούν στη συντήρηση ενός εκμεταλλευτικού οικονομικού συστήματος που αναπαράγει την κοινωνική ανισότητα. Η θεσμοθετημένη φιλευσπλαχνία, παρά τις επιμέρους λύσεις που ενδεχομένως προσφέρει, δεν είναι διόλου εκδήλωση έμπρακτης μετάνοιας εκ μέρος των ανθρώπων του χρήματος. Τα κίνητρά της είναι κατά βάση ιδιοτελή, καθώς εντάσσεται σε έναν μηχανισμό άμβλυνσης των εντυπώσεων σχετικά με το κοινωνικό ρόλο του κεφαλαίου. Λειτουργεί ως ασφαλιστική δικλείδα του συστήματος, ώστε να αποφευχθεί η πλήρης εξαθλίωση που αναπότρεπτα γεννά την αντίδραση. Εξάλλου, ας μην ξεχνάμε ότι και ο πλούσιος της παραβολής (Λουκ. 16:19-31) ήταν φιλάνθρωπος, αφού όλο και κανένα ψίχουλο πετούσε στον ταλαίπωρο διακονιάρη Λάζαρο, που τριγύριζε γυμνός στα σκαλιά του μεγάρου του. Αυτό, όμως, δεν τον γλίτωσε από την αιώνια καταδίκη. Ο Μέγας Βασίλειος, πάλι, έρχεται να μας υπενθυμίσει με λόγο κοφτερό σαν πύρινη ρομφαία ότι «ο εκ του περισσεύματος προσφέρων απρόσδεκτος». Όχι πετάμε πέντε δεκάρες στον άστεγο που ξεχειμωνιάζει στο απέναντι παγκάκι και μετά συνεχίζουμε ακάθεκτοι το καταναλωτικό μας όργιο. Μια τέτοια αγαθοεργία δεν αντιμάχεται, αλλά εκτρέφει τον εγωισμό, καθώς δεν αποσκοπεί τόσο στην ανακούφιση του άλλου, όσο στη δική μας –γυρεύει να καλμάρει τον ενοχλητικό σκύλο της συνείδησής μας.
Μπορεί, τώρα, κάποιος να προβάλλει το εξής αντεπιχείρημα: η Εκκλησία δεν δικαιώνει τους οικονομικά ισχυρούς, αλλά αποζητά και δέχεται τις δωρεές τους προκειμένου να ανταποκριθεί στις αυξημένες ανάγκες του ποιμνίου της, κινούμενη, δηλαδή, από αγαθές προθέσεις ποιμαντικής μέριμνας. Το επιχείρημα αυτό έχει ένα δίκιο, ιδίως στην περίπτωση που η Εκκλησία αντιμετωπίζει την άγρα φιλανθρωπικών δωρεών ως τρόπο αποκατάστασης της οικονομικής αδικίας, ήτοι, ως εύσχημη και θεάρεστη «μέθοδο» αφαίρεσης χρημάτων από τους άλλως ασυγκίνητους πλούσιους προς ενίσχυση των φτωχών: «Ει τις δύναταί τι δια μεθόδου των πλουσίων, και μάλιστα των ασπλάχνων, αφελέσθαι, και αυτούς τους χιτώνας, χάριν της των ενδεών ευποιΐας, ουδαμώς αμαρτήσει του πρέποντος», υποστήριζε ευθαρσώς ο άγιος εκείνος Πατριάρχης Αλεξανδρείας, Ιωάννης ο Ελεήμων. Δυστυχώς, όμως, υπάρχουν και περιπτώσεις κατά τις οποίες η προσφυγή στους πλουσίους προς εξασφάλιση των απαιτούμενων κεφαλαίων δεν μαρτυρεί παρά έλλειψη εμπιστοσύνης από την πλευρά των διοικούντων, στην αγαθή πρόθεση και στις δυνατότητες του σώματος των πιστών. Η κίνηση αυτή φανερώνει ανασφάλεια και αμφιβολία για την πρόνοια που ο Θεός δείχνει για τον λαό του. Δεν θα ήταν άραγε θεολογικώς προτιμότερο να καλείται κάθε φορά η ίδια η κοινότητα των πιστών να καλύψει τις ανάγκες των «ελάχιστων αδελφών», παρά η εκκλησιαστική διοίκηση να καταφεύγει διαρκώς στους διάφορους «αγνώστου προελεύσεως» χορηγούς, με τον κίνδυνο, μάλιστα, να καταστεί αποδέκτης προϊόντων εγκλήματος; Προσοχή, ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα. Βέβαια, μια τέτοια στάση απαιτεί λεβεντιά και διάθεση μαρτυρίου, ανάλογη μ’ αυτήν που περιγράφει ένα αρχαίο κείμενο με μεγάλο κύρος, οι Διαταγαί των Αποστόλων, καθώς η εφαρμογή των θεολογικών κριτηρίων ενδέχεται να οδηγήσει στην οικονομική εξαθλίωση της Εκκλησίας: «Αλλ’ εάν λέγητε, ότι οι διδόντες τας ελεημοσύνας ούτοί εισίν [δηλαδή, άδικοι], καν μη λάβωμεν παρ’ αυτών, πόθεν αι χήραι υπηρετηθήσονται παρ’ ημών και οι ενδεείς του λαού; Ακούσεσθε παρ’ ημών, ότι δια τούτο ελάβετε δόματα λευιτών, την καρποφορίαν του εν υμίν λαού, ίνα επαρκήτε και εαυτοίς και τοις δεομένοις, και μη ενδεία συνεχομένοι παρά πονηρών λαμβάνητε. Ει δε ούτως απορούσιν αι εκκλησίαι, λυσιτελεί διαφθαρήναι, ή παρ’ εχθρών του Θεού λαβείν τι εφ’ ύβρει και χλεύη των αυτού φίλων· περί γαρ των τοιούτων και ο προφήτης λέγει· ‘έλαιον αμαρτωλού μη λιπανάτω την κεφαλήν μου’. Δοκιμασταί ουν γίνεσθε των τοιούτων· και παρά μεν των οσίως περιπατούντων λαμβάνετε και τοις θλιβομένοις χορηγείτε, παρά δε αποσυναγώγων μη λαμβάνετε, πριν αν της εκκλησίας είναι μέλη καταξιωθώσιν. Ει δε επιλείποι δόμα, προσάγγελλε τοις αδελφοίς, και εξ αυτών συλλογήν ποιησάμενος διακόνει τοις ορφανοίς και ταις χήραις εν δικαιοσύνη […] εκ του δικαίου ουν κόπου των πιστών τρέφετε και αμφιέννυτε τους υστερουμένους».
[…] Το θεάρεστο τούτο έργο, όμως, πρέπει να συμπληρωθεί και από μια συνολικότερη κριτική στάση απέναντι στο υπάρχον οικονομικό σύστημα. Με τον τρόπο αυτό θα αποφευχθεί ο ορατός κίνδυνος να θεωρηθούν τα ευαγή ιδρύματα που συντηρεί η Εκκλησία ως η μόνη έκφραση της κοινωνικής της ευαισθησίας. Διότι, η σύναξη των πιστών μπορεί και πρέπει να κάνει περισσότερα. Στο σύγχρονο πολιτισμικό πλαίσιο φιλανθρωπία δεν σημαίνει απλώς θεραπεία των αναγκών σε προσωπικό επίπεδο, αλλά μάλλον κριτική αναθεώρηση στο σύνολό τους, των κοινωνικών και οικονομικών δομών που δημιούργησαν και συντηρούν το πρόβλημα.
Είναι, επιτέλους, καιρός η επίσημη Εκκλησία να βρει το θάρρος να ονοματίσει το Κακό –έχουμε αηδιάσει, πλέον, από την γενικευμένη αδράνεια, που ευνοεί τη συγκάλυψη. Το πρόβλημα, ως γνωστόν, ακούει στο όνομα καπιταλισμός. Πρέπει να το πάρει απόφαση η εκκλησιαστική διοίκηση ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα απρόσωπο και απάνθρωπο εκμεταλλευτικό σύστημα. Δεν χωράνε ψευδαισθήσεις του τύπου: «η ηθικοποίηση των ατόμων θα φέρει την ηθικοποίηση της κοινωνίας» ή «αν η εργοδοσία βρισκόταν σε Χριστιανικά χέρια τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά». Τέτοιες ιδεαλιστικές φρεναπάτες και ανεδαφικοί «ευσεβείς πόθοι» ανήκουν σε άλλες εποχές. Οι αγαθές ατομικές προθέσεις δεν ενοχλούν το σύστημα, και άρα, όταν τις επικαλούμαστε είναι σαν να υπεκφεύγουμε λόγω δειλίας. Παράλληλα, η οφειλόμενη συστημική κριτική της Εκκλησίας δεν κινδυνεύει να θεωρηθεί ανακυκλωμένος μαρξισμός. Πρώτον, γιατί μπορεί κάλλιστα να αρθρωθεί επί τη βάση δικών της –θεολογικών– κριτηρίων και δεύτερον γιατί ο (νέο)φιλελευθερισμός είναι το καθολικά ισχύον σήμερα πολιτικοοικονομικό σύστημα και άρα ο μοναδικός αυτονόητος στόχος όλων όσων καταπιέζονται απ’ αυτό. Φωνές απόρριψης της παγκοσμιοποίησης ακούγονται από εντελώς διαφορετικές κατευθύνσεις, πηγάζουν από διαφορετικά περιβάλλοντα και έχουν ποικίλα κριτήρια: οικολογικά, οικονομικά, ιδεολογικά, πολιτισμικά, θρησκευτικά ή θεολογικά. Ως εκ τούτου κάθε αμφισβήτηση του κατεστημένου δεν προϋποθέτει, ούτε αναπαράγει απαραίτητα την μαρξιστική ανάλυση (μια ματιά στο έργο σημαντικών σύγχρονων στοχαστών το επιβεβαιώνει). Κατά τρόπο ανάλογο, η κριτική της Εκκλησίας οφείλει να εκπορεύεται πρωτίστως από την θεολογία της.
Όμως, η κοινωνική ευαισθησία της Εκκλησίας παρουσιάζεται σήμερα αμβλυμμένη. Η ηγεσία της διστάζει να αναμετρηθεί με το οικονομικό κατεστημένο και η συμπεριφορά αυτή μαρτυρεί ότι είτε επιμένει να αγνοεί είτε εσκεμμένα διαστρεβλώνει την Ευαγγελική και Πατερική παρακαταθήκη. Δεν είναι μονάχα η αξιωματική διατύπωση «ου δύνασθε Θεώ δουλεύειν και μαμωνά» (Λουκ. 16:13), η εκρηκτική περικοπή της Μελλούσης Κρίσεως (Ματθ. 25:31-46) και οι ξεκάθαρες διαβεβαιώσεις του Κυρίου (Ματθ. 19:16-24, Λουκ. 12:33), που συνδέουν άμεσα την κληρονομιά της Βασιλείας των Ουρανών με την κοινωνική ευθύνη των πιστών. Συνεχίζοντας το πνεύμα των προφητών της Παλαιάς Διαθήκης, μια ηγετική μορφή της πρώτης Εκκλησίας, ο αδελφόθεος Ιάκωβος, δεν διστάζει να ξεστομίσει κουβέντες που καίνε σαν τις φλόγες της Κόλασης, προκειμένου να ελέγξει την αναλγησία των οικονομικά ισχυρών: «΄Αγε νυν οι πλούσιοι, κλαύσατε ολολύζοντες επί ταις ταλαιπωρίαις υμών ταις επερχομέναις. Ο πλούτος υμών σέσηπεν και τα ιμάτια υμών σητόβρωτα γέγονεν, ο χρυσός υμών και ο άργυρος κατίωται και ο ιός αυτών εις μαρτύριον υμίν έσται και φάγεται τα σάρκας υμών ως πυρ. Εθησαυρίσατε εν εσχάταις ημέραις. Ιδού ο μισθός των εργατών των αμησάντων τας χώρας υμών ο απεστερημένος αφ’ υμών κράζει, και αι βοαί των θερισάντων εις τα ώτα Κυρίου σαβαώθ εισεληλύθασιν. Ετρυφήσατε επί της γης και εσπαταλήσατε, εθρέψατε τας καρδίας υμών εν ημέρα σφαγής, κατεδικάσατε, εφονεύσατε τον δίκαιον, ουκ αντιτάσσεται υμίν» (Ιακ. 5:1-6). Η παρρησία των λόγων αυτών εντυπωσιάζει, αν αναλογιστεί μάλιστα κανείς ότι τόσο οι άδικοι πλούσιοι όσο και οι αδικημένοι εργάτες, για τους οποίους μιλάει ο πρώτος επίσκοπος Ιεροσολύμων, ήταν, πιθανότατα, μέλη της ίδιας χριστιανικής κοινότητας. Ωστόσο, η δριμύτατη θεολογική κριτική της πλουτοκρατίας στους κόλπους της νεαρής Εκκλησίας του 1ου μ.Χ. αιώνα, δεν φαίνεται να εμπνέει ανάλογες συμπεριφορές στις μέρες μας. Κάτι τέτοια χωρία συνήθως τα ξεχνάμε γιατί ελέγχουν αυστηρά την αναισθησία μας.
Στην ίδια γραμμή απόλυτης καταδίκης του καθεστώτος της κοινωνικής αδικίας κινούνται και οι Άγιοι Πατέρες της Ανατολής. Στην αγωνία που έχουν ως ποιμένες να αποκριθούν στις απαιτήσεις της εποχής τους, εμπλουτίζουν το θεολογικό επιχείρημα, προσδίδοντάς του ταυτόχρονα μεγαλύτερο βάθος. Πάγια θεολογική θέση των Πατέρων είναι ότι όλος ο πλούτος ανήκει στον Θεό και οι κατέχοντες δεν είναι παρά διαχειριστές του μέσα στην Ιστορία: «Δεσποτικά γαρ εστί τα χρήματα» σημειώνει ενδεικτικά ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος και συμπληρώνει: «Ει τοίνυν του Δεσπότου του κοινού τα ημέτερα, άρα και των συνδούλων των ημετέρων· τα γαρ του Δεσπότου πάντα κοινά». Και πάλι: «Η ψυχή σου ουκ έστι ση, και πώς τα χρήματα εστι σά; […] Επειδή δε ουκ έστιν ημέτερα, αλλά του Δεσπότου, εις τους ομοδούλους εχρήν δαπανάν», καθώς «ο θεός εξ αρχής ου τον μεν πλούσιον εποίησε, τον δε πένητα […] αλλά την αυτήν πάσιν ανήκεν γην». Τούτο σημαίνει ότι η κοινωνική ανισότητα δεν είναι «φυσικός νόμος», όπως ισχυρίζονται οι θεωρητικοί του φιλελευθερισμού. Επίσης σημαίνει ότι οι οικονομικά ισχυροί δεν είναι πιο ενάρετοι ή ηθικοί από τους φτωχούς, ώστε να αξίζουν περισσότερο τη Θεία δωρεά –όπως διατείνεται το γνωστό καλβινιστικό επιχείρημα, που βρίσκεται στη ρίζα του καπιταλισμού. Αντίθετα, μάλιστα, ο πλούτος για τους Πατέρες είναι σχεδόν πάντοτε προϊόν αδικίας και η κατάχρησή του δείχνει τη βλάσφημη διάθεση των πλουσίων έναντι του Θεού: «ολέθριον γαρ το πάθος [του πλούτου] και ουκ έστιν, ούκ έστι μη αδικούντα πλουτείν», αποφαίνεται κοφτά ο Χρυσόστομος. Δεν υπάρχει πλούσιος που να μην έχει αδικήσει. Οι αμύθητες περιουσίες, επομένως, δεν έρχονται ως ανταμοιβή της αρετής των κατόχων τους, αλλά μάλλον ως δοκιμασία, ως φορτίο αυξημένης ευθύνης ενώπιον του Θεού και του πλησίον. Η οικονομική επιφάνεια που ο Θεός ανέχθηκε να αποκτήσουν ορισμένοι άνθρωποι, τους καθιστά απευθείας υπόλογους στον Δοτήρα. Μονάχα εάν εκδαπανήσουν τις περιουσίες τους προς κάλυψη των αναγκών των αποστερημένων αδελφών τους, υπηρετούν το Θείο θέλημα: «Σύνες, άνθρωπε, του δεδωκότος. Μνήσθητι σεαυτού, τις ει, τι οικονομείς, παρά τίνος έλαβες, δια τι των πολλών προεκρίθης. Αγαθού Θεού γέγονας υπηρέτης, οικονόμος των ομοδούλων· μη πάντα οίου τη γαστρί τη ση παρεσκευάσθαι», προειδοποιεί ο Μέγας Βασίλειος. Μ’ άλλα λόγια, αν θέλει να είναι αληθινός και όχι ψευδεπίγραφος Χριστιανός, ο πλούσιος οφείλει μέρα με τη μέρα να γίνεται σταθερά φτωχότερος, οφείλει, δηλαδή, να απαρνηθεί τον ίδιο τον εαυτό του –να μετανοήσει. Μ’ αυτήν την προϋπόθεση και μόνο δικαιώθηκε, άλλωστε, και ο αδίστακτος τοκογλύφος και φορομπήχτης Ζακχαίος: «ιδού τα ημίσια μου των υπαρχόντων, κύριε, τοις πτωχοίς δίδωμι, και ει τινός τι εσυκοφάντησα αποδίδωμι τετραπλούν, είπεν δε προς αυτόν ο Ιησούς ότι σήμερον σωτηρία τω οίκω τούτω εγένετο» (Λουκ. 19:8-9). Αντιστοίχως, επειδή αρνήθηκε να πράξει ανάλογα, ο «έχων κτήματα πολλά» νεανίσκος του Ματθ. 19:16-22, έμεινε μακριά από τον Ιησού και βυθίστηκε στην κατάθλιψη.
Δεύτερη θέση των Πατέρων, η οποία προκύπτει λογικά από την πρώτη είναι ότι εφόσον τα αγαθά είναι άνωθεν δεδομένα τοις πάσι, οι πλούσιοι δεν έχουν κανένα δικαίωμα να τα σφετερίζονται αποκλειστικά για τον εαυτό τους. Εάν το κάνουν αυτό, γίνονται καταχραστές, άρπαγες και αποστερητές, υπεύθυνοι για την εξαθλίωση του λαού. Αυτό ισχύει ακόμη και για τις –εξαιρετικά σπάνιες, κατά τον Χρυσόστομο– περιπτώσεις, στις οποίες ο πλούτος δεν αποτελεί προϊόν αδικίας. Ο μέγας πυρσός της Αντιόχειας πετάει, εν προκειμένω, σπίθες: «[…] ου το τα αλλότρια αρπάζειν μόνον, αλλά και το των εαυτού μη μεταδιδόναι ετέροις, και τούτο αρπαγή και πλεονεξία και αποστέρησίς εστι», καθόσον «αρπαγή το μη μεταδιδούναι των όντων». Με λόγια εκρηκτικά συμπληρώνει ο Μέγας Βασίλειος: «Συ, δε, πάντα τοις απληρώτοις της πλεονεξίας κόλποις περιλαβών, ουδένα οίει αδικείν τοσούτους αποστερών; Τις εστιν ο πλεονέκτης; Ο μη εμμένων τη αυταρκεία. Τις δε εστιν ο αποστερητής; Ο αφαιρούμενος τα εκάστου. Σε δε ου πλεονεκτής; συ δε ουκ αποστερητής; α προς οικονομίαν εδέξω, ταύτα ίδια σεαυτού ποιούμενος; Ή ο μεν ενδεδυμένον απογυμνών λωποδύτης ονομασθήσεται· ο δε τον γυμνόν μη ενδύων, δυνάμενος τούτο ποιείν, άλλης τινός εστι προσηγορίας άξιος; Του πεινώντός εστι ο άρτος, ον συ κατέχεις· του γυμνητεύοντος το ιμάτιον, ο συ φυλάσσεις εν αποθήκαις· Του ανυποδέτου το υπόδημα, ο παρά σοι κατασήπεται· του χρήζοντος το αργύριον, ο κατορύξας έχεις». Και να θυμόμαστε ότι εκείνος που τα λέει αυτά δεν θεωρητικολογούσε, αλλά είχε ξοδέψει ολόκληρη την περιουσία του για να χτίσει τη «Βασιλειάδα» και περιέθαλπε τους λεπρούς με τα ίδια του τα χέρια. Όθεν, συμπέρασμα (θεο)λογικότατον: «Ώστε τοσούτους αδικείς, όσοις παρέχειν εδύνασο» και συνεπώς «Όσον ουν πλεονάζεις τω πλούτω, τοσούτον ελλείπεις τη αγάπη». Αυτά προς γνώση και συμμόρφωση όλων ημών των επαναπαυμένων «Ορθοδόξων Χριστιανών».
Ο τρίτος άξονας που διέπει την Πατερική κριτική παραπέμπει στη «χαλκηδόνεια» ενότητα του κοινωνικού με το πνευματικό. Η Εκκλησία από πολύ νωρίς επεσήμανε ότι η υλική στήριξη των ενδεών είναι πνευματικής τάξεως ζήτημα, ενώ η μονομερής φροντίδα για τα πνευματικά καταντά υποκρισία και φανερώνει κοινωνική αναλγησία. Τον γενικό τόνο δίνει και πάλι η Επιστολή του Ιακώβου, που είναι εν προκειμένω σαφέστατη: «εάν αδελφός ή αδελφή γυμνοί υπάρχωσιν και λειπόμενοι της εφημέρου τροφής είπη δε τις αυτοίς εξ υμών· υπάγετε εν ειρήνη, θερμαίνεσθε και χορτάζεσθε, μη δώτε δε αυτοίς τα επιτήδεια του σώματος, τι το όφελος;» (Ιακ. 2:15-16). Στο ίδιο μήκος κύματος, ο τηλαυγής φάρος της Καισαρείας καυτηριάζει με ύφος ειρωνικό την αλαζονεία όσων λησμονούν ότι η υλική υποχρέωση απέναντι στους φτωχούς είναι αναπόσπαστο μέρος της πορείας προς την αγιότητα, στα πλαίσια της ευχαριστιακής σύναξης: «Οίδα πολλούς νηστεύοντας, προσευχομένους, στενάζοντας, πάσαν την αδάπανον ευλάβειαν ενδεικνυμένους, οβολόν δε ένα μη προϊεμένους τοις θλιβομένοις. Τι όφελος τούτοις της λοιπής αρετής; Ου γαρ παραδέχεται αυτούς η βασιλεία των ουρανών· διότι ευκοπώτερον, φησί, κάμηλον δια τρυμαλιάς ραφίδος διελθείν, ή πλούσιον εις την βασιλείαν των ουρανών. Αλλ’ η μεν απόφασις ούτως εναργής, και ο ειπών αψευδής· οι πειθόμενοι σπάνιοι».
[…] Η παραπάνω ανάλυση, δεν είναι σε καμιά περίπτωση εξαντλητική, παραμένει, ωστόσο, ενδεικτική του ελεγκτικού νεύρου και των θεολογικών αρχών που διέπουν τον κοινωνικό λόγο των Πατέρων. Όμως, είναι επιβεβλημένο να έχουμε πάντοτε κατά νου το εξής: το οικονομικό συμφραζόμενο με το οποίο αναμετρήθηκε η Καινή Διαθήκη και αργότερα οι Πατέρες ήταν τελείως διαφορετικό από το σημερινό. Η ανάπτυξη των οικονομικών και κοινωνικών δομών σήμερα ορίζεται από την κυριαρχία του νεοφιλελεύθερου κεκτημένου. Εδώ η διαρκής μεγιστοποίηση του κέρδους δεν υπαγορεύεται τόσο από τις ιδιοτροπίες της ατομικής βούλησης (π.χ. πλεονεξία), αλλά συνιστά όρο απαράβατο για την επιβίωση μιας επιχείρησης και ως εκ τούτου υποστηρίζεται από ένα περίπλοκο σύστημα οικονομικών σχέσεων που διαιωνίζει ανακλαστικά «το της επιθυμίας ακόρεστον». Η καπιταλιστική δομή λειτουργεί σύμφωνα με αυτονομημένους μηχανισμούς παραγωγής και κατανάλωσης, όπου κυριαρχεί ο εργαλειακός ορθολογισμός, η αφηρημένη αρχή του ανταγωνισμού, ο αυτοματισμός της χειραγώγησης, ο ολοκληρωτισμός της αγοράς και η άυλη χρηματιστική οικονομία. Η κερδοσκοπία στα πλαίσια αυτά δεν αντιμετωπίζεται ούτε κατά διάνοια ως «αμαρτωλό πάθος», αλλά νομιμοποιείται ως «κατά φύσιν» απόκριση στους νόμους της αγοράς –αναβιβάζεται σε αρετή.
Όλα αυτά θέτουν την Εκκλησία ενώπιον νέων προκλήσεων. Την υποχρεώνουν να διαμορφώσει την κριτική της γύρω από άξονες όχι αυστηρά προσωποπαγείς, αλλά πρωτίστως συστημικούς. Να αναπτύξει το κριτικό της αισθητήριο, να ξαναβρεί το θάρρος και την παρρησία των Πατέρων της, να τολμήσει να διαφεντέψει τους ανίσχυρους και αναγκεμένους, οι οποίοι προσβλέπουν σ’ αυτήν για προστασία: «Τι ουν εστιν επιείκεια και τι ανανδρία; Όταν ετέροις μεν αδικουμένοις μη αμύνωμεν, αλλά σιγώμεν αυτοί, τούτο ανανδρία εστιν· […] Τι παρρησία; Πάλιν το αυτό, όταν υπέρ ετέρων αγωνιζόμεθα», αποφαίνεται ο Χρυσόστομος, επισημαίνοντας την κοινωνική ευθύνη των μελών της Εκκλησίας. Η πίστη και η εφευρετικότητα των φίλων του παραλυτικού (Μαρκ. 2:3-5), προβάλλουν ως πρότυπα εκκλησιαστικής μέριμνας προς τον πάσχοντα αδελφό. Στο άλλο άκρο, το μέγεθος της αδιαφορίας που είναι ικανό να επιδείξει ένα «μοναχικό πλήθος» συνοψίζεται με σπαρακτικό τρόπο στην κραυγή του αβυσσάλεα εγκαταλελειμμένου παραλυτικού της Βηθζαθά: «Κύριε, άνθρωπον ούκ έχω» ( Ιωαν. 5:7).
Η Εκκλησία, βέβαια, αποσκοπεί πάντοτε στη μετάνοια, στην αλλαγή της ρότας του βίου εκάστου ανθρώπου, ώστε να κοινωνήσει με τον Θεό. Σήμερα, όμως, χρειάζεται μια ευρύτερη νοηματοδότηση της μετάνοιας, με συγκεκριμένες πολιτικές και κοινωνικές απολήξεις. Άλλωστε, και οι Πατέρες παράλληλα με την πλεονεξία των πλουσίων καταδίκαζαν και τον εκμεταλλευτικό θεσμό του έντοκου δανεισμού, που επέτρεπε την καλλιέργεια της τοκογλυφίας και παρήγαγε κοινωνικά δράματα. Δεν μπορεί, επομένως, η Εκκλησία να επαφίεται στην όποια φιλόπτωχη διάθεση των οικονομικά ισχυρών, καθώς η ατομική προαίρεση έχει πάψει προ πολλού να παίζει οποιοδήποτε ρόλο στη λειτουργία του οικονομικού συστήματος. […] Είναι, επομένως, ανάγκη η Εκκλησία να κινητοποιηθεί θεολογικά ώστε να ελέγξει τα οικονομικά κατεστημένα και τις εκμεταλλευτικές δομές, συμβάλλοντας, με τον τρόπο της, στην απελευθέρωση των καταπιεσμένων και στη μετάβαση προς ένα νέο πολιτισμικό παράδειγμα.
Πολύ θαυμάσια μελέτη της κοινωνικής αδικίας σε σχέση με την Εκκλησία σήμερα και πως μπορεί να γίνει μια Δημοκρατική διακυβέρνηση, ώστε να εφαρμοστούν τα Χριστιανικά ιδανικά κοινωνικής αλληλεγγύης, ισότητας, θεϊκής δικαιοσύνης προς όλους και Χριστιανικής παγκόσμιας ειρήνης. Αυτά και πολλά άλλα θα βρήτε στο βιβλίο "Δευτέρα Παρουσία" που μπορείτε να διαβάσετε δωρεάν στην ιστοσελίδα nikosaimilios.blogspot.com.
ΑπάντησηΔιαγραφήΝίκος - Αιμίλιος Αργυρόπουλος