Αγαπητοί αδελφοί, ακούσαμε σήμερα στο ευαγγέλιο την παραβολή για τον άφρονα πλούσιο. Την ξέρουμε όλοι. Είπε ο Χριστός ότι τα χωράφια κάποιου έτυχε να είναι γεμάτα καρπούς. Βλέποντάς τα άρχισε να σκέπτεται τι να κάνει. «Τι ποιήσω;». Και έλεγε με τη σκέψη του ότι «θα γκρεμίσω τις αποθήκες μου για να μπορέσω να τα συγκεντρώσω καλύτερα και να τα συγκεντρώσω όλα. Και στη συνέχεια θα πω στον εαυτό μου ότι έχεις πάρα πολλά αγαθά, δεν κινδυνεύεις να μείνεις χωρίς αυτά. Τώρα μπορείς να είσαι ήσυχος. Φάε, πίνε, ευφραίνου». Κι ενώ σκεπτόταν αυτά, άκουσε τη φωνή του Θεού που λέει ότι «απόψε σού ζητάνε την ψυχή σου, τη ζωή σου. Αυτά που ετοίμασες σε ποιον θα ανήκουν;».
Είναι χαρακτηριστικό της παραβολής ότι δεν γίνεται πουθενά λόγος για άλλα πρόσωπα εκτός από τον ίδιο αυτό άνθρωπο, τον πλούσιο. Δεν γίνεται λόγος για την οικογένειά του, για το συγγενικό του περιβάλλον, ούτε καν για τον δημόσιο χώρο. Φαίνεται ότι είναι μόνος του μέσα στο σύμπαν. Βέβαια δεν είναι έτσι τα πράγματα. Το περιβάλλον, οι άλλοι άνθρωποι, είναι πάρα πολύ έντονα μέσα στη ζωή του. Είναι παρόντα, εκεί μέσα στην ψυχή του. Όταν μιλάει εκείνος για τον εαυτό του, όταν λέει «τι ποιήσω;», «τι θα κάνω;», βλέποντας τα χωράφια γεμάτα καρπούς, εκεί ακριβώς η σκέψη του είναι η σκέψη του περιβάλλοντος, η σκέψη των άλλων ανθρώπων, αυτό που σκέπτονται οι περισσότεροι άνθρωποι. Ρωτώντας «τι ποιήσω;» και δίνοντας αυτή την απάντηση, ο άνθρωπος αυτός σκέπτεται όπως σκέπτονται όλοι. Όπως σκεπτόμαστε κι εμείς. Τουλάχιστον οι περισσότεροι από μας, η μεγάλη πλειοψηφία. Τι ποιήσω, τι να κάνω; Είναι γεμάτος ανησυχία και μέριμνα. Αυτόματα, χωρίς τίποτε άλλο να περάσει από το μυαλό του, πρέπει να εξασφαλίσει το μέλλον του, πρέπει να έχει αγαθά για να καταναλώνει. Αλλιώς πώς θα ζήσει; Έτσι όμως σκέπτονται όλοι οι άνθρωποι. Οι άλλοι λοιπόν που τόσο απουσιάζουν και δεν γίνεται λόγος γι’ αυτούς είναι παρόντες στη σκέψη αυτού του ανθρώπου. Οι άλλοι καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να σκέπτεται. Και πώς απαντάει; «Θα γκρεμίσω τις αποθήκες, θα κάνω άλλες, θα βάλω εκεί τα γεννήματά μου κλπ.» Βρισκόμαστε σε άλλη εποχή, δεν μπορούσε να καταφύγει στις τράπεζες, δεν μπορούσε να ασφαλίσει αυτά τα οποία είχε, δεν μπορούσε να έχει τους τρόπους που έχουμε εμείς σήμερα, για να εξασφαλιστεί μελλοντικά. Ο τρόπος ήταν αυτός. Έπρεπε να συγκεντρώσει αυτά τα οποία είχαν τα χωράφια του, για να τα έχει στο μέλλον. Σκεπτόταν όμως όπως σκεπτόμαστε κι εμείς. Κι όπως σκέπτονται και οι περισσότεροι από μας. Άρα οι άλλοι ήταν εκεί. Δηλαδή ο άνθρωπος αυτός εφήρμοζε αυτό που έλεγε η κοινή γνώμη. Αυτό που ήταν ο μέσος όρος της ζωής των ανθρώπων. Έτσι σκεπτόταν ο άνθρωπος.
Βέβαια έρχεται να τον ξυπνήσει απ’ αυτή την κατάσταση η φωνή του Θεού. Γιατί συνέβη αυτό το πράγμα; Γιατί έπρεπε κάποιος να τον ξυπνήσει; Διότι οι δυνατότητές του ήταν πια περιορισμένες. Δεν φαίνονταν καν. Είχε ισοπεδωθεί μέσα του και δεν μπορούσε να σκεφτεί διαφορετικά. Έτσι, ακούγεται η φωνή του Θεού μέσα από τη συνείδησή του: «Απόψε πεθαίνεις. Αυτά που ετοίμασες σε ποιον ανήκουν;»
Αγαπητοί αδελφοί, πού έκανε λάθος ο άνθρωπος αυτός; Πού έκανε λάθος και την πάτησε τόσο χοντρά, όπως θα λέγαμε εμείς σήμερα; Προφανώς στα κριτήρια που είχε στη ζωή του, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να βρει τι είναι πρωτεύον και τι δευτερεύον. Και πιο πολύ, τι είναι το πιο επείγον. Και το πιο επείγον βέβαια είναι το να νιώσει κανείς, να καταλάβει και να βάλει βαθιά μέσα στο μυαλό του, ότι είμαστε περιορισμένοι κι ο χρόνος μας τελειώνει. Και έχουμε ημερομηνία λήξης την οποία δεν γνωρίζουμε. Αυτό θα έπρεπε να το βάλει μέσα στους άλλους παράγοντες. Καλά σκέφτηκε τα άλλα. Δεν ήταν όλα λάθος. Έπρεπε όμως να βάλει κι αυτό. Κι αυτό να το βάλει πριν από τα άλλα. Γιατί είναι πιο επείγον από τα άλλα. Αλλά, όπως είπαμε, δεν μπορούσε. Δεν μπορούσε αυτό να το καταλάβει. Είχε μέσα του ισοπεδωθεί. Οι δυνατότητές του ήταν πάρα πολύ λίγες. Μόνο μέσα από τα βάθη της συνείδησής του μπόρεσε να του μιλήσει ο Θεός. Έπρεπε να του δείξει κάποιος άλλος την κατάστασή του για να βγει από εκείνη. Δηλαδή από ποια; Είναι αιχμάλωτος της κοινής γνώμης, του μέσου όρου της ζωής των ανθρώπων, του τρόπου που συνήθως σκέπτονται οι άνθρωποι. Έπρεπε να βγει από κει και να αντιμετωπίσει ο ίδιος τον ίδιο του τον εαυτό. Ενώ μιλάει τόσο πολύ για τον εαυτό του (τι θα κάνω, τι ποιήσω, θα κάνω κείνο ή το άλλο κλπ.) και σ’ αυτόν απευθύνεται συνέχεια, πολύ λίγο ποσοστό κατέχει ο εαυτός του σε όλα αυτά. Τον έχουν καταλάβει οι άλλοι, το περιβάλλον του, ο τρόπος που σκέφτεται ο κόσμος. Έτσι σκεπτόταν ο άνθρωπος. Γι’ αυτό ήταν ανάγκη να του δειχτεί αυτό από τον Θεό, μέσα από τα βάθη της συνείδησής του, όπως είπαμε.
Αγαπητοί αδελφοί, τι ήθελε να πει ακόμη ο Χριστός; Και γιατί εμείς διαβάζουμε αυτή την παραβολή σήμερα; Ήθελε ο Χριστός να μας πει ότι η κατάστασή μας ήταν τέτοια που μόνο προς τον θάνατο πήγαινε. Έπρεπε να έρθει ο ίδιος ο Θεός από τους ουρανούς, να γεννηθεί ανάμεσα στους ανθρώπους, να γίνει ένας από μας. Γιατί; Για να μας δώσει τις δυνατότητες που χάσαμε, να μας βγάλει απ’ αυτή την ισοπέδωση που βρίσκεται μέσα μας, να ξαναβρούμε κριτήρια, να ξέρουμε τι είναι πρώτο και τι δεύτερο, τι επείγει και τι μπορεί να αργήσει και να καθυστερήσει. Γι’ αυτό ήρθε ο Θεός στον κόσμο. Γι’ αυτό κι εμείς σήμερα διαβάζουμε αυτή την παραβολή, παραμονή των Εισοδίων της Θεοτόκου και παραμονή που θα αρχίσουμε να ψάλλουμε το «Χριστός γεννάται». Ο Χριστός δεν μίλαγε ξεκάρφωτα, δεν έλεγε διάφορες ιστορίες για να αρέσει στους ανθρώπους, δεν έδινε οδηγίες για να ζήσουμε οι άνθρωποι καλά. Ήθελε να μας δώσει το μέτρο της ζωής. Γι’ αυτό μιλώντας για τον πλούσιο αυτό άνθρωπο και γι’ αυτό που τον βρήκε, έφερε τη φωνή του Θεού, την ίδια τη φωνή τη δική του, για να ακούσει εκείνος ένα άγγελμα, να ακούσει ένα κάλεσμα, το οποίο ήταν αδυσώπητο και μονοσήμαντο: πεθαίνεις. Τι θα γίνει; Με μία μόνο σημασία: τι μπορείς να κάνεις; Αποφάσισε τώρα.
Αγαπητοί αδελφοί, ο Θεός δεν ήθελε να πεθάνει ο άνθρωπος. Ήθελε βλέποντάς τον σε μια κρίσιμη στιγμή της ζωής του, εκεί που σκεπτόταν κι έπαιρνε αποφάσεις και βρισκόταν μπροστά στη λάθος απόφαση -δεν είχε μπει ακόμα στα έργα, σκέψεις είχε μόνο-, ακριβώς εκεί ήθελε ο Θεός να επέμβει και να του δείξει τον δρόμο της ζωής. Έναν δρόμο που τον είχε χάσει, επειδή είχε χάσει ήδη τις δυνατότητές του. Αλλά ήρθε ο Χριστός και συνεζωποίησε εμάς, όπως ακούσαμε σήμερα στον Απόστολο, διότι εκείνος είναι πλούσιος σε έλεος όχι σε χωράφια, σε αγαθά, σε κτήματα και σε εξασφαλίσεις. Πλούσιος σε έλεος. Ήρθε ανάμεσά μας. Να μας χαρίσει δυνατότητες, να βλέπουμε τα πράγματα όπως είναι και να βαδίζουμε όπως εκείνος θέλει. Αμήν.
(κήρυγμα που εκφωνήθηκε στον Ι. Ν. Αγίου Παντελεήμονος Χαλανδρίου στις 20-11-11)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου